Ουρανία Πολυκανδριώτη
«Η διάπλαση των Ελλήνων
Αριστοτέλης Π. Κουρτίδης
(1858-1928)»
Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών Ε.Ι.Ε.
Δεκέμβριος 2011
«Κάρολος Δίκενς»
Υστερόγραφο Διονύσης Καψάλης
Μ.Ι.Ε.Τ.
Δεκέμβριος 2012
Για τα Χριστούγεννα, το ΜΙΕΤ, αντί ευχητήριας κάρτας, έχει καθιερώσει την αποστολή ενός βιβλιαρίου με παλαιά, συνήθως, άγνωστα κείμενα, που σχετίζονται με κάποια πτυχή της πνευματικής επικαιρότητας. Ήδη, αυτά τα βιβλιάρια συγκροτούν αυτόνομη εκδοτική σειρά, με τον τίτλο, «Αντί ευχών». Καθώς οι επιλογές κειμένων και προσώπων δεν ακολουθούν τις τρέχουσες μόδες, αποτελούν, κατά κανόνα, ευχάριστη έκπληξη. Ιδιαίτερα εκείνα, στα οποία ανασύρονται λόγιοι, σήμερα παραμερισμένοι, παρότι στάθηκαν θεμελιωτές διαφορετικών πλευρών της νεοελληνικής υπόστασης. Παράδειγμα, ο “Χρονογράφος της Μεγάλης Εκκλησίας, Μανουήλ Γεδεών”, στον οποίο είναι αφιερωμένα δυο ευχητήρια βιβλιάρια, του 2002 και του 2010. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο μερικά χρόνια μικρότερός του, “λόγιος και παιδαγωγός”, Αριστοτέλης Π. Κουρτίδης, τον οποίο πλαγίως ανακαλεί το βιβλιάριο του 2012. Και αυτός Κωνσταντινουπολίτης και απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής όπως ο Γεδεών. Αμφότεροι χαρακτηρίστηκαν άνθρωποι συντηρητικών ιδεών και συνακόλουθα, το έργο τους κρίθηκε αδιάφορο για τους μεταγενέστερους.
Στον ειρμό του Διαφωτισμού
Για το χριστουγεννιάτικο βιβλιάριο του 2012, ο Διονύσης Καψάλης επέλεξε τον Κάρολο Ντίκενς επί τη λήξει του επετειακού έτους για τα 200 χρόνια από τη γέννησή του. Τον συγκινεί και ως “ομοτράπεζος”, τουλάχιστον στη δική του καρδιά, του Σαίξπηρ, καθώς οι ιστορίες του Ντίκενς, αγαπημένα αναγνώσματα της εφηβείας του, δένονται με τα σονέτα του Σαίξπηρ, προσφιλές μεταφραστικό έργο αλλοτινών ημερών, όταν είχε την πολυτέλεια να ασχολείται περισσότερο με την ποίηση. Αντί χριστουγεννιάτικου διηγήματος, προτιμήθηκε ένα κείμενο, όπου ανιστορούνται τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Ντίκενς. Κυρίως, η σκληρή δοκιμασία που πέρασε στα δώδεκα, όταν φυλακίστηκε για χρέη ο πατέρας του και εκείνος αναγκάστηκε να δουλέψει σε εργοστάσιο. “Αυτή η εμπειρία με έκανε τον συγγραφέα που είμαι σήμερα”, έγραφε σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα, που αποτέλεσε το έναυσμα για το μυθιστόρημα «Δαβίδ Κόππερφηλντ» αλλά και για την πρώτη βιογραφία του. Τρίτομη αυτή, την συνέταξε ο συνομήλικος φίλος του, Τζων Φόρστερ. Την ξεκίνησε δυο χρόνια μετά το θάνατό του, το 1872, όταν ο Ντίκενς θα έκλεινε τα εξήντα, και μόλις που πρόλαβε να την ολοκληρώσει, το 1874, δυο χρόνια πριν το δικό του θάνατο. Το κείμενο του βιβλιαρίου συρράπτει αποσπάσματα από τα δυο πρώτα κεφάλαια της βιογραφίας, αναπλάθοντάς τα και με τις αναγκαίες προσθήκες, ώστε να πάρει τη μορφή σύντομου βιογραφικού. Δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες, 7 και 14 Ιουν. 1881, στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Εστία». Ο συντάκτης του υπογράφει με τα αρχικά Α. Κ..
Στο υστερόγραφο του βιβλιαρίου, με τίτλο, «Χριστουγεννιάτικος Ντίκενς», ο Καψάλης εξομολογείται, πως τον είχε γοητεύσει η υπόθεση το αρκτικόλεξο της υπογραφής να ανήκει στον Κουρτίδη, που, στο ξεκίνημά του, είχε δημοσιεύσει ποιήματα με το ψευδώνυμο Βολταίρος. Έτσι, θα υπήρχε υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στον Ντίκενς και τον συγγραφέα του κειμένου, καθώς και οι δυο “θα εναρμονίζονταν με τον βαθύτερο ειρμό του Διαφωτισμού”. Τον απογοήτευσε, όμως, η αρνητική ετυμηγορία των μελετητών. Η Ουρανία Πολυκανδριώτη, στην εργογραφία του Κουρτίδη, που αποτελεί το τέταρτο και τελευταίο μέρος της μελέτης της, παρόλο που αποδελτιώνει το περιοδικό «Εστία», δεν περιλαμβάνει το εν λόγω δημοσίευμα. Ως πρώτο δημοσίευμά του καταγράφει ένα λίγο μεταγενέστερο μετάφρασμα, στο τεύχος της 26 Ιουλ. 1881, με την υπογραφή Α. Π. Κ.. Να θυμίσουμε, ωστόσο, ότι, σε εκείνο το τεύχος, δημοσιεύεται και το πρώτο ποίημα στο περιοδικό του Δροσίνη, ο οποίος, στην αυτοβιογραφία του, τα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», γράφει: “Τον Αριστοτέλη Κουρτίδη τον βρήκα πριν από μένα στην Εστία, μεταφραστή διηγημάτων...” Άρα, υπήρχε προηγούμενο δημοσίευμα του Κουρτίδη. Έρχεται, όμως, ο φιλολογικός επιμελητής της έκδοσης, Γιάννης Παπακώστας, και σημειώνει ότι δεν μπόρεσε να εντοπίσει προγενέστερη επώνυμη συνεργασία του Κουρτίδη, που σημαίνει ότι ούτε αυτός του αποδίδει τα αρχικά Α. Κ., τα οποία εμφανίζονται για πρώτη φορά στο δημοσίευμα για τον Ντίκενς, αλλά επανέρχονται και σε κατοπινά τεύχη. Σύμφωνα, πάντως, με τον κατάλογο συντακτών του περιοδικού εκείνης της περιόδου, τα αρχικά δεν συμφωνούν με το όνομα κανενός άλλου συνεργάτη. Οπότε, είτε ανήκουν στον Κουρτίδη είτε υπάρχει συντάκτης που δεν χρησιμοποίησε ολόκληρο το όνομά του σε κανένα δημοσίευμα.
Κατά την εκτίμησή μας, ο λόγος, που οι μελετητές δεν αποδίδουν τα αρχικά στον Κουρτίδη, είναι η γλώσσα του πρωτότυπου. Σε εκείνη την πρώτη περίοδο, αυτός μετέφραζε αποκλειστικά από τα γαλλικά και το πρωτότυπο εδώ φαίνεται να είναι αγγλικό. Ωστόσο, η γαλλική μετάφραση της βιογραφίας του Ντίκενς, αν δεν σφάλλουμε, ακολούθησε εντός της ίδιας δεκαετίας. Ύστερα, στο ελληνικό κείμενο υπάρχουν ίχνη του παρακαμπτήριου, μέσω της γαλλικής, γλωσσικού διάπλου. Θα απογοητεύσουμε, ωστόσο, εν μέρει τον Καψάλη ως προς το έτερο ψευδώνυμο του Κουρτίδη, το Βολταίρος. Τα ποιήματα με την υπογραφή Βολταίρος στην σατιρική εφημερίδα «Ραμπαγάς» μπορεί να είναι δικά του, αφού το διαβεβαιώνει ο Δροσίνης, το ψευδώνυμο, όμως, θα πρέπει να οφείλεται στο δίδυμο των εκδοτών, τους ομήλικους, εκ Κωνσταντινουπόλεως ερχόμενους, Κλεάνθη Τριαντάφυλλο και Βλάση Γαβριηλίδη. Το πιθανότερο, στον πρώτο, καθώς ο δεύτερος, όταν πρωτοεμφανίζεται στην εφημερίδα το ψευδώνυμο, στις 27 Νοεμβρίου 1879, ήδη ετοίμαζε την δική του εφημερίδα, το «Μη χάνεσαι», που κυκλοφόρησε στις 14 Ιαν. 1880. Το ψευδώνυμο δεν το εμπνέει ο Βολταίρος, αλλά το υποβάλλει η γαλλική εφημερίδα «Le Voltaire». Στην εν λόγω γαλλική εφημερίδα και τον «Ραμπαγά» δημοσιευόταν ταυτόχρονα, με διαφορά ενός μηνός στην εκκίνηση, το μυθιστόρημα του Ζολά «Νανά». Με αφορμή αυτό, δημοσιεύτηκε στην πρώτη άρθρο σχετικό με την τόλμη που χρειαζόταν μια παρόμοια δημοσίευση, το οποίο με τις αναγκαίες τροποποιήσεις δημοσιεύτηκε και στον «Ραμπαγά» με την υπογραφή Βολταίρος. Πάντως, και τα 17 σατιρικά-ερωτικά ποιήματα με την υπογραφή Βολταίρος, που δημοσιεύτηκαν το πρώτο εξάμηνο του 1880, περισσότερο στον Τριαντάφυλλο ταιριάζουν. Πιθανότερο δείχνει ο Κουρτίδης να δανείστηκε το ψευδώνυμο μόνο για το πρωτοχρονιάτικο αρθρίδιο του 1882, στο οποίο διεκτραγωδούσε τη φτώχεια του, που τον είχε φέρει στο σημείο να πουλάει αγαπημένα του βιβλία.
Επιμένουμε στην πατρότητα του ψευδώνυμου και για έναν επιπλέον λόγο. Όπως εισαγωγικά σχολιάζει η Πολυκανδριώτη, ο Κουρτίδης, πάντα μετρημένος και μάλλον κλειστός ως χαρακτήρας, δεν άφησε κείμενα αυτοβιογραφικά. Ούτε συνεντεύξεις του υπάρχουν. Ακόμη και στη μια, που του ζητήθηκε μετά επιμονής από τον Μήτσο Χατζόπουλο, τον επονομαζόμενο Μποέμ, που είχε πάρει στη σειρά όλη εκείνη τη γενιά και μερικούς ακόμη, αρνήθηκε να απαντήσει. “Ό,τι ιδέας έχω, θα τας γράψω προσεχώς ο ίδιος. Ό,τι έχω να είπω θα τα είπω εκεί τότε.” Ήταν η απάντηση που απέσπασε ο δημοσιογράφος. Υπάρχουν, βεβαίως, οι αφηγήσεις φίλων και συγκαιρινών, αλλά σε αυτές αναμιγνύονται κάποτε προσωπικές διαμάχες, οι οποίες δεν είναι πάντοτε γνωστές στους μελετητές, ώστε αυτοί να σταθμίσουν αντιστοίχως κατά πόσο οι εν λόγω ανιστορήσεις αποτελούν αξιόπιστη μαρτυρία. Έτσι, τελικά, για να χρονολογηθούν οι μετακινήσεις και άλλα συμβάντα του βίου του μένουν τα δημοσιεύματά του, τα ενυπόγραφα και εκείνα με τα ασφαλώς ταυτισμένα ψευδώνυμα.
Μια μοναδική μελέτη
Όταν αναφερόμαστε στους μελετητές του Κουρτίδη, ισχύει το γνωστό, οι τέσσερις Ευαγγελιστές ήταν τρεις, οι εξής δυο, ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως συστηματική μελετήτριά του προβάλλει η Πολυκανδριώτη, η οποία, μετά δεκαπενταετή ενασχόληση, εξέδωσε μονογραφία, αφιερωμένη σε αυτόν και το έργο του. Το έναυσμα τής το έδωσε η ανάθεση από τον Κ. Στεργιόπουλο της συγγραφής του αντίστοιχου λήμματος για την ενδεκάτομη σειρά «Η παλαιότερη πεζογραφία μας από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο». Εκ παραδρομής αναφέρει στις “εισαγωγικές σημειώσεις”, ότι η σειρά εκδόθηκε με επιμέλεια του Στεργιόπουλου. Ακριβέστερα, στη σειρά δεν υπάρχει ένας επιμελητής αλλά τέσσερις, καθώς το μεγάλο χρονικό άνοιγμα των πέντε αιώνων κατανεμήθηκε σε τέσσερις ενότητες. Ο Στεργιόπουλος ανέλαβε τους τρεις τόμους της εικοσαετίας 1880-1900, όπου συγκράτησε 28 συγγραφείς έναντι των 26 που επέλεξε ο Ν. Βαγενάς για την πεντηκονταετία 1830-1880 και των 24 του Γ. Δάλλα για την χρονική “ουρά” 1900-1914. Είναι αναμενόμενο, σε κάθε περίοδο, να υπάρχει ο αδιαμφισβήτητος κορμός συγγραφέων, αλλά και κάποιοι πρόσθετοι, κάτι σαν παρακλάδια, που αποτελούν προσωπικό στοίχημα εκάστου επιμελητή. Στις συζητήσιμες επιλογές του Στεργιόπουλου, θα τοποθετούνταν ο Κ. Μεταξάς-Βοσπορίτης λόγω ισχνότητας του γνωστού έργου του, ο Σ. Παγανέλης χάρις στη γλώσσα και τον ρομαντισμό του, αλλά και ο Κουρτίδης ως μοναχικός εκπρόσωπος της παιδικής λογοτεχνίας στην εν λόγω Γραμματολογία.
Η μονογραφία χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, όπου, στην πρώτη «Η ζωή και το έργο» και την τέταρτη «Εργογραφία», συγκεντρώνονται τα αποτελέσματα της έρευνας. Καίτοι μακροχρόνια, παραμένουν κάποια κενά, τα οποία καλύπτουν κατά προσέγγιση οι σκόρπιες αναφορές των συγκαιρινών του. Εργατικός και λιγομίλητος ο Κουρτίδης, φαίνεται ότι συγκέντρωνε τη συμπάθεια συνομήλικων και μεγαλύτερων. Κρίνοντας από μια σημερινή οπτική, η μόνη κακοτυχία του ήταν η συνάντησή του στην Αθήνα με τον Ξενόπουλο, τόσο στον επαγγελματικό χώρο ως διαδοχικοί διευθυντές της «Διάπλασης των παίδων» όσο και στον οικογενειακό, καθώς βρέθηκαν να είναι εξ αγχιστείας θείος και ανιψιός. Εννιά χρόνια νεότερός του ο Ξενόπουλος, έζησε 23 χρόνια μετά το δικό του θάνατο, οπότε είχε την ευκαιρία και όλο το χρόνο για πολλαπλές αφηγήσεις και εκδοχές. Στις διαδοχικές επεξεργασίες της αυτοβιογραφίας του, τον αποκαλεί ζηλόφθονο και κακοήθη, ενώ, στα επετειακά και άλλα δημοσιεύματα, εξαντλεί την αυστηρότητά του, θέλοντας να παρουσιαστεί ως αντικειμενικός κριτής. Όσο αφορά γεγονότα και χρονολογίες, παρέχει κατά προσέγγιση πληροφόρηση. Σαν μια δεύτερη κακοτυχία του Κουρτίδη, προβάλλει η προνομιούχος θέση, που δίνουν οι σημερινοί μελετητές στη μαρτυρία του Ξενόπουλου.
Ούτε καν το έτος γέννησης του Κουρτίδη φαίνεται να είναι σίγουρο. Το επικρατέστερο είναι το 1858, αλλά ενδέχεται να είναι και το 1856. Πάντως, στην αναγγελία του θανάτου του, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Αυγ. 1928, αναφέρεται ότι ήταν 70 ετών. Κατά τα άλλα, παρότι συμπλήρωσε την εγκύκλια παιδεία του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, εγγεγραμμένος από το 1867 μέχρι το 1875, δεν τεκμαίρεται η ηλικία που ξεκίνησε, καθώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πώς βρέθηκε από το χωριό του, το Μυριόφυτο της Προποντίδας, στην Κωνσταντινούπολη. Χάσμα πληροφόρησης υπάρχει και για τα χρόνια μετά την αποφοίτησή του, που επέστρεψε στη Θράκη. Αγνοείται το πού υπηρέτησε ως δάσκαλος και για πόσο χρόνο. Τι έκανε το δεκάμηνο εκείνου του ρωσοτουρκικού πολέμου (Απρ. 1877-Μάρ. 1878), που τόσο δεινοπάθησαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Στη Νομική Σχολή της Αθήνας, πάντως, γράφτηκε το 1879, αλλά στα Μητρώα δεν εντοπίστηκε χρόνος αποφοίτησης από τη Νομική ή άλλη Σχολή.
Παρόμοια κενά υπάρχουν και για τα τέσσερα χρόνια των σπουδών του στη Γερμανία, όπου αναφέρονται περισσότεροι τόποι, με μόνο σίγουρο το Πανεπιστήμιο αποφοίτησης, ενώ, ως αντικείμενο των σπουδών, προσδιορίζεται το κάπως γενικόλογο, “παιδαγωγική και φιλοσοφία”. Επίσης, δεν προσδιορίζεται, αν κάποια υποτροφία ή άλλη οικονομική στήριξη του επέτρεψε αυτές τις σπουδές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ξεκίνησε το ακαδημαϊκό έτος 1888-89, καθώς, όταν πέθανε ο πατέρας του, ήταν στη Γερμανία μαζί με τη σύζυγό του, που είναι γνωστό ότι παρέμεινε εκεί μόνο τον πρώτο χρόνο. Ωστόσο, η Πολυκανδριώτη, με βάση τα δημοσιεύματά του στο περιοδικό «Κλειώ» της Λειψίας, υποθέτει ότι μπορεί να έφυγε ένα χρόνο νωρίτερα. Μάλλον παραβλέπει ότι το εν λόγω περιοδικό στηριζόταν και σε σταλμένες από την Ελλάδα συνεργασίες, όπως, ακριβώς, εκείνες του Κουρτίδη σε όλη τη διάρκεια του 1887, που φέρουν τον γενικό τίτλο «Αθηναϊκά χρονικά».
Έλλειψη παιδείας
Ευκρινέστερη διαγράφεται η επαγγελματική του σταδιοδρομία μετά την επιστροφή του, ως καθηγητή στα νεότευκτα Διδασκαλεία, ως τακτικού συνεργάτη σε λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και ως καθηγητή δραματολογίας στις πρώτες Δραματικές Σχολές του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», του Ωδείου και της Βασιλικής Δραματικής Σχολής, στων οποίων την ίδρυση και για όσο κράτησε η βραχύβια λειτουργία τους είχε ενεργό συμμετοχή. “Αυτοδίδακτο ειδικό του θεάτρου”, τον χαρακτηρίζει η Πολυκανδριώτη. Να σημειώσουμε, ότι, εκτός από δάσκαλος νέων ηθοποιών και πέρα από τους παιδικούς διαλόγους που έγραψε, συγκαταλέγεται στους πρώτους θεατρικούς κριτικούς. Αμετάθετος στόχος του στάθηκε “η διάπλαση των Ελλήνων”. Όπως εύστοχα παρατηρεί η μελετήτρια, για τον Κουρτίδη, η έλλειψη παιδείας συνιστά την κύρια αιτία για έναν πολιτισμό χαμηλής ποιότητας. Γι αυτό και ασχολήθηκε με τα παιδικά αναγνώσματα, καθώς και με την εκπαίδευση των θηλέων, που είναι οι αυριανές μητέρες.
Και στους δυο αυτούς τομείς, η μελετήτρια δεν παραλείπει να τονίσει “τις αγκυλώσεις του Κουρτίδη σε παρωχημένες πια αντιλήψεις”, σε αντίθεση με τις ιδέες του Ξενόπουλου, που δεν περιοριζόταν στη βελτίωση αλλά προχωρούσε στην αμφισβήτηση των πατροπαράδοτων αξιών. Συντηρητική ή, κατά άλλους, μετριοπαθή στάση κράτησε ο Κουρτίδης και στο γλωσσικό. Ούτε δημοτικιστής ούτε ακραιφνής καθαρευουσιάνος, διατήρησε μια λόγια και προσιτή γλώσσα. Έμεινε σε απόσταση από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, αλλά συμμετείχε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917. Ωστόσο, πολύ νωρίτερα, κατά το Α΄ Εκπαιδευτικό Συνέδριο του 1904, στην Αθήνα, ήρθε σε αντίθεση με τους οργανωτές του, Δροσίνη και Βικέλα, εγκαταλείποντας στις ομιλίες και τα άρθρα του τους χαμηλούς τόνους. Εξέφρασε τις απόψεις του Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου έναντι εκείνων των τριών φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, που το διοργάνωναν. Κυρίως υπερασπίστηκε τα αιτήματα του έξω Ελληνισμού, που αποσιωπήθηκαν, παρά την τιμητική υποδοχή των εκπροσώπων του. Η Πολυκανδριώτη χαρακτηρίζει εμπαθή την κριτική του Κουρτίδη. Ακριβή εικόνα παρέχει η αποκλειστικά αφιερωμένη στο Συνέδριο, πρόσφατη μονογραφία του Γιάννη Παπακώστα.
Παραδόξως, εμπάθεια του αποδίδει και στην αντιπαράθεσή του με τον Καμπούρογλου, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Καμπούρογλους στάθηκε ο προστάτης του όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα. Στη μελέτη αναφέρεται ως ο μοναδικός που του συμπαραστάθηκε. Σαν να λησμονείται η βοήθεια του λίγο μεγαλύτερού του Γαβριηλίδη. Κι αυτός Θρακιώτης, από χωριό της Προποντίδας, απόφοιτος της ίδιας Σχολής. Να σημειώσουμε ότι ο Κουρτίδης ξεκινάει σχεδόν ταυτόχρονα να συνεργάζεται με τα περιοδικά «Ραμπαγάς» και «Η Διάπλασις των παίδων». Κατά την Πολυκανδριώτη, ο Καμπούρογλους τον σύστησε το 1880 στον εκδότη του δεύτερου, Νικόλαο Παπαδόπουλο. Σαν πάλι να παραβλέπει ότι ο Κουρτίδης ήταν συνομήλικος και συμφοιτητής με τον Υδραίο Παπαδόπουλο, που είχε ξεκινήσει το περιοδικό του τον προηγούμενο Φεβρουάριο. Πάντως, το 1880, παντρεύτηκε την αδελφή του και ανέλαβε την αρχισυνταξία του περιοδικού. Παρότι τα θηλυκά της οικογένειας Παπαδόπουλου συνέδεσαν δύο μεγάλους της παιδικής λογοτεχνίας, τον Κουρτίδη και τον Ξενόπουλο, που ερωτεύτηκε την δεκαεξάχρονη ανιψιά του Παπαδόπουλου, ένα πλήρες λήμμα γι’ αυτόν λείπει.
Όπως και να έχει, η σύγκρουση Κουρτίδη-Καμπούρογλου παραμένει επίκαιρη, καθώς αφορά τη σχέση κριτικού και συγγραφέα. Ο Κουρτίδης είχε την άποψη πως ένα κείμενο, αφού έχει παραδοθεί πια στο κοινό, ακολουθεί το δικό του δρόμο, ανεξάρτητα από τον συγγραφέα του. Έτσι, άσκησε αυστηρή κριτική σε θεατρικό έργο του φίλου του. Επειδή, όμως, οι συγγραφείς, τότε όπως και σήμερα, αρνούνται, σαν τους φιλόστοργους γονιούς, να αφήσουν το πόνημά τους να τα βγάλει πέρα μόνο του, ο Καμπούρογλους δεν χειροδίκησε μεν, αλλά υπερασπίστηκε με μαχητικά δημοσιεύματα το έργο του. Ας συγκρατήσουμε από “τον αμείλικτο και συχνά ιδιαίτερα καυστικό κριτικό” Κουρτίδη, την επωδό ότι “ο συγγραφέας πρέπει να είναι πράγματι καλλιτέχνης και όχι εισπράκτωρ ποσοστών”.
Τελικά, ο Κουρτίδης απέκτησε μονογραφία, που θα την ζήλευε ακόμη και ο πολυμνημονευόμενος Ξενόπουλος. Κατά τα άλλα, είναι μια από τις λιγοστές μονογραφίες που προέκυψαν με έναυσμα λήμμα εκείνης της προ δεκαπενταετίας ολοκληρωθείσης Γραμματολογίας Σοκκόλη.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/2/2013.