Μας προκαλούν δυσφορία οι διαμάχες που διεξάγονται στον Τύπο με την ανταλλαγή δημοσιευμάτων και επιστολών. Ιδιαίτερα όταν είναι στείρες, γιατί άλλα γράφει ο ένας κι άλλα καταλαβαίνει ή θέλει να καταλάβει ο άλλος. Γι’ αυτό και αποφεύγουμε τις απαντήσεις σε σχόλια, όσο κι αν, καμιά φορά, μας θίγουν. Όμως το δημοσίευμα του Αλέξη Ζήρα στο περιοδικό «Διαβάζω» (τεύχος 496) υπερβάλλει σε παρερμηνείες. Τα υποτιμητικά σχόλιά του σε προηγούμενο τεύχος, παρότι ενόχλησαν και εμάς και το έντυπο, τα προσπεράσαμε, αλλά η κατηγορία για σκανδαλοθηρία παραείναι βαριά. Αν θέλαμε να αποκαλύψουμε τυχόν ατασθαλίες και σκάνδαλα, δεν θα το κάναμε “στη σκονισμένη από την ελλαδική μιζέρια γωνίτσα της «Εποχής»”, σύμφωνα με τη δική του γλαφυρή περιγραφή. “Ατυχείς” μπορεί να είμαστε, όχι, όμως, και αφελείς. Μια και η τύχη για λίγο μας χαμογέλασε, θα σκανδαλολογούσαμε από ένα έντυπο της προκοπής. Από ένα “κοσμοπολίτικο” έντυπο, που θα έλεγε και ο Αλέξης Ζήρας. Αν ήταν στις προθέσεις μας να αμφισβητήσουμε την εντιμότητα της κριτικής επιτροπής, θα το κάναμε από τα “μπαλκόνια” του Τύπου. Και τότε, μάλιστα, θα επρόκειτο για “χαστούκι ξεγυρισμένο”, κατά τη δική του πάλι φρασεολογία. Αντί για όλα αυτά τα σκανδαλοθηρίστικα, εμείς δημοσιεύσαμε πέντε “απορίες”, όλες κι όλες, ούτε καν “άρθρο”, στη σελίδα βιβλίου της «Εποχής». Αλλά, και πάλι, οι “απορίες” μας περιορίζονταν “σε περιφερειακά της διαδικασίας”, όπως ο ίδιος διαπιστώνει. Και μάλιστα, μας ψέγει, γιατί δεν αναφερθήκαμε στο “ψητό”, δηλαδή “το πόσο αξίζουν ή δεν αξίζουν τα βιβλία που πέρασαν στις λίστες και πόσα άλλα καλύτερα έμειναν απέξω”. Ηθελημένα δεν μπήκαμε στο “ψητό”, γιατί, ακριβώς, δεν ήταν στις προθέσεις μας να κρίνουμε τις επιλογές της κριτικής επιτροπής. Και αυτό το διευκρινίζαμε στο εισαγωγικό μέρος του κειμένου μας. Ωστόσο, απαντητική επιστολή δεν πρόκειται να στείλουμε. Μόνο για τη δράκα των αναγνωστών της σελίδας θα κάνουμε μια προσπάθεια να δείξουμε πως δεν είμαστε ελέφαντες. Επειδή, όμως, δεν διαθέτουμε το ταλέντο του Αλέξη Ζήρα να “αλέθουμε” τις απόψεις του άλλου, θα παρατάξουμε τις “απορίες” στη σειρά που τις είχαμε δημοσιεύσει, συνοδευόμενες από τις παρερμηνείες τους και τις απαντήσεις σε αυτές.
Στην πρώτη “απορία” επισημαίναμε πως στη “μικρή λίστα” για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ένας από τους δέκα υποψήφιους δεν πληροί το ηλικιακό όριο των 40 ετών. Ο Αλέξης Ζήρας απάντησε: “Να διευκρινίσω πρώτ’ απ’ όλα ότι θεσμικός ή καταστατικός κανονισμός για τα βραβεία του «Διαβάζω» δεν υπάρχει.” Παραδόξως, φαίνεται να θεωρεί πως αυτό συνιστά εύσημο για τον εν λόγω θεσμό. Όπως να έχει, για το συγκεκριμένο βραβείο, κατά τη δεύτερη περίοδο, που ξεκίνησε το 2007, τέθηκε κανονισμός. Τον παραπέμπουμε σχετικά στην ανακοίνωση της κριτικής επιτροπής για τις “μικρές λίστες” του 2008 (Τεύχος 485), της οποίας ήταν μέλος. “Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών απονέμεται, όπως και πέρυσι, σε νέους ποιητές και πεζογράφους έως 40 ετών...”, γράφει εκεί. Παρεμπιπτόντως, με αυτήν τη διατύπωση το 40ο έτος εξαιρείται, οπότε, εφέτος, δυο από τους υποψήφιους δεν πληρούσαν τον όρο. Στο αντίστοιχο, εφετινό κείμενο της κριτικής επιτροπής, της οποίας είναι πλέον πρόεδρος, επαναλαμβάνεται ο κανονισμός, με την προσθήκη: “Έστω και αν τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία πεζογράφοι και –σπανιότερα ποιητές– που έχουν περάσει όχι μόνο την πρώτη αλλά και τη δεύτερη νεότητα. ” Εδώ, θα πρέπει να φρεσκάρουμε τη μνήμη των συντακτών του κειμένου. Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεσμοθετήθηκε από τον Ηρακλή Παπαλέξη ένα χρόνο αφότου είχε καθιερώσει τα τέσσερα άλλα βραβεία. Τον πρώτο χρόνο δεν απονεμήθηκε και στη συνέχεια, τα έξι βραβεία της περιόδου 1998-2004, δόθηκαν όλα πλην ενός σε συγγραφείς άνω των 40 ετών. Ως ένα από τα μόνιμα μέλη της κριτικής επιτροπής ο Αλέξης Ζήρας, τα γνωρίζει καλύτερα. Γι’ αυτό ίσως, υποστηρίζει πως η ηλικία δεν πρέπει να λειτουργεί απαγορευτικά, καταλήγοντας στη συμβιβαστική λύση: “Όταν οι αποκλίσεις είναι μικρές, να αφήνουμε στην άκρη τους υπολογισμούς της ηλικίας και τις μιζέριες των μετρήσεων και να ενδιαφερόμαστε για την αξιοσύνη του βιβλίου”. Πρωτότυπο ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής να θεωρεί μιζέρια την τήρηση του όρου, που η ίδια αποφάσισε να θέσει. Τώρα, τι εννοεί με αυτό το “μικρή” απόκλιση και ποιος θα αποφαίνεται γι’ αυτό, δεν το διευκρινίζει.
Στη δεύτερη “απορία” επισημαίναμε πως στη “μικρή λίστα” για το βραβείο μυθιστορήματος συμπεριλαμβάνεται το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι», το οποίο, ακόμη κι αν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, είναι μαρτυρία ενδοοικογενειακού χαρακτήρα. Προσθέτοντας πως διόλου απίθανο να λειτουργήσει ως άλλοθι εξοστρακισμού αμιγώς μυθιστορηματικού χαρακτήρα βιβλίων. Όπως και συνέβη. Ο Αλέξης Ζήρας προτιμά να αγνοήσει το δεύτερο σκέλος της απορίας, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για “ένα κατεξοχήν υβριδικό αφήγημα” και ακόμη, ότι “η συγγραφέας επινοεί τελικά μια πραγματικότητα που όσο και αν το θέλει, δεν είναι η πραγματικότητα που έζησε, αλλά μια άλλη φανταστική”. Ερμηνεία, που θυμίζει τις ευφάνταστες ψυχαναλυτικές αναγνώσεις τύπου Γκυ Σωνιέ. Κατά τα άλλα, από τα πολλά που γράφτηκαν στον Τύπο για το βιβλίο, ουδείς έθεσε υπό αμφισβήτηση όσα μαρτυρούνται για την οικογένεια Καραγάτση. Αναμφιβόλως, το βιβλίο θα αποτελέσει ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές μελέτες πάνω στο έργο του Καραγάτση. Και βεβαίως, αν το βιβλίο αφορούσε μια οικογένεια ονόματι... Δραγάτση, θα πήγαινε “αδιάβαστο”, όπως και πλείστα άλλα της ετήσιας σοδειάς.
Στην τρίτη “απορία” παρατηρούσαμε πως, στις “μικρές λίστες”, τρεις μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, ιδιαίτερα στο χώρο της λογοτεχνίας, Εστία, Πατάκης, Ελληνικά Γράμματα, εκπροσωπούνται με ένα βιβλίο έκαστος επί συνόλου 36 υποψήφιων βιβλίων. Εδώ, ακριβώς είναι, που ο Αλέξης Ζήρας διαβλέπει προθέσεις σκανδαλοθηρίας. Γράφει σχετικά: “Υπάρχει ένας, μέγιστος κόλαφος, για τις ικανότητες και την όποια εντιμότητα των μελών της επιτροπής... Χαστούκι ξεγυρισμένο! Τι άλλο σημαίνει η απορία για την ικανή ή όχι εκπροσώπηση ορισμένων εκδοτών στις λίστες; Άραγε, ότι το κάθε μέλος κρατάει τεφτέρι και σβήνει τα βιβλία των εκδοτών ή των συγγραφέων με τους οποίους έχει διαφορές; Ότι υπάρχει γραμμή της επιτροπής να αναρτηθούν κάποιοι στο μαυροπίνακα προς παραδειγματισμό; Τέτοια προκατάληψη!”
Εδώ, υπάρχει πλήρης παρανόηση. Θα θίγαμε την εντιμότητα της κριτικής επιτροπής, αν ισχυριζόμαστε πως αγνοεί τους μικρούς εκδότες, που δεν διαθέτουν τα μέσα για προβολή, πόσω μάλλον για ύποπτες δοσοληψίες. Ωστόσο, οι δυο τελευταίες κριτικές επιτροπές, στις “μικρές λίστες”, έδωσαν μικρή μερίδα στους μεγάλους εκδότες και ακόμη μικρότερη, στις βραβεύσεις. Υπενθυμίζουμε πως τις τελευταίες δυο χρονιές μόνο ένα στα πέντε βραβεία απονεμήθηκε σε μεγάλο εκδότη. Όσο για τα “τεφτέρια” των μελών που αναφέρει, υποθέτουμε πως ουδείς μπορεί να τα γνωρίζει. Η μόνη δημοσιοποιημένη διαμάχη είναι του ίδιου με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, του οποίου το μυθιστόρημα συμπεριλαμβάνεται στις “μικρές λίστες”. Μάλιστα, είναι το βιβλίο, το οποίο επιλέχθηκε από τη σοδειά των Ελληνικών Γραμμάτων, που, όπως παρατηρούσαμε, χάρις και στην τακτική των μεταγραφών, παρουσίασε εφέτος ενδιαφέροντα βιβλία σημαντικών συγγραφέων. Σε αυτή, ωστόσο, την “απορία”, δεν υπήρχε κανένας υπαινιγμός για τυχόν διαφορές με τα Ελληνικά Γράμματα. Πώς θα ήταν, άλλωστε, δυνατόν; Όταν ο διευθυντής του «Διαβάζω», Γιάννης Μπασκόζος, είναι διευθυντής και του ενθέτου, το «Βήμα Ιδεών», που τρόπον τινά συστεγάζεται με τον εν λόγω εκδοτικό οίκο. Απλή απορία διατυπώναμε, απευθυνόμενη ιδιαίτερα στον πρόεδρο ως παλαίμαχο κριτικό και στους τέσσερις πανεπιστημιακούς της επιτροπής, των οποίων η κρίση, στις ημέρες μας, έχει ιδιαίτερο βάρος. Θυμίζουμε την πρόταση πανεπιστημιακού, σύμφωνα με την οποία, η κριτική επιτροπή των Κρατικών Βραβείων καλό θα ήταν να απαρτίζεται εξ ολοκλήρου από πανεπιστημιακούς.
Για την τέταρτη “απορία”, ο Αλέξης Ζήρας μας περιγελάει. Για να την απαντήσει, γράφει, θα έπρεπε να έχει “διορατικές αρετές”. Συγκεκριμένα, εκφράζαμε την “απορία”, γιατί ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Θανάσης Βαλτινός απέσυραν τις υποψηφιότητές τους, με αιτιολογικό τις δημόσιες θέσεις που κατέχουν. Κάνει χιούμορ ο Αλέξης Ζήρας: «Τι έπρεπε να κάνει η επιτροπή, να αγνοήσει την επιθυμία τους και να τους σύρει “σιδηροδέσμιους” στη διαδικασία της βράβευσης;» Μήπως, αντ’ αυτού, θα έπρεπε να θιγεί, που οι εν λόγω υποψήφιοι διανοήθηκαν πως μια δημόσια θέση μπορεί να επηρεάσει την κρίση της; Μήπως ο ίδιος, ως πρόεδρος της επιτροπής, θα έπρεπε να υπεραμυνθεί της άποψης πως βραβεύσεις και δημόσια αξιώματα δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία; Μια και στην εποχή μας, το ηθικό συγχέεται με το νόμιμο και δεν είναι πλέον αυτονόητο.
Προσωπική χαρακτηρίζαμε την πέμπτη “απορία”, που αφορούσε το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου το 2008 Πάνου Τσίρου. Εδώ, όχι μόνο μα περιγελάει αλλά μας συλλαμβάνει και απρόσεκτους. Γράφει ο Αλέξης Ζήρας: “Δεν μπορώ να λύσω το αίνιγμα τού αν το πράγματι αξιόλογο βιβλίο με πεζά του Πάνου Τσίρου είναι εσοδείας ’07 ή ’08, καθώς στη σελίδα 5 η ταυτότητα του βιβλίου αναφέρει το 2007, ενώ στη σελίδα 71 αναφέρεται ο Ιανουάριος του 2008. Διπλοσημία που φαίνεται αμέσως και που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αποσιωπήθηκε από το πάντοτε προσεκτικό «Ex Libris!»” Λάθος, δεν μας περιγελάει. Στο κείμενό του υπάρχει ο μέγιστος κόλαφος της αποσιώπησης. Ο αναγνώστης του «Διαβάζω» θα υποθέσει πως είμαστε πρωτοξάδελφα με τον Πάνο Τσίρο. Ή μάλλον όχι. Δεδομένου ότι γράφτηκε στη “μίζερη γωνίτσα” της συγκεκριμένης αριστερής εφημερίδας, ο νους του θα πάει σε σύντροφο, που μετά μανίας προωθούμε.
Μήπως το “αίνιγμα” θα έπρεπε να το λύσουν οι δυο διαδοχικές επιτροπές, αντί να το προσπεράσουν, αν, βεβαίως, θεωρούσαν πως το βιβλίο αξίζει να συμπεριληφθεί στις “μικρές λίστες”; Τι απλούστερο από το να αποταθούν στον εκδότη προς διασάφηση της “διπλοσημίας”; Εμείς, λόγω προσωπικού ή όποιου άλλου ενδιαφέροντος, είχαμε ρωτήσει πέρυσι σχετικά τον εκδότη, ο οποίος και αποκρίθηκε πως είναι έκδοση του 2008. Τώρα, όσο αφορά τα βιβλιογραφικά δεδομένα, στη σελίδα τίτλου (την 5) αναφέρεται το 2007 και στη σελίδα 91 και όχι 71, δηλαδή στον κολοφώνα, αναφέρονται επακριβώς τα εξής: «Σελιδοποιήθηκε από τον Γρηγόρη Κυρλίδη στις εκδόσεις Γαβριηλίδης: Τυπώθηκε στη Μετρόπολις ΑΕ και βιβλιοδετήθηκε στους Αφους Σαλτοριάδη τον Ιανουάριο του 2008». Κατά πάγια τακτική, οι ταξινομήσεις γίνονται με βάση τον κολοφώνα. Μικρός εκδοτικός οίκος, στη φούρια των Χριστουγέννων τύπωσε τη σελίδα του τίτλου, δεν πρόλαβε, ανέβαλε τον άγνωστο πρωτοεμφανιζόμενο μήπως και προφτάσει κανέναν άλλο, που θα μπορούσε να πουλήσει στις ημέρες των γιορτών. Αυτό θα ήταν ένα πιθανό σενάριο.
Τις πέντε “απορίες” μας είχαμε την ατυχή έμπνευση να τις συνοδεύουμε με μια “διαπίστωση”, που διατυπωνόταν σε χιουμοριστικό τόνο. Διαπιστώναμε πως το συγγραφικό ταλέντο θα πρέπει να είναι κληρονομικό αφού τα τέκνα συγγραφέων συμπεριλαμβάνονται στις “μικρές λίστες”. Και πάλι, ο Αλέξης Ζήρας μας κατηγορεί για σκανδαλοθηρία: “Τι νόημα έχει η διαπίστωση ότι προκρίθηκαν έργα που οι δημιουργοί τους είναι συγγενείς πρώτου βαθμού με άλλους γνωστούς και ίσως δημοφιλείς;” Πράγματι, τι νόημα, όταν, εκ προοιμίου ανακοινώνεται πως “οι επιτροπές των βραβείων έκριναν το σύνολο της παραγωγής του 2008”. Αποκτά, όμως, νόημα, αν αμφισβητήσουμε αυτόν τον ουτοπικό, όπως πιστεύουμε, ισχυρισμό. Και τον αμφισβητούμε, γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια παρουσιάζουμε, σε εβδομαδιαία βάση, αποκλειστικά ελληνική λογοτεχνία κι όμως, το σύνολο της ετήσιας παραγωγής δεν το καλύπτουμε. Προφανώς, αυτό το αναφέρουμε ως ένδειξη και όχι ως απόδειξη, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο προικισμένοι.
Τελικά, ποιος θα αμφισβητούσε πως το διάβασμα γίνεται κατ’ επιλογή ή έστω, η προτεραιότητα που δίνεται στο διάβασμα; Τον συνονόματο συγγενή επιφανούς τον διαβάζεις από περιέργεια, ενώ τον άγνωστο πρέπει να τον ανακαλύψεις στη στοίβα των βιβλίων. Βεβαίως, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο να το διαβάσεις και να το συμπεριλάβεις στη “μικρή λίστα”. Ίσως και να αδικούμε κριτές και κρινόμενους με τη σκέψη πως το όνομα συμβάλλει. Ίσως, το στατιστικό δεδομένο πως ποτέ δεν λείπουν οι γόνοι επιφανών από τις λίστες να είναι παραπλανητικό. Οι ίδιοι, πάντως, υποστηρίζουν πως το μόνο κέρδος τους, είναι ότι μεγάλωσαν μέσα στα βιβλία. Άραγε, δεν θεωρούν εαυτούς προνομιούχους για όλους εκείνους τους σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισαν εκ του σύνεγγυς ως γόνοι επιφανών και στους οποίους, μεγαλώνοντας, έχουν ευκολότερη πρόσβαση; Έπειτα, ας μην ξεχνάμε κιόλας ότι απέχει κάμποσο ο γιος του Σολωμού από το γιο του βοηθού του κηπουρού στο κτήμα του Σολωμού.
Στην πρώτη “απορία” επισημαίναμε πως στη “μικρή λίστα” για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ένας από τους δέκα υποψήφιους δεν πληροί το ηλικιακό όριο των 40 ετών. Ο Αλέξης Ζήρας απάντησε: “Να διευκρινίσω πρώτ’ απ’ όλα ότι θεσμικός ή καταστατικός κανονισμός για τα βραβεία του «Διαβάζω» δεν υπάρχει.” Παραδόξως, φαίνεται να θεωρεί πως αυτό συνιστά εύσημο για τον εν λόγω θεσμό. Όπως να έχει, για το συγκεκριμένο βραβείο, κατά τη δεύτερη περίοδο, που ξεκίνησε το 2007, τέθηκε κανονισμός. Τον παραπέμπουμε σχετικά στην ανακοίνωση της κριτικής επιτροπής για τις “μικρές λίστες” του 2008 (Τεύχος 485), της οποίας ήταν μέλος. “Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών απονέμεται, όπως και πέρυσι, σε νέους ποιητές και πεζογράφους έως 40 ετών...”, γράφει εκεί. Παρεμπιπτόντως, με αυτήν τη διατύπωση το 40ο έτος εξαιρείται, οπότε, εφέτος, δυο από τους υποψήφιους δεν πληρούσαν τον όρο. Στο αντίστοιχο, εφετινό κείμενο της κριτικής επιτροπής, της οποίας είναι πλέον πρόεδρος, επαναλαμβάνεται ο κανονισμός, με την προσθήκη: “Έστω και αν τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία πεζογράφοι και –σπανιότερα ποιητές– που έχουν περάσει όχι μόνο την πρώτη αλλά και τη δεύτερη νεότητα. ” Εδώ, θα πρέπει να φρεσκάρουμε τη μνήμη των συντακτών του κειμένου. Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεσμοθετήθηκε από τον Ηρακλή Παπαλέξη ένα χρόνο αφότου είχε καθιερώσει τα τέσσερα άλλα βραβεία. Τον πρώτο χρόνο δεν απονεμήθηκε και στη συνέχεια, τα έξι βραβεία της περιόδου 1998-2004, δόθηκαν όλα πλην ενός σε συγγραφείς άνω των 40 ετών. Ως ένα από τα μόνιμα μέλη της κριτικής επιτροπής ο Αλέξης Ζήρας, τα γνωρίζει καλύτερα. Γι’ αυτό ίσως, υποστηρίζει πως η ηλικία δεν πρέπει να λειτουργεί απαγορευτικά, καταλήγοντας στη συμβιβαστική λύση: “Όταν οι αποκλίσεις είναι μικρές, να αφήνουμε στην άκρη τους υπολογισμούς της ηλικίας και τις μιζέριες των μετρήσεων και να ενδιαφερόμαστε για την αξιοσύνη του βιβλίου”. Πρωτότυπο ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής να θεωρεί μιζέρια την τήρηση του όρου, που η ίδια αποφάσισε να θέσει. Τώρα, τι εννοεί με αυτό το “μικρή” απόκλιση και ποιος θα αποφαίνεται γι’ αυτό, δεν το διευκρινίζει.
Στη δεύτερη “απορία” επισημαίναμε πως στη “μικρή λίστα” για το βραβείο μυθιστορήματος συμπεριλαμβάνεται το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι», το οποίο, ακόμη κι αν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, είναι μαρτυρία ενδοοικογενειακού χαρακτήρα. Προσθέτοντας πως διόλου απίθανο να λειτουργήσει ως άλλοθι εξοστρακισμού αμιγώς μυθιστορηματικού χαρακτήρα βιβλίων. Όπως και συνέβη. Ο Αλέξης Ζήρας προτιμά να αγνοήσει το δεύτερο σκέλος της απορίας, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για “ένα κατεξοχήν υβριδικό αφήγημα” και ακόμη, ότι “η συγγραφέας επινοεί τελικά μια πραγματικότητα που όσο και αν το θέλει, δεν είναι η πραγματικότητα που έζησε, αλλά μια άλλη φανταστική”. Ερμηνεία, που θυμίζει τις ευφάνταστες ψυχαναλυτικές αναγνώσεις τύπου Γκυ Σωνιέ. Κατά τα άλλα, από τα πολλά που γράφτηκαν στον Τύπο για το βιβλίο, ουδείς έθεσε υπό αμφισβήτηση όσα μαρτυρούνται για την οικογένεια Καραγάτση. Αναμφιβόλως, το βιβλίο θα αποτελέσει ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές μελέτες πάνω στο έργο του Καραγάτση. Και βεβαίως, αν το βιβλίο αφορούσε μια οικογένεια ονόματι... Δραγάτση, θα πήγαινε “αδιάβαστο”, όπως και πλείστα άλλα της ετήσιας σοδειάς.
Στην τρίτη “απορία” παρατηρούσαμε πως, στις “μικρές λίστες”, τρεις μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, ιδιαίτερα στο χώρο της λογοτεχνίας, Εστία, Πατάκης, Ελληνικά Γράμματα, εκπροσωπούνται με ένα βιβλίο έκαστος επί συνόλου 36 υποψήφιων βιβλίων. Εδώ, ακριβώς είναι, που ο Αλέξης Ζήρας διαβλέπει προθέσεις σκανδαλοθηρίας. Γράφει σχετικά: “Υπάρχει ένας, μέγιστος κόλαφος, για τις ικανότητες και την όποια εντιμότητα των μελών της επιτροπής... Χαστούκι ξεγυρισμένο! Τι άλλο σημαίνει η απορία για την ικανή ή όχι εκπροσώπηση ορισμένων εκδοτών στις λίστες; Άραγε, ότι το κάθε μέλος κρατάει τεφτέρι και σβήνει τα βιβλία των εκδοτών ή των συγγραφέων με τους οποίους έχει διαφορές; Ότι υπάρχει γραμμή της επιτροπής να αναρτηθούν κάποιοι στο μαυροπίνακα προς παραδειγματισμό; Τέτοια προκατάληψη!”
Εδώ, υπάρχει πλήρης παρανόηση. Θα θίγαμε την εντιμότητα της κριτικής επιτροπής, αν ισχυριζόμαστε πως αγνοεί τους μικρούς εκδότες, που δεν διαθέτουν τα μέσα για προβολή, πόσω μάλλον για ύποπτες δοσοληψίες. Ωστόσο, οι δυο τελευταίες κριτικές επιτροπές, στις “μικρές λίστες”, έδωσαν μικρή μερίδα στους μεγάλους εκδότες και ακόμη μικρότερη, στις βραβεύσεις. Υπενθυμίζουμε πως τις τελευταίες δυο χρονιές μόνο ένα στα πέντε βραβεία απονεμήθηκε σε μεγάλο εκδότη. Όσο για τα “τεφτέρια” των μελών που αναφέρει, υποθέτουμε πως ουδείς μπορεί να τα γνωρίζει. Η μόνη δημοσιοποιημένη διαμάχη είναι του ίδιου με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, του οποίου το μυθιστόρημα συμπεριλαμβάνεται στις “μικρές λίστες”. Μάλιστα, είναι το βιβλίο, το οποίο επιλέχθηκε από τη σοδειά των Ελληνικών Γραμμάτων, που, όπως παρατηρούσαμε, χάρις και στην τακτική των μεταγραφών, παρουσίασε εφέτος ενδιαφέροντα βιβλία σημαντικών συγγραφέων. Σε αυτή, ωστόσο, την “απορία”, δεν υπήρχε κανένας υπαινιγμός για τυχόν διαφορές με τα Ελληνικά Γράμματα. Πώς θα ήταν, άλλωστε, δυνατόν; Όταν ο διευθυντής του «Διαβάζω», Γιάννης Μπασκόζος, είναι διευθυντής και του ενθέτου, το «Βήμα Ιδεών», που τρόπον τινά συστεγάζεται με τον εν λόγω εκδοτικό οίκο. Απλή απορία διατυπώναμε, απευθυνόμενη ιδιαίτερα στον πρόεδρο ως παλαίμαχο κριτικό και στους τέσσερις πανεπιστημιακούς της επιτροπής, των οποίων η κρίση, στις ημέρες μας, έχει ιδιαίτερο βάρος. Θυμίζουμε την πρόταση πανεπιστημιακού, σύμφωνα με την οποία, η κριτική επιτροπή των Κρατικών Βραβείων καλό θα ήταν να απαρτίζεται εξ ολοκλήρου από πανεπιστημιακούς.
Για την τέταρτη “απορία”, ο Αλέξης Ζήρας μας περιγελάει. Για να την απαντήσει, γράφει, θα έπρεπε να έχει “διορατικές αρετές”. Συγκεκριμένα, εκφράζαμε την “απορία”, γιατί ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Θανάσης Βαλτινός απέσυραν τις υποψηφιότητές τους, με αιτιολογικό τις δημόσιες θέσεις που κατέχουν. Κάνει χιούμορ ο Αλέξης Ζήρας: «Τι έπρεπε να κάνει η επιτροπή, να αγνοήσει την επιθυμία τους και να τους σύρει “σιδηροδέσμιους” στη διαδικασία της βράβευσης;» Μήπως, αντ’ αυτού, θα έπρεπε να θιγεί, που οι εν λόγω υποψήφιοι διανοήθηκαν πως μια δημόσια θέση μπορεί να επηρεάσει την κρίση της; Μήπως ο ίδιος, ως πρόεδρος της επιτροπής, θα έπρεπε να υπεραμυνθεί της άποψης πως βραβεύσεις και δημόσια αξιώματα δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία; Μια και στην εποχή μας, το ηθικό συγχέεται με το νόμιμο και δεν είναι πλέον αυτονόητο.
Προσωπική χαρακτηρίζαμε την πέμπτη “απορία”, που αφορούσε το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου το 2008 Πάνου Τσίρου. Εδώ, όχι μόνο μα περιγελάει αλλά μας συλλαμβάνει και απρόσεκτους. Γράφει ο Αλέξης Ζήρας: “Δεν μπορώ να λύσω το αίνιγμα τού αν το πράγματι αξιόλογο βιβλίο με πεζά του Πάνου Τσίρου είναι εσοδείας ’07 ή ’08, καθώς στη σελίδα 5 η ταυτότητα του βιβλίου αναφέρει το 2007, ενώ στη σελίδα 71 αναφέρεται ο Ιανουάριος του 2008. Διπλοσημία που φαίνεται αμέσως και που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αποσιωπήθηκε από το πάντοτε προσεκτικό «Ex Libris!»” Λάθος, δεν μας περιγελάει. Στο κείμενό του υπάρχει ο μέγιστος κόλαφος της αποσιώπησης. Ο αναγνώστης του «Διαβάζω» θα υποθέσει πως είμαστε πρωτοξάδελφα με τον Πάνο Τσίρο. Ή μάλλον όχι. Δεδομένου ότι γράφτηκε στη “μίζερη γωνίτσα” της συγκεκριμένης αριστερής εφημερίδας, ο νους του θα πάει σε σύντροφο, που μετά μανίας προωθούμε.
Μήπως το “αίνιγμα” θα έπρεπε να το λύσουν οι δυο διαδοχικές επιτροπές, αντί να το προσπεράσουν, αν, βεβαίως, θεωρούσαν πως το βιβλίο αξίζει να συμπεριληφθεί στις “μικρές λίστες”; Τι απλούστερο από το να αποταθούν στον εκδότη προς διασάφηση της “διπλοσημίας”; Εμείς, λόγω προσωπικού ή όποιου άλλου ενδιαφέροντος, είχαμε ρωτήσει πέρυσι σχετικά τον εκδότη, ο οποίος και αποκρίθηκε πως είναι έκδοση του 2008. Τώρα, όσο αφορά τα βιβλιογραφικά δεδομένα, στη σελίδα τίτλου (την 5) αναφέρεται το 2007 και στη σελίδα 91 και όχι 71, δηλαδή στον κολοφώνα, αναφέρονται επακριβώς τα εξής: «Σελιδοποιήθηκε από τον Γρηγόρη Κυρλίδη στις εκδόσεις Γαβριηλίδης: Τυπώθηκε στη Μετρόπολις ΑΕ και βιβλιοδετήθηκε στους Αφους Σαλτοριάδη τον Ιανουάριο του 2008». Κατά πάγια τακτική, οι ταξινομήσεις γίνονται με βάση τον κολοφώνα. Μικρός εκδοτικός οίκος, στη φούρια των Χριστουγέννων τύπωσε τη σελίδα του τίτλου, δεν πρόλαβε, ανέβαλε τον άγνωστο πρωτοεμφανιζόμενο μήπως και προφτάσει κανέναν άλλο, που θα μπορούσε να πουλήσει στις ημέρες των γιορτών. Αυτό θα ήταν ένα πιθανό σενάριο.
Τις πέντε “απορίες” μας είχαμε την ατυχή έμπνευση να τις συνοδεύουμε με μια “διαπίστωση”, που διατυπωνόταν σε χιουμοριστικό τόνο. Διαπιστώναμε πως το συγγραφικό ταλέντο θα πρέπει να είναι κληρονομικό αφού τα τέκνα συγγραφέων συμπεριλαμβάνονται στις “μικρές λίστες”. Και πάλι, ο Αλέξης Ζήρας μας κατηγορεί για σκανδαλοθηρία: “Τι νόημα έχει η διαπίστωση ότι προκρίθηκαν έργα που οι δημιουργοί τους είναι συγγενείς πρώτου βαθμού με άλλους γνωστούς και ίσως δημοφιλείς;” Πράγματι, τι νόημα, όταν, εκ προοιμίου ανακοινώνεται πως “οι επιτροπές των βραβείων έκριναν το σύνολο της παραγωγής του 2008”. Αποκτά, όμως, νόημα, αν αμφισβητήσουμε αυτόν τον ουτοπικό, όπως πιστεύουμε, ισχυρισμό. Και τον αμφισβητούμε, γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια παρουσιάζουμε, σε εβδομαδιαία βάση, αποκλειστικά ελληνική λογοτεχνία κι όμως, το σύνολο της ετήσιας παραγωγής δεν το καλύπτουμε. Προφανώς, αυτό το αναφέρουμε ως ένδειξη και όχι ως απόδειξη, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο προικισμένοι.
Τελικά, ποιος θα αμφισβητούσε πως το διάβασμα γίνεται κατ’ επιλογή ή έστω, η προτεραιότητα που δίνεται στο διάβασμα; Τον συνονόματο συγγενή επιφανούς τον διαβάζεις από περιέργεια, ενώ τον άγνωστο πρέπει να τον ανακαλύψεις στη στοίβα των βιβλίων. Βεβαίως, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο να το διαβάσεις και να το συμπεριλάβεις στη “μικρή λίστα”. Ίσως και να αδικούμε κριτές και κρινόμενους με τη σκέψη πως το όνομα συμβάλλει. Ίσως, το στατιστικό δεδομένο πως ποτέ δεν λείπουν οι γόνοι επιφανών από τις λίστες να είναι παραπλανητικό. Οι ίδιοι, πάντως, υποστηρίζουν πως το μόνο κέρδος τους, είναι ότι μεγάλωσαν μέσα στα βιβλία. Άραγε, δεν θεωρούν εαυτούς προνομιούχους για όλους εκείνους τους σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισαν εκ του σύνεγγυς ως γόνοι επιφανών και στους οποίους, μεγαλώνοντας, έχουν ευκολότερη πρόσβαση; Έπειτα, ας μην ξεχνάμε κιόλας ότι απέχει κάμποσο ο γιος του Σολωμού από το γιο του βοηθού του κηπουρού στο κτήμα του Σολωμού.
Μ. Θεοδοσοπούλου