Τα τελευταία χρόνια, το ουσιαστικοποιημένο επίθετο “Τ’ αγαπημένα”, κατά αδέξια απόδοση του “the favorites”, κυριαρχεί στον ηλεκτρονικό χώρο, παραπέμποντας στις πάσης φύσεως ιστοσελίδες με όλα εκείνα που, σε καθημερινή βάση, γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο. Συχνά και τον χρόνο όσων ασχολιών τελούνται μηχανιστικά, κάποτε και άλλων, που απαιτούν συγκέντρωση προσοχής. “Τ’ αγαπημένα” παραπέμπουν σε πλείστες όσες διαφορετικές διαδικτυακές επιλογές. Πρωτίστως, όμως, σε επιλογές τραγουδιών. Για παράδειγμα, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, στο βιβλίο του, «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», που αναφέραμε την προηγούμενη Κυριακή, έχει ιδιαίτερο κεφάλαιο, με ημερομηνία, 8 Φεβρουαρίου 2004, με “τ’ αγαπημένα του τραγούδια” εκείνης της εποχής. Μέσα στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, “τ’ αγαπημένα” τραγούδια φαίνεται να συνιστούν ένα είδος αντιπερισπασμού της νεολαίας απέναντι στους οχληρούς ήχους του περιβάλλοντος. Ουσιαστικά, προστατεύονται από την καθημερινή πραγματικότητα. Κυρίως, κατά τις μετακινήσεις τους. Διαδικτυωμένοι βαδίζουν, αναμένουν στις ουρές, οδηγούν ή και επιβαίνουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Σε προγενέστερα χρόνια, αυτόν τον ρόλο τον είχαν τα βιβλία. Στο λεωφορείο, στην αίθουσα αναμονής, άνοιγες ένα βιβλίο. Ή, έστω, το οποιοδήποτε ανάγνωσμα.
Μένει ζητούμενο, αν η ιδέα για τη Σειρά «Τ’ αγαπημένα ποιήματα και αφηγήματα άλλων» θέλει να θυμίσει αυτήν την παλαιά καλή συνήθεια. Με άλλα λόγια, κατά πόσο αντλεί έμπνευση από τη διαδικτυακή εποχή ή αποτελεί αντίλογο σε αυτήν. Δεδομένου ότι η ιδέα έρχεται από έναν καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης, θα πρέπει να εκληφθεί μάλλον ως αντίθεση στη μουσική παθητικοποίηση. Ανεξάρτητα, όμως, από το πόσο εμπνευσμένη ή και “έξυπνη”, όπως την χαρακτηρίζει ο Θωμάς Κοροβίνης, είναι αυτή η ιδέα του φιλόλογου Νώντα Παπαγεωργίου, που, εδώ και 21 χρόνια, βρίσκεται επικεφαλής των εκδόσεων Μεταίχμιο, η επιτυχία της εξαρτάται από τους ανθολόγους, που αναλαμβάνουν να την πραγματώσουν. Ιδιαίτερα, η παιδαγωγική αποτελεσματικότητα της Σειράς, δηλαδή το κατά πόσο θα κατορθώσει να συνδυάσει το τερπνό μετά του ωφελίμου και να προσελκύσει νεότερους, εναπόκειται στα κριτήρια, ρητά ή και άρρητα, που θα κατευθύνουν τη σταχυολόγηση. Για παράδειγμα, ο ανθολόγος δεν θα πρέπει να κατατρύχεται από την ιδέα πως οφείλει να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους συγγραφείς, μην τυχόν και αδικήσει κάποιους ζώντες ή και κακοχαρακτηριστεί πως παρέλειψε σημαντικούς τεθνεώτες. Κάτι που φαίνεται να απασχόλησε κατά το πρώτο της Σειράς σταχυολόγημα. Μάλιστα, παρατίθεται προλογικά κατάλογος με όσους έμειναν εκτός αυτού του ιδιότυπου απανθίσματος.
Θωμάς Κοροβίνης
«Τ’ αγαπημένα ποιήματα
και αφηγήματα άλλων»
Μεταίχμιο, Οκτ. 2014
Θεσσαλός ο Παπαγεωργίου, προτίμησε ως πρώτον αυτής της σκυταλοδρομίας σε λογοτεχνικά εδάφη έναν συνομήλικό του και συνάδελφο, από τους εκτός Αθηνών, τον Θεσσαλονικιό Κοροβίνη. Αυτός επιλέγει κείμενα 88 συγγραφέων, τα οποία παραθέτει σε μία ενιαία αφήγηση. Το πέρασμα από συγγραφέα σε συγγραφέα σηματοδοτείται μόνο με βάση την αύξουσα αρίθμηση, χωρίς αλλαγή σελίδας. Πρώτος τοποθετείται ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και τελευταίοι οι Κωστής Παπαγιώργης και Άκης Πάνου. Ο σχολιασμός που προηγείται κάθε κειμένου δείχνει πως την κατεύθυνση την δίνουν οι ανθρώποι, είτε ο βαθμός πνευματικής συγγένειας του ανθολόγου προς αυτούς είτε η συγγραφική τους αίγλη, αλλά και το κύρος που απολαμβάνουν. Κατόπιν έρχεται το ποίημα ή το πεζό, που κι αυτό δείχνει να επιλέγεται ως αντιπροσωπευτικό, από τα γνωστότερά τους.
Παρομοίως, τη σειρά παράταξης την ρυθμίζει ο χρόνος και η ένταση της γνωριμίας ανθολόγου-ανθολογούμενων. Μετά τον Χριστιανόπουλο, ο “έρωτας” για τα ποιήματα του Ελύτη, για να ακολουθήσει η “μέθη” με Εμπειρίκο. Μόλις 64ος ο “καπάτσος και οξυδερκής Σμυρνιός” Σεφέρης, με 65ο τον Θεοδωράκη και συνειρμικά, μέσω αυτού, τον Κάλβο, 74ο. Συχνά τους ποιητές τους φέρνει στη ροή της αφήγησης ο συνθέτης που τους μελοποίησε. Όπως, λ.χ., ο Χατζιδάκις τον Σολωμό. Είναι προφανές πως η ανθολόγηση δεν υπακούει σε ιεραρχήσεις και λογοτεχνικούς κανόνες. Ποιητές εναλλάσσονται με πεζογράφους, ενώ παρεμβάλλονται στιχουργοί και συνθέτες. Μείζονες και ελάσσονες. Ζώντες και τεθνεώτες. Με μία ικανοποιητική ανθολόγηση γυναικείων φωνών (ένα 12,5%), καθώς και νεότερων. Συνοψίζοντας, είναι μία ανθολογία, συντεθειμένη με το ιδιαίτερο ύφος του Κοροβίνη. “Τ’ αγαπημένα” του θα βρουν μεγαλύτερη ανταπόκριση από όσους αγαπούν τα βιβλία του. Από μία άποψη, χαραμίζει υλικό, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε συναρπαστικό αλλά και πολύτιμο ως μαρτυρία απομνημόνευμα.
Μιχάλης Γκανάς
«Τ’ αγαπημένα ποιήματα
και αφηγήματα άλλων»
Μεταίχμιο, Νοέ. 2014
Και ο δεύτερος ανθολόγος επιλέγεται από το βορειοελλαδίτικο δυναμικό. Ηπειρώτης ο Μιχάλης Γκανάς, από τον Τσαμαντά, μεθοριακό χωριό της Μουργκάνας, είναι από το 1962 μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Τότε, πρωτοετής της Νομικής, “δεν ήξερε το όνομα κανενός ζώντος ποιητή, ούτε καν του Σεφέρη, που έναν χρόνο μετά θα έπαιρνε το Νόμπελ”. Εκτός από τον Νίκο Καββαδία και τις δυο ποιητικές του συλλογές, «Μαραμπού» και «Πούσι», που είχαν κυκλοφορήσει σε έναν τόμο, από τις εκδόσεις «Γαλαξία», το 1961. Είχε μάθει, όμως, στο Γυμνάσιο Φιλιατών, τον σχολικό λογοτεχνικό κανόνα, μέχρι Παλαμά και Καβάφη. Προς κάλυψη του χάσματος, πριν κάνει την εμφάνισή του ως ποιητής, το 1978, με τη συλλογή «Ακάθιστος Δείπνος», στα ενδιάμεσα 16 χρόνια, “διάβασε πολύ”, ως μακρόβιος φοιτητής, ως στρατιώτης, ως βιβλιοπώλης. Σύμφωνα με την αφήγησή του, που παρατίθεται δίκην προλόγου, το “μανιώδες” διάβασμα, κυρίως ποίησης και ρωσικής λογοτεχνίας, θα πρέπει να συνέτεινε στην εγκατάλειψη της Νομικής και την απώλεια πανεπιστημιακής κατοχύρωσης. Αντ’ αυτού, ακολούθησε τα ίχνη του Καββαδία, εκδίδοντας κι αυτός δυο ποιητικές συλλογές και στη συνέχεια, ένα πεζό. Μπορεί να διαφέρουν οι αποστάσεις των δυο πεζών από τα αντίστοιχα ποιητικά –το πεζό του Καββαδία, «Η βάρδια», εκδόθηκε 21 χρόνια μετά το πρώτο του βιβλίο, του Γκανά, το «Μητριά πατρίδα», μόλις τρία– αλλά αμφότερα έχουν εγγραφεί στις δέλτους της Λογοτεχνίας. Μαζί με «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου είναι ό,τι καλύτερο έχουν δώσει μεταπολεμικά ποιητές στον πεζό λόγο.
“Στα αγαπημένα” του, ο Κοροβίνης ανθολογεί τον Γκανά με ποίημα από την πρώτη ποιητική του συλλογή. Επιλέγει το «Η Ελλάδα που λες...» και σχολιάζει, είναι “ένα δημοτικό, βιωμένο σαν καθιστικό, μαθημένο από καθαρά προσωπικές ερμηνείες χωρίς συνοδεία οργάνων”. Τον δεσμό με το δημοτικό τραγούδι τον δηλώνει και ο τίτλος της τέταρτης ποιητικής συλλογής του Γκανά, «Παραλογή», που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης πριν είκοσι χρόνια. Σε εκείνο “το ονειρικό ποίημα”, ο Γ. Π. Σαββίδης δεν είχε δει έναν ποιητή της εντοπιότητας αλλά έναν “μείζονα ποιητή”, που “έριξε τις ρίζες του πάνω στα δημοτικά αχνάρια” για να μιλήσει για τις απώλειες που φέρνει ο χρόνος και “το ανέφικτο της επιστροφής”. Στον πρόλογο της ανθολογίας, ο Γκανάς δίνει τα ίχνη των αναγνωστικών του επιρροών. Σε αντίθεση με τον Κοροβίνη, αποφεύγει το ολίσθημα της βιογράφησης. Από μία άποψη, ωστόσο, αυτοβιογραφείται μέσω “των αγαπημένων” και ας μην τα ιεραρχεί, καταπώς θα αναμενόταν σε ένα προσωπικό σταχυολόγημα.
Οι δυο πρώτοι τόμοι της Σειράς «Τ’ αγαπημένα» είναι τόσο διαφορετικοί όσο διαφορετικά ταμπεραμέντα θα πρέπει να είναι οι δυο ανθολόγοι. Σύντομος ο πρόλογος του Γκανά, βραχύλογα τα σχόλια για κάθε έναν ανθολογούμενο, επιγραμματικές οι αποφάνσεις. Είναι ένα αμιγώς λογοτεχνικό απάνθισμα, αποκλειστικά με ποιητές και πεζογράφους. Μόνο το μότο του βιβλίου είναι στίχος τραγουδοποιού, του συνομήλικού του, Διονύση Σαββόπουλου, κι αυτός φέρελπις νομικός στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Πρόκειται για ένα απάνθισμα ετεροβαρές, με την αναλογία ποίηση/πεζό να είναι 5/1. Ο Γκανάς θέτει ως ηλικιακό όριο τη γενιά του. Δεν ανθολογεί ζώντες από αυτήν, ούτε νεότερους. Αναφέρει, όμως, πέντε αποθανόντες. Κατά σειρά αποχώρησης: Χρήστος Μπράβος, Κατερίνα Γώγου, Ηλίας Λάγιος, Γιάννης Βαρβέρης, Κωστής Παπαγιώργης.
Στον πρώτο, ο σχολιασμός είναι συναισθηματικά φορτισμένος. “Αγαπημένος φίλος και ομογάλακτος ποιητής”, αλλά και “ομόσταβλος στις εκδόσεις «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου”, ο Μακεδόνας Χρήστος Μπράβος, που έφυγε στα 39 του. Κοντεύουν να συμπληρωθούν τριάντα χρόνια από το θάνατό του, το 1987, κι όμως η “συνομιλία” τους συνεχίζεται. Της ίδιας ποιητικής οικογένειας, με πρεσβύτερους τον Μάρκο Μέσκο και τον Μίλτο Σαχτούρη. Η ανεκδοτολογική γνωριμία του Γκανά με τον δεύτερο, όπως χαριτωμένα την αφηγείται, δίνει μία πρώτη γεύση της αυτοβιογραφίας, που θα μας προσφέρει, όταν έρθει η ώρα της. Ξεχασμένος, σήμερα, ο Μπράβος, είναι από τις λιγοστές έκκεντρες επιλογές της ανθολογίας και η γενικότερη αποσιώπησή του στο λογοτεχνικό πεδίο ανακαλεί εκείνο το πάλαι ποτέ παθολογικό σύμπλεγμα του άστεως απέναντι στη ζωογόνα πνοή του αγροτικού χώρου. Ακόμη πιο έκκεντρη δείχνει η συμπερίληψη της Γώγου. “Μια ποιήτρια που λατρεύτηκε, κυρίως, από όσους δεν διαβάζουν ποίηση”, σχολιάζει ο ανθολόγος. Αντιθέτως, όσοι διαβάζουν, θα απορήσουν με τη φειδωλή σταχυολόγηση ποίησης γυναικών. Μόλις τέσσερις ποιήτριες (Μυρτιώτισσα, Πολυδούρη, Δημουλά, Γώγου) στα 55 λήμματα ποιητών, ούτε μία πεζογράφος στα 11 αντίστοιχα πεζογράφων. Η επιλογή θα πρέπει να αποδοθεί σε αισθητικά κριτήρια και όχι σε μισογυνία, αφού το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο του Γκανά, προ πενταετίας, είναι συλλογή από αγαπησιάρικες ιστορίες για θηλυκές υπάρξεις, με τίτλο, «Γυναίκες».
Φειδωλός στέκεται και με τους πεζογράφους, που ανθολογεί. Ανταμείβει, ωστόσο, ο εκλεκτικός χαρακτήρας του σταχυολογήματος. Ένας μοναδικός συγγραφέας ανθολογείται και ως ποιητής και ως διηγηματογράφος. “Ο Κυρ Αλέξανδρος”, με τη λακωνική αιτιολογία, “Μόνο ένας ποιητής θα έγραφε τη Φόνισσα”. Το βασικό χαρακτηριστικό “στα αγαπημένα” του Γκανά είναι πως επιλέγει πρωτίστως κείμενα και δευτερευόντως ονόματα. Γι’ αυτό και ορισμένα σχόλια έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκτός από την έκδηλη προτίμησή του σε έναν ιδιότυπο ρομαντισμό, οι παρατηρήσεις συχνά συνοψίζουν με λιτό τρόπο μία θέση, που άλλοι για να την διατυπώσουν κατατρίβονται με θεωρίες. Για παράδειγμα, απαντά εμμέσως στο ερώτημα, ελληνοκεντρικός ή ερωτικός Καβάφης, του οποίου ανθολογεί ένα από τα “κρυμμένα” του, το «Πάρθεν», σχολιάζοντας: “Ο Καβάφης, ένας αισθητής, ένας Αλεξανδρινός κοσμοπολίτης ποιητής, που άλλα τον ενδιαφέρουν και τον καίνε, μου αρέσει η ιδέα ότι μοιράζουμε μαζί του αυτό που ο Κόντογλου βάφτισε «Καημό της Ρωμιοσύνης»”.
Ο Γκανάς χωρίζει την ανθολογία του σε δυο ενότητες, στην πρώτη, των ποιημάτων, ξεκινάει με δημοτικά τραγούδια, ενώ στη δεύτερη, των αφηγημάτων, με μαρτυρίες γυναικών. Επίσης, στην πρώτη, διασπά την αλφαβητική παράθεση, παρεμβάλλοντας πέντε λήμματα, όπου συνταιριάζει ποιήματα γραμμένα από διαφορετικούς ποιητές σε διαφορετικές εποχές. Σημειώνουμε μια αδόκητη συνάντηση: Καβάφης - Εγγονόπουλος - Παλαμάς. Τρία γνωστά τους ποιήματα («Πολύ σπανίως»-«Μπολιβάρ»-«Ζω με το μέτρο και με το ρυθμό») “συνομιλούν” πλαγίως αναμεταξύ τους για τη σχέση του ποιητή με τις μελλοντικές γενιές.
Το μόνο που μένει είναι να ευχηθούμε κάποιοι νέοι να συνθέσουν “τ’ αγαπημένα” τους από “τ’ αγαπημένα” των δυο πρώτων τόμων της Σειράς. Πάντως, για να συνεχίσει επιτυχώς η Σειρά, η επιλογή των ανθολόγων δεν θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο την αναγνωρισιμότητα. “Τ’ αγαπημένα” του Γκανά, λ.χ., αν εκπλήσσουν ευχάριστα και κάποια συγκινούν, είναι γιατί είναι “αυτά που αγάπησε, που θαύμασε, που ζήλεψε”. Τα σχόλιά του, αν εντυπώνονται, είναι γιατί αναδύονται από βιώματα. Παράδειγμα, μετά το ποίημα, «Ποίηση 1948», του Εγγονόπουλου, σημειώνει: “Δεν πειράζει που δεν το έγραψες εσύ. Κάτσε και αντίγραψέ το 50 ή 100 φορές, με το χέρι φυσικά σαν τιμωρία, για τη ζήλια σου, τη δημιουργική όπως τη λες...”: «τούτη η εποχή/του εμφυλίου σπαραγμού/δεν είναι εποχή/για ποίηση/κι άλλα παρόμοια:/σαν πάει κάτι/να /γραφεί/είναι/ως αν/να γράφονταν/από την άλλη μεριά/αγγελτηρίων/ θανάτου γι’ αυτό και/τα ποιήματά μου/είν’ τόσο πικραμένα/(και πότε-άλλωστε-δεν ήσαν;)/κι είναι/-προπάντων-/και/τόσο/λίγα».
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/12/2014.
Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα.