Βαγγέλης Ραπτόπουλος
«Μοιρολα3»
Εκδόσεις Τόπος
Οκτώβριος 2014
Το καινούριο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου φέρνει στην επικαιρότητα την επέτειο των 140 χρόνων από τη γέννηση της Πηνελόπης Δέλτα στις 12/24 Απριλίου 1874 στην Αλεξάνδρεια. Κακότυχη στάθηκε η Δέλτα. Τετράκις αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ακόμη και την ύστατη φορά δυσκολεύτηκε. Τις τρεις, όταν αποδείχθηκε αδύνατος ο δεσμός της με τους δυο άντρες που ερωτεύτηκε στα είκοσι και στα τριάντα, τον Αντώνη Μαυρογορδάτο και τον Ίωνα Δραγούμη. Δυο φορές για τον Δραγούμη, που στάθηκε ο μεγάλος έρωτας. Στις 27 Απριλίου 1941, η τελευταία απόπειρα ήταν “για την πατρίδα”. Δεν άντεχε να δει την Ελλάδα υπόδουλη. Ούτε, όμως, τότε τα κατάφερε. Παιδεύτηκε πέντε ημέρες, με την σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη.
Αλλά και μεταθανάτια, άτυχη στάθηκε. Για παράδειγμα, το λήμμα στην Γραμματολογία Σοκόλη, πόσο φειδωλά για τον πνευματικό άνθρωπο και λογοτέχνη είναι γραμμένο. Αντιγράφουμε: “Η Πηνέλοπη διαμόρφωσε χαρακτήρα αυστηρό, απαιτητικό και απόλυτο, με διάθεση αναμορφωτική και απαρέγκλιτη προσήλωση στο καθήκον, που θερμαινόταν μόνο από την πατριδολατρία της.” Αυτό το “πατριδολατρία” ηχεί περίπου σαν ψόγος. Για να καταλήξει: “Υπήρξε εκφράστρια των ιδεών της τάξης της και υμνήτρια των πατριωτικών ιδανικών της εποχής της, χωρίς διάθεση νεοτεριστικών αλλαγών.” Και ο αγώνας για τον δημοτικισμό και η μυθιστορηματική ανάπλαση Βυζαντίου και Μακεδονικού Αγώνα και η πολιτική στράτευση στο πλευρό του Βενιζέλου; Στην έλλειψη γενναιοδωρίας προστίθενται και ανακρίβειες. Σύμφωνα με το λήμμα, “στις 27 Απριλίου, ημέρα που οι Γερμανοί κατακτητές μπήκαν στην Αθήνα, αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο”. Επιπροσθέτως, στην Γραμματολογία, στην παράταξη των συγγραφέων εκείνης της περιόδου, το λήμμα για τη Δέλτα έχει τοποθετηθεί μετά εκείνου για τον Δραγούμη. Όπου η συντάκτρια του δεύτερου λήμματος πρώτα μνημονεύει “τον δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Μαρίκα Κοτοπούλη”.
Χωρίς μνημόνευση της επετείου, εφέτος τον Μάιο –όλα τα σημαντικά του βίου της Δέλτα άνοιξη έλαβαν χώρα– παρουσιάστηκε το φρεσκοτυπωμένο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, «Ρωμιοπούλες», που είχε ξεκινήσει να γράφει το 1926 και το ολοκλήρωσε το 1939. Τα 75 χρόνια, που έμεινε στο Αρχείο της, δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνη και το έργο της. Ούτε, άλλωστε, τα λιγοστά που δημοσιεύτηκαν σχετικά με την έκδοση. Όσο για την τύχη του Αρχείου της, το πιθανότερο, αν δεν υπήρχε ο δισέγγονός της, Αλέκος Π. Ζάννας, που έκανε έργο ζωής την έκδοση των κατάλοιπών της, θα είχαμε μόνο τα επτά μυθιστορήματα και τις δυο συλλογές διηγημάτων, που εκδόθηκαν από την ίδια. Και βεβαίως, πριν από αυτόν, ο Ξενοφών Λευκοπαρίδης, που παραμέρισε το δικό του έργο για να αναδείξει κάποια σημαντικά πρόσωπα, με πρώτη την Δέλτα και τους δυο τόμους της αλληλογραφίας της.
Ωστόσο, Ιούλιο 2010, θυμήθηκαν μία άλλη επέτειο σχετική με την Δέλτα. Τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έκδοση του δεύτερου βιβλίου της, το «Παραμύθι χωρίς όνομα». Τότε, κυκλοφόρησε επανέκδοση, με επίμετρο και χρονολόγιο. Ο εορτασμός της επετείου συμπληρώθηκε με το ανέβασμά του, στις 12 Οκτωβρίου 2010, στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Βεβαίως, το 2009, είχαν συμπληρωθεί 100 χρόνια από το πρώτο της βιβλίο «Για την πατρίδα» και αντιστοίχως, το 2011, από το τρίτο, «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου», που ούτε τιμητικής επανέκδοσης έτυχαν ούτε παράστασης. Από μια άποψη, αναμενόμενο, αφού και μόνο οι τίτλοι τους αντιβαίνουν στην προσπάθεια παγκοσμιοποίησης εγχώριας Ιστορίας και Εκπαίδευσης. Όσο για το δεύτερο βιβλίο της, αυτό, με την παραμυθική μορφή του, βρίσκεται στο απυρόβλητο. Ανεξάρτητα αν, στις 23 Απριλίου 2010, όταν ο τότε Πρωθυπουργός, από το Καστελόριζο, ανακοίνωνε ότι η Ελλάδα υπέγραψε το μνημόνιο στήριξης, η αλληγορία του παραμυθιού αποκτούσε μία επιπλέον ερμηνεία.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1910, ο Αλέξανδρος Δελμούζος έγραφε στην Δέλτα: “Σεβαστή μου Κυρία Δέλτα, ο τίτλος είναι πολύ επιτυχημένος. Γιατί, αν και το θέμα είναι παρμένο από τη ζωή μας και για τη ζωή μας, μόλα ταύτα έχει τόση γενικότητα, ώστε κάθε πεσμένος λαός θα το πάρει για δικό του.” Το 2010, είχαμε ήδη αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε ένας “πεσμένος λαός”. Ίσως, ακριβέστερα, γονατισμένος. Βρισκόμασταν μάλλον προ πολλού “στο Βασίλειο της Μοιρολατρίας”. Από εκεί, και όχι από το ειδυλλιακό ακριτικό νησί, ερχόταν η φωνή του “Βασιλιά Αστόχαστου”, που έστελνε τον “αρχικαγκελάριο Πανουργάκο” στον “Θείο Βασιλιά” και τον “Εξάδελφο Βασιλιά” των δυο γειτονικών χωρών για βοήθεια. Και εκείνος θεώρησε σκόπιμο, όποιον “Κακομοιρίδη, σιδερά” ή οτιδήποτε άλλο, συναντούσε στο δρόμο, να του αρπάζει το σακούλι.
Παρά την πρόδηλη ομοιότητα της παραμυθικής πραγματικότητας με την ίδια την πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης της παράστασης, Τάκης Τζαμαργιάς, έκρινε ότι χρειάζεται διασκευή. Ακριβέστερα, μία δεύτερη διασκευή, καθώς υπήρχε η παλαιότερη δραματοποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που είχε ανέβει από τον Θίασο Διαμαντόπουλου-Αλκαίου. Για τη διασκευή απευθύνθηκε στον Ραπτόπουλο, παλιό συμφοιτητή του στην Παιδαγωγική. Εκείνος φαίνεται πως ενθουσιάστηκε και άρχισε να “δουλεύει πυρετωδώς μες στο κατακαλόκαιρο”. “Την ελεύθερη διασκευή του Καμπανέλλη, ο οποίος μετέτρεψε το έργο σε μια αντιπολεμική ιστορία που απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες, απέφυγε ακόμη και να την σκεφτεί.” Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται στο βιβλίο του «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», που εξέδωσε το 2012. Εκεί, σε ποτάμια ημερολογιακού τύπου αφήγηση 700 σελίδων, μιλάει για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και την αποτυχία της Ελλάδας ως χώρας της Ευρώπης. Αναφέρεται στην αποτυχία ως συλλογικό φαινόμενο αλλά και ως ατομικό.
Γεννημένος ο Ραπτόπουλος τη χρονιά της πρώτης διασκευής του μυθιστορήματος της Δέλτα, το 1959, με πρώτο βιβλίο το 1979 και την πρώτη “τριλογία της εφηβείας” να έχει συλληφθεί ως ιδέα και μερικώς γραφτεί εντός εκείνης της σημαδιακής για εκείνον χρονιάς, όπως την χαρακτηρίζει, σιώπησε μετά την έκδοση και του τρίτου βιβλίου επί μία επταετία, για να επανακάμψει το 1992 με μεγαλύτερη ορμή και κυρίως, με διαφοροποιημένη σύλληψη της μυθιστορηματικής γραφής. Αυτή η συγγραφική μεταμόρφωση έχει αποτυπωθεί στους τίτλους πρώτου και τέταρτου βιβλίου, από τα «Κομματάκια» στην «Αυτοκρατορική μνήμη του αίματος». Δέκα χρόνια αργότερα, στο 23ο βιβλίο του, που είναι «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», ο συγγραφέας σαν να επαίρεται πως “πάνω από τριάντα χρόνια τα βιβλία του διχάζουν ακόμα και τους φανατικούς του αναγνώστες”. Το κεφάλαιο, που αφιερώνει στην περιπέτεια της διασκευής, γραμμένο πριν την παράσταση, συνιστά τον απολογισμό μιας αποτυχίας.
Ο βασικός λόγος, που ο ίδιος τη θεώρησε ως αποτυχημένη προσπάθεια, είναι ότι δεν στάθηκε αρκούντως “άπιστη” ως προς το πρωτότυπο. Κι όμως, ήδη η μεταφορά της ιστορίας σε ένα μέλλον απροσδιόριστο, με “το Βασίλειο της Μοιρολατρίας” να παρουσιάζεται ως απομεινάρι μιας μελλοντολογικής καταστροφής, ή, και πιο συγκεκριμένα, “σε μια εποχή υπερτεχνολογικού μεσαίωνα”, δείχνει ικανοποιητικά τολμηρή. Και μόνο “τα πυκνά δάση του παραμυθιού, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρο κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες”, που προβάλλουν στη διασκευή “καμένα και τσεκουρεμένα”, αλλάζουν άρδην το μήνυμα του παραμυθιού. Για το οποίο, έτσι κι αλλιώς, ο Ραπτόπουλος εκφράζει επιφυλάξεις. “Το πάλεψε κι εσύ για το κοινό καλό” θεωρεί ότι οδηγεί σε “ένα όραμα του κόσμου μανιχαϊστικό”. Ο τίτλος του κεφαλαίου, «Το παραμύθι χωρίς όνομα του μέλλοντός μας», προϊδεάζει για το εύρος της επιθυμητής διασκευής. Τον Ραπτόπουλο τον απογοήτευσαν και οι επεμβάσεις παιδαγωγικού χαρακτήρα σκηνοθέτη και διεύθυνσης Θεάτρου. Γι’ αυτό και καταλήγει με την διαπίστωση πως “τον έλκει τόσο η όλη ιστορία, ώστε μόνο αν καταπιαστεί μαζί της επί ίσοις όροις, δηλαδή αγωνιστεί να την αφηγηθεί ξανά σε μυθιστορηματική μορφή, μόνο τότε θα ησυχάσει”.
Σύμφωνα με συνέντευξή του, τελείωσε τη διασκευή του μυθιστορήματος Δεκέμβριο 2012. Ουσιαστικά, με σκελετό το παραμύθι της Δέλτα, έφτιαξε ένα δικό του μελλοντολογικό παραμύθι, κρατώντας την μοιρολατρία ως κύρια παθογένεια της νεοελληνικής κοινωνίας. Πρώτα από όλα, βρήκε έναν καινούριο τίτλο, που προτάσσει μεν τη μοιρολατρία, αλλά γραμμένη στη συνθηματική γλώσσα των γκράφιτι, όπου αριθμοί αντικαθιστούν ενότητες γραμμάτων. Μόνο που έτσι ο τίτλος καταλήγει να παραπέμπει στο Μοτορόλα 3, το γνωστό προωθημένο μοντέλο κινητού. Ύστερα, άλλαξε το κεντρικό πρόσωπο του παραμυθιού. Αντί για το Βασιλόπουλο, τη σωτηρία της Χώρας αναλαμβάνει η αδελφή του. Ευθυγραμμιζόμενος ο συγγραφέας, όπως ισχυρίζεται, με “την αναδυόμενη στις μέρες μας γυναικοκρατία”, στο μυθιστόρημά του πρωταγωνιστεί Πριγκίπισσα. Ως προς αυτό το σημείο, μάλλον του διαφεύγουν ορισμένα βασικά στοιχεία. Στην Ελλάδα, όπου τοποθετεί το μυθιστόρημά του, δεν υπάρχει καμιά απολύτως ένδειξη πως το καλό θα ’ρθει από τη γυναίκα. Γενικότερα, ο ατομισμός μιας γυναίκας είναι συγκριτικά περισσότερο ανεπτυγμένος, γι’ αυτό και κατά κανόνα εμφανίζεται πλέον φιλόδοξη. Ποτέ μία γυναίκα δεν θα παρέδιδε την εξουσία στον αδελφό της, όπως κάνει η ηρωίδα του, γιατί ανακάλυψε πως η εξουσία διαφθείρει. Ανέκαθεν οι γυναίκες στάθηκαν πρακτικά άτομα. Τέλος, με την αλλαγή του φύλου, απαλείφονται ολοσχερώς τα ίχνη των ιστορικών γεγονότων, ως αλληγορία των οποίων η Δέλτα έγραψε το παραμύθι. Εδώ, το ζήτημα δεν είναι αν τα παιδιά τα αγνοούν, όπως αναφέρει ο Ραπτόπουλος, αλλά κατά πόσο οι σημερινοί ενήλικες επιθυμούν ή και είναι σε θέση να τους τα διδάξουν.
Σήμερα, αρκετοί θεωρούν ότι η λογοτεχνία, ως προνομιούχος αφήγηση, συμπληρώνει την Ιστορία. Οπότε η διασκευή των μυθιστορημάτων της Δέλτα δείχνει αναγκαία, μήπως και επιβιώσουν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Κατά τη γνώμη μας, οι συμβολισμοί του «Παραμυθιού χωρίς όνομα» εξακολουθούν δυστυχώς να βρίσκουν ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Μπορεί να μην έχουμε σήμερα, όπως το 1910, Βασιλέα Γεώργιο και Βασιλόπουλο Κωνσταντίνο, έχουμε, όμως, νέους πολιτικούς. Ανάμεσα σε αυτούς διακρίνουμε, όχι μόνο αυτοδημιούργητους, αλλά και γόνους. Δεν υπάρχει μεγάλη πολιτική οικογένεια, που να μην καμαρώνει έναν ή και περισσότερους γιους και θυγατέρες στη Βουλή. Αν και περισσότερο γοητεύει, σήμερα όπως και τότε, ο αφ’ εαυτού αναδειχθείς πολιτικός. Όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που, το 1910, ήταν στα 46 του. Εφέτος, 150 χρόνια από τη γέννησή του, κάποιοι άλλοι αυτοδημιούργητοι σαραντάρηδες δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους, όπως, λ.χ., η Ρένα Δούρου και ο Αλέξης Τσίπρας. Ακόμη, να θυμίσουμε πως βασικό μέρος της πλοκής στην αλληγορία της Δέλτα αποτελεί ο πόλεμος, που κηρύσσει ο “Εξάδελφος Βασιλιάς”, θέλοντας να επωφεληθεί από την παρακμή “του Βασίλειου της Μοιρολατρίας”. Ο Ραπτόπουλος εκμεταλλεύεται σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση τους συμβολισμούς, συνθέτοντας το δικό του “πολιτικοποιημένο” παραμύθι.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 21/12/2014.
Φωτογραφία: Σκηνή από την παράσταση το «Παραμύθι χωρίς όνομα» σε διασκευή Β. Ραπτόπουλου. Η μυθιστορηματική εκδοχή απέχει από την θεατρική διασκευή, που ανέβηκε, πολύ πριν από την έκδοση του βιβλίου, στο Εθνικό Θέατρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου