Θανάσης Βαλτινός
"Άνθη της αβύσσου"
Εκδόσεις Εστίας
Απρίλιος 2008
Στη μάχη του Βατερλώ, όταν ζητήθηκε από τον στρατηγό του Ναπολέοντα, Πιέρ Καμπρόν να παραδοθεί, αποκρίθηκε μονολεκτικά "Merde!". Απάντηση που τόσο εντυπωσίασε τους συμπατριώτες του, ώστε να προκύψει αντίστοιχος ευφημισμός, που έμελλε να γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής. Πρώτος ο Βίκτωρ Ουγκώ υποκατέστησε την κακόηχη κυριολεξία με την περίφραση, "η λέξη του Καμπρόν", και πλείστοι άλλοι τον μιμήθηκαν. Δέκα χρόνια μετά την αθυρόστομη απάντηση του βοναπαρτικού στρατηγού προς τους Άγγλους, την 1η Μαΐου 1825, ο Διονύσιος Σολωμός είχε πλέον ολοκληρώσει το σύνθεμά του για τον θάνατο του Μπάϋρον, το οποίο κυοφορούσε ήδη από το θάνατο του Λόρδου, την προηγούμενη άνοιξη. Στα διασωθέντα αυτόγραφα του ποιήματος, μεταξύ άλλων διορθωμάτων των παρατηρήσεων, διαφορετικών περιόδων, φιγουράρει ελληνιστί και "η δύσοσμη λέξη του στρατηγού Καμπρόν", κατά την κόσμια διατύπωση του Γιώργου Βελουδή, στο δοκίμιό του για τους βασανισμούς του Σολωμού "στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης" (περιοδικό "Κ", Τεύχος 16, Ιούνιος 2008). Συγκεκριμένα, ο Βελουδής παραθέτει μεταξύ άλλων και την ψυχαναλυτική ερμηνεία για τη χρήση της ίδιας λέξης από τον ευγενή Σολωμό, που είχε δώσει προ ετών ο ψυχίατρος Διονύσης Λιάρος, "Η πρώτη εικασία είναι ότι ο Σολωμός έπασχε από αυτό το συναίσθημα, που θα λέγαμε, πρωκτικής αηδίας, απέναντι στα ίδια του τα δημιουργήματα...". Όπου, στην κατακλείδα του δοκιμίου, φαίνεται πως υπερίσχυσε το θυμικό ταμπεραμέντο του Βελουδή και ως άλλος στρατηγός Καμπρόν εκφράζει την αγανάκτησή του για παρόμοιες ερμηνείες, αναγράφοντας "τη δύσοσμη λέξη" σε τρίγλωσση παραλλαγή, αποφεύγοντας, ωστόσο, την ελληνική, το πιθανότερο για να μην ενοχλήσει τους αναγνώστες του.
Διαφορετικής νοοτροπίας οι δημοσιογράφοι, κυνηγούν, ως γνωστόν, μετά μανίας εντυπωσιακούς τίτλους. Και βεβαίως, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αφήσουν ανεκμετάλλευτη "τη δύσοσμη λέξη του Καμπρόν", όταν, μάλιστα, την βρίσκουν στις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου. ""Σκατά!" σχολιάζει ο Σολωμός" είναι ο καμπανιστός τίτλος για την πρώτη παρουσίαση στον Τύπο του καινούργιου βιβλίου του Θανάση Βαλτινού, με θέμα τον Σολωμό, όπου η πρώτη λέξη του τίτλου με εντονότερου μαύρου χρώματος τυπογραφικά στοιχεία. Και ακολουθεί κείμενο, που εξαίρει τα κουσούρια του Σολωμού και πάνω απ' όλα "την ερωτική ιδιορρυθμία του". Μια πολιτικώς ορθή έκφραση της εποχής μας, που αγκαλιάζει πλείστες όσες διαστροφές. Αντί αυτής, ο Βαλτινός, σε μια από τις συντεντεύξεις που ακολούθησαν, έκανε λόγο για άνθρωπο "μονήρη, ερωτικά ιδιαίτερα ερημωμένο". Μόνο που έπεσε σε νεόκοπη δημοσιογράφο, η οποία και έσπευσε να το μεταγράψει στο δικό της λεκτικό ως "άγονο ερωτικά άνθρωπο", σπρώχνοντας τον συγγραφέα στη χαριτωμένη διευκρίνιση πως "δεν υπάρχει καμιά επιβεβαιωμένη ερωτική δραστηριότητα του Σολωμού". Δηλαδή, κάτι σαν τα πολιτικά φρονήματα, που απαιτούσαν κάποτε πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης. Ανέκαθεν, οι σχέσεις του Σολωμού με τις γυναίκες απασχολούσαν τους μελετητές, με πρώτους και καλύτερους τους ψυχαναλυτές και τους ψυχαναλίζοντες. Αν και η διατύπωση του Βαλτινού θυμίζει μάλλον τον μισογύνη Σολωμό του Τάσου Βουρνά.
Όπως και να έχει, "η ερωτική ιδιορρυθμία" του Σολωμού εντάσσεται "στη σκοτεινή του πλευρά", η οποία φαίνεται να συνεπαίρνει τον Βαλτινό, και ως θιασώτη της γενικότερα παρατηρούμενης τάσης προς την απομυθοποίηση. Πάντως, υιοθετώντας την τρέχουσα τακτική, δεν παραλείπει να επικαλεστεί το απυρόβλητο της μυθοπλασίας, διευκρινίζοντας πως πρόκειται "για πλασματικό ήρωα και ας μη μας ξεγελάει το γεγονός ότι ανταποκρίνεται στα πραγματικά στοιχεία του ποιητή Σολωμού". Οπότε, σε ανεπαρκείς αναγνώστες, όπως αποκαλεί ο Βαλτινός τους μη κατανοούντες το έργο του, γεννάται η εύλογη απορία, γιατί να ταλαιπωρείται ένα ιστορικό πρόσωπο, δεδομένου ότι στη μεταμοντέρνα εποχή η μυθιστορία όχι μόνο συμπαρατάσσεται με την Ιστορία αλλά και στοιχίζεται μπροστά από αυτήν. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για το βιβλίο ενός αναγνωρισμένου και εκτός ελλαδικών συνόρων λογοτέχνη.
Το βιβλίο για τον Σολωμό γράφτηκε σε τρεις χρόνους. Το 1996, όταν είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για τον διπλό εορτασμό, των 140 χρόνων από το θάνατό του κατά το επόμενο έτος και των 200 από τη γέννησή του κατά το μεθεπόμενο, προγραμματιζόταν και μια ταινία γύρω από τον ποιητή. Ο Βαλτινός ανέλαβε να γράψει το σενάριο, που θα πρέπει και να ολοκλήρωσε εντός του έτους. Όμως, τελικά, η ταινία ματαιώθηκε και το σενάριο πήρε τη θέση του στους θησαυρούς του περιβόητου συρταριού του. Το 2003, ο Βαλτινός έγραψε, και πάλι κατά παραγγελία, ένα κείμενο υπό μορφή επιστολής προς τον Σολωμό, που δημοσιεύθηκε σε σειρά με τον γενικό τίτλο, "Φανταστικό ταχυδρομείο". Μια από τις πολλές σειρές, που έχει στήσει στο ένθετο βιβλίου της "Ελευθεροτυπίας" ο ανεξάντλητος σε ιδέες Μισέλ Φάϊς. Τέλος, το 2008, κι αυτό ένα επετειακό έτος Σολωμού, ο Βαλτινός ανέσυρε τα δυο κείμενα και έφτιαξε το βιβλίο, με το δημοσίευμα ως εισαγωγή και το σενάριο ως κυρίως σώμα.
Σύμφωνα με σημείωση στο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού "Πόρφυρας", στο οποίο, προς εξαετίας, είχε δημοσιευθεί απόσπασμα του σεναρίου, ο συγγραφέας έχει προσθέσει στο αρχικό σενάριο μερικές σκηνές και έχει αφαιρέσει κάποιες άλλες. Παρεμπιπτόντως, βρίσκουμε υπερβολικό τον ισχυρισμό των εκδοτών πως "ένα μεγάλο μέρος από το σενάριο" έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό, όταν πρόκειται για οκτώ σκηνές από τις συνολικά 58 του βιβλίου ή για έξι της αρχικής μορφής του σεναρίου, που θα πρέπει να αριθμούσε περί τις 40, καθώς ο συγγραφέας προτίμησε στο βιβλίο να σπάσει μερικές σκηνές, δημιουργώντας ορισμένες εντυπωσιακές εικόνες. Από την άλλη, πρόκειται για τις τελικά ολιγάριθμες σκηνές, που προβάλλουν τον ποιητή Σολωμό. Πάντως, ο τίτλος του βιβλίου είχε εξευρεθεί ήδη από τότε, αν δεν πρόκειται για τον τίτλο του κινηματογραφικού σεναρίου.
Ο σολωμικός στίχος, "Το χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι' ευθύς εγιόμησ' άνθη", που επιλέγεται ως μόττο του βιβλίου, δείχνει την, τρόπον τινά, επίσημη πηγή έμπνευσης του τίτλου. Ωστόσο, το δίπολο των δυο ουσιαστικών και η προφανής νοηματοδότησή του παραπέμπουν στα "Άνθη του κακού" του Μπωντλέρ. Αν και ισχυρότερος ο δεύτερος πόλος, θυμίζει στον έλληνα αναγνώστη το δημοφιλές, "άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου", οδηγώντας τον κατ' ευθείαν στο ψαχνό του βιβλίου, που είναι "η σκοτεινή πλευρά του Σολωμού". Ωστόσο, αυτή η πλευρά αποδεικνύεται διαφορετικής σκοτεινότητας στα δυο κείμενα, αφού, ως γνωστόν, το ύφος ενός πεζού εξαρτάται από τον χρόνο γραφής του και κυρίως, από τον προορισμό του, όπως, λ.χ., το έντυπο που δημοσιεύεται.
Μεταμοντέρνας πνοής η εισαγωγή, ξεκινά διεκτραγωδώντας την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου, όπου, για τον χαρακτηρισμό της, ποιητική αδεία, επιστρατεύονται ηχηρές λέξεις, όπως "τροπαιοφόρος ήττα" και "καταδικασμένος αγώνας". Εννοείται με τη γλώσσα και την ποίηση, που αντιστέκονται στον Σολωμό. Ακόμη, γίνεται λόγος για τον "σπαραγμό" του πάνω στα "σπαράγματα" και την "απόγνωσή" του, με την τελεία να την βάζει η επανάληψη " της δύσοσμης λέξης του Καμπρόν". Ως κατακλείδα της επιστολής προς τον "Κόντε", ο συγγραφέας παραθέτει ένα τρίστιχο, που υποτίθεται πως απαγγέλλει ο Σολωμός, όχι, όμως, δικό του, αλλά "ενός σύγχρονου Σκανδιναβού φίλου" του Βαλτινού, όπου, και πάλι, ως ανεπαρκείς ή και αμβλύνοες αναγνώστες, δεν κατανοούμε σε τι αποσκοπεί αυτή η συγγραφική "αυθαιρεσία", όπως την αποκαλεί.
Κατά τα άλλα, η εισαγωγή αποφθέγγεται για το ποιόν του Σολωμού και το είδος των σχέσεων που διατηρούσε με ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος. Αν και ο συγγραφέας επικαλείται την Αλληλογραφία Σολωμού, μάλλον δεν χρειάζεται ντοκουμέντα για τη συναγωγή των όποιων συμπερασμάτων, καθώς, βοηθούσης της παραφιλολογίας, έχει πλάσει με τη φαντασία του ένα πρόσωπο μυθιστορηματικού ήρωα, κατά πολύ προσφορότερο από το πραγματικό. Άλλωστε τα κείμενα ιδιωτικού χαρακτήρα, ημερολόγια και επιστολές, καθώς περιέχουν εκφράσεις, διφορούμενες ή και ασαφείς στους τρίτους, εύκολα νοηματοδοτούνται κατά το δοκούν.
Σε υψηλούς τόνους η εισαγωγή, με μια δόση υπερβολής, όπως συνηθίζεται σε παρόμοια κείμενα, προκρίνει την Αλληλογραφία ως "το μεγάλο έργο του ποιητή", ανακαλύπτοντας στα εκατόν σαράντα εφτά γράμματά του, τον νάρκισσο, τον εμπαθή, τον εύθικτο, τον άστοργο με τους φίλους, Σολωμό. Μάλιστα, μέσα στον οίστρο του ο συγγραφέας διατυπώνει το φοβερό αξίωμα, "Οι ποιητές από αυτό το υλικό είναι φτιαγμένοι". Ουαί τους καλούς τε και αγαθούς. Με αυτόν τον τυφλοσούρτη, μπορούμε να τους διαγράψουμε αδιάβαστους από τον λογοτεχνικό κανόνα. Τώρα καταλαβαίνουμε, γιατί, επί των ημερών μας, καταβάλλονται τόσες προσπάθειες, ώστε να αποκαλυφθεί ένας, για παράδειγμα, "σκοτεινός" Παπαδιαμάντης. Όσο για τις σχέσεις του Σολωμού με τους γύρω του, ο συγγραφέας αποφαίνεται πως τον Νικόλαο Λούντζη τον είχε σχεδόν "δούλο" και πως η Μαρία Παπαγεωργοπούλου, που ενέπνευσε την "Φαρμακωμένη", ήταν σφόδρα ερωτευμένη μαζί του και γι' αυτόν φαρμακώθηκε. Αν και ως προς αυτό το τελευταίο, ο συγγραφέας δικαιολογείται πως πρόκειται για την πάντοτε αναγκαία "δόση γλυκασμού". Μόνο που, σε αυτήν την περίπτωση, βγήκε ελαφρώς παραφουσκωμένη.
Παρεμπιπτόντως, δεν ισχυριζόμαστε πως τα τεκμήρια βγάζουν άγγελο τον Σολωμό. Εκείνο, όμως, που διακρίνει το μεταμοντέρνο πεζό είναι η έμφαση σε ό,τι σκοτεινό και απομυθοποιητικό, ως στοιχείο, που, από μόνο του, σήμερα, εντυπωσιάζει όσο και γοητεύει την αβάν-γκαρντ του αναγνωστικού κοινού, η οποία έχει πλέον κουραστεί με τις εξιδανικεύσεις προσώπων, ιδεολογιών, θεσμών κ.λπ., κ.λπ.. Όπως και να έχει, ο Βαλτινός, στην εισαγωγή αναφέρεται στο ιστορικό συγγραφής του σεναρίου και στις δικές του προθέσεις. Άλλωστε, μόνο γι' αυτές μπορεί να μιλά ένας συγγραφέας. Εν τέλει, δυο αβύσσους του Σολωμού ήθελε να εξεικονίσει, την "ψυχολογική άβυσσο" και την "άβυσσο του παλέματος με τη γλώσσα".
Όσο για εμάς, με αυτά τα ολίγα ολοκληρώσαμε τα περικείμενα στοιχεία, όπως θα έλεγε κι ένας γαλλοτραφείς θεωρητικός της λογοτεχνίας, και θα συνεχίσουμε την επόμενη Κυριακή -καλά να είμαστε- με τον κειμενικό κορμό.
Μ. Θεοδοσοπούλου