Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ZAΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Ένας κοσμοπολίτης εκ Καρπενησίου

Την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή, σχο­λιά­ζο­ντας τα «Πα­πα­δια­μα­ντι­κά Τε­τρά­δια», α­να­φερ­θή­κα­με στον Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νίου, δί­νο­ντας την υ­πό­σχε­ση ό­τι θα ε­πα­νέλ­θου­με. Το γορ­γόν και χά­ριν έ­χει. Εάν, μά­λι­στα, δεν με­σο­λα­βού­σαν άλ­λοι α­ντι­πε­ρι­σπα­σμοί και η δη­μο­σίευ­ση γι­νό­ταν νω­ρί­τε­ρα, στις αρ­χές Φε­βρουα­ρίου, θα προσ­λάμ­βα­νε κα­θα­ρά ε­πε­τεια­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ωστό­σο, με έ­να-ε­νά­μι­σι μή­να κα­θυ­στέ­ρη­ση δεν αλ­λά­ζουν και πο­λύ τα πράγ­μα­τα. Χά­νε­ται μεν το α­κρι­βές η­με­ρο­λο­για­κό της ε­πε­τείου, αλ­λά ως “θέ­μα” δεν υ­πάρ­χει κα­μία πι­θα­νό­τη­τα να “κα­εί”. Ου­δείς πρό­κει­ται να α­να­κα­λέ­σει τον Πα­πα­ντω­νίου στην ε­πι­και­ρό­τη­τα, ού­τε καν η Τά­ξη Γραμ­μά­των και Τε­χνών της Ακα­δη­μίας, στην ο­ποία δια­τέ­λε­σε μέ­λος. Να το α­πο­δώ­σει κα­νείς σε δι­καιο­λο­γη­μέ­νη α­δια­φο­ρία, ε­πει­δή ως πρό­σω­πο μπο­ρεί σή­με­ρα να στε­ρεί­ται εν­δια­φέ­ρο­ντος; Μπο­ρεί, αλ­λά ως δι­καιο­λο­γία πα­ρα­μέ­νει ε­πι­φα­νεια­κή, για­τί υ­πάρ­χει κά­τι άλ­λο, πο­λύ βα­θύ­τε­ρο, το ο­ποίο συ­σχε­τί­ζε­ται με τους γε­νι­κό­τε­ρους ε­παμ­φο­τε­ρι­σμούς του νε­ο­ελ­λη­νι­κού βίου. Μην μπλέ­ξου­με, ό­μως, σε αυ­τούς τους α­χα­νείς ο­ρί­ζο­ντες. Κα­λύ­τε­ρα να πε­ριο­ρι­στού­με στον ευ­γε­νή και βα­θιάς καλ­λιέρ­γειας Καρ­πε­νη­σιώ­τη.

Παι­δί του βου­νού

Ο Ζα­χα­ρίας Πα­πα­ντω­νίου γεν­νή­θη­κε στις 3 Φε­βρουα­ρίου 1877 στο Καρ­πε­νή­σι και πέ­θα­νε το πρωί της 1ης Φε­βρουα­ρίου 1940. Απε­βίω­σε ξαφ­νι­κά, α­πό α­να­κο­πή μέ­σα στο τρα­μ, πη­γαί­νο­ντας σε συ­νε­δρία της Ακα­δη­μίας Αθη­νών. Συ­μπλή­ρω­νε τα 63 και προ διε­τίας εί­χε ε­κλε­γεί Ακα­δη­μαϊκός στην Τά­ξη Γραμ­μά­των και Τε­χνών. “Από τας συ­νε­δρίας της Ολο­με­λείας και της Τά­ξεως σπα­νιώ­τα­τα α­που­σία­ζε, προ­σήρ­χε­το δε σχε­δόν κα­τά κα­νό­να ο­λί­γον με­τά την αρ­χή της συ­νε­δρίας και ε­λάμ­βα­νε θέ­σιν εις τα πρώ­τα πλά­για κα­θί­σμα­τα”, σύμ­φω­να με τον συ­νο­μή­λι­κό του, πα­λαιό­τε­ρο Ακα­δη­μαϊκό, Σω­κρά­τη Κου­γέα. Σε ε­κεί­νη, ό­μως, τη συ­νε­δρία, τε­λι­κά, α­που­σία­σε. “Παι­δί του βου­νού”, α­πο­κα­λεί τον Πα­πα­ντω­νίου ο Κ.Θ. Δη­μα­ράς στην νε­κρο­λο­γία του. “Γεν­νη­μέ­νο και με­γα­λω­μέ­νο σ’ έ­να α­πό τα πιο ω­ραία βου­νά της Ελλά­δος”, ό­πως γρά­φει, εν­νοώ­ντας τον Τυμ­φρη­στό, γνω­στό και ως Βε­λού­χι. Η νύ­ξη του Δη­μα­ρά δεν γί­νε­ται τυ­χαία. Κα­τά έμ­με­σο τρό­πο α­να­φέ­ρε­ται στα «Ψη­λά βου­νά», α­ντο­νο­μα­σία του Τυμ­φρη­στού, που χρη­σι­μο­ποιεί ο Πα­πα­ντω­νίου, τιτ­λο­φο­ρώ­ντας το α­να­γνω­στι­κό που έ­γρα­ψε για την Τρί­τη Δη­μο­τι­κού, έ­να βι­βλίο, το ο­ποίο στέ­κει πρό­δρο­μος της δη­μο­τι­κής γλώσ­σας στην πρω­το­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση. Κυ­κλο­φό­ρη­σε Ια­νουά­ριο 1919 ως εγ­χει­ρί­διο του δη­μο­τι­κού, αλ­λά μέ­σα στον πυ­ρε­τό του πο­λι­τι­κού Δι­χα­σμού α­τύ­χη­σε. Δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, Φε­βρουά­ριο 1921, κά­η­κε μα­ζί με άλ­λα δώ­δε­κα α­να­γνω­στι­κά της εκ­παι­δευ­τι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης του Βε­νι­ζέ­λου, δη­μο­σίως, στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος.
Δέ­κα χρό­νια με­τά το θά­να­το του Πα­πα­ντω­νίου, σε πρω­το­σέ­λι­δη ε­πι­φυλ­λί­δα στην ε­φη­με­ρί­δα «Τα Νέ­α», δη­μο­σιεύ­τη­κε κεί­με­νο ως “λο­γο­τε­χνι­κό μνη­μό­συ­νο”, με τίτ­λο, «Δά­σκα­λος του λό­γου», ό­που ε­ξαί­ρε­ται η προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έρ­γο του. Ει­σα­γω­γι­κά το­νί­ζε­ται ό­τι ο χρό­νος που πέ­ρα­σε, α­ντί να σβή­σει τον Πα­πα­ντω­νίου, δη­μιούρ­γη­σε νέες προϋπο­θέ­σεις για την κα­λύ­τε­ρη ε­κτί­μη­ση της προ­σφο­ράς του.

Αντί­στρο­φη φο­ρά

Κα­τά α­ντί­στρο­φη φο­ρά, ε­βδο­μή­ντα χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, ο χρό­νος φαί­νε­ται να σβή­νει την πε­ρί­πτω­σή του, α­φού έ­χουν δη­μιουρ­γη­θεί οι προϋπο­θέ­σεις για την ε­ξά­λει­ψη ε­νός “φλο­γε­ρού θια­σώ­τη της ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο Πα­πα­ντω­νίου στην ε­πι­φυλ­λί­δα του 1950. Επι­βε­βαιώ­νε­ται α­πό την έλ­λει­ψη α­να­φο­ράς στον Τύ­πο, του­λά­χι­στον μέ­χρι σή­με­ρα. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η προ­α­ναγ­γελ­τι­κή μνη­μό­νευ­ση της ε­πε­τείου στο πε­ριο­δι­κό της γε­νέ­τει­ράς του, τα «Ευ­ρυ­τα­νι­κά Χρο­νι­κά», στο φθι­νο­πω­ρι­νό τεύ­χος του 2009. Το Δ.Σ. της Πα­νευ­ρυ­τα­νι­κής Ένω­σης α­πο­φά­σι­σε ο­μό­φω­να να α­να­κη­ρύ­ξει το 2010 «Έτος Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νίου». Την πρό­τα­σή τους, το πι­θα­νό­τε­ρο, ού­τε καν θα την πλη­ρο­φο­ρη­θούν στην πρω­τεύου­σα. Αρκε­τά δι­λήμ­μα­τα έ­χουν οι πα­ροι­κού­ντες εν Αθή­ναις άν­θρω­ποι του βι­βλίου με τους με­σο­πο­λε­μι­κούς και με­τα­πο­λε­μι­κούς υ­πο­ψή­φιους προς α­να­κή­ρυ­ξη ε­πε­τεια­κού έ­τους. Χω­ρίς α­κό­μη να έ­χουν κα­τα­λή­ξει, πο­νο­κε­φα­λιά­ζουν α­νά­με­σα στις ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δες α­πό γεν­νή­σεως Νί­κου Καβ­βα­δία και Ανδρέα Κα­ρα­ντώ­νη, την τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τία α­πό θα­νά­του Νί­κου Κα­χτί­τση και την τρια­κο­ντα­ε­τία α­πό θα­νά­του Στρα­τή Τσίρ­κα. Πού, λοι­πόν, μυα­λό και διά­θε­ση να α­σχο­λη­θούν και με τους πα­λαιό­τε­ρους, ό­πως η πε­ρί­πτω­ση Πα­πα­ντω­νίου. Τους δια­γρά­φουν και έ­χουν έ­ναν πο­νο­κέ­φα­λο λι­γό­τε­ρο. Μό­λις προχ­θές, Πέ­μπτη, πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με ό­τι το Ε.ΚΕ.ΒΙ. ε­τοι­μά­ζει δύο α­φιε­ρώ­μα­τα στους Στρα­τή Τσίρ­κα και Νί­κο Καβ­βα­δία.
Πά­ντως, τα «Ευ­ρυ­τα­νι­κά Χρο­νι­κά» δη­μο­σιεύουν στο ε­ξώ­φυλ­λο το πορ­τρέ­το του Πα­πα­ντω­νίου, που φι­λο­τέ­χνη­σε ο στε­νός του φί­λος Κω­στής Παρ­θέ­νης, και α­ναγ­γέλ­λουν εκ­δη­λώ­σεις σε διά­φο­ρες πό­λεις α­νά την Ελλά­δα. Επι­προ­σθέ­τως, α­να­κοι­νώ­νε­ται η χύ­τευ­ση προ­το­μής του Πα­πα­ντω­νίου, α­ντί­γρα­φο της προ­το­μής του α­πό τον γλύ­πτη Κώ­στα Δη­μη­τριά­δη, που βρί­σκε­ται στην Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη. Η προ­το­μή, ό­πως διευ­κρι­νί­ζε­ται, θα το­πο­θε­τη­θεί στο Καρ­πε­νή­σι, ε­νώ έ­να δεύ­τε­ρο α­ντί­γρα­φο θα κο­σμή­σει τον τά­φο του στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι προ­το­μή του Πα­πα­ντω­νίου υ­πάρ­χει ε­δώ και κά­μπο­σα χρό­νια στη Γρα­νί­τσα Ευ­ρυ­τα­νίας, το χω­ριό του πα­τέ­ρα του, του δη­μο­δι­δά­σκα­λου Λά­μπρου Πα­πα­ντω­νίου, τον ο­ποίον συ­να­ντά­με α­νώ­νυ­μο μέ­σα στα «Ψη­λά βου­νά».

Δύο βι­βλία

Θεω­ρη­τι­κά, πα­ρό­μοιες εκ­δη­λώ­σεις κα­τα­πο­λε­μούν τη λή­θη. Πρα­κτι­κά, ό­μως, γί­νο­νται τό­σες πολ­λές, του­λά­χι­στον στην Αθή­να, και με τό­σες α­σή­μα­ντες α­φορ­μές, που μό­νο οι στε­νοί συγ­γε­νείς και φί­λοι του τι­μώ­με­νου τις χαί­ρο­νται. Από την άλ­λη, τα τεκ­μή­ρια μνή­μης, ό­πως ε­δώ οι προ­το­μές, μέ­νουν, αλ­λά λει­τουρ­γούν συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, για­τί α­δυ­να­τούν να α­ντι­σταθ­μί­σουν το κύ­ρος και την πει­στι­κό­τη­τα του λό­γου. Εκεί­νο που, κυ­ρίως, χρειά­ζο­νται οι ε­κλι­πό­ντες εί­ναι φρο­ντί­δα του έρ­γου τους. Και το 2000, λη­σμο­νη­μέ­νος ή­ταν ο Πα­πα­ντω­νίου, ω­στό­σο δυο βι­βλία εί­χαν δώ­σει τό­τε α­φορ­μή για μνη­μό­νευ­ση. Το βι­βλίο του Μι­χά­λη Στα­φυ­λά, «Ζα­χα­ρίας Πα­πα­ντω­νίου. Τα θεία δώ­ρα των ε­μπνεύ­σεών του» (έκδ. Το­πι­κής Ένω­σης Δή­μων και Κοι­νο­τή­των Ευ­ρυ­τα­νίας), και το 2001, της Φω­τει­νής Κε­ρα­μά­ρη, «Ο Ζα­χα­ρίας Πα­πα­ντω­νίου ως πε­ζο­γρά­φος», α­θη­ναϊκή έκ­δο­ση, της «Εστίας». Από την Γρα­νί­τσα Ευ­ρυ­τα­νίας, ο Στα­φυ­λάς, συ­γκε­ντρώ­νει βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Πα­πα­ντω­νίου, δη­μο­σιεύ­μα­τα και μαρ­τυ­ρίες. Το βι­βλίο του δια­πνέε­ται α­πό την προ­σή­λω­ση, ό­χι μό­νο του συ­ντο­πί­τη, αλ­λά και του συγ­γε­νή. Οι παπ­πού­δες τους, α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας τους, ο συμ­βο­λαιο­γρά­φος Ζα­χα­ρίας Ηλιό­καυ­τος του Πα­πα­ντω­νίου και ο Βα­σί­λειος Μπλα­τσής του Στα­φυ­λά, ή­ταν πρώ­τοι ε­ξά­δελ­φοι. Μά­λι­στα, στο σπί­τι του Μπλα­τσή γεν­νή­θη­κε ο Πα­πα­ντω­νίου. Το πι­θα­νό­τε­ρο, για με­γα­λύ­τε­ρη α­σφά­λεια κα­τά τη γέν­να. Πά­ντως, η οι­κο­γέ­νεια ή­ταν, τό­τε α­κό­μη, ε­γκα­τα­στη­μέ­νη στη Γρα­νί­τσα, ό­που δί­δα­σκε ο πα­τέ­ρας του. Γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, και ο Πα­πα­ντω­νίου βρί­σκε­ται γραμ­μέ­νος στα μη­τρώα του Δή­μου Απε­ρα­ντίων και ό­χι Καρ­πε­νη­σίου.
Το βι­βλίο της Κε­ρα­μά­ρη εί­ναι α­πό­το­κο της δια­τρι­βής της. Πα­ρου­σιά­ζει τον πε­ζο­γρά­φο Πα­πα­ντω­νίου και κά­νει μια πρώ­τη α­πό­πει­ρα βι­βλιο­γρά­φη­σης του έρ­γου του. Κα­θό­λου ευ­κα­τα­φρό­νη­τη, α­φού φθά­νει τα 3276 λήμ­μα­τα, κα­λύ­πτο­ντας τις πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό τις ε­φη­με­ρί­δες, στις ο­ποίες ερ­γά­στη­κε ο Πα­πα­ντω­νίου ως δη­μο­σιο­γρά­φος, α­πό η­λι­κίας 16 ε­τών μέ­χρι 34, και ε­κεί­νες στις ο­ποίες, τα κα­το­πι­νά χρό­νια, δη­μο­σίευε σε μό­νι­μη βά­ση, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­να πε­ριο­δι­κά. Ελά­χι­στα, ω­στό­σο, αν συ­γκρι­θούν με το σύ­νο­λο των πε­ριο­δι­κών, στα ο­ποία ε­ντο­πί­ζο­νται κεί­με­νά του. Επί­σης, πα­ρα­λεί­πο­νται τα έ­ντυ­πα της ε­παρ­χίας και του Πα­ρι­σιού. Ο Πα­πα­ντω­νίου δη­μο­σίευ­σε σε ποι­κί­λα έ­ντυ­πα, κυ­ρίως πό­λεων που υ­πη­ρέ­τη­σε ως νο­μάρ­χης την πρώ­τη βε­νι­ζε­λι­κή πε­ρίο­δο 1912-1917: Ζά­κυν­θο, Σύ­ρο, Κα­λα­μά­τα, Σπάρ­τη. Αλλά και σε γαλ­λι­κά έ­ντυ­πα την τριε­τία 1908-1911, που έ­μει­νε στο Πα­ρί­σι. Εδώ, να διορ­θώ­σου­με μια συ­χνά ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη λαν­θα­σμέ­νη α­να­φο­ρά. Στο Πα­ρί­σι, δεν ε­στά­λη ως α­ντα­πο­κρι­τής της ε­φη­με­ρί­δας «Εμπρός» του Δη­μη­τρίου Κα­λα­πο­θά­κη, αλ­λά α­πό τον «Τα­χυ­δρό­μο» του Αρι­στεί­δη Κυ­ρια­κού. Η ε­φη­με­ρί­δα του Κυ­ρια­κού, ό­μως, δεν πή­γαι­νε κα­λά και του διέ­κο­ψε τη μι­σθο­δο­σία. Οπό­τε ο Πα­πα­ντω­νίου βρέ­θη­κε ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νος στο Πα­ρί­σι. Ήταν οι φί­λοι του και κυ­ρίως, ο Σω­τή­ρης Σκί­πης, που τον βοή­θη­σαν, ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντας την πρόσ­λη­ψή του ως α­ντα­πο­κρι­τή στο «Εμπρός», ό­που δη­μο­σίευ­σε τα πε­ρί­φη­μα «Πα­ρι­σι­νά γράμ­μα­τα».
Για το 2010 δεν υ­πάρ­χει η α­ναγ­γε­λία κά­ποιας έκ­δο­σης, ού­τε πρό­θε­σης να συ­μπλη­ρω­θεί η Βι­βλιο­γρα­φία του. Και για­τί, άλ­λω­στε, να μας α­πα­σχο­λεί ο Πα­πα­ντω­νίου 70 χρό­νια με­τά το θά­να­τό του. Όταν η τε­λευ­ταία ε­πα­νέκ­δο­ση βι­βλίου του, η συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση των διη­γη­μά­των του, έ­γι­νε α­πό τον Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, ε­πε­τεια­κά, προ ει­κο­σα­ε­τίας, ε­νταγ­μέ­νη στην μο­να­δι­κή σει­ρά «Η πε­ζο­γρα­φι­κή μας πα­ρά­δο­ση». Ενώ, η πιο πρό­σφα­τη α­να­φο­ρά σε γραμ­μα­το­λο­γία συ­γκε­φα­λαιώ­νει την πε­ρί­πτω­σή του με την κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή κρί­ση: “Ο Ζα­χα­ρίας Πα­πα­ντω­νίου υ­πήρ­ξε έ­νας ε­λάσ­σων διη­γη­μα­το­γρά­φος”. Πά­ντως, η α­πα­ξίω­ση του λο­γο­τέ­χνη Πα­πα­ντω­νίου δεν γί­νε­ται με τον ε­ντο­πι­σμό α­δύ­να­των ση­μείων, που δεν εί­χαν ε­πι­ση­μαν­θεί, αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, με τον σχο­λια­σμό ό­σων οι πα­λαιό­τε­ροι ε­κτι­μού­σαν ως α­ρε­τές. Αυ­τά τα σθε­να­ρά ση­μεία εί­ναι που, υ­πό το φως του 21ου, α­πο­κα­λύ­πτο­νται ως κου­σού­ρια. Από την άλ­λη, δεν δί­νε­ται η πρέ­που­σα ση­μα­σία σε ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του Πα­πα­ντω­νίου, τα ο­ποία, σή­με­ρα, α­ξιο­λο­γού­με. Για πα­ρά­δειγ­μα, ως πνευ­μα­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία στά­θη­κε πο­λυ­σχι­δής. Ενώ, ως διη­γη­μα­το­γρά­φος, έ­χει ι­διό­τυ­πο ύ­φος, χιού­μορ και βα­θιά α­παι­σιο­δο­ξία. Θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μά­στο­ρας της φρά­σης, για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με μια τρέ­χου­σα έκ­φρα­ση. Μπο­ρεί σή­με­ρα να μην έ­χου­με σε υ­πό­λη­ψη τους πα­λαιούς κρι­τι­κούς, ω­στό­σο, μια πα­ρα­τή­ρη­ση του Κλέω­να Πα­ρά­σχου συ­νο­ψί­ζει εύ­στο­χα τον Πα­πα­ντω­νίου ως συγ­γρα­φέα, γρά­φο­ντας ό­τι “η καλ­λί­τε­ρη ποιη­τι­κή φλέ­βα του βρί­σκε­ται στην πε­ζο­γρα­φία του”...
Όμως, ε­πει­δή το θέ­μα Πα­πα­ντω­νίου δεν μπο­ρεί να κλεί­σει ε­δώ, θα ε­πα­νέλ­θου­με στο φύλ­λο της ε­πό­με­νης Κυ­ρια­κής.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
















Γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη, με φόντο την Ακαδημία Αθηνών. Ο Ζαχ. Παπαντωνίου ως δρομέας μοναχός, κρατώντας το βιβλίο του «Το Άγιον Όρος» και ο Σπύρος Μελάς έφιππος, κρατώντας το βιβλίο του «Ο Γέρος του Μωριά». Άνοιξη του 1935, συγκεκριμένα στις 25 Μαρτίου, η Ακαδημία ανακοίνωσε τα φιλολογικά βραβεία. Ένα εξ αυτών, το βραβείο Έλενας Βενιζέλου, απονεμήθηκε στον Παπαντωνίου για «Το Άγιον Όρος», αν και νωρίτερα είχε τιμηθεί με το Αριστείο Γραμμάτων. Ωστόσο, η γελοιογραφία στοχεύει βαθύτερα, εάν λάβουμε υπόψιν τον τίτλο της. Την ίδια εποχή γίνονται τα “μαγειρέματα” εκλογής νέου ακαδημαϊκού στην Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών, μέλος της οποίας εξελέγη, τελικά, ο Σπύρος Μελάς με 22 ψήφους, έναντι 14 ψήφων που απέσπασε ο Παπαντωνίου. Αρκετοί λόγιοι διατύπωσαν δημόσια τη λύπη τους για τη μη εκλογή Παπαντωνίου, ενώ ορισμένοι χλεύασαν ή ειρωνεύτηκαν την εκλογή Μελά. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές, είναι αυτή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. «Ο Σπύρος Μελάς είναι άξιος συγχαρητηρίων, αφού τα κατάφερε να γίνει και ακαδημαϊκός. Εκείνη που δεν ξέρω αν είναι και τόσο - είναι η Ακαδημία Αθηνών», δηλώνει σε συνέντευξή του στα τέλη Μαΐου του ιδίου έτους. Είναι, άλλωστε, γνωστός ο καταχθόνιος ρόλος που έπαιξε αργότερα ο Μελάς στις υποψηφιότητες των Ν. Καζαντζάκη και Α. Σικελιανού για το βραβείο Νόμπελ. Από τα έδρανα της Ακαδημίας έχουν, δυστυχώς, περάσει και τέτοια ευγενή υποκείμενα.

Πολλά και ενδιαφέροντα περί Παπαδιαμάντη

«Πα­πα­δια­μα­ντι­κά Τε­τρά­δια
Τεύ­χος 9 Πρω­το­χρο­νιά 2010
Εκδό­σεις Δό­μος

Σαν πρω­το­χρο­νιά­τι­κος μπο­να­μάς έρ­χο­νται κά­θε χρό­νο τα «Πα­πα­δια­μα­ντι­κά Τε­τρά­δια», α­πό την Πρω­το­χρο­νιά του 1992, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το πρώ­το τεύ­χος. Πρω­το­χρο­νιά 2008, εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το ό­γδοο τεύ­χος. Πέ­ρυ­σι μεί­να­με πα­ρα­πο­νε­μέ­νοι. Εφέ­τος, ό­μως, ήρ­θαν στην ώ­ρα τους. Μό­νο που ως ά­νοιγ­μα του τεύ­χους πε­ρι­μέ­να­με το και­νού­ριο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη. «Το Για­λό­ξυ­λο», που ε­ντό­πι­σε ο Βα­σί­λειος Φ. Τω­μα­δά­κης. Έχουν, ό­μως, πε­ρά­σει κιό­λας δυο χρό­νια α­πό την α­να­κά­λυ­ψή του και έ­χουν ή­δη γί­νει του­λά­χι­στον δυο α­να­δη­μο­σιεύ­σεις. Πα­ρό­λα αυ­τά, μια α­να­δη­μο­σίευ­ση στο μο­να­δι­κό πε­ριο­δι­κό, α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νο στον Πα­πα­δια­μά­ντη, του α­ντι­στοι­χού­σε. Και μά­λι­στα, μια κα­τα­χώ­ρη­ση πρω­το­χρο­νιά­τι­κη. Ύστε­ρα, τό­σο η πρώ­τη α­να­δη­μο­σίευ­ση στην ε­πί­το­μη έκ­δο­ση «Παρ­νασ­σός» ό­σο και η δεύ­τε­ρη στο πε­ριο­δι­κό «Νέα Εστία», το κα­τα­χω­νιά­ζουν εν μέ­σω πολ­λών και αλ­λό­τριων κει­μέ­νων.
Για πα­ρη­γο­ριά δη­μο­σιεύο­νται δυο με­τα­φρά­σμα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Και τα δυο α­νώ­νυ­μα, α­νή­κουν στις α­νυ­πό­γρα­φες με­τα­φρά­σεις, που ταυ­το­ποιεί ο Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος. Πρό­κει­ται για το τρί­το κε­φά­λαιο μιας πα­ρι­σι­νής έκ­δο­σης, «L’ Ecosse jadis et aujourd’ hui», του ά­γνω­στου στα κα­θ’ η­μάς Louis Lafond, που, ό­μως, α­φο­ρά έ­να πο­λύ γνω­στό πρό­σω­πο. Ανα­φέ­ρε­ται στον σκω­τσέ­ζο συγ­γρα­φέα Γουόλ­τερ Σκο­τ, τον βίο του και την μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία του. Η με­τά­φρα­ση δη­μο­σιεύ­τη­κε στην «Ακρό­πο­λη», το 1893, ως ει­σα­γω­γή στη δη­μο­σίευ­ση σε συ­νέ­χειες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Σκο­τ, «Η μνη­στή του Λα­μερ­μούρ», στην πα­λαιό­τε­ρη με­τά­φρα­ση τού 1865. Η με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή­ταν της κό­ρης του Νι­κό­λα­ου Δρα­γού­μη, Ζωής. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν με­τέ­φρα­σε Σκο­τ, ω­στό­σο εί­χε αρ­κε­τά κοι­νά μα­ζί του. Ο Σκοτ α­γα­πού­σε την σκο­τσέ­ζι­κη φύ­ση, εί­χε α­δυ­να­μία στο πο­τό με κα­λή πα­ρέα, εί­χε γεν­νη­θεί α­κρι­βώς ο­γδό­ντα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­κεί­νον, το 1771, και έ­ζη­σε μό­λις έ­να χρό­νο πε­ρισ­σό­τε­ρο, πε­θαί­νο­ντας το 1832.Το δεύ­τε­ρο με­τά­φρα­σμα εί­ναι μια ι­στο­ρία του Τζέ­ρομ Κ. Τζέ­ρο­μ, «Δια τα γα­τιά και τα σκυ­λιά», δη­μο­σιευ­μέ­νη στο «Νέο Πνεύ­μα», το 1894.
Αυ­τά, ό­σο α­φο­ρά την πρω­το­γε­νή σο­δειά. Στη δευ­τε­ρο­γε­νή, δη­λα­δή την κρι­τι­κή του πα­πα­δια­μα­ντι­κού έρ­γου, ε­ντάσ­σο­νται τα κεί­με­να δυο φι­λο­λό­γων με­λε­τη­τών, ε­νός, κυ­ρίως ποιη­τή και ε­νός, κα­τά κύ­ριο λό­γο, πε­ζο­γρά­φου: Του Λου­κά Κού­σου­λα και του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου. Ομό­θε­μα και ο­μό­θυ­μα, α­φο­ρούν το διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη «Το Κα­μί­νι» και α­να­πτύσ­σουν το σκε­πτι­κό τους με θαυ­μα­στι­κή διά­θε­ση για το διή­γη­μα και ε­πι­πλη­κτι­κή για τους ο­μο­τέ­χνους τους. Ανά­λα­φρα ει­ρω­νι­κές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις του πρώ­του, πλέ­ον α­κο­νι­σμέ­νες του δεύ­τε­ρου. «Το Κα­μί­νι» εί­ναι έ­να α­πό τα εν­νέα διη­γή­μα­τα της πα­πα­δια­μα­ντι­κής σο­δειάς του 1907, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο πε­ριο­δι­κό «Νέα Ζωή» της Αλε­ξάν­δρειας, ό­που ο Πα­πα­δια­μά­ντης δη­μο­σίευ­σε α­κό­μη πέ­ντε διη­γή­μα­τα α­πό τα τέ­λη του 1906 μέ­χρι τα μέ­σα του 1909. Δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι εν­διά­με­σα, Απρί­λιο του 1908, στις σε­λί­δες του α­λε­ξαν­δρι­νού πε­ριο­δι­κού φι­λο­ξε­νεί­ται το πρώ­το και το μό­νο εν ζωή α­φιέ­ρω­μα στον Σκια­θί­τη
Οι δυο με­λε­τη­τές το­νί­ζουν την πρω­το­τυ­πία της α­φη­γη­μα­τι­κής δο­μής του διη­γή­μα­τος. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, πρώ­τα, πε­ρι­γρά­φει έ­να α­σβε­στο­κά­μι­νο, στη συ­νέ­χεια, έ­να σπή­λαιο στην πε­ριο­χή της Πού­ντας στη Σκιά­θο, που φέ­ρει το ό­νο­μα Κα­μί­νι, και με­τά, α­φη­γεί­ται την ι­στο­ρία μιας βο­σκο­πού­λας, που της προ­ξέ­νευαν έ­ναν χή­ρο βο­σκό με δυο παι­διά, αλ­λά ε­κεί­νη ή­ταν ε­ρω­τευ­μέ­νη με έ­ναν νε­α­ρό ναύ­τη. Αυ­τό το, τρό­πον τι­νά, τρί­το κα­μί­νι, της α­γά­πης, στο ο­ποίο δο­κι­μά­ζε­ται η βο­σκο­πού­λα, μπο­ρεί και να εί­ναι το κυ­ρίως κα­μί­νι του τίτ­λου. Κά­πως αυ­θαί­ρε­τη η δι­κή μας ερ­μη­νεία, εάν ό­μως την α­πο­κλεί­σου­με, τό­τε τα δύο πρώ­τα α­φη­γη­μα­τι­κά μέ­ρη, του­λά­χι­στον φαι­νο­με­νι­κά, μέ­νουν πα­ρά­ται­ρα ή α­πλό πα­ρα­γέ­μι­σμα της α­φή­γη­σης. Ο Κού­σου­λας το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “ποίη­μα” ή και με­τα­μο­ντέρ­νο διή­γη­μα, α­πο­ρώ­ντας με τον Ελύ­τη, που, στο «Μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη», αν­θο­λο­γεί μό­νο την πε­ρι­γρα­φή της θα­λάσ­σιας σπη­λιάς. Ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος στή­νει το κεί­με­νό του ως α­πά­ντη­ση στην α­πα­ξιω­τι­κή κρί­ση για το εν λό­γω διή­γη­μα του Γκυ Σω­νιέ. Ο γάλ­λος νε­ο­ελ­λη­νι­στής, ό­πως το συ­νη­θί­ζει, κρί­νει το διή­γη­μα, α­γνοώ­ντας τα το­πι­κά ε­θι­μι­κά συμ­φρα­ζό­με­να. Μέ­σα στην εμ­μο­νή του για την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή διά­στα­ση του έρ­γου του Πα­πα­δια­μά­ντη, πα­ρα­βλέ­πει, ε­κτός των άλ­λων, και το α­δό­κη­το άλ­μα ή, αλ­λιώς, την ελ­λει­πτι­κό­τη­τα στο τέ­λος του διη­γή­μα­τος. Η πο­λε­μι­κή εί­ναι έ­νας α­πό τους πολ­λούς τρό­πους, που δια­θέ­τει έ­νας κρι­τι­κός. Ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος έ­χει κα­τα­φέ­ρει να την α­να­γά­γει σε α­φη­γη­μα­τι­κό τρό­πο, με τον ο­ποίο προσ­δί­δει στο, κα­τά κα­νό­να, δύ­σκα­μπτο εί­δος της κρι­τι­κής την ζω­ντά­νια του δια­λό­γου.
Κα­τά τα άλ­λα, τα τεύ­χη του πε­ριο­δι­κού έ­χουν μια στα­θε­ρή δο­μή: προ­τάσ­σε­ται έ­να ποίη­μα (ε­δώ, του Δη­μή­τρη Κο­σμό­που­λου) και α­κο­λου­θούν τα κυ­ρίως κεί­με­να, ε­νώ, στο τέ­λος, πα­ρα­τί­θε­νται ε­νό­τη­τες με σύ­ντο­μα κεί­με­να, βι­βλιο­κρι­σίες, βι­βλιο­γρα­φι­κά ση­μειώ­μα­τα και πα­πα­δια­μα­ντι­κές ει­δή­σεις. Στο κυ­ρίως σώ­μα του πρό­σφα­του τεύ­χους, ε­κτός α­πό τις δυο κρι­τι­κές, που προ­α­να­φέρ­θη­καν, δη­μο­σιεύο­νται κεί­με­να του Άγγε­λου Κα­λο­γε­ρό­που­λου και του Πα­να­γιώ­τη Υφα­ντή. Επί­σης, κεί­με­να του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου για τον Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραϊτί­δη. Αυ­τά εί­ναι ο­φει­λό­με­να για τη συ­μπλή­ρω­ση το 2008 ο­γδό­ντα χρό­νων α­πό το θά­να­τό του, στις 25 Οκτω­βρίου 1928. Ορθή η πα­ρα­τή­ρη­ση του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου ό­τι αν ο Μω­ραϊτί­δης τύ­χαι­νε να γεν­νη­θεί σε μια άλ­λη νή­σο, λο­γο­τε­χνι­κά ορ­φα­νή, θα εί­χε τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κή φι­λο­λο­γι­κή τύ­χη. Με­τά τα με­τα­φρά­σμα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­μο­σιεύε­ται διή­γη­μα του Ευ­ρι­πί­δη Νε­γρε­πό­ντη, «Διά­λο­γος σε πε­ρι­γιά­λι». Ας μη σχο­λιά­σου­με το ποιός κρύ­βε­ται δια­κρι­τι­κά πί­σω α­πο την υ­πο­γρα­φή. Πά­ντως, οι πο­λύ­πλευ­ρες δια­κει­με­νι­κές α­να­φο­ρές και το βιω­μα­τι­κό υ­πό­στρω­μα του χα­ρί­ζουν, σε σχέ­ση με τα υ­πό­λοι­πα κεί­με­να του τεύ­χους, λο­γο­τε­χνι­κή αυ­τάρ­κεια.
Στην πρώ­τη, α­πό τις συ­νο­δευ­τι­κές ε­νό­τη­τες, α­να­δη­μο­σιεύο­νται κεί­με­να πα­λαιό­τε­ρων. Στο πρό­σφα­το τεύ­χος, πρό­κει­ται για δυο άρ­θρα του Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νίου, που α­φο­ρούν τον Πα­πα­δια­μά­ντη και την βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή. Το πρώ­το δη­μο­σιεύ­τη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα «Σκριπ», την 7η Απρι­λίου 1900 και έ­χει τίτ­λο «Σκέ­ψεις Ρω­μιού» και υ­πό­τιτ­λο, «Αι η­μέ­ραι των Πα­θών». Το δεύ­τε­ρο, στην ε­φη­με­ρί­δα «Εμπρός», στις 23 Ια­νουα­ρίου 1911, με τίτ­λο «Ο ψάλ­της». Στο πρώ­το ο Πα­πα­ντω­νίου θλί­βε­ται για την ε­ξα­φά­νι­ση της βυ­ζα­ντι­νής μου­σι­κής α­πό τις εκ­κλη­σίες κα­τά την Με­γά­λη Εβδο­μά­δα. Ανα­φέ­ρει πως οι μό­νοι ψάλ­τες που α­πέ­μει­ναν στην Αθή­να εί­ναι οι δυο βυ­ζα­ντι­νο­μα­νείς διη­γη­μα­το­γρά­φοι, Πα­πα­δια­μά­ντης και Μω­ραϊτί­δης. Την ε­πο­μέ­νη τού α­πα­ντά ορ­γι­σμέ­νος ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­πό την ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», ό­τι, “ί­σα-ί­σα”, ε­κεί­νη τη χρο­νιά η βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή εί­χε ε­πι­κρα­τή­σει και α­να­φέ­ρει ο­νο­μα­στι­κά τους ψάλ­τες ε­πτά α­θη­ναϊκών εκ­κλη­σιών του λε­γό­με­νου σή­με­ρα ι­στο­ρι­κού κέ­ντρου. Ξε­κι­νά, μά­λι­στα, το κεί­με­νό του με τη φρά­ση: “Βε­βαίως ο κ. Ζ. Π. α­πό μα­κράν έρ­χε­ται...”. εν­νοώ­ντας, υ­πο­θέ­του­με, τη μι­κρή σχέ­ση του, 23χρο­νου, τό­τε, Πα­πα­ντω­νίου με τα εκ­κλη­σια­στι­κά.
Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο του Πα­πα­ντω­νίου εί­ναι σχό­λια πά­νω σε άρ­θρο του Ιωάν­νη Τσώ­κλη, δη­μο­σιευ­μέ­νο στη μου­σι­κή ε­φη­με­ρί­δα των Αθη­νών «Φόρ­μιγξ». Το κεί­με­νο του Τσώ­κλη, που ή­ταν ο διευ­θυ­ντής της ε­φη­με­ρί­δας, εί­ναι γραμ­μέ­νο με­τά το θά­να­το του Πα­πα­δια­μά­ντη, στις 3 Ια­νουα­ρίου 1911, και έ­χει χα­ρα­κτή­ρα νε­κρο­λο­γίας. Οπό­τε α­πο­κλείε­ται να εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­νο στο τεύ­χος, 15-31 Δε­κεμ­βρίου 1910, ε­κτός κι αν το τεύ­χος κυ­κλο­φό­ρη­σε ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­νο. Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τις βι­βλιο­γρα­φι­κές κα­τα­γρα­φές, η ε­φη­με­ρί­δα κυ­κλο­φό­ρη­σε σε δυο πε­ριό­δους: η πρώ­τη ή­ταν το 1900 και η δεύ­τε­ρη, τη διε­τία, 1911-1912. Όπως και να έ­χει, ο Πα­πα­ντω­νίου σχο­λιά­ζει, με λε­πτό χιού­μο­ρ, την κρι­τι­κή της ψαλ­τι­κής του α­πο­θα­νό­ντος, που α­πο­πει­ρά­ται ο Τσώ­κλης. Και τα δυο κεί­με­να, ε­κτός α­πό το εν­δια­φέ­ρον τους σε σχέ­ση με τον Πα­πα­δια­μά­ντη, θυ­μί­ζουν το ι­διαί­τε­ρο ύ­φος του Πα­πα­ντω­νίου. Μια, εν πολ­λοίς, πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νη μορ­φή, ό­χι μό­νο της λο­γο­τε­χνίας. Θα ε­πα­νέλ­θου­με.
Στα “πα­λαιά κεί­με­να” α­να­δη­μο­σιεύο­νται οι σύ­ντο­μες ει­δή­σεις της εφ. «Ακρό­πο­λις» για την ε­πι­δη­μία της χο­λέ­ρας, που εί­χε εν­σκή­ψει στην Ευ­ρώ­πη το 1893. Αυ­τές οι ει­δή­σεις δη­μο­σιεύο­νταν ταυ­τό­χρο­να με το «Βαρ­διά­νος στα Σπόρ­κα», που δη­μο­σιευό­ταν σε συ­νέ­χειες («Ακρό­πο­λις», 14 Αυγ. - 5 Σεπ. 1893), αλ­λά α­φο­ρού­σε πα­λαιό­τε­ρη ε­πι­δη­μία χο­λέ­ρας, ε­κεί­νη του 1865. Επί­σης, στην ε­νό­τη­τα “ο κό­σμος του Πα­πα­δια­μά­ντη”, α­να­δη­μο­σιεύε­ται α­νυ­πό­γρα­φο κεί­με­νο του 1886, που πε­ρι­γρά­φει μια “εκ­δρο­μή στο Χαρ­βά­τι”. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να δια­βα­στεί πα­ράλ­λη­λα με την εκ­δρο­μή, που α­νι­στο­ρεί ο Πα­πα­δια­μά­ντης στο «Ο Επι­τά­φιος και η Ανά­στα­ση εις τα χω­ρία», δη­μο­σιευ­μέ­νο το ε­πό­με­νο έ­τος.
Ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κή εί­ναι η ε­νό­τη­τα, που φέ­ρει τον τίτ­λο «Πλο­η­γός» και υ­πο­γρά­φε­ται α­πό τους Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λους, πα­τέ­ρα και κό­ρη. Πρό­κει­ται, α­κρι­βώς, για έ­ναν πλο­η­γό κα­τά τον α­να­γνω­στι­κό α­νά­πλου στο χρό­νο και την α­πρό­σκο­πτη εί­σο­δο στον κό­σμο του Πα­πα­δια­μά­ντη. Σή­με­ρα, α­να­δη­μο­σιεύο­νται συ­χνά πα­λαιά κεί­με­να με α­σα­φείς συ­ντε­ταγ­μέ­νες. Όμως, ο χρό­νος και το έ­ντυ­πο στο ο­ποίο δη­μο­σιεύ­τη­κε έ­να κεί­με­νο βο­η­θούν στην κα­τα­νό­η­σή του.
Όπως ό­λα τα τεύ­χη των «Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Τε­τρα­δίων», έ­τσι και το πρό­σφα­το έ­χει ε­ξαί­ρε­τη φι­λο­λο­γι­κή και τυ­πο­γρα­φι­κή φρο­ντί­δα. Αναμ­φι­βό­λως, εί­ναι έ­να πε­ριο­δι­κό ει­δι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος. Ωστό­σο, η σχο­λιο­γρα­φία του α­φο­ρά ευ­ρύ­τε­ρα την πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας ή, σω­στό­τε­ρα, την α­τμό­σφαι­ρα της πε­ζο­γρα­φι­κής μας πα­ρά­δο­σης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου