Δεν είναι καλή ιδέα, ούτε και συνηθίζεται, ένας κριτικός να σχολιάζει τα δημοσιεύματα άλλων κριτικών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κριτική της κριτικής δεν θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη και για τις δυο πλευρές. Εμείς, πάντως, δεν θα αποτολμήσουμε κάτι παρόμοιο, γιατί γνωρίζουμε εξ ιδίων πόσο δυσαρεστούν ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετες με επαρκή επιχειρηματολογία κρίσεις. Θα αναφερθούμε σε δυο συγκεκριμένες επισκοπήσεις της λογοτεχνίας του 2012. Είναι της Ελισάβετ Κοτζιά και του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Και αυτό όχι για να κρίνουμε τις επιλογές τους, αλλά γιατί μας βοηθούν να επισημάνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά και να διατυπώσουμε κάποιες απορίες.
Παρήγορες διαπιστώσεις
Η Κοτζιά, στην επισκόπηση του περασμένου έτους, με τον τίτλο, «Η λογοτεχνία άντεξε και το 2012», ξεκινώντας από την τεκμηρίωση, ότι οι ελληνικοί τίτλοι μυθιστορημάτων, συνυπολογιζόμενων εκδόσεων, επανεκδόσεων και ηλεκτρονικών εκδόσεων, έφθασαν στο 2012 τους 519, έναντι 508 του προηγούμενου έτους και 401 του 2009, συμπεραίνει ότι η “λογοτεχνία διαθέτει παρηγορητική δράση”. Για να συνεχίσει με την διαπίστωση, ότι “η εξωτερική εικόνα της λογοτεχνικής ζωής μοιάζει να μην έχει αγγιχτεί από την κρίση”, αφού, εκτός από “πλούσια συγκομιδή τίτλων”, υπάρχουν “βραβεία, περιοδικά, βιβλιοκρισίες και βιβλιοπαρουσιάσεις”. Απορούμε με αυτές τις αισιόδοξες διαπιστώσεις. Εμείς, αντιθέτως, έχουμε την εντύπωση ότι, σε όλους τους τομείς, τα λίγα γίνονται ακόμη λιγότερα.
Τα πέντε λογοτεχνικά βραβεία ευρύτερης αναγνώρισης, τα οποία απονέμονται σε ετήσια βάση (Κρατικά, Ακαδημίας Αθηνών, του περιοδικού «Διαβάζω», το «Athens Literature Prize» του περιοδικού «(δέ)κατα», το «Βραβείο των Αναγνωστών» του Ε.ΚΕ.ΒΙ.), φαίνεται ότι θα μείνουν τρία, αφού το περιοδικό «Διαβάζω» σταμάτησε την κυκλοφορία του και το Ε.ΚΕ.ΒΙ. καταργήθηκε. Τουλάχιστον τρία μακρόβια λογοτεχνικά περιοδικά («Διαβάζω», «Η Λέξη», «Το Πλανόδιον») διέκοψαν την κυκλοφορία τους και δυο («Νέα Εστία», «Νέα Ευθύνη») μείωσαν τη συχνότητα κυκλοφορίας τους. Όσο για τις βιβλιοπαρουσιάσεις, έτσι όπως γίνονται, καθίσταται όλο και δυσχερέστερος ο διαχωρισμός τους από τις διαφημιστικές καταχωρήσεις. Απομένουν οι βιβλιοκρισίες, όπου θα πρέπει, πριν αναφερθούμε στην πυκνή ή όχι παρουσία τους, να συμφωνήσουμε για την αμφιλεγόμενη διάκριση ανάμεσα στην κριτική και την παρουσίαση. Αν, πάντως, πάρουμε ως ένα πρώτο κριτήριο τον συστηματικό χαρακτήρα τους, συνήθως σε επαγγελματική βάση, τότε περιοριζόμαστε στις μόνιμες στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Αυτές, όμως, όχι μόνο δεν πληθαίνουν, αλλά τείνουν να εκλείψουν, ύστερα από την κατάργηση ή και συρρίκνωση των βιβλιακών ένθετων στις εφημερίδες, όπως και τη διακοπή έκδοσης λογοτεχνικών περιοδικών, που έδιναν βάρος στην παρουσίαση βιβλίων. Ανάμεσα στις απώλειες είναι και εκείνη της εβδομαδιαίας στήλης της ίδιας της Κοτζιά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», καθώς και η αραιότερη δημοσίευση της σελίδας βιβλιοκριτικής του Κούρτοβικ στο «Βιβλιοδρόμιο», το βιβλιακό ένθετο της εφημερίδας «Τα Νέα».
Στο όνομα της κρίσης
Η συρρίκνωση του συγκεκριμένου ένθετου, που ήταν το πρώτο που ξεκίνησε και ακολούθησαν τα «Βιβλία» του «Βήματος» και η «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας», γίνεται περισσότερο αισθητή, έτσι όπως έμεινε νεκροζώντανο να φθίνει. Δεν μειώθηκαν μόνο οι σελίδες του. Έχασε τη φυσιογνωμία του και σε αυτό συνέτεινε η απομάκρυνση δυο βασικών συντακτών. Κατ’ αρχάς, αποχώρησε η Μικέλα Χαρτουλάρη, που είχε από την αρχή την ευθύνη για την κατάρτισή του, κρατώντας η ίδια την τελευταία σελίδα, όπου παρουσίαζε γενναιόδωρα και σχεδόν κατά αποκλειστικότητα τα καινούρια βιβλία ελληνικής πεζογραφίας. Ταυτόχρονα, σταμάτησε να δημοσιεύει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Κατά την εκτίμησή μας, η απουσία του συνολικά από την εφημερίδα αποτελεί μεγάλη απώλεια για τις πολιτιστικές σελίδες εν γένει του Τύπου. Με την εβδομαδιαία σελίδα θεατρικής κριτικής, τη σελίδα στο «Βιβλιοδρόμιο» και τα μονόστηλα, ήταν η πιο δυναμική και ωφέλιμη, ιδίως για νεότερους αναγνώστες, παρέμβαση στον καθημερινό Τύπο. Ο συνδυασμός κριτικής οξυδέρκειας και ευρύτερης γνώσης λογοτεχνικού και θεατρικού λόγου, έτσι όπως ενδυναμώνονταν από την επί τέσσερις δεκαετίες παρακολούθηση του γηγενούς θεάτρου αλλά και συνολικά του πνευματικού βίου, κατέληγε σε ένα στέρεο φράγμα για τις μεταμοντερνίστικες και γενικότερες υπερβολές. Εμείς, από τη θέση του αναγνώστη, αδυνατούμε να αντιληφθούμε τη στρατηγική των ανθρώπων που διαχειρίζονται τις τύχες των εφημερίδων. Πολλά γίνονται εν ονόματι της κρίσης, αλλά, προφανώς, όχι λόγω αυτής, αφού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που η απομάκρυνση συντακτών και η απίσχνανση ένθετων δεν συντελείται με οικονομικά κριτήρια.
519 τίτλοι
Και επανερχόμαστε στην επισκόπηση της Κοτζιά. Καλή είναι η αισιοδοξία, αλλά για να αποβεί εποικοδομητική, θα πρέπει να ξεκινάει από την παρατήρηση του τι πραγματικά συμβαίνει. Μένει, λοιπόν, η “πλούσια συγκομιδή τίτλων”, ιδιαίτερα μυθιστορημάτων, που την οδήγησε στην “εύλογη”, όπως υποστηρίζει, “υπόθεση πως η λογοτεχνία διαθέτει παρηγορητική δράση”. Σε τι, όμως, οφείλεται αυτή η “πλούσια συγκομιδή τίτλων” μυθιστορημάτων, που αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξης του 29.5% μέσα σε μια τριετία; Μήπως αυξήθηκαν, και λόγω κρίσης, οι επανεκδόσεις παλαιότερων ή και νεότερων, καθώς αυτοί οι τελευταίοι αλλάζουν όλο και συχνότερα εκδοτικό οίκο, απαιτώντας τη μετακόμιση και των βιβλίων τους; Μήπως πολλαπλασιάστηκαν οι πληρωμένες από τους συγγραφείς εκδόσεις, καθώς ορισμένοι εκδότες ειδικεύονται πλέον σε αυτές, φροντίζοντας για την όσο το δυνατόν καλύτερη προώθησή τους; Αυτοί, πάντως, οι 118 επιπλέον τίτλοι, όποια αλλαγή και να τους έφερε, δεν αρκούν για να καταλήξουμε στην παρηγορητική ή όποια άλλη δράση της λογοτεχνίας. Για ένα παρόμοιο συμπέρασμα απαιτούνται διαφορετικά αριθμητικά δεδομένα. Όπως, για παράδειγμα, πόσα από τα 519 μυθιστορήματα εξάντλησαν την πρώτη έκδοση, πόσα έφθασαν στην τρίτη και πόσα κατόρθωσαν να εισέλθουν στα δέκα κορυφαία του 2012. Σε δισέλιδο του «Βιβλιοδρομίου» δίνεται ως επικεφαλίδα «Το top ten του 2012» και στο συνοδευτικό άρθρο του Μανώλη Πιμπλή αναφέρονται όσα βιβλία υπερέβησαν σε πωλήσεις τα 5000 αντίτυπα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η πιο εύλογη υπόθεση είναι πως σε καιρό κρίσης και ανεργίας, που κατατρύχει ιδιαίτερα τις γυναίκες, ισχύει περισσότερο παρά ποτέ το παλαιό σλόγκαν, “Με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι”.
Πιο συγκεκριμένα, στην κορυφαία δεκάδα, εμφανίζονται έξι ελληνικά μυθιστορήματα, πέντε ερωτικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός και το αστυνομικό της ντετέκτιβ - δημοσιογράφου Αγγελικής Νικολούλη. Ο Πιμπλής αναφέρει, κατά φθίνουσα σειρά πωλήσεων, ακόμη έξι μυθιστορήματα από τις εκδόσεις Ψυχογιός –στο βαθμό που μπορούμε να κρίνουμε από τους τίτλους, κι αυτά ερωτικά– στα οποία προσθέτει ένα ακόμη ερωτικό από άλλο εκδοτικό οίκο. Μετά παραθέτει μεταφράσεις ξένων μυθιστορημάτων και στη συνέχεια, εισέρχεται “στην ελληνική λογοτεχνία”. Σε αυτήν την κατηγορία, καταγράφει 17 μυθιστορήματα συν ένα του Γιάννη Μαρή. Αυτό το δισέλιδο των μπεστ σέλερ δημοσιεύεται δίπλα στη δισέλιδη επισκόπηση της ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής του Κούρτοβικ. Αν αναζητήσουμε στις επισκοπήσεις των δυο κριτικών τα 17 μυθιστορήματα που πέρασαν το φράγμα των 5000 αντιτύπων, στης Κοτζιά βρίσκουμε μόνο ένα, το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, που άγγιξε τα 5000 αντίτυπα (όπως φαίνεται οι διαδοχικές εκδόσεις είναι πλέον των 500 αντιτύπων έναντι των 1000 ή 2000 παλαιότερα) και στου Κούρτοβικ, τρία, του Διονύση Χαριτόπουλου, που έφθασε τα 11.500 αντίτυπα, του Ανδρέα Μήτσου στα 6000 και της Νικολαΐδου.
Δύο κατηγορίες
Κατά την εκτίμησή μας, αυτά τα δεδομένα μας οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα. Ότι είναι καιρός να σταματήσουμε την κατάταξη στην ίδια ομάδα αναγνώσματος και λογοτεχνικού βιβλίου. Γιατί αδικούμε και τα δυο, όπως, άλλωστε, συμβαίνει πάντοτε στις ομαδοποιήσεις ανόμοιων πραγμάτων. Αυτές οι δυο κατηγορίες είναι γνωστό ότι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία καλό είναι να λαμβάνονται υπ’ όψη στις βιβλιοκριτικές και τις βραβεύσεις, πόσω μάλλον όταν οι αρετές των μεν προσμετρώνται στα ελαττώματα των δε και αντιστρόφως. Ειδάλλως, επέρχεται σύγχυση, κι αυτή φάνηκε σε όλη της την έκταση, όταν προέκυψε το «Βραβείο των Αναγνωστών», το οποίο θεώρησαν οι θεσμοθέτες του, ότι για να έχει κύρος, θα πρέπει να απονέμεται σε βιβλίο της λογοτεχνίας, αν όχι της υψηλής, τουλάχιστον της ελαφράς. Οπότε ο νεόκοπος θεσμός καταστρατηγήθηκε ποικιλοτρόπως. Κάθε χρόνο δοκιμάστηκε και ένας διαφορετικός τρόπος χειραγώγησης, εκθέτοντας θεσμοθέτες και βραβευμένους, αλλά και αφήνοντας παραπονεμένους τους αγαπημένους των αναγνωστών συγγραφείς.
Βεβαίως, το πρόβλημα παραμένει, αφού δεν διαθέτουμε κάποια λυδία λίθο της λογοτεχνικότητας ενός βιβλίου. Για παράδειγμα, οι δυο επισκοπήσεις συμπίπτουν μόνο σε επτά βιβλία επί συνόλου 22 της Κοτζιά και 23 του Κούρτοβικ, αλλά και σε αυτά απέχουν στην αξιολόγησή τους. Εν τέλει, συμφωνούν μόνο σε ένα μυθιστόρημα, το πρόσφατο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, «Το μυστικό της Έλλης». Εκείνο, που βρίσκουμε ενδιαφέρον σε αυτήν τη μόνη σύμπτωση είναι ότι επικεντρώνεται στο θέμα του εν λόγω βιβλίου. Τονίζεται πόσο καλά “αφομοιώθηκε το θέμα της κρίσης στον οργανισμό της ιστορίας”, πόσο καλά παρουσιάζεται “ο ασυνήθιστα αρμονικός έρωτας μιας πενηντάχρονης με έναν κατά πολύ νεότερο άντρα στις υποβαθμισμένες αθηναϊκές συνοικίες” ή τέλος, ότι είναι ένα “συγκινητικό μυθιστόρημα”. Πρόκειται για επισημάνσεις χαρακτηριστικών, που μπορεί να καταστήσουν ένα μυθιστόρημα ευπώλητο, ωστόσο δεν εδραιώνουν το λογοτεχνικό του χαρακτήρα. Μήπως, όταν δίνουμε περισσότερο βάρος στο θέμα, ολισθαίνουμε στην εξομοίωση αναγνώσματος και λογοτεχνικού βιβλίου;
Δύσκολη διάκριση
Πριν προχωρήσουμε, να σημειώσουμε μια βασική διαφορά ανάμεσα στις δυο επισκοπήσεις. Η Κοτζιά θεωρεί το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής, δηλαδή μυθιστόρημα και διήγημα, με αποτέλεσμα, στον επί μέρους σχολιασμό, να υπεισέρχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, και η μορφή, ενώ αποδίδεται φόρος τιμής σε ένα δυο μάστορες και “στυλίστες”. Αντιθέτως, ο Κούρτοβικ περιορίζεται στο μυθιστόρημα, το οποίο, όπως έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει, θεωρεί το κυρίαρχο είδος. Στην επισκόπησή του, μόνο σε δυο περιπτώσεις, αναφέρεται στη μορφή, με τις αόριστες διατυπώσεις, “καλογραμμένο” και “περίτεχνο”. Κατά τα άλλα, ο σχολιασμός και των δυο κατευθύνεται από το θέμα, αφού, όμως, προηγουμένως, έχουν προσδιορίσει ποια θέματα θεωρούν αξιόλογα.
Αυτή η θεματική οριοθέτηση δείχνει αντίστοιχη με τον περιορισμό στα βιβλία, που μπορούν να είναι υποψήφια για το «Βραβείο των Αναγνωστών». Εκεί, κάποιος (επιτροπή κριτικών, Λέσχες Ανάγνωσης) αναλαμβάνει ρόλο κηδεμόνα του αναγνώστη, ορίζοντας το υποσύνολο των βιβλίων από το οποίο εκείνος καλείται να επιλέξει. Αντ’ αυτού, οι κριτικοί ορίζουν τα άξια μνημόνευσης θέματα, όπως η κρίση, οι ιστορικές περιπέτειες της χώρας, η προφορική παράδοση ή, ως κορωνίδα, τα θέματα οικουμενικής εμβέλειας. Έτσι, παραμερίζονται τα συνήθη θέματα των μπεστ σέλερ, όπως ερωτικά, περιπετειώδη, αστυνομικά, με σασπένς, εκτός κι αν ο συγγραφέας τους φρόντισε να δέσει την ιστορία του με κάποιο μείζον ιστορικό γεγονός. Μετά έρχεται η αξιολόγηση των προκρινόμενων βάσει του θέματος μυθιστορημάτων. Μένουμε με την εντύπωση, πως εκτιμάται το ευανάγνωστο βιβλίο, που πληροί ορισμένες ιδεολογικές προδιαγραφές, ενώ, ως προς τη μορφή, διαθέτει τις αρετές των ευπώλητων. Ανεξάρτητα αν, λόγω θέματος, δεν εμπίπτει σε εκείνα με τη μεγάλη αναγνωσιμότητα. Γιατί μπορεί ένα μυθιστόρημα για τους Βαλκανικούς πολέμους να είναι ευκολοανάγνωστο αλλά θεματικά αδιάφορο για το μεγάλο κοινό, που θέλει να ξεχαστεί με “πενήντα αποχρώσεις” πράξεως σπουδαίας και “τρεις” ή και δεκατρείς “υποσχέσεις”, ιδίως σε περίοδο ισχνών αγελάδων σε όλους τους τομείς, του ερωτικού συμπεριλαμβανομένου. Παρεμπιπτόντως, το σχετικό με τους Βαλκανικούς μυθιστόρημα του Γιαννιώτη Σπύρου Γόγολου είναι σοδειά 2011, όπως και το σχετικό με την κρίση μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου.
Περί Κριτηρίων
Επαναλαμβάνουμε, μακριά από εμάς η κριτική της κριτικής, αλλά μένει το ερώτημα: Ο τίτλος, που επιλέγει ο Κούρτοβικ, «Το γάλα των ισχνών αγελάδων», δεν υπόσχεται προβολή του λογοτεχνικού αποστάγματος της χρονιάς; Κι όμως, εκείνος το απορρίπτει, όπου κι αν το βρει. Στο ένα λόγω παρωχημένου θέματος, στο άλλο λόγω θεματικής επανάληψης, σε ένα τρίτο γιατί ο συγγραφέας εξάντλησε τις πηγές έμπνευσής του, που υποθέτουμε ότι σημαίνει πως κι αυτός θεματικά επαναλαμβάνεται, ενώ σε ένα τέταρτο βρίσκει προβληματική την τεχνική απόσταξης. Τελικά, κάνει την έκπληξη, προτείνοντας αντί για γάλα κάτι πιο τερψιλαρύγγιο για διανοούμενους, εθισμένους στην ανάγνωση δοκιμίων. Κάτι σαν το φραπουτσίνο, ούτε γάλα ούτε καφές, αλλά γαργαλιστικό μίγμα. Προτείνει το μυθιστόρημα, που καταργεί τα ειδολογικά στεγανά: “Μυθοπλασία, αυτοβιογραφία, δοκίμιο, πολιτισμική γεωγραφία ή ανθρωπολογία, πολιτισμική κριτική”, όλα σε ένα. Αυτό θεωρεί “συναρπαστική προοπτική για την πεζογραφία μας”. Προοπτική, όχι και τόσο καινούρια.
Μπορεί ο καθένας να ορίζει κριτήρια και να κάνει τις επιλογές του, ωστόσο όλοι και όλα ορίζονται από τη γλώσσα. Πριν κοντά ενάμισι αιώνα, οι φιλόλογοι, αντί να μεταγλωττίσουν τον λατινικό όρο literatura με τη λέξη γράμματα, προτίμησαν να πλάσουν στο πρότυπο της λέξης καλλιτεχνία, τον καινοφανή τότε όρο λογοτεχνία. Είναι, ίσως, η μόνη γλώσσα που θέτει αυτόν τον περιορισμό, τον οποίο βιάζουμε, όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη λογοτεχνία αδιακρίτως για οποιοδήποτε πεζό δημοσιεύεται. Από την άλλη, ας φροντίσουν βιβλιοπαρουσιαστές και κριτικοί για την προώθηση του ενδεδειγμένου ευανάγνωστου μυθιστορήματος. Μπορούν, μάλιστα, να ξεκινήσουν από τις λίστες των ευπώλητων, καταργώντας τον προσδιορισμό λογοτεχνία, τόσο για τα ελληνικά μυθιστορήματα όσο και για τα μεταφρασμένα. Ας αποτολμήσουν να αποφανθούν ότι η τριλογία της Λονδρέζας Ερρίκας Μήτσελ, γνωστής με το ψευδώνυμο Ε. Λ. Τζέϊμς, «Πενήντα αποχρώσεις», δεν είναι λογοτεχνία. Όπως εξομολογείται η ίδια, είναι οι ερωτικές φαντασιώσεις μιας γυναίκας, που κλείνει εφέτος τα πενήντα και έχει έναν δεκαπενταετή έγγαμο βίο που συνεχίζεται και δυο κόρες. Εμείς, πάντως, προτιμούμε τα αντίστοιχα βικτωριανά πορνογραφικά και στο είδος του ερωτικού, δεν θα αλλάζαμε την Αμερικανίδα Μάργκαρετ Μήτσελ και το «Οσα παίρνει ο άνεμος» με ένα Λένας Μαντά. Αλλά περί ορέξεως ουδείς λόγος. Ωστόσο, αν υπάρξει και εφέτος «Βραβείο των Αναγνωστών», ας αφήσουν οι νέοι θεσμοθέτες ελεύθερους και όχι διακριτικά χειραγωγούμενους τους αναγνώστες να διαλέξουν από όλη τη σοδειά. Ας παραδειγματιστούν από τους Βρετανούς, που απένειμαν το «National Book Award» του 2012 στην Ε. Λ.Τζέϊμς.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/2/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου