Παιδί του βουνού
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1877 στο Καρπενήσι και πέθανε το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου 1940. Απεβίωσε ξαφνικά, από ανακοπή μέσα στο τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών. Συμπλήρωνε τα 63 και προ διετίας είχε εκλεγεί Ακαδημαϊκός στην Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών. “Από τας συνεδρίας της Ολομελείας και της Τάξεως σπανιώτατα απουσίαζε, προσήρχετο δε σχεδόν κατά κανόνα ολίγον μετά την αρχή της συνεδρίας και ελάμβανε θέσιν εις τα πρώτα πλάγια καθίσματα”, σύμφωνα με τον συνομήλικό του, παλαιότερο Ακαδημαϊκό, Σωκράτη Κουγέα. Σε εκείνη, όμως, τη συνεδρία, τελικά, απουσίασε. “Παιδί του βουνού”, αποκαλεί τον Παπαντωνίου ο Κ.Θ. Δημαράς στην νεκρολογία του. “Γεννημένο και μεγαλωμένο σ’ ένα από τα πιο ωραία βουνά της Ελλάδος”, όπως γράφει, εννοώντας τον Τυμφρηστό, γνωστό και ως Βελούχι. Η νύξη του Δημαρά δεν γίνεται τυχαία. Κατά έμμεσο τρόπο αναφέρεται στα «Ψηλά βουνά», αντονομασία του Τυμφρηστού, που χρησιμοποιεί ο Παπαντωνίου, τιτλοφορώντας το αναγνωστικό που έγραψε για την Τρίτη Δημοτικού, ένα βιβλίο, το οποίο στέκει πρόδρομος της δημοτικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Κυκλοφόρησε Ιανουάριο 1919 ως εγχειρίδιο του δημοτικού, αλλά μέσα στον πυρετό του πολιτικού Διχασμού ατύχησε. Δύο χρόνια αργότερα, Φεβρουάριο 1921, κάηκε μαζί με άλλα δώδεκα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Βενιζέλου, δημοσίως, στην πλατεία Συντάγματος.
Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Παπαντωνίου, σε πρωτοσέλιδη επιφυλλίδα στην εφημερίδα «Τα Νέα», δημοσιεύτηκε κείμενο ως “λογοτεχνικό μνημόσυνο”, με τίτλο, «Δάσκαλος του λόγου», όπου εξαίρεται η προσωπικότητα και το έργο του. Εισαγωγικά τονίζεται ότι ο χρόνος που πέρασε, αντί να σβήσει τον Παπαντωνίου, δημιούργησε νέες προϋποθέσεις για την καλύτερη εκτίμηση της προσφοράς του.
Αντίστροφη φορά
Κατά αντίστροφη φορά, εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο χρόνος φαίνεται να σβήνει την περίπτωσή του, αφού έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την εξάλειψη ενός “φλογερού θιασώτη της ελληνικής παράδοσης”, όπως χαρακτηρίζεται ο Παπαντωνίου στην επιφυλλίδα του 1950. Επιβεβαιώνεται από την έλλειψη αναφοράς στον Τύπο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Εξαίρεση αποτελεί η προαναγγελτική μνημόνευση της επετείου στο περιοδικό της γενέτειράς του, τα «Ευρυτανικά Χρονικά», στο φθινοπωρινό τεύχος του 2009. Το Δ.Σ. της Πανευρυτανικής Ένωσης αποφάσισε ομόφωνα να ανακηρύξει το 2010 «Έτος Ζαχαρία Παπαντωνίου». Την πρότασή τους, το πιθανότερο, ούτε καν θα την πληροφορηθούν στην πρωτεύουσα. Αρκετά διλήμματα έχουν οι παροικούντες εν Αθήναις άνθρωποι του βιβλίου με τους μεσοπολεμικούς και μεταπολεμικούς υποψήφιους προς ανακήρυξη επετειακού έτους. Χωρίς ακόμη να έχουν καταλήξει, πονοκεφαλιάζουν ανάμεσα στις εκατονταετηρίδες από γεννήσεως Νίκου Καββαδία και Ανδρέα Καραντώνη, την τεσσαρακονταετία από θανάτου Νίκου Καχτίτση και την τριακονταετία από θανάτου Στρατή Τσίρκα. Πού, λοιπόν, μυαλό και διάθεση να ασχοληθούν και με τους παλαιότερους, όπως η περίπτωση Παπαντωνίου. Τους διαγράφουν και έχουν έναν πονοκέφαλο λιγότερο. Μόλις προχθές, Πέμπτη, πληροφορηθήκαμε ότι το Ε.ΚΕ.ΒΙ. ετοιμάζει δύο αφιερώματα στους Στρατή Τσίρκα και Νίκο Καββαδία.
Πάντως, τα «Ευρυτανικά Χρονικά» δημοσιεύουν στο εξώφυλλο το πορτρέτο του Παπαντωνίου, που φιλοτέχνησε ο στενός του φίλος Κωστής Παρθένης, και αναγγέλλουν εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις ανά την Ελλάδα. Επιπροσθέτως, ανακοινώνεται η χύτευση προτομής του Παπαντωνίου, αντίγραφο της προτομής του από τον γλύπτη Κώστα Δημητριάδη, που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Η προτομή, όπως διευκρινίζεται, θα τοποθετηθεί στο Καρπενήσι, ενώ ένα δεύτερο αντίγραφο θα κοσμήσει τον τάφο του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Να σημειώσουμε ότι προτομή του Παπαντωνίου υπάρχει εδώ και κάμποσα χρόνια στη Γρανίτσα Ευρυτανίας, το χωριό του πατέρα του, του δημοδιδάσκαλου Λάμπρου Παπαντωνίου, τον οποίον συναντάμε ανώνυμο μέσα στα «Ψηλά βουνά».
Δύο βιβλία
Θεωρητικά, παρόμοιες εκδηλώσεις καταπολεμούν τη λήθη. Πρακτικά, όμως, γίνονται τόσες πολλές, τουλάχιστον στην Αθήνα, και με τόσες ασήμαντες αφορμές, που μόνο οι στενοί συγγενείς και φίλοι του τιμώμενου τις χαίρονται. Από την άλλη, τα τεκμήρια μνήμης, όπως εδώ οι προτομές, μένουν, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά, γιατί αδυνατούν να αντισταθμίσουν το κύρος και την πειστικότητα του λόγου. Εκείνο που, κυρίως, χρειάζονται οι εκλιπόντες είναι φροντίδα του έργου τους. Και το 2000, λησμονημένος ήταν ο Παπαντωνίου, ωστόσο δυο βιβλία είχαν δώσει τότε αφορμή για μνημόνευση. Το βιβλίο του Μιχάλη Σταφυλά, «Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τα θεία δώρα των εμπνεύσεών του» (έκδ. Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ευρυτανίας), και το 2001, της Φωτεινής Κεραμάρη, «Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ως πεζογράφος», αθηναϊκή έκδοση, της «Εστίας». Από την Γρανίτσα Ευρυτανίας, ο Σταφυλάς, συγκεντρώνει βιογραφικά στοιχεία του Παπαντωνίου, δημοσιεύματα και μαρτυρίες. Το βιβλίο του διαπνέεται από την προσήλωση, όχι μόνο του συντοπίτη, αλλά και του συγγενή. Οι παππούδες τους, από την πλευρά της μητέρας τους, ο συμβολαιογράφος Ζαχαρίας Ηλιόκαυτος του Παπαντωνίου και ο Βασίλειος Μπλατσής του Σταφυλά, ήταν πρώτοι εξάδελφοι. Μάλιστα, στο σπίτι του Μπλατσή γεννήθηκε ο Παπαντωνίου. Το πιθανότερο, για μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τη γέννα. Πάντως, η οικογένεια ήταν, τότε ακόμη, εγκαταστημένη στη Γρανίτσα, όπου δίδασκε ο πατέρας του. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο Παπαντωνίου βρίσκεται γραμμένος στα μητρώα του Δήμου Απεραντίων και όχι Καρπενησίου.
Το βιβλίο της Κεραμάρη είναι απότοκο της διατριβής της. Παρουσιάζει τον πεζογράφο Παπαντωνίου και κάνει μια πρώτη απόπειρα βιβλιογράφησης του έργου του. Καθόλου ευκαταφρόνητη, αφού φθάνει τα 3276 λήμματα, καλύπτοντας τις περισσότερες από τις εφημερίδες, στις οποίες εργάστηκε ο Παπαντωνίου ως δημοσιογράφος, από ηλικίας 16 ετών μέχρι 34, και εκείνες στις οποίες, τα κατοπινά χρόνια, δημοσίευε σε μόνιμη βάση, καθώς και ορισμένα περιοδικά. Ελάχιστα, ωστόσο, αν συγκριθούν με το σύνολο των περιοδικών, στα οποία εντοπίζονται κείμενά του. Επίσης, παραλείπονται τα έντυπα της επαρχίας και του Παρισιού. Ο Παπαντωνίου δημοσίευσε σε ποικίλα έντυπα, κυρίως πόλεων που υπηρέτησε ως νομάρχης την πρώτη βενιζελική περίοδο 1912-1917: Ζάκυνθο, Σύρο, Καλαμάτα, Σπάρτη. Αλλά και σε γαλλικά έντυπα την τριετία 1908-1911, που έμεινε στο Παρίσι. Εδώ, να διορθώσουμε μια συχνά επαναλαμβανόμενη λανθασμένη αναφορά. Στο Παρίσι, δεν εστάλη ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός» του Δημητρίου Καλαποθάκη, αλλά από τον «Ταχυδρόμο» του Αριστείδη Κυριακού. Η εφημερίδα του Κυριακού, όμως, δεν πήγαινε καλά και του διέκοψε τη μισθοδοσία. Οπότε ο Παπαντωνίου βρέθηκε εγκαταλελειμμένος στο Παρίσι. Ήταν οι φίλοι του και κυρίως, ο Σωτήρης Σκίπης, που τον βοήθησαν, εξασφαλίζοντας την πρόσληψή του ως ανταποκριτή στο «Εμπρός», όπου δημοσίευσε τα περίφημα «Παρισινά γράμματα».
Για το 2010 δεν υπάρχει η αναγγελία κάποιας έκδοσης, ούτε πρόθεσης να συμπληρωθεί η Βιβλιογραφία του. Και γιατί, άλλωστε, να μας απασχολεί ο Παπαντωνίου 70 χρόνια μετά το θάνατό του. Όταν η τελευταία επανέκδοση βιβλίου του, η συγκεντρωτική έκδοση των διηγημάτων του, έγινε από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, επετειακά, προ εικοσαετίας, ενταγμένη στην μοναδική σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση». Ενώ, η πιο πρόσφατη αναφορά σε γραμματολογία συγκεφαλαιώνει την περίπτωσή του με την κατηγορηματική κρίση: “Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου υπήρξε ένας ελάσσων διηγηματογράφος”. Πάντως, η απαξίωση του λογοτέχνη Παπαντωνίου δεν γίνεται με τον εντοπισμό αδύνατων σημείων, που δεν είχαν επισημανθεί, αλλά, αντιθέτως, με τον σχολιασμό όσων οι παλαιότεροι εκτιμούσαν ως αρετές. Αυτά τα σθεναρά σημεία είναι που, υπό το φως του 21ου, αποκαλύπτονται ως κουσούρια. Από την άλλη, δεν δίνεται η πρέπουσα σημασία σε ορισμένα χαρακτηριστικά του Παπαντωνίου, τα οποία, σήμερα, αξιολογούμε. Για παράδειγμα, ως πνευματική φυσιογνωμία στάθηκε πολυσχιδής. Ενώ, ως διηγηματογράφος, έχει ιδιότυπο ύφος, χιούμορ και βαθιά απαισιοδοξία. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μάστορας της φράσης, για να χρησιμοποιήσουμε μια τρέχουσα έκφραση. Μπορεί σήμερα να μην έχουμε σε υπόληψη τους παλαιούς κριτικούς, ωστόσο, μια παρατήρηση του Κλέωνα Παράσχου συνοψίζει εύστοχα τον Παπαντωνίου ως συγγραφέα, γράφοντας ότι “η καλλίτερη ποιητική φλέβα του βρίσκεται στην πεζογραφία του”...
Όμως, επειδή το θέμα Παπαντωνίου δεν μπορεί να κλείσει εδώ, θα επανέλθουμε στο φύλλο της επόμενης Κυριακής.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη, με φόντο την Ακαδημία Αθηνών. Ο Ζαχ. Παπαντωνίου ως δρομέας μοναχός, κρατώντας το βιβλίο του «Το Άγιον Όρος» και ο Σπύρος Μελάς έφιππος, κρατώντας το βιβλίο του «Ο Γέρος του Μωριά». Άνοιξη του 1935, συγκεκριμένα στις 25 Μαρτίου, η Ακαδημία ανακοίνωσε τα φιλολογικά βραβεία. Ένα εξ αυτών, το βραβείο Έλενας Βενιζέλου, απονεμήθηκε στον Παπαντωνίου για «Το Άγιον Όρος», αν και νωρίτερα είχε τιμηθεί με το Αριστείο Γραμμάτων. Ωστόσο, η γελοιογραφία στοχεύει βαθύτερα, εάν λάβουμε υπόψιν τον τίτλο της. Την ίδια εποχή γίνονται τα “μαγειρέματα” εκλογής νέου ακαδημαϊκού στην Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών, μέλος της οποίας εξελέγη, τελικά, ο Σπύρος Μελάς με 22 ψήφους, έναντι 14 ψήφων που απέσπασε ο Παπαντωνίου. Αρκετοί λόγιοι διατύπωσαν δημόσια τη λύπη τους για τη μη εκλογή Παπαντωνίου, ενώ ορισμένοι χλεύασαν ή ειρωνεύτηκαν την εκλογή Μελά. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές, είναι αυτή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. «Ο Σπύρος Μελάς είναι άξιος συγχαρητηρίων, αφού τα κατάφερε να γίνει και ακαδημαϊκός. Εκείνη που δεν ξέρω αν είναι και τόσο - είναι η Ακαδημία Αθηνών», δηλώνει σε συνέντευξή του στα τέλη Μαΐου του ιδίου έτους. Είναι, άλλωστε, γνωστός ο καταχθόνιος ρόλος που έπαιξε αργότερα ο Μελάς στις υποψηφιότητες των Ν. Καζαντζάκη και Α. Σικελιανού για το βραβείο Νόμπελ. Από τα έδρανα της Ακαδημίας έχουν, δυστυχώς, περάσει και τέτοια ευγενή υποκείμενα.