Κώστας Βάρναλης
«Αϊ-Στράτης
Θυμήματα εξορίας»
Εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια
Ηρακλής Κακαβάνης
Εκδόσεις Καστανιώτη
Σεπτέμβριος 2014
Αν διατηρείτο έως σήμερα ο θεσμός των επετειακών ετών, ο Κώστας Βάρναλης θα μπορούσε να είχε αποτελέσει τον τιμώμενο του 2014. Ή, έστω, μία υποψηφιότητα βαρύνουσα, καθώς πρόκειται για διπλή επέτειο, όπως οι πρόσφατες Παπαδιαμάντη και Καβάφη. Μεθαύριο κλείνουν 40 χρόνια από τον θάνατό του, ενώ, στις 14/2/2014, συμπληρώθηκαν 130 από τη γέννησή του. Να σημειώσουμε, πως, όσο αφορά το έτος γέννησης, αυτό άλλαξε δυο φορές, πριν οριστικοποιηθεί. Στα παλαιότερα βιογραφικά του, μέχρι το 1974, αναφέρεται ως έτος γέννησης το 1884, κατά βεβαίωση του ίδιου. Ωστόσο, σε επιστολή του προς τον Γιώργο Βαλέτα, γραμμένη το 1973, διορθώνει: “Πρέπει να γεννήθηκα το 1883, γιατί βαφτίστηκα στις 14 του Φλεβάρη του 1884”. Με βάση αυτό το δεδομένο, τα βιογραφικά του σε μεταγενέστερες εκδόσεις αναφέρουν το 1883. Αν και, μέχρι σε αφιερώματα του 1984, μνημονεύεται ακόμη ως γεννηθείς το 1884. Στα κατάλοιπά του, όμως, η Θεανώ Μιχαηλίδου, στην οποία η Νανά Καλλιανέση (Κέδρος) είχε αναθέσει από το 1981 την τακτοποίησή τους, εντόπισε το πιστοποιητικό βάπτισης, με ημερομηνία γέννησης την 14η Φεβρουαρίου 1884 και βάπτισης την 13η Μαΐου 1884. Μπορεί το μνημονικό lapsus του Βάρναλη να είναι ασήμαντο, ωστόσο αυτή η μικρή χρονολογική ανακρίβεια πήγε μπρος πίσω το έτος γέννησης, δημιουργώντας στους ακριβολογούντες σύγχυση.
Όπως και να έχει, το ενδεχόμενο να μην του αφιέρωναν επετειακά το 2014, μάλλον δεν θα οφειλόταν σε αυτήν τη σύγχυση, δηλαδή στο κατά πόσο πρόκειται για μονή ή διπλή επέτειο. Απόδειξη ότι το 2014 μετράει τον τελευταίο μήνα του, χωρίς, ουσιαστικά, μνεία της επετείου. Εκτός από μία τιμητική εκδήλωση, μεμονωμένες ομιλίες και την έκδοση γραμματοσήμου, που θα προέκυπτε και χωρίς επέτειο, καθώς τιμήθηκε μια τετράδα συγγραφέων (Βάρναλης, Σαμαράκης, Τσίρκας, Διδώ Σωτηρίου). Οπότε η έκδοση ενός βιβλίου, εν μέρει αυτοβιογραφικού περιεχομένου εν μέρει ερευνητικού, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι το δεύτερο βιβλίο για τον Βάρναλη του Ηρακλή Κακαβάνη. Προηγήθηκε, το 2012, «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του». Κατά τα άλλα, οι μετά θάνατο μνημονεύσεις δεν είναι μόνο ζήτημα πνευματικού αναστήματος, αλλά και ισχύος αυτών που το επιχειρούν. Δηλαδή, κληρονόμοι, κάτοχοι του αρχείου, μελετητές, συντοπίτες ή άλλες συγγενικές ομάδες που τον διεκδικούν.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κληρονόμος, που είναι η θετή κόρη του, έκανε το καθήκον της, εναποθέτοντας το 2001 το Αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Με τη σειρά της, η Βιβλιοθήκη, το 2010, δημοσίευσε αναλυτικό κατάλογο του Αρχείου. Μελετητές άντλησαν υλικό και προσθέτοντας στοιχεία, προέκυψαν τέσσερα βιβλία. Όσο για συντοπίτες, ουδείς τόπος ερίζει γι’ αυτόν. Ούτε η γενέτειρά του, “ο Πύργος της Μαύρης Θάλασσας”, το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας, ούτε οι τόποι, που, κατά καιρούς, υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός, διέμεινε μόνιμα ή παραθέριζε τα καλοκαίρια, όπως η Αίγινα, αγαπημένος του τόπος για μισό και πλέον αιώνα, αλλά και τόπος που ευνόησε τη συγγραφή. Υπάρχουν, όμως, άλλοι δεσμοί, κάποτε, πολύ ισχυρότεροι της εντοπιότητας. “Στο φέρετρο του Κώστα Βάρναλη ακουμπούσε ολόκληρη η ΚΝΕ με κραυγαλέα πανό, ανάμεσα στα οποία το: «Βάρναλης ο ποιητής του προλεταριάτου», όταν ο όρος «προλεταριάτο» στο έργο του απαντά άπαξ”, σχολιάζει ο Αλέξ. Αργυρίου. Παρά τον τόνο ειρωνείας στην παρατήρηση, ο συγκεκριμένος ιδεολογικός χώρος εξακολουθεί να τον τιμά. Τα τελευταία χρόνια, το μόνο αφιέρωμα περιοδικού είναι εκείνο του 2010 στο κομουνιστικής κατεύθυνσης «Θέματα Παιδείας», το μόνο συνέδριο διοργανώνεται το 2011 από το ΚΚΕ, δυο βιβλία οφείλονται στον Κακαβάνη, περισσότερο από μία εικοσαετία διορθωτή του «Ριζοσπάστη». Τέλος, εφέτος, μία μόνη εκδήλωση έγινε στο Αριστοτέλειο με πρωτοβουλία της Λέσχης Πολιτισμού Αναιρέσεις, όργανου κομουνιστικής νεολαίας. Κι όμως, η ποίησή του αγαπήθηκε από τον κόσμο μίας ευρύτερης Αριστεράς. Ο ίδιος ήταν ιδεολογικά ενταγμένος, όχι όμως και στενά κομματικά.
Πριν 40 χρόνια, στο θάνατό του, απολάμβανε γενικότερης αποδοχής. Τότε, όλες οι εφημερίδες, ανεξαρτήτως ιδεολογικής κατεύθυνσης, τον είχαν τιμήσει και τουλάχιστον έξι περιοδικά δημοσίευσαν αφιέρωμα, με πλέον πολυσέλιδο εκείνο της «Νέας Εστίας» του Πέτρου Χάρη. Δέκα χρόνια αργότερα, υπήρξαν τέσσερα επετειακά αφιερώματα σε περιοδικά, τα δυο λογοτεχνικά. Ακόμη και σε αυτά, όμως, ο Βάρναλης που επιβιώνει, είναι μάλλον ο ιδεολόγος αγωνιστής παρά ο λογοτέχνης. Όλα αυτά σημαίνουν, άραγε, ότι δικαιώνεται ο Γ.Π.Σαββίδης, όταν, σε συνέντευξή του, το 1989, σχολίαζε, ότι “τον κατάπιε το κόμμα”; Ή, κατά την κομψότερη διατύπωση του Κώστα Στεργιόπουλου, δηλώνουν πως “πλήρωσε το φόρο όλων των στρατευμένων”; Πάντως, στο βαθμό που τον πλήρωσε, το κόστος δεν αφορά τόσο την υστεροφημία του και τις μεταθανάτιες εκδηλώσεις τιμής και μνήμης, αλλά, κυρίως, τυχόν αβαρίες στο λογοτεχνικό του έργο.
Διαβάζοντας την κριτική του Αργυρίου για τον ποιητή Βάρναλη της πρώτης περιόδου “πριν να ασπαστεί τον κομουνισμό”, που τον εξετάζει σε συγκριτική βάση με τον συνομήλικό του Σικελιανό, προκύπτουν κάποια ερωτήματα. Αν ο 35χρονος Βάρναλης, μετέωρος σε “μία αισθησιακά εξημμένη αναπαράσταση του αρχαίου κόσμου”, με “την τελειότητα των ενδεκασύλλαβών του”, δεν είχε πάρει το 1919 την υποτροφία του Υπουργείου Παιδείας για σπουδές στην Αισθητική και την Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Παρίσι, δεν είχε ακούσει εκεί, σαν άλλος Σαούλ, μέσα από ευρωπαϊκά αντηχεία τα τύμπανα της Οχτωβριανής Επανάστασης, δεν είχε συγχρωτιστεί με τον Αλεξανδρινό Γιάννη Κεφαλληνό, θερμό οπαδό του Σκληρού, και δεν είχε αναβλέψει, τι θα απογινόταν; Θα έμενε στάσιμος ή θα εξελισσόταν ποιητικά; Στο λήμμα της Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, η ετυμηγορία είναι ξεκάθαρη: “Ο Βάρναλης δε φέρνει καμιά σπουδαία ανανέωση στη μορφή του παραδοσιακού στίχου.” Αν, όμως, δεν είχε το νου του στο περιεχόμενο παρά στη φόρμα, αν δεν έθετε προγραμματικούς στόχους στην ποιητική του, αν η σατιρική του ματιά δεν ήταν μονόσημη, πόσο άραγε θα ανανέωνε μορφικά το στίχο του;
Παρόμοιες απορίες έχουν ουτοπική διάσταση. Εξαλείφουν το μοναδικό δυναμικό, που διαθέτουν βιβλία, όπως «Το φως που καίει», «Σκλάβοι πολιορκημένοι», ή το κύκνειο «Οργή λαού». Το σίγουρο είναι ότι ο καλλιεργημένος ελληνοκεντρικός Βάρναλης θα πρέπει να χρειάστηκε μεγάλη αυτοπειθαρχία για να μεταστραφεί στον κοινωνικό ποιητή που “ζητούσε την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινε και την έλεγε στα πλήθη”. Και μάλιστα, με αισιοδοξία, αυτός ένας φύσει απαισιόδοξος. Από την άλλη, και με αυτό το δρόμο που επέλεξε, λόγω χαρακτήρα και καταβολών, θα μπορούσε να είχε διαφορετική εξέλιξη. Αν μη τι άλλο, να ολοκληρώσει ένα έργο μεγαλύτερης έκτασης. Να μη μείνει στην πολεμική του «Σολωμού χωρίς μεταφυσική». Η συγγραφική του πορεία θα ήταν πολύ πιο γόνιμη, αν δεν είχε να αντιμετωπίσει ένα διπλά αρνητικό πεδίο. Από τη μία, το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο και από την άλλη, το γλωσσικό στη βράση του. Στα χρόνια της πνευματικής ακμής, που ένας ποιητής δημιουργεί, εκείνος είχε να αντιμετωπίσει, πρώτα, τους γλωσσικούς διχασμούς και στη συνέχεια, τις αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, συχνά δικτατορικές, της δεκαετίας του ’30.
Ως σχολάρχης Αργαλαστής Πηλίου, το 1911, βρέθηκε κατηγορούμενος στα Αθεϊκά του Βόλου, παρόλο που δεν δίδαξε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο. Τελικά, δεν κάθισε στο εδώλιο δίπλα στον Δελμούζο και τον Σαράτση, γιατί αποδείχθηκε μόνο μαλλιαρός και όχι άθεος, τουλάχιστον όχι εκ συστάσεως. Αντιθέτως, στα Μαρασλειακά, το 1925, είχε πρώτο ρόλο, αφού και στην Παιδαγωγική Ακαδημία δίδαξε, και το σύγγραμμά του, «Το φως που καίει», ήταν αυτό που έδωσε το έναυσμα. Αυτή τη φορά, πλήρωσε με την οριστική του απόλυση, στην οποία, εν μέρει συνέτεινε ο ίδιος, μη αποδεχόμενος τη δυσμενή μετάθεση, μετά την εξάμηνη παύση. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο τού τον αρνείται η Μαρία Ρεπούση στην εκτενή μελέτη της. Την γοητεύει περισσότερο η νεαρή καθηγήτρια της Ακαδημίας Ρόζα Ιμβριώτη, που τολμάει μία λιγότερο πατριωτική ερμηνεία του 1821, όπως η ίδια τόλμησε του 1922, παρά ο πενηντάρης Βάρναλης που “του άρεσαν οι κοπελούδες”.
Αλλά ας αφήσουμε τη διήγηση της ζωής του Βάρναλη σε εκείνον που θα την αποτολμήσει και που δεν θα έρχεται ούτε από ιδεολογικό χώρο ούτε από φεμινιστικό. Ας περιοριστούμε στο καινούριο βιβλίο με τα δημοσιεύματα του Βάρναλη. Κυκλοφορεί επτά χρόνια μετά το «Φέιγ βολάν της Κατοχής», όπου συγκεντρώνονται τα χρονογραφήματά του από εκείνα τα χρόνια στην ημερήσια εφημερίδα «Πρωία» των αδελφών Πεσματζόγλου. Τα μόλις στεγασθέντα δημοσιεύματά του είναι αυτοβιογραφικά, από την πρωινή εφημερίδα «Ανεξάρτητος» των αδελφών Πουρνάρα, που χαρακτηριζόταν “φιλεργατική, φιλαγροτική και αντιφασιστική”. Ο Βάρναλης αρχίζει να δημοσιεύει με τη μορφή επιφυλλίδων τα απομνημονεύματά του στις 17 Φεβρουαρίου 1935. Αφορμή στάθηκε το αφιέρωμα του περιοδικού «Νέοι Πρωτοπόροι» στο δεύτερο τεύχος, Φεβρουάριο 1935, για τα πενήντα χρόνια από τη γέννησή του. Όπως ο ίδιος σχολιάζει εισαγωγικά: “Όσο σωστές και να είναι οι βιογραφικές πληροφορίες, που δίνουνε, δεν εξαντλούν την... ιστορία μου. Αφήνω που μερικές είναι και λαθεμένες. Γι’ αυτό αποφάσισα να ιστορήσω μονάχος μου τα διάφορα περιστατικά της ζωής μου και μάλιστα της ψυχολογικής και πνευματικής μου εξελίξεως...”. Ο Βάρναλης συνέχισε μέχρι την 11η Αυγούστου 1935, ολοκληρώνοντας την αφήγησή του, με γενικό τίτλο, μάλλον της σύνταξης της εφημερίδας, «Τριάντα χρόνια ελληνικής ζωής – Τα απομνημονεύματα ενός μεγάλου μας λογοτέχνου».
Με τον τίτλο «Φιλολογικά απομνημονεύματα», σε επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου, εκδόθηκαν Ιανουάριο 1998. Εκεί, ο Παπαγεωργίου παραθέτει σε υποσημείωση την πληροφορία ότι ο Βάρναλης επανήλθε με μία δεύτερη σειρά επιφυλλίδων, που δημοσιεύτηκαν από τις 29 Δεκεμβρίου 1935 έως τις 10 Ιανουαρίου 1936. Όπως παρατηρεί, αυτή η δεύτερη ομάδα δημοσιευμάτων, λόγω “του απόλυτα συγκεκριμένου τους θέματος, θα μπορούσε να αποτελέσει το περιεχόμενο ενός ξεχωριστού βιβλίου”. Έστω και με καθυστέρηση 17 ετών, η πρότασή του πραγματοποιήθηκε. Καθόλου εύθυμο, όπως το πρώτο, αφού αφορά τον εκτοπισμό του στον Άγιο Ευστράτιο από τις 20 Οκτωβρίου έως τις 25 Δεκεμβρίου 1935. Τα ενθυμήματα της εξορίας δεν ολοκληρώθηκαν στον «Ανεξάρτητο». Συνεχίστηκαν, με τρία δημοσιεύματα στον «Ριζοσπάστη», Φεβρουάριο-Μάρτιο 1936. Αιτία η εχθρική προς το ΚΚΕ αρθρογραφία του «Ανεξάρτητου» τις παραμονές των εκλογών της 26ης Ιανουαρίου 1936, που έφερε την οργισμένη αντεπίθεση του Κόμματος από τον «Ριζοσπάστη». Διεξοδική αναφορά στη σύγκρουση, που προκάλεσε την αποχώρηση του Βάρναλη, παραθέτει ο Κακαβάνης στο Παράρτημα του βιβλίου.
Ο γενικός τίτλος των επιφυλλίδων είναι «Με τους εξόριστους στα νησιά του θανάτου. Μια ζωή φρίκης και ηρωισμού». Ωστόσο, ως τίτλος του βιβλίου προβάλλει εμβληματικά, με κόκκινα κεφαλαιογράμματα, το τοπωνύμιο, Αϊ-Στράτης, ο πιο “διάσημος” τόπος εξορίας. Η πρώτη επιφυλλίδα τιτλοφορείται «Η ελληνική Σιβηρία του 1935». Αν είναι ποτέ δυνατόν, το νησάκι με τις γραφικές παραλίες, που, σήμερα, διαφημίζεται ως θέρετρο ιδανικό για ήρεμες διακοπές. Μάλιστα, το λήμμα Άγιος Ευστράτιος στις νεότερες εγκυκλοπαίδειες αποσιωπά αυτήν τη δυσάρεστη προηγούμενη χρήση του τόπου. Κι όμως, την σηματοδοτεί το όνομά του. Ο Όσιος Ευστράτιος, ο επιλεγόμενος θαυματουργός, βρέθηκε εκεί ως εξόριστος του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμενίου. Ενώ, ο Βάρναλης, επί αντιβασιλείας Γεωργίου Κονδύλη. Είχε εκτοπιστεί μαζί του και ο Δημήτρης Γληνός, προληπτικά, “ίνα αποτραπή ούτω ο κίνδυνος της διασαλεύσεως της τάξεως”. Συνελήφθη Πέμπτη 17 Οκτωβρίου. Μία εβδομάδα νωρίτερα, ο Κονδύλης είχε εξαναγκάσει σε παραίτηση τον Τσαλδάρη, που αντιτασσόταν στην επιστροφή του Γεωργίου Β΄, και είχε καταργήσει την Αβασίλευτη Δημοκρατία, επαναφέροντας την Βασιλευομένη. Επιλογή, που πλήρωσε ακριβά. Επανερχόμενος ο Βασιλέας, στις 25 Νοεμβρίου, τάχθηκε υπέρ της αμνηστίας των κινηματιών της 1ης Μαρτίου. Ο Κονδύλης διαφώνησε και καθαιρέθηκε. Χριστούγεννα του 1935, ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, παρόλο που τα μέτρα του Βασιλέα δεν προέβλεπαν τους εκτοπισμένους βάσει του βενιζελικού Ιδιώνυμου. Ήρθε, όμως, η Διαμαρτυρία Γάλλων Διανοουμένων, με πρώτη υπογραφή αυτή του Ρομαίν Ρολάν, και ο Βασιλεύς δυσαρεστήθηκε μεν, αλλά ενέδωσε. Όχι βεβαίως, ως προς το αίτημα της γενικής αμνηστίας, παρά μόνο όσο αφορούσε τους επιφανείς. Γι’ αυτό και η πρώτη επιφυλλίδα του Βάρναλη δεν είναι ενθύμημα από τον τόπο εξορίας, αλλά καταγγελία για την Ειδική Ασφάλεια, την Γενική Ασφάλεια και όλες “τις επιτροπές ασφαλείας που εκτόπιζαν τον οποιοδήποτε σήκωνε κεφάλι ως επικίνδυνο κομουνιστή”, ζητώντας την κατάργηση του “νόμου περί ιδιώνυμου αδικήματος”, βάσει του οποίου ο Άγιος Ευστράτιος έμεινε για χρόνια τόπος εκτοπίσεων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το νησί, μαζί με τρία-τέσσερα άλλα, επιλέγεται ως τόπος εξορίας. Βασικά πλεονεκτήματα επιλογής, όπως και των υπολοίπων, είναι η μικρή έκταση και η μοναχική θέση του στο μέσο του Αρχιπελάγους. Επί Παγκάλου, το 1925, οι εκτοπισθέντες πληθαίνουν. Ωστόσο, επισήμως, ανοίγει με το διαβόητο Ιδιώνυμο, το 1929. Η προσέλευση κορυφώνεται κατά την μεταξική πενταετία. Το 1941, εν αναμονή των Γερμανών, οι αποχωρούντες τοποτηρητές δεν ελευθερώνουν τους εξόριστους, ούτε οι κατακτητές το κλείνουν. Θα καταργηθεί με την Απελευθέρωση, αλλά μόνο για δυόμισι χρόνια. Άνοιξη 1947, ανοίγει εσπευσμένως, με την προσεκτικά επιλεγμένη ονομασία, Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης Εκτοπισμένων. Σε χρονικό βάθος πλησιάζει την τεσσαρακονταετία, καθώς ο τελευταίος εξόριστος αναχωρεί αρχές 1963.
Τα ενθυμήματα του Βάρναλη είναι ένα οδοιπορικό στον τόπο, όπως τον έζησε εκείνο το φθινόπωρο του Μεσοπολέμου. Αφήγημα αισιόδοξης πνοής, παρά τις αντίξοες συνθήκες και την ταλαιπωρία που συνεπάγονταν, γιατί γράφεται με την οπτική και τον ενθουσιασμό του κομουνιστή, που θέλει να διαφωτίσει και να προσφέρει. Περιγράφει τη ζωή στο νησί, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον τρόπο λειτουργίας της κολλεχτίβας. Πρωταρχικό μέλημα η οργάνωση της ομαδικής ζωής. Δεν μένουν άεργοι, διοργανώνουν διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις, προλεταριακές γιορτές, φτιάχνουν εφημερίδες του τοίχου. Τις αναμνήσεις του τις συμπληρώνουν μαρτυρίες από συνεξόριστους, καθώς και η αλληλογραφία με τη σύζυγό του, την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Σε ένα τελευταίο κεφάλαιο, ο Κακαβάνης σχολιάζει διαφωτιστικά τα δυο ποιήματα, που γράφτηκαν στον Αϊ-Στράτη.
Η περίπτωση του Βάρναλη ως εξόριστου είναι μόνο δειγματοληπτική και καθόλου αντιπροσωπευτική σε χρονική διάρκεια, εάν τη συγκρίνουμε με τις χιλιάδες άλλες περιπτώσεις προσώπων της Αριστεράς, κυρίως αφανών, που κατά κύματα ή και μεμονωμένα εκτοπίζονταν στα χρόνια του Μεσοπολέμου σε μικρά νησιά, όπως Γαύδος, Ανάφη, Αμοργός κ.ά. Παρενθετικά να σημειώσουμε εδώ, ότι η σχετική βιβλιογραφία σε πρωτογενείς πηγές, δηλαδή μαρτυρίες, αλλά και σε μελέτες, αναλογικά προς εκείνες της μεταπολεμικής περιόδου, είναι περιορισμένη. Από τις πρωτογενείς σε μορφή βιβλίου, σημειώνουμε μόνο δύο, τις πιο ενδιαφέρουσες και χρονικά παλαιότερες: Στάβρος Τσακίρης, «Μέρες και νύχτες στη Γαύδο» (νουβέλα), 1934 και Γ. Ζάρκος, «Ομάδα συμβίωσης πολιτικών εξορίστων Ανάφης», 1947. Η βιβλιογραφική καταγραφή εμπλουτίζεται μετά το ’74, χωρίς, ωστόσο, να υπερβαίνει μονοψήφιο αριθμό. Σ’ αυτόν προστίθεται τώρα και το βιβλίο του Κακαβάνη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/12/2014.
Φωτο: Ο Βάρναλης σε φωτογραφικό πορτρέτο του 1914.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου