Κούλα Ξηραδάκη
«ΚΑΤΟΧΙΚΑ
Κατάλογοι εκτελεσθέντων
ομαδικά σφαγιασθέντων αμάχων
πεσόντων της Αντίστασης»
Φωτογραφίες-Ντοκουμέντα-Ενθύμια
Από τον εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα 1941-1944
Τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄
Νέα έκδοση, αναθεωρημένη
και συμπληρωμένη
Επιμέλεια: Κωστής Γιούργος
Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2012
Τασούλα Βερβενιώτη
«Κούλα Ξηραδάκη
“Εγώ δεν τα παράτησα...”»
Βιογραφία
μιας αυτοδίδακτης ιστορικού
Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2012
της Κούλας Ξηραδάκη. «Οι μελλοθάνατοι»,
ξυλογραφία του Α. Τάσσου, 1943.
Εφτά χρόνια μετά τον θάνατο της Κούλας Ξηραδάκη, στις 5 Μαΐου 2005, εκδόθηκαν δυο δικά της βιβλία, στρογγυλεύοντας σε είκοσι το σύνολο της εργογραφίας της. Μόνο που αυτά, σε αντίθεση με τα προηγούμενα δέκα οκτώ, που εκδόθηκαν στην διάρκεια μισού αιώνα (1952-2001), δεν ετοιμάστηκαν από την ίδια. Τα «Κατοχικά», που στάθηκαν γι’ αυτήν έργο ζωής, άργησαν, στερώντας της την ικανοποίηση της ολοκληρωμένης κατάθεσης. Ενώ, σχετικά με το δεύτερο βιβλίο, μπορεί και να την στενοχωρούσε η σκέψη, ότι αυτή που φρόντισε τόσες γυναίκες, αμέλησε να στήσει η ίδια τον ιστό της δικής της ζωής. Βεβαίως, η βιογραφία της, αυτή που υπογράφει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, προέκυψε με τη συρραφή δικών της συνεντεύξεων και αυτοβιογραφικών κειμένων. Είχε μάλιστα εγκρίνει τις απομαγνητοφωνήσεις και είχε κάνει προσθήκες. Παρόλα αυτά, μια ενιαία και αναλυτικότερη βιογραφική αφήγηση φωτίζει με διαφορετικό τρόπο συμβάντα και πράξεις, χωρίς να αφήνει χάσματα σε κρίσιμα σημεία του προσωπικού βίου και της δημόσιας δράσης. Λ.χ., δεν αρκείται σε μια επιγραμματική φράση της μορφής, “Τα Δεκεμβριανά τα έζησα”, που αφήνει αναπάντητη την απορία, κατά πόσο, σε εκείνο το σημείο, υπήρξαν ερωτήσεις της συνεντευξιάστριας, αλλά δεν δόθηκαν διευκρινιστικές απαντήσεις.
Τα «Κατοχικά», το Μεγάλο Βιβλίο των Θυμάτων της Κατοχής, η Ξηραδάκη ουσιαστικά το ξεκίνησε το 1941, κρατώντας το απόκομμα κάποιας εφημερίδας με την είδηση του πρώτου εκτελεσθέντος στην Αθήνα από τους Γερμανούς, στις 4 Ιουνίου 1941. Δηλαδή, ένα περίπου μήνα μετά την είσοδο των κατοχικών στρατευμάτων στην πόλη, στις 27 Απριλίου. Ο πρώτος τόμος των «Κατοχικών», με υπότιτλο, «Κατάλογοι εκτελεσθέντων Φωτογραφίες-Ντοκουμέντα-Ενθύμια από τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα 1941-1944», εκδόθηκε αρχές 1975. Την εισαγωγή εκείνου του πρώτου τόμου την αρχίζει με έναν επικριτικό απολογισμό: «Τριάντα χρόνια πέρασαν από το τέλος της τριπλής κατοχής και οι πληγές ακόμα δεν έκλεισαν. Η Αντίσταση δεν αναγνωρίστηκε και οι νεκροί της δεν βρήκαν δικαίωση...» Σε αυτό το ένα τρίτο του αιώνα, είχε συγκεντρώσει 2700 ονόματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα. Εκείνη την ημέρα, σε δρόμο του Παλαιού Φαλήρου, γερμανός στρατιώτης σκότωσε έναν τελευταίο άμαχο Αθηναίο, την μαθήτρια Ήβη Αθανασιάδου. Ακριβώς, “στις Ελληνίδες που σφράγισαν με τη ζωή τους τον αγώνα του λαού μας το 1941-44”, αφιέρωσε τον πρώτο τόμο, καθώς συνέπεσε το 1975 να έχει ανακηρυχθεί από το ΟΗΕ Διεθνές έτος της Γυναίκας. Τον δεύτερο τόμο τον εξέδωσε το 1979. Τον τρίτο τόμο, ο οποίος δημοσιεύεται για πρώτη φορά, θα πρέπει να τον είχε έτοιμο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Φαίνεται, όμως, παράδοξο να μη βρίσκει εκδότη για ένα παρόμοιο έργο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ιδίως τα πρώτα, που ανθούσε το πολιτικό βιβλίο. Το παράδοξο επιτείνεται, εάν συνυπολογίσουμε ότι ο πρώτος τόμος των «Κατοχικών» όσο και ο δεύτερος έτυχαν καλής υποδοχής από τον Τύπο. Όπως και να έχει, τους δυο πρώτους τους εξέδωσε ιδίοις αναλώμασιν, ενώ ο τρίτος έμεινε στο συρτάρι της. Για να βρεθεί εκδότης χρειάστηκε να περάσουν 70 χρόνια από εκείνον τον πρώτο νεκρό, του οποίου το όνομα χάθηκε στον σκοτεινό βυθό της ανωνυμίας μαζί με το απόκομμα της εφημερίδας και όλα όσα είχε μαζέψει στα τρία χρόνια και τέσσερις μήνες της Κατοχής. “Τα έκαψα για να μην καώ”, όπως λέει. Είχε πάρει, ωστόσο, το βάφτισμα του συλλέκτη.
Εδώ, θα έπρεπε να προστεθεί μια υποσημείωση. Στην εισαγωγή του πρώτου τόμου, η Ξηραδάκη εξομολογείται ότι την έμπνευση της συλλογής στοιχείων κατά τη διάρκεια της Κατοχής –έντυπα κατοχικά, παράνομα φύλλα, μπροσούρες, τρυκ, προκηρύξεις, σημειώσεις με ονόματα εκτελεσθέντων– της την είχε δώσει “μια επιφυλλίδα για κάποιον Κωνσταντίνο-Αγαθόφρονα Νικολόπουλο απ’ την Ανδρίτσαινα, που, σαν πήγε στο Παρίσι λίγο μετά την γαλλική επανάστση, είχε την έμπνευση να μαζέψη ό,τι έντυπο κυκλοφόρησε στην διάρκεια της επανάστασης κι έτσι συγκρότησε μια σπουδαία συλλογή”. Αυτό το αόριστο κάποιος Νικολόπουλος χρειάζεται σχολιασμό για όποιον τυχόν δεν γνωρίζει τον φίλο και συνεργάτη του Κοραή Κωνσταντίνο Νικολόπουλο, γνωστό και με το ψευδώνυμο Αγαθόφρων, όπως υπέγραφε τα άρθρα του στον «Λόγιο Ερμή». Ήταν εκδότης, μαζί με τον Κερκυραίο Σπυρίδωνα Κονδό, του περιοδικού «Μέλισσα», μαχητής του γλωσσικού ενάντια στις απόψεις του Παναγιώτη Κοδρικά, αλλά και ποιητής και συνθέτης, μεταξύ άλλων της Ολυμπιακής Ωδής του Πινδάρου, Θεωρείται, μάλιστα, πρωτοπόρος στη σύνθεση πολυφωνικής μουσικής για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Όσο για την σπουδαία βιβλιοθήκη του, την δώρισε το 1838 στην γενέτειρα του πατέρα του, του Γεωργάκη Νικολόπουλου, που έφυγε μετά τα Ορλωφικά από την ορεινή Ολυμπία και εγκαταστάθηκε στην Σμύρνη. Πρόκειται για την Νικολοπούλειο Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας. Το πιθανότερο, η Ξηραδάκη διάβασε κάποιο δημοσίευμα με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του, το 1841, στα 55 του από τέτανο.
Η μακριά παρέκκλιση, όχι τόσο ως μικρή παράλειψη του επιμελητή, αλλά ως ένδειξη ότι κάθε πράξη αποκτά για τους μεταγενέστερους συμβολική διάσταση, αλλά και διδακτική, όταν καταλήγει σε μίμηση. Η τότε, λοιπόν, 22χρονη Ξηραδάκη ακολούθησε πιστά το παράδειγμα του “αγαθόφρονα” Ηλείου. Δεν έγινε μόνο συλλέκτρια δια βίου, αλλά διαπνεόταν και από την ίδια αντίληψη, που χαρακτηρίζει έναν γνήσιο συλλέκτη. Ο στόχος της περισυλλογής υλικού δεν ήταν ωφελιμιστικός, λ.χ. για την εκπόνηση μιας έκδοσης, αλλά ήταν αυτή καθ’ εαυτή η διάσωση της μνήμης. Την ίδια φροντίδα δείχνει, μνημονεύοντας όσους γνώρισε. Ο δεύτερος τόμος των «Κατοχικών» δεν έχει αφιέρωση, ο τρίτος, ωστόσο, είναι “μνήμη Τάσου Βουρνά”. Θυμίζουμε ότι ο Βουρνάς απεβίωσε στις 15 Νοε. 1990, άρα η αφιέρωση θα προστέθηκε εκ των υστέρων με την προσμονή της έκδοσης. Έξι χρόνια μεγαλύτερός της, φίλος και σύντροφος από τις μαζώξεις της Τετάρτης στο Λόφο Σκουζέ, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, στάθηκε σύμβουλος στα γραψίματά της. Εκείνος την παρότρυνε να καταπιαστεί με τις γυναίκες και τις υπέδειξε τις δυο πρώτες, την Ευανθία Καΐρη και την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Έτσι προέκυψε, το 1956, η ιστορική μονογραφία για την πρώτη και τρία χρόνια αργότερα, η μυθιστορηματική βιογραφία για την δεύτερη. Αναζητώντας τα ίχνη της Παπαλεξοπούλου, γνώρισε τον Κορδάτο. Πολιτικός άνδρας του Ναυπλίου ο σύζυγος της Παπαλέξαινας, όπως την αποκαλούσε ο Κορδάτος, και η ίδια, καίτοι Πατρινή, κόρη του προεστού Ανδρέα Καλαμογδάρτη, στάθηκε “η ηρωίδα της Ναυπλιακής επανάστασης”, σύμφωνα τουλάχιστον με τον τίτλο της βιογραφίας της. Σήμερα, είναι μια ακόμη λησμονημένη γυναικεία προσωπικότητα. Στο σαλόνι της φαίνεται πως εξυφάνθηκαν σημαντικές μηχανορραφίες, μεταξύ αυτών και η γνωστή εξέγερση, που οδήγησε στην έξωση του Όθωνα. Δεν είναι, ωστόσο, και τόσο γνωστό ότι η εστία της εξέγερσης, την άνοιξη του 1862, ήταν στο Ναύπλιο. Όπως και να έχει, με το βιβλίο ανά χείρας, η Ξηραδάκη επισκέφθηκε τον Ναυπλιώτη Άγγελο Τερζάκη στο γραφείο του στο Εθνικό Θέατρο. Ευθαρσώς τον ρώτησε αν θα της έγραφε κριτική και εκείνος απάντησε ευθέως αρνητικά. Την παρότρυνε, ωστόσο, να προχωρήσει. “Από κει και πέρα, εγώ βρήκα το δρόμο μου”, όπως λέει στη συνέντευξή της. Δεν προσχεδιάζει τα βιβλία της. Λειτουργεί παρορμητικά, υπακούοντας συχνά στην έμπνευση της στιγμής. Πιστεύει στις συμπτώσεις και όταν παρουσιάζονται τις εκμεταλλεύεται. Μη έχοντας πρόσβαση στις κυρίως αρχειακές πηγές, αναζητά το υλικό στα θεωρούμενα ως απορρίμματα και σε ανεκμετάλλευτα από τους ερευνητές αρχεία, όπως εκείνο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπου εργαζόταν.
Μια γυναίκα με πάθος. Αυτή ήταν η Κούλα Ξηραδάκη. Έτσι τη συστήνει το έργο της και με αυτό ως κύριο χαρακτηριστικό προβάλλει μέσα από την βιογραφία της. Είχε έναν υπερβάλλοντα ζήλο για να γνωρίσει και να κάνει πράγματα, που την χαρακτήριζε από παιδί. Το μαρτυράει ο λόγος της μητέρας της. “Αυτό το παιδί δεν είναι στα καλά του”, έλεγε ακούγοντας τις απροσδόκητες επιθυμίες της. Η Ξηραδάκη φαίνεται πως διέθετε κάποιες αρετές, που τουλάχιστον συνδυασμένες σπανίζουν. Ευαισθησία και φαντασία, επιμονή και υπομονή. Κατά μια παλαιική έκφραση, ό,τι πέτυχε το πέτυχε με το σπαθί της. Ούτε εγγράμματοι ούτε αριστεροί ήταν οι γονείς της. Και επιπλέον, τα οικονομικά της οικογένειας ήταν στενά. Εκείνη, όμως, και το σχολείο τελείωσε με καλές επιδόσεις, δουλεύοντας τα καλοκαίρια, και στην Αντίσταση αναμίχθηκε από τους πρώτους. Οργανωμένη στο Εαμικό κίνημα, πήρε μέρος σε όλες τις διαδηλώσεις. Η πρώτη μύηση έγινε στην παρέα του Λόφου Σκουζέ, την οποία, ένας της ομάδας, ο Αντρέας Φραγκιάς, απαθανάτισε στο μυθιστόρημά του «Λοιμός». Εκεί πρωτάκουσε το όνομα του Ρίτσου. Μια από τις πρώτες τολμηρές της πράξεις ήταν η φυγάδευση των όπλων των Ιταλών από την Σχολή Ευελπίδων, που τότε ήταν στρατώνας των Γερμανών. Οι Ιταλοί, μετά την συνθηκολόγηση, βρίσκονταν εκεί υπό επιτήρηση. Η βραδινή έξοδος επιτρεπόταν, υπό τον όρο να βγαίνουν άοπλοι. Οι Γερμανοί φοβόνταν μην και προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ. Γνώριζαν, όμως, ότι οι αντάρτες, με την μεγάλη έλλειψη σε πολεμοφόδια, τους ήθελαν να προσχωρούν με τον οπλισμό τους. Μετά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, ο καπετάνιος της χάρισε ένα πιστόλι, που φαίνεται ότι το βρήκε πολύ μικρό για αντρικό. Η Ξηραδάκη, μετά τα Δεκεμβριανά, ακολούθησε την πορεία μέχρι τα Κρώρα. Κατά κομματική εντολή, συνέχισε για Χαλκίδα, από όπου θαλασσίως πέρασε στο Μώλο Φθιώτιδας και μετά, κατόπιν νεότερης οδηγίας, τάχιστα οίκαδε για να αναστήσουν τις οργανώσεις της Αθήνας. Ούτε είχε την τύχη να ζευγαρώσει με κάποιον που να αποδέχεται την γυναίκα σαν άτομο με ίσα δικαιώματα. Γι’ αυτό και χώρισε νωρίς. Το καθοριστικό στοιχείο, πάντως, πέραν των κοινωνικών αποκλεισμών, ήταν ο χρόνος της γέννησής της. Γεννημένος κάποιος, όπως η Ξηραδάκη, το 1919 σήμαινε ότι η τρίτη και πιο γόνιμη δεκαετία της ζωής του θα ήταν η εμπόλεμη του ’40. Παρόλα αυτά, μετά την Κατοχή, γράφτηκε στην Πάντειο και την τελείωσε. Στη συνέχεια, το 1950, θα τέλειωνε και την Φιλοσοφική, αν η φοίτηση δεν ήταν υποχρεωτική. Τότε, όμως, μόλις είχε προσληφθεί, κατόπιν εξετάσεων, στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Κι όμως, παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική, ζητώντας την άδεια από τον ίδιο τον καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, που ήταν ο Γεώργιος Ζώρας. Αργότερα, με την υποστήριξή του, δημοσίευσε δυο άρθρα στο περιοδικό «Παρνασσός».
Ως συγγραφέα και ερευνήτρια της ιστορίας των γυναικών αναφέρει την Ξηραδάκη η εγκυκλοπαίδεια. Δεν της χαλαλίζει τον χαρακτηρισμό του ιστορικού ούτε καν αυτόν του ιστοριοδίφη. Αλλά και στη βιογραφία προστίθεται ως υπότιτλος η εμφαντική υπενθύμιση, ότι πρόκειται για αυτοδίδακτη ιστορικό. Πόσοι επαγγελματίες ιστορικοί έχουν να επιδείξουν ένα έργο αντίστοιχο με την, έστω και ερασιτεχνική, καταγραφή των εκτελεσθέντων στα χρόνια της Κατοχής, που έκανε η Ξηραδάκη; Βεβαίως, για έναν ιστορικό, θα πρέπει να είναι αδιανόητο το διάνθισμα μιας παρόμοιας εργασίας με στίχους, ο εμπλουτισμός των βιογραφικών σημειωμάτων των θυμάτων με συναισθηματικής υφής παρατηρήσεις και οι άλλες αντιεπιστημονικές καινοτομίες, που αρέσουν στην Ξηραδάκη. Κι όμως, στη μεταμοντέρνα εποχή, που η Ιστορία δεν συνιστά παρά μια ακόμη αφήγηση, ίσως αυτός ο προσωπικός τρόπος συγγραφής να αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη πρόταση. Από την άλλη, επαγγελματίες ιστορικοί και λοιποί επιστήμονες υποδεικνύουν μεν συστηματικούς τρόπους κατάρτισης, με εξαντλητική προσφυγή στις πηγές, αλλά, τα τελευταία χρόνια, έχουν προκύψει συλλογικά βιβλία Ιστορίας και Βάσεις Δεδομένων, που πάσχουν από παραλείψεις, αβλεψίες και επικαλύψεις. Ίσως, γιατί επιτελούνται μηχανιστικά ή από βοηθούς χωρίς μεράκι. Ίσως, γιατί ο κύριος στόχος των σημερινών επιστημόνων είναι, σε μεγάλο βαθμό, οι θεωρίες. Έτσι, ερασιτέχνες, όπως, για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης ή και η Κούλα Ξηραδάκη, με διαφορά ύψους βέβαια, έχουν οριστικά εκλείψει. Αναμενόμενο, αφού απαλλαχτήκαμε από τις νοοτροπίες, που τους εξέθρεψαν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/9/2012.