Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Άπαντα»
Φιλολογική επιμέλεια
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Έκδοση «ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη»
Συνέχεια σχολιασμού από την προηγούμενη Κυριακή.
Οι προλογιστές, λοιπόν, ξεκινούν και τελειώνουν με μια γενικευτική αξιολόγηση του Παπαδιαμάντη και του έργου του, εκτός από εκείνους που εκκινούν εστιάζοντας σε ένα διήγημα, οπότε τους μένει το κλείσιμο. Όσο γενικευτικές τόσο και δοξαστικές αυτές οι εκτιμήσεις, διατυπώνονται με τον απόλυτο τρόπο της αυθεντίας. Παράδειγμα, εκείνη που αποφαίνεται ότι “η σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία θα παραμείνει φτωχότερη όσο αδυνατεί να κοινωνήσει το έργο και το πνεύμα του Παπαδιαμάντη”. Κατά κανόνα, πάντως, οι προλογιστές φροντίζουν να αναφέρουν τη χρονική περίοδο, κατά την οποία δημοσιεύτηκαν τα διηγήματα του τόμου. Με βάση αυτό το δεδομένο, ωστόσο, δεν επεκτείνονται στις κοινωνικές και λογοτεχνικές συνθήκες της εποχής, όπως θα αναμενόταν, αλλά περιορίζονται να σχολιάσουν τη συγγραφική φάση, στην οποία βρισκόταν ο Παπαδιαμάντης, σε σχέση και με την ηλικία του. Κατ’ εξαίρεση, ο Άγγελος Καλογερόπουλος, στον πρόλογο του έβδομου τόμου, με τα δημοσιευμένα εντός του 1892 διηγήματα, κάνει σύντομη μνεία στην πολιτική κατάσταση της χώρας επί Χαρίλαου Τρικούπη. Ούτε, βέβαια, παραβάλλουν τον Παπαδιαμάντη με άλλους ομότεχνούς του κατά την ίδια περίοδο. Απουσιάζει, δηλαδή, τελείως, μια συγχρονική εικόνα, έστω αδρομερής, που θα βοηθούσε τον αναγνώστη να τοποθετήσει τον Παπαδιαμάντη στο περιβάλλον της πεζογραφικής παράδοσης. Πλην ενός ρητορικού παραλληλισμού της γλώσσας με εκείνη των Ροΐδη, Βιζυηνού και Μωραϊτίδη, που επιχειρεί προς αγλαϊσμόν και πάλι ο Καλογερόπουλος, στο δεύτερο πρόλογό του, εκείνον του ενδέκατου τόμου. Επίσης, οι προλογιστές δεν προβαίνουν σε συγκρίσεις με μεταγενέστερους συγγραφείς, των οποίων τα έργα τυχόν συνομιλούν με ορισμένα παπαδιαμαντικά διηγήματα, ώστε να διαφαίνονται οι απαραίτητοι δεσμοί συνέχειας. Εκτός από τον Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλο, στον επίλογο, που αποπειράται συσχέτιση των αφηγηματικών του τρόπων με εκείνους δυο μεταγενέστερων πεζογράφων, των Ν. Γ. Πεντζίκη και Νίκου Καχτίτση, οι οποίοι αποτελούν προσφιλή του συγγραφικά πρόσωπα.
Ορισμένες διαπιστώσεις των προλογιστών αναιρούνται από το ίδιο το έργο. Παράδειγμα, η απόφανση του Άγγελου Μαντά, ότι το 1887 “ο Παπαδιαμάντης εγκαταλείπει οριστικά και αμετάκλητα το λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος”. Ενώ, υπάρχουν τα δυο “κοινωνικά μυθιστορήματα”, το 1903 «Η Φόνισσα» και το 1907 «Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια». Αν επρόκειτο για άποψη του προλογιστή, θα ήταν αποδεκτή ως μια φιλολογική εκτίμηση. Εκείνος, όμως, αποφθέγγεται για τις προθέσεις του συγγραφέα, αποφαινόμενος ότι η στροφή του στο διήγημα συνιστά “κίνηση αυτοσυνειδησίας”. Προϋπάρχει, βεβαίως, η θεωρία περί παπαδιαμαντικής παλινωδίας του Στέλιου Ράμφου, αλλά, είκοσι πέντε χρόνια μετά, αυτή απαιτεί επανεξέταση. Συνηθέστερες, πάντως, είναι εκείνες οι εκτιμήσεις, οι οποίες, μέσα στη γενικολογία τους, καταλήγουν να χάνουν μέρος του όποιου νοήματος εμπεριέχουν. Παράδειγμα, η άποψη του Στέλιου Παπαθανασίου ότι το διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» είναι “πηγή ακένωτος οντολογικών, θεολογικών, κοινωνιολογικών και ψυχολογικών κατηγοριών” ή, του ιδίου, ότι ο Παπαδιαμάντης είναι “ο μεγάλος τραγικός του νέου ελληνισμού”. Επίσης, η διαπίστωση του Μαντά, ότι “ο Παπαδιαμάντης απαρνείται τη μετωνυμικότητα του μυθιστορήματος και αφοσιώνεται στη μεταφορικότητα των μικρών συνθέσεων”, της οποίας το ακριβές νόημα θα δυσκολευόταν να συλλάβει ακόμη και ένας θεωρητικός της λογοτεχνίας. Παρόμοιες εντυπωσιακής σύλληψης φράσεις πολύ φοβόμαστε ότι για το πλατύ κοινό μένουν σαγηνευτικά σκοτεινές.
Για ορισμένους προλογιστές, η καλλιέπεια του κειμένου δείχνει ως αυτοσκοπός. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεδομένου ότι η υφολογική εκζήτηση έρχεται ως παρεπόμενο της γενίκευσης, ο πρόλογος, που προκύπτει, θα μπορούσε να συνοδεύει τον οιονδήποτε τόμο ή και ολόκληρα τα «Άπαντα». Ένας αδαής στους τρόπους της ρητορείας δεν μπορεί παρά να απορεί με ορισμένες διατυπώσεις. Παράδειγμα, η Τασούλα Καραγεωργίου, που παραδομένη στον ποιητικό της οίστρο, κάνει λόγο περί “αφελούς αθωότητας”, “ποιητικής δημοκρατίας” ή και “δημοκρατίας του πολυεπίπεδου ύφους”. Νεότεροι ποιητές, όπως η Καραγεωργίου και ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, στην δοκιμιογραφία τους, επιτείνουν την φραστική αοριστία με τον φόρτο των επιθέτων. Το πλήθος των κοσμητικών στοιχείων, καθώς και η επανάληψη των εντυπωσιακότερων εξ αυτών, τείνει να τα καταστήσει αβαρή. Μπορεί, λ.χ., ο Ελύτης να αναφέρεται “στη μαγεία του Παπαδιαμάντη”, ωστόσο η συνεχής αναφορά στο μαγικό και το μαγευτικό, στη μαγεία και το θαύμα, λειτουργεί σε βάρος της όποιας ποιητικότητας του λόγου.
Στους προλόγους, ως κείμενα δοκιμιακού μάλλον χαρακτήρα παρά εισαγωγικού, γίνονται αναφορές σε άλλους μελετητές, καθώς και παραπομπές σε δημοσιεύματα και βιβλία. Δυστυχώς, για τις πηγές δεν έχει προβλεφθεί ενιαίος τρόπος βιβλιογραφικής καταγραφής. Άλλοτε οι παραπομπές ενσωματώνονται στο κείμενο, άλλοτε καταχωρίζονται σε υποσελίδιες σημειώσεις, ενώ, συχνότερα, παραλείπονται Όσο αφορά το ποιόν αυτών των επεξηγηματικών συσχετίσεων και αναφορών, δημιουργείται η εντύπωση, ότι οι προλογιστές απευθύνονται σε κοινότητα ειδημόνων, αδιαφορώντας για το πλατύ αναγνωστικό κοινό. Τις περισσότερες φορές, πάντως, αυτές οι μνείες δείχνουν περισσότερο σαν καρύκευμα του λόγου και λιγότερο ως αναγκαία παράθεση για την ανάπτυξη της όποιας συλλογιστικής. Όπως και να το κάνουμε, μια αναφορά στον Βιττγκενστάιν ή τον Μιχαήλ Μπαχτίν, όταν, μάλιστα, αυτή δεν γίνεται άπαξ, αλλά επαναλαμβάνεται δις και τρις, προσδίδει διαφορετικό κύρος σε ένα κείμενο. Λ.χ., ο Παπαθανασίου, για να έχει την ευκαιρία να αναφερθεί στην κατά Μπαχτίν ερμηνεία του Ντοστογιέφσκι, παρακάμπτει – εκτός κι αν του διαφεύγει - την αυτονόητη διαφορά μεταξύ κυριολεκτικής και μεταφορικής χρήσης της λέξης “χαμάλης”, που κάνει ο Παπαδιαμάντης σε δυο διηγήματα. Ως γνωστόν, οι άριστοι των φιλολόγων είναι εκείνοι που κάποτε υποπίπτουν στο ολίσθημα της υπερερμηνείας. Αντίστοιχο ρόλο, πάντως, με εκείνον του Μπαχτίν φαίνεται να επιφυλάσσουν οι ελληνοκεντρικοί στον Ζήσιμο Λορεντζάτο.
Απομένει η τρίτη ενότητα, με τους προλόγους των δυο τελευταίων τόμων, στους οποίους δημοσιεύονται τα ποιητικά και τα μη λογοτεχνικά κείμενα του Παπαδιαμάντη, και ο επίλογος. Τους προλόγους, τους αναλαμβάνουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι. Ο Κοσμόπουλος, ως ποιητής, τα «Ποιητικά και άλλα κείμενα», ο Δημήτρης Μαυρόπουλος, ως θεολόγος, τα θρησκευτικού περιεχομένου, που συγκεντρώνονται στον τελευταίο τόμο «Η Δίψα του Δαυϊδ και άλλα κείμενα». Αυτός ο δεύτερος δεν θηρεύει λεκτικούς και άλλους εντυπωσιασμούς. Σχολιάζει κάποια σημεία, που, σήμερα πλέον, δεν είναι αυτονόητα, όπως, για παράδειγμα, η διάκριση Εκκλησίας και Θρησκείας. Ακόμη, επιμένει σε ορισμένα βιογραφικά του Παπαδιαμάντη, τα οποία τείνουν να διαγραφούν. Έτσι, φωτίζει τις συγγραφικές προθέσεις. Τέλος, τον επίλογο αναλαμβάνει ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, που είναι και ο μόνος αμιγής πεζογράφος της ομάδας και άρα, ο στενότερος “συγγενής” του Παπαδιαμάντη. Το κείμενό του είναι το αναμενόμενο από έναν διηγηματογράφο, που στέκει θαυμαστικός προς τον μακρινό πρόγονο. Ίσως, όμως και να υπερβάλλει, τουλάχιστον φραστικά, στο “εγκώμιο του διηγηματογράφου”, ερχόμενος σε παραφωνία τόσο με το δικό του αφηγηματικό ύφος όσο και με εκείνο του τιμώμενου. Το βασικό, όμως, κατά την εκτίμησή μας, είναι ότι αδικεί τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις επί του συνόλου του έργου, που συγκεντρώνει και οι οποίες θα χρειάζονταν εκτενέστερη και συστηματικότερη ανάπτυξη.
Πρέπει, μεταξύ άλλων, να λάβουμε υπόψη ότι τα δεκαπέντε εισαγωγικά κείμενα και ο επίλογος δεν λειτουργούν ανεξάρτητα. Συνιστούν ψηφίδες, των οποίων η συνένωση προσφέρει την εικόνα του συνολικού έργου. Οπότε γεννάται το ερώτημα, ποιος είναι ο Παπαδιαμάντης, που παρουσιάζουν. Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο Παπαδιαμάντης, που σχηματίζουν σαν σε κολάζ οι λιγότερο ή περισσότερο γενικευτικές αποφάνσεις των δέκα κειμενογράφων. Κατ’ αρχάς, αυτός ο Παπαδιαμάντης δείχνει σαν ένας γραφικός περιθωριακός, έτσι όπως ο Καλογερόπουλος συνοψίζει τα του βίου του, στον πρόλογο του έβδομου τόμου: “Η προσωπική του ζωή κινείται μεταξύ των γραφείων της «Ακροπόλεως», της ταβέρνας του Καχριμάνη και των ναΐσκων της Αθήνας και των περιχώρων”. Φράση, προσφυώς διατυπωμένη, ώστε να εξυπακούεται η γενίκευσή της, με αλλαγή εφημερίδας και ταβέρνας. Επιπροσθέτως, πρόκειται για έναν Παπαδιαμάντη πενόμενο ή και “πένη”, κατά τα γραφόμενα των Παπαθανασίου και Παπαδημητρακόπουλου. Αυτήν την εικόνα την συνθέτουν με φράσεις, που αλιεύουν από την αλληλογραφία του Παπαδιαμάντη με τους γονείς του, της οποίας η ανάγνωση, ο ένας τουλάχιστον ομολογεί ότι τον “συγκλονίζει”. Δια της μεθόδου της κοπτοραπτικής διαστέλλουν τα γραφόμενα επί το δραματικότερο. Για παράδειγμα, στις 15 Φεβρουαρίου 1881, ο Παπαδιαμάντης γράφει:«Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος.» Και ο προλογιστής γενικεύει:«...έζησε στην Αθήνα περίπου 35 χρόνια, “πότε νηστικός και πότε χορτάτος”, κατά τα λεγόμενά του...» Ή, επίσης, στις 18 Αυγούστου 1889, γράφει: «Ευρίσκομαι χωρίς λεπτόν, διότι επλήρωσα τα χρέη μου και έκαμα και ρούχα. Αλλ’ αν τυχόν έχετε ανάγκην από λεπτά, παρακαλώ τον κ. Αλέξ. Μωραϊτίδην, όν ασπάζομαι, να σας δώση πενήντα δραχμάς, και άμα έλθη εις Αθήνας τάχιστα συν Θεώ, θα τω τας αποδώσω.» Και ο επιλογιστής μεταπλάθει: «...όταν (για πολλοστή φορά) γράφει ότι “βρίσκομαι χωρίς λεπτό” και να παρακαλέσουν τον Μωραϊτίδη για δανεικά, έχει πατήσει τα 38...» Και ως κατακλείδα, ο επιλογιστής ανάγει τη “στέρηση” σε “δραματική συνιστώσα του παπαδιαμαντικού έργου”.
Αν σε αυτά τα κείμενα διογκώνονται τα βιογραφικά δεδομένα, υπάρχουν και σημεία άλλων κειμένων, που παρερμηνεύονται. Λ.χ., ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, στον πρόλογο του δέκατου τρίτου τόμου, όπου συγκεντρώνονται τα 25 από τα 32 διηγήματα, που δημοσιεύτηκαν μετά θάνατο, αποπειράται να αναιρέσει το χαρακτηρισμό του “κατ’ αποκοπήν διηγηματογράφου”, με το σκεπτικό ότι περίπου το 20% των διηγημάτων δημοσιεύθηκε μεταθανάτια. Άρα, καταλήγει, τα φύλαγε στο συρτάρι του. Λησμονεί, ωστόσο, ότι τα δέκα εξ αυτών έμειναν στην τσάντα του Δημητρίου Κακλαμάνου, όταν εκείνος εγκατέλειψε το «Νέον Άστυ» για τα διπλωματικά πόστα. Ενώ κάποια από τα υπόλοιπα πρέπει να τα ετοίμαζε για συγκεκριμένα έντυπα. Παράδειγμα, το δεύτερο περιοδικό του φίλου του Γεράσιμου Βώκου, «Ο Καλλιτέχνης», που είχε ξεκινήσει Απρίλιο 1910. Εκεί δημοσιεύονται εννέα μεταθανάτια.
Κατά τα άλλα, για το τι εξαίρεται από το έργο του, μια πρώτη απάντηση δίνουν τα διηγήματα, που τιτλοφορούν τους τόμους. Μια δεύτερη, εκείνα που επιλέγουν να σχολιάσουν δια μακρών οι προλογιστές. Και μια τρίτη, όσα εκείνοι ρητά ξεχωρίζουν. Σε γενικές γραμμές, υπερισχύει η τρέχουσα επαναξιολόγηση του παπαδιαμαντικού έργου. Παράδειγμα, ο Ζουμπουλάκης, στον πρόλογο του όγδοου τόμου, με 14 διηγήματα, μεταξύ των οποίων τα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», «Η Νοσταλγός», «Η Γλυκοφιλούσα», «Ο Έρωτας στα χιόνια», προκρίνει το «Πατέρα στο σπίτι!». Κι αυτό, όπως εξηγεί, γιατί προτάσσει το θέμα, παραμερίζοντας “τα αισθητικά του κριτήρια”. Ένα θέμα κοινωνικό, που αποδίδεται, κατ’ εξαίρεση, συγκινησιακά φορτισμένο. Και οι αναγνώστες, καθώς και οι κριτικοί, που, με το ίδιο σκεπτικό, ανακηρύσσουν σε μπεστ σέλλερ, καθώς και σε βραβεύσιμο, από τη σοδειά του 2010, το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Τα σακιά», θα συμφωνήσουν μαζί του.
Για την προβολή ενός Παπαδιαμάντη σύμφωνου με τα σημερινά γούστα, δεν γίνονται υποκειμενικές αναγνώσεις μόνο των επιστολών αλλά και των διηγημάτων. Για παράδειγμα, το προοίμιο του «Λαμπριάτικου ψάλτη» καταλήγει με τη διαβεβαίωση του αφηγητή ότι θα εξακολουθήσει “να ζωγραφεί μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη”. Και ο προλογιστής συμπεραίνει, δηλαδή τα “αγνά, ανόθευτα, γηγενή”. Τα δυο τελευταία επίθετα, πράγματι, συνιστούν ερμηνεία του “γνήσια”, αλλά εκείνο το “αγνά”, πόθεν τεκμαίρεται; Δείχνει, μάλιστα, ο προλογιστής να διαφωνεί ότι είναι “γνήσια ελληνικά ήθη” τα έθιμα του αρραβώνα, έτσι όπως παραστατικά περιγράφονται στο διήγημα «Τα Συχαρίκια», επειδή, σήμερα, το μόνο που μπορούμε να αντιληφθούμε σε αυτά είναι “δεισιδαιμονία” και “συμβολική βία κατά των γυναικών”. Ο ίδιος προλογιστής, συνοψίζοντας την υπόθεση του διηγήματος, «Τα Βενέτικα», παρουσιάζει τους τρεις ήρωες, τους δυο ευσεβείς νέους και τον Γιαννιό, τον οπαδό της Μεγάλης Ιδέας, παρεμβάλλοντας την παρατήρηση: «Όλη η φαντασιόπληκτη Ελλάδα παρούσα εδώ, σε τούτη τη μικρή παρέα.» Έτσι, όμως, δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα στις προθέσεις του Παπαδιαμάντη και την ερμηνεία του μελετητή, επειδή ο τελευταίος παραγνωρίζει τα συμφραζόμενα της εποχής, αυτά που θεωρούνται ως προεόρτια των Βαλκανικών πολέμων.
Πολύ φοβόμαστε, ότι το σύνολο των συνοδευτικών κειμένων δείχνει μάλλον σαν κολάζ προσωπικών απόψεων, όπου χωλαίνει το πραγματολογικό μέρος, το οποίο και θα αναπλήρωνε το κενό του φιλολογικού σχολιασμού. Προσομοιάζει με τις συναγωγές κειμένων ή και με τα αφιερώματα περιοδικών, που καταρτίζονται για έναν τιμώμενο συγγραφέα. Πρόθεση αυτού του σχολιασμού δεν είναι να μειώσει την όποια αξία των νέων «Απάντων», αλλά να καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται για την χρηστική έκδοση ενός κλασικού έργου. Ουδόλως κατανοούμε τον επιμελητή, που διατείνεται ότι η εν λόγω έκδοση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την κατάρτιση μιας μελλοντικής διορθωμένης έκδοσης, είτε κριτική είναι αυτή είτε χρηστική. Όπως και να έχει, η χρηστική έκδοση, που θα ετοίμαζε ένας εκδοτικός οίκος, μη γινόμενη υπό το άγχος του χρόνου, θα είχε αποφύγει τα οποία τυπογραφικά λάθη, θα είχε διαφορετικά φροντίσει το γλωσσάρι, θα είχε συστηματικότερα αφαιρέσει τα νόθα κείμενα και προσθέσει τα μεταγενέστερα ευρήματα: το μοναδικό ανευρεθέν διήγημα, τα καινοφανή γνήσια και τις, από παλαιότερα γνωστές, τροποποιήσεις σε δυο διηγήματα. Μια ανάλογη έκδοση, στοχεύοντας μακροπρόθεσμα να αποτελέσει προσφορά στα γράμματα, δεν θα είχε ανάγκη άγρας εντυπώσεων. Θα αρκείτο σε ένα εκτενές επίμετρο, στο οποίο θα δίνονταν με ακρίβεια ορισμένα απαραίτητα φιλολογικά στοιχεία. Τελικά, η πρόσφατη έκδοση δεν είναι ούτε η χρηστική ενός κλασικού έργου ούτε, αναμφίβολα, μια σειρά περιπτέρου. Έχει τον νόθο χαρακτήρα πολλών σημερινών εκδοτικών εγχειρημάτων, που μετεωρίζονται μεταξύ λογοτεχνίας και καταναλωτικού προϊόντος, και τα οποία, χάρις ακριβώς σε αυτόν το χαρακτήρα τους, φαίνεται να ευδοκιμούν στην αγορά.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/12/2011.