Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Εξό­ρι­στος Βάρ­να­λης (Επε­τεια­κή μνεία)

Κώ­στας Βάρ­να­λης
«Αϊ-Στρά­της
Θυ­μή­μα­τα ε­ξο­ρίας»
Ει­σα­γω­γή-ε­πι­μέ­λεια-σχό­λια
Ηρα­κλής Κα­κα­βά­νης
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Σε­πτέμ­βριος 2014

Αν δια­τη­ρεί­το έως σή­με­ρα ο θε­σμός των ε­πε­τεια­κών ε­τών, ο Κώ­στας Βάρ­να­λης θα μπο­ρού­σε να εί­χε α­πο­τε­λέ­σει τον τι­μώ­με­νο του 2014. Ή, έ­στω, μία υ­πο­ψη­φιό­τη­τα βα­ρύ­νου­σα, κα­θώς πρό­κει­ται για δι­πλή ε­πέ­τειο, ό­πως οι πρό­σφα­τες Πα­πα­δια­μά­ντη και Κα­βά­φη. Με­θαύ­ριο κλεί­νουν 40 χρό­νια α­πό τον θά­να­τό του, ε­νώ, στις 14/2/2014, συ­μπλη­ρώ­θη­καν 130 α­πό τη γέν­νη­σή του. Να ση­μειώ­σου­με, πως, ό­σο α­φο­ρά το έ­τος γέν­νη­σης, αυ­τό άλ­λα­ξε δυο φο­ρές, πριν ο­ρι­στι­κο­ποιη­θεί. Στα πα­λαιό­τε­ρα βιο­γρα­φι­κά του, μέ­χρι το 1974, α­να­φέ­ρε­ται ως έ­τος γέν­νη­σης το 1884, κα­τά βε­βαίω­ση του ί­διου. Ωστό­σο, σε ε­πι­στο­λή του προς τον Γιώρ­γο Βα­λέ­τα, γραμ­μέ­νη το 1973, διορ­θώ­νει: “Πρέ­πει να γεν­νή­θη­κα το 1883, για­τί βα­φτί­στη­κα στις 14 του Φλε­βά­ρη του 1884”. Με βά­ση αυ­τό το δε­δο­μέ­νο, τα βιο­γρα­φι­κά του σε με­τα­γε­νέ­στε­ρες εκ­δό­σεις α­να­φέ­ρουν το 1883. Αν και, μέ­χρι σε α­φιε­ρώ­μα­τα του 1984, μνη­μο­νεύε­ται α­κό­μη ως γεν­νη­θείς το 1884. Στα κα­τά­λοι­πά του, ό­μως, η Θε­α­νώ Μι­χα­η­λί­δου, στην ο­ποία η Να­νά Καλ­λια­νέ­ση (Κέ­δρος) εί­χε α­να­θέ­σει α­πό το 1981 την τα­κτο­ποίη­σή τους, ε­ντό­πι­σε το πι­στο­ποιη­τι­κό βά­πτι­σης, με η­με­ρο­μη­νία γέν­νη­σης την 14η Φε­βρουα­ρίου 1884 και βά­πτι­σης την 13η Μαΐου 1884. Μπο­ρεί το μνη­μο­νι­κό lapsus του Βάρ­να­λη να εί­ναι α­σή­μα­ντο, ω­στό­σο αυ­τή η μι­κρή χρο­νο­λο­γι­κή α­να­κρί­βεια πή­γε μπρος πί­σω το έ­τος γέν­νη­σης, δη­μιουρ­γώ­ντας στους α­κρι­βο­λο­γού­ντες σύγ­χυ­ση.
Όπως και να έ­χει, το εν­δε­χό­με­νο να μην του α­φιέ­ρω­ναν ε­πε­τεια­κά το 2014, μάλ­λον δεν θα ο­φει­λό­ταν σε αυ­τήν τη σύγ­χυ­ση, δη­λα­δή στο κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για μο­νή ή δι­πλή ε­πέ­τειο. Από­δει­ξη ό­τι το 2014 με­τρά­ει τον τε­λευ­ταίο μή­να του, χω­ρίς, ου­σια­στι­κά, μνεία της ε­πε­τείου. Εκτός α­πό μία τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση, με­μο­νω­μέ­νες ο­μι­λίες και την έκ­δο­ση γραμ­μα­το­σή­μου, που θα προέ­κυ­πτε και χω­ρίς ε­πέ­τειο, κα­θώς τι­μή­θη­κε μια τε­τρά­δα συγ­γρα­φέων (Βάρ­να­λης, Σα­μα­ρά­κης, Τσίρ­κας, Δι­δώ Σω­τη­ρίου). Οπό­τε η έκ­δο­ση ε­νός βι­βλίου, εν μέ­ρει αυ­το­βιο­γρα­φι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου εν μέ­ρει ε­ρευ­νη­τι­κού, α­πο­κτά ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σία. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο βι­βλίο για τον Βάρ­να­λη του Ηρα­κλή Κα­κα­βά­νη. Προ­η­γή­θη­κε, το 2012, «Ο ά­γνω­στος Βάρ­να­λης και 19 α­δη­μο­σίευ­τα ποιή­μα­τά του». Κα­τά τα άλ­λα, οι με­τά θά­να­το μνη­μο­νεύ­σεις δεν εί­ναι μό­νο ζή­τη­μα πνευ­μα­τι­κού α­να­στή­μα­τος, αλ­λά και ι­σχύος αυ­τών που το ε­πι­χει­ρούν. Δη­λα­δή, κλη­ρο­νό­μοι, κά­το­χοι του αρ­χείου, με­λε­τη­τές, συ­ντο­πί­τες ή άλ­λες συγ­γε­νι­κές ο­μά­δες που τον διεκ­δι­κούν.
Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η κλη­ρο­νό­μος, που εί­ναι η θε­τή κό­ρη του, έ­κα­νε το κα­θή­κον της, ε­να­πο­θέ­το­ντας το 2001 το Αρχείο του στη Γεν­νά­δειο Βι­βλιο­θή­κη. Με τη σει­ρά της, η Βι­βλιο­θή­κη, το 2010, δη­μο­σίευ­σε α­να­λυ­τι­κό κα­τά­λο­γο του Αρχείου. Με­λε­τη­τές άν­τλη­σαν υ­λι­κό και προ­σθέ­το­ντας στοι­χεία, προέ­κυ­ψαν τέσ­σε­ρα βι­βλία. Όσο για συ­ντο­πί­τες, ου­δείς τό­πος ε­ρί­ζει γι’ αυ­τόν. Ού­τε η γε­νέ­τει­ρά του, “ο Πύρ­γος της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας”, το ση­με­ρι­νό Μπουρ­γκάς της Βουλ­γα­ρίας, ού­τε οι τό­ποι, που, κα­τά και­ρούς, υ­πη­ρέ­τη­σε ως εκ­παι­δευ­τι­κός, διέ­μει­νε μό­νι­μα ή πα­ρα­θέ­ρι­ζε τα κα­λο­καί­ρια, ό­πως η Αί­γι­να, α­γα­πη­μέ­νος του τό­πος για μι­σό και πλέ­ον αιώ­να, αλ­λά και τό­πος που ευ­νό­η­σε τη συγ­γρα­φή. Υπάρ­χουν, ό­μως, άλ­λοι δε­σμοί, κά­πο­τε, πο­λύ ι­σχυ­ρό­τε­ροι της ε­ντο­πιό­τη­τας. “Στο φέ­ρε­τρο του Κώ­στα Βάρ­να­λη α­κου­μπού­σε ο­λό­κλη­ρη η ΚΝΕ με κραυ­γα­λέα πα­νό, α­νά­με­σα στα ο­ποία το: «Βάρ­να­λης ο ποιη­τής του προ­λε­τα­ριά­του», ό­ταν ο ό­ρος «προ­λε­τα­ριά­το» στο έρ­γο του α­πα­ντά ά­πα­ξ”, σχο­λιά­ζει ο Αλέξ. Αργυ­ρίου. Πα­ρά τον τό­νο ει­ρω­νείας στην πα­ρα­τή­ρη­ση, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος ι­δε­ο­λο­γι­κός χώ­ρος ε­ξα­κο­λου­θεί να τον τι­μά. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, το μό­νο α­φιέ­ρω­μα πε­ριο­δι­κού εί­ναι ε­κεί­νο του 2010 στο κο­μου­νι­στι­κής κα­τεύ­θυν­σης  «Θέ­μα­τα Παι­δείας», το μό­νο συ­νέ­δριο διορ­γα­νώ­νε­ται το 2011 α­πό το ΚΚΕ, δυο βι­βλία ο­φεί­λο­νται στον Κα­κα­βά­νη, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μία ει­κο­σα­ε­τία διορ­θω­τή του «Ρι­ζο­σπά­στη». Τέ­λος, ε­φέ­τος, μία μό­νη εκ­δή­λω­ση έ­γι­νε στο Αρι­στο­τέ­λειο με πρω­το­βου­λία της Λέ­σχης Πο­λι­τι­σμού Αναι­ρέ­σεις, όρ­γα­νου κο­μου­νι­στι­κής νε­ο­λαίας. Κι ό­μως, η ποίη­σή του α­γα­πή­θη­κε α­πό τον κό­σμο μίας ευ­ρύ­τε­ρης Αρι­στε­ράς. Ο ί­διος ή­ταν ι­δε­ο­λο­γι­κά ε­νταγ­μέ­νος, ό­χι ό­μως και στε­νά κομ­μα­τι­κά.
Πριν 40 χρό­νια, στο θά­να­τό του, α­πο­λάμ­βα­νε γε­νι­κό­τε­ρης α­πο­δο­χής. Τό­τε, ό­λες οι ε­φη­με­ρί­δες, α­νε­ξαρ­τή­τως ι­δε­ο­λο­γι­κής κα­τεύ­θυν­σης, τον εί­χαν τι­μή­σει και του­λά­χι­στον έ­ξι πε­ριο­δι­κά δη­μο­σίευ­σαν α­φιέ­ρω­μα, με πλέ­ον πο­λυ­σέ­λι­δο ε­κεί­νο της «Νέ­ας Εστίας» του Πέ­τρου Χά­ρη. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, υ­πήρ­ξαν τέσ­σε­ρα ε­πε­τεια­κά α­φιε­ρώ­μα­τα σε πε­ριο­δι­κά, τα δυο λο­γο­τε­χνι­κά. Ακό­μη και σε αυ­τά, ό­μως, ο Βάρ­να­λης που ε­πι­βιώ­νει, εί­ναι μάλ­λον ο ι­δε­ο­λό­γος α­γω­νι­στής πα­ρά ο λο­γο­τέ­χνης. Όλα αυ­τά ση­μαί­νουν, ά­ρα­γε, ό­τι δι­καιώ­νε­ται ο Γ.Π.Σαβ­βί­δης, ό­ταν, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, το 1989, σχο­λία­ζε, ό­τι “τον κα­τά­πιε το κόμ­μα”; Ή, κα­τά την κομ­ψό­τε­ρη δια­τύ­πω­ση του Κώ­στα Στερ­γιό­που­λου, δη­λώ­νουν πως “πλή­ρω­σε το φό­ρο ό­λων των στρα­τευ­μέ­νω­ν”; Πά­ντως, στο βαθ­μό που τον πλή­ρω­σε, το κό­στος δεν α­φο­ρά τό­σο την υ­στε­ρο­φη­μία του και τις με­τα­θα­νά­τιες εκ­δη­λώ­σεις τι­μής και μνή­μης, αλ­λά, κυ­ρίως, τυ­χόν α­βα­ρίες στο λο­γο­τε­χνι­κό του έρ­γο. 
Δια­βά­ζο­ντας την κρι­τι­κή του Αργυ­ρίου για τον ποιη­τή Βάρ­να­λη της πρώ­της πε­ριό­δου “πριν να α­σπα­στεί τον κο­μου­νι­σμό”, που τον ε­ξε­τά­ζει σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση με τον συ­νο­μή­λι­κό του Σι­κε­λια­νό, προ­κύ­πτουν κά­ποια ε­ρω­τή­μα­τα. Αν ο 35χρο­νος Βάρ­να­λης, με­τέω­ρος σε “μία αι­σθη­σια­κά ε­ξημ­μέ­νη α­να­πα­ρά­στα­ση του αρ­χαίου κό­σμου”, με “την τε­λειό­τη­τα των εν­δε­κα­σύλ­λα­βών του”, δεν εί­χε πά­ρει το 1919 την υ­πο­τρο­φία του Υπουρ­γείου Παι­δείας για σπου­δές στην Αι­σθη­τι­κή και την Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Λο­γο­τε­χνία στο Πα­ρί­σι, δεν εί­χε α­κού­σει ε­κεί, σαν άλ­λος Σα­ού­λ, μέ­σα α­πό ευ­ρω­παϊκά α­ντη­χεία τα τύ­μπα­να της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, δεν εί­χε συγ­χρω­τι­στεί με τον Αλε­ξαν­δρι­νό Γιάν­νη Κε­φαλ­λη­νό, θερ­μό ο­πα­δό του Σκλη­ρού, και δεν εί­χε α­να­βλέ­ψει, τι θα α­πο­γι­νό­ταν; Θα έ­με­νε στά­σι­μος ή θα ε­ξε­λισ­σό­ταν ποιη­τι­κά; Στο λήμ­μα της Πά­πυ­ρος Λα­ρούς Μπρι­τάν­νι­κα, η ε­τυ­μη­γο­ρία εί­ναι ξε­κά­θα­ρη: “Ο Βάρ­να­λης δε φέρ­νει κα­μιά σπου­δαία α­να­νέω­ση στη μορ­φή του πα­ρα­δο­σια­κού στί­χου.” Αν, ό­μως, δεν εί­χε το νου του στο πε­ριε­χό­με­νο πα­ρά στη φόρ­μα, αν δεν έ­θε­τε προ­γραμ­μα­τι­κούς στό­χους στην ποιη­τι­κή του, αν η σα­τι­ρι­κή του μα­τιά δεν ή­ταν μο­νό­ση­μη, πό­σο ά­ρα­γε θα α­να­νέω­νε μορ­φι­κά το στί­χο του; 
Πα­ρό­μοιες α­πο­ρίες έ­χουν ου­το­πι­κή διά­στα­ση. Εξα­λεί­φουν το μο­να­δι­κό δυ­να­μι­κό, που δια­θέ­τουν βι­βλία, ό­πως «Το φως που καίει», «Σκλά­βοι πο­λιορ­κη­μέ­νοι», ή το κύ­κνειο «Οργή λα­ού». Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι ο καλ­λιερ­γη­μέ­νος ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός Βάρ­να­λης θα πρέ­πει να χρειά­στη­κε με­γά­λη αυ­το­πει­θαρ­χία για να με­τα­στρα­φεί στον κοι­νω­νι­κό ποιη­τή που “ζη­τού­σε την α­λή­θεια σ’ ό,τι μά­θαι­νε και την έ­λε­γε στα πλή­θη”. Και μά­λι­στα, με αι­σιο­δο­ξία, αυ­τός έ­νας φύ­σει α­παι­σιό­δο­ξος. Από την άλ­λη, και με αυ­τό το δρό­μο που ε­πέ­λε­ξε, λό­γω χα­ρα­κτή­ρα και κα­τα­βο­λών, θα μπο­ρού­σε να εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή ε­ξέ­λι­ξη. Αν μη τι άλ­λο, να ο­λο­κλη­ρώ­σει έ­να έρ­γο με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης. Να μη μεί­νει στην πο­λε­μι­κή του «Σο­λω­μού χω­ρίς με­τα­φυ­σι­κή». Η συγ­γρα­φι­κή του πο­ρεία θα ή­ταν πο­λύ πιο γό­νι­μη, αν δεν εί­χε να α­ντι­με­τω­πί­σει έ­να δι­πλά αρ­νη­τι­κό πε­δίο. Από τη μία, το κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο και α­πό την άλ­λη, το γλωσ­σι­κό στη βρά­ση του. Στα χρό­νια της πνευ­μα­τι­κής ακ­μής, που έ­νας ποιη­τής δη­μιουρ­γεί, ε­κεί­νος εί­χε να α­ντι­με­τω­πί­σει, πρώ­τα, τους γλωσ­σι­κούς δι­χα­σμούς και στη συ­νέ­χεια, τις αυ­ταρ­χι­κές μορ­φές δια­κυ­βέρ­νη­σης, συ­χνά δι­κτα­το­ρι­κές, της δε­κα­ε­τίας του ’30. 
Ως σχο­λάρ­χης Αργα­λα­στής Πη­λίου, το 1911, βρέ­θη­κε κα­τη­γο­ρού­με­νος στα Αθεϊκά του Βό­λου, πα­ρό­λο που δεν δί­δα­ξε στο Ανώ­τε­ρο Παρ­θε­να­γω­γείο. Τε­λι­κά, δεν κά­θι­σε στο ε­δώ­λιο δί­πλα στον Δελ­μού­ζο και τον Σα­ρά­τση, για­τί α­πο­δεί­χθη­κε μό­νο μαλ­λια­ρός και ό­χι ά­θε­ος, του­λά­χι­στον ό­χι εκ συ­στά­σεως. Αντι­θέ­τως, στα Μα­ρασ­λεια­κά, το 1925, εί­χε πρώ­το ρό­λο, α­φού και στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία δί­δα­ξε, και το σύγ­γραμ­μά του, «Το φως που καίει», ή­ταν αυ­τό που έ­δω­σε το έ­ναυ­σμα. Αυ­τή τη φο­ρά, πλή­ρω­σε με την ο­ρι­στι­κή του α­πό­λυ­ση, στην ο­ποία, εν μέ­ρει συ­νέ­τει­νε ο ί­διος, μη α­πο­δε­χό­με­νος τη δυ­σμε­νή με­τά­θε­ση, με­τά την ε­ξά­μη­νη παύ­ση. Τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο τού τον αρ­νεί­ται η Μαρία Ρεπούση στην εκτενή μελέτη της. Την γο­η­τεύει πε­ρισ­σό­τε­ρο η νε­α­ρή κα­θη­γή­τρια της Ακα­δη­μίας Ρό­ζα Ιμβριώ­τη, που τολ­μά­ει μία λι­γό­τε­ρο πα­τριω­τι­κή ερ­μη­νεία του 1821, ό­πως η ί­δια τόλ­μη­σε του 1922, πα­ρά ο πε­νη­ντά­ρης Βάρ­να­λης που “του ά­ρε­σαν οι κο­πε­λού­δες”.
Αλλά ας α­φή­σου­με τη διή­γη­ση της ζωής του Βάρ­να­λη σε ε­κεί­νον που θα την α­πο­τολ­μή­σει και που δεν θα έρ­χε­ται ού­τε α­πό ι­δε­ο­λο­γι­κό χώ­ρο ού­τε α­πό φε­μι­νι­στι­κό. Ας πε­ριο­ρι­στού­με στο και­νού­ριο βι­βλίο με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Βάρ­να­λη. Κυ­κλο­φο­ρεί ε­πτά χρό­νια με­τά το «Φέιγ βο­λάν της Κα­το­χής», ό­που συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα χρο­νο­γρα­φή­μα­τά του α­πό ε­κεί­να τα χρό­νια στην η­με­ρή­σια ε­φη­με­ρί­δα «Πρωία» των α­δελ­φών Πε­σματ­ζό­γλου. Τα μό­λις στε­γα­σθέ­ντα δη­μο­σιεύ­μα­τά του εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κά, α­πό την πρωι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Ανε­ξάρ­τη­τος» των α­δελ­φών Πουρ­νά­ρα, που χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν “φι­λερ­γα­τι­κή, φι­λα­γρο­τι­κή και α­ντι­φα­σι­στι­κή”. Ο Βάρ­να­λης αρ­χί­ζει να δη­μο­σιεύει με τη μορ­φή ε­πι­φυλ­λί­δων τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του στις 17 Φε­βρουα­ρίου 1935. Αφορ­μή στά­θη­κε το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Νέ­οι Πρω­το­πό­ροι» στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος, Φε­βρουά­ριο 1935, για τα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Όπως ο ί­διος σχο­λιά­ζει ει­σα­γω­γι­κά: “Όσο σω­στές και να εί­ναι οι βιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρίες, που δί­νου­νε, δεν ε­ξαν­τλούν την... ι­στο­ρία μου. Αφή­νω που με­ρι­κές εί­ναι και λα­θε­μέ­νες. Γι’ αυ­τό α­πο­φά­σι­σα να ι­στο­ρή­σω μο­νά­χος μου τα διά­φο­ρα πε­ρι­στα­τι­κά της ζωής μου και μά­λι­στα της ψυ­χο­λο­γι­κής και πνευ­μα­τι­κής μου ε­ξε­λί­ξεως...”. Ο Βάρ­να­λης συ­νέ­χι­σε μέ­χρι την 11η Αυ­γού­στου 1935, ο­λο­κλη­ρώ­νο­ντας την α­φή­γη­σή του, με γε­νι­κό τίτ­λο, μάλ­λον της σύ­ντα­ξης της ε­φη­με­ρί­δας, «Τριά­ντα χρό­νια ελ­λη­νι­κής ζωής – Τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα ε­νός με­γά­λου μας λο­γο­τέ­χνου». 
Με τον τίτ­λο «Φι­λο­λο­γι­κά α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα», σε ε­πι­μέ­λεια Κώ­στα Πα­πα­γεωρ­γίου, εκ­δό­θη­καν Ια­νουά­ριο 1998. Εκεί, ο Πα­πα­γεωρ­γίου πα­ρα­θέ­τει σε υ­πο­ση­μείω­ση την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι ο Βάρ­να­λης ε­πα­νήλ­θε με μία δεύ­τε­ρη σει­ρά ε­πι­φυλ­λί­δων, που δη­μο­σιεύ­τη­καν α­πό τις 29 Δε­κεμ­βρίου 1935 έως τις 10 Ια­νουα­ρίου 1936. Όπως πα­ρα­τη­ρεί, αυ­τή η δεύ­τε­ρη ο­μά­δα δη­μο­σιευ­μά­των, λό­γω “του α­πό­λυ­τα συ­γκε­κρι­μέ­νου τους θέ­μα­τος, θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λέ­σει το πε­ριε­χό­με­νο ε­νός ξε­χω­ρι­στού βι­βλίου”. Έστω και με κα­θυ­στέ­ρη­ση 17 ε­τών, η πρό­τα­σή του πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε. Κα­θό­λου εύ­θυ­μο, ό­πως το πρώ­το, α­φού α­φο­ρά τον ε­κτο­πι­σμό του στον Άγιο Ευ­στρά­τιο α­πό τις 20 Οκτω­βρίου έως τις 25 Δε­κεμ­βρίου 1935. Τα εν­θυ­μή­μα­τα της ε­ξο­ρίας δεν ο­λο­κλη­ρώ­θη­καν στον «Ανε­ξάρ­τη­το». Συ­νε­χί­στη­καν, με τρία δη­μο­σιεύ­μα­τα στον «Ρι­ζο­σπά­στη», Φε­βρουά­ριο-Μάρ­τιο 1936. Αι­τία η ε­χθρι­κή προς το ΚΚΕ αρ­θρο­γρα­φία του «Ανε­ξάρ­τη­του»  τις πα­ρα­μο­νές των ε­κλο­γών της 26ης Ια­νουα­ρίου 1936, που έ­φε­ρε την ορ­γι­σμέ­νη α­ντε­πί­θε­ση του Κόμ­μα­τος α­πό τον «Ρι­ζο­σπά­στη». Διε­ξο­δι­κή α­να­φο­ρά στη σύ­γκρου­ση, που προ­κά­λε­σε την α­πο­χώ­ρη­ση του Βάρ­να­λη, πα­ρα­θέ­τει ο Κα­κα­βά­νης στο Πα­ράρ­τη­μα του βι­βλίου. 
Ο γε­νι­κός τίτ­λος των ε­πι­φυλ­λί­δων εί­ναι «Με τους ε­ξό­ρι­στους στα νη­σιά του θα­νά­του. Μια ζωή φρί­κης και η­ρωι­σμού». Ωστό­σο, ως τίτ­λος του βι­βλίου προ­βάλ­λει εμ­βλη­μα­τι­κά, με κόκ­κι­να κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα, το το­πω­νύ­μιο, Αϊ-Στρά­της, ο πιο “διά­ση­μος” τό­πος ε­ξο­ρίας. Η πρώ­τη ε­πι­φυλ­λί­δα τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Η ελ­λη­νι­κή Σι­βη­ρία του 1935». Αν εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν, το νη­σά­κι με τις γρα­φι­κές πα­ρα­λίες, που, σή­με­ρα, δια­φη­μί­ζε­ται ως θέ­ρε­τρο ι­δα­νι­κό για ή­ρε­μες δια­κο­πές. Μά­λι­στα, το λήμ­μα Άγιος Ευ­στρά­τιος στις νεό­τε­ρες ε­γκυ­κλο­παί­δειες α­πο­σιω­πά αυ­τήν τη δυ­σά­ρε­στη προ­η­γού­με­νη χρή­ση του τό­που. Κι ό­μως, την ση­μα­το­δο­τεί το ό­νο­μά του. Ο Όσιος Ευ­στρά­τιος, ο ε­πι­λε­γό­με­νος θαυ­μα­τουρ­γός, βρέ­θη­κε ε­κεί ως ε­ξό­ρι­στος του ει­κο­νο­μά­χου αυ­το­κρά­το­ρα Λέ­ο­ντα του Αρμε­νίου. Ενώ, ο Βάρ­να­λης, ε­πί α­ντι­βα­σι­λείας Γεωρ­γίου Κον­δύ­λη. Εί­χε ε­κτο­πι­στεί  μα­ζί του και ο Δη­μή­τρης Γλη­νός, προ­λη­πτι­κά, “ί­να α­πο­τρα­πή ού­τω ο κίν­δυ­νος της δια­σα­λεύ­σεως της τά­ξεως”. Συ­νε­λή­φθη Πέ­μπτη 17 Οκτω­βρίου. Μία ε­βδο­μά­δα νω­ρί­τε­ρα, ο Κον­δύ­λης εί­χε ε­ξα­να­γκά­σει σε πα­ραί­τη­ση τον Τσαλ­δά­ρη, που α­ντι­τασ­σό­ταν στην ε­πι­στρο­φή του Γεωρ­γίου Β΄, και εί­χε κα­ταρ­γή­σει την Αβα­σί­λευ­τη Δη­μο­κρα­τία, ε­πα­να­φέ­ρο­ντας την Βα­σι­λευο­μέ­νη. Επι­λο­γή, που πλή­ρω­σε α­κρι­βά. Επα­νερ­χό­με­νος ο Βα­σι­λέ­ας, στις 25 Νο­εμ­βρίου, τά­χθη­κε υ­πέρ της α­μνη­στίας των κι­νη­μα­τιών της 1ης Μαρ­τίου. Ο Κον­δύ­λης δια­φώ­νη­σε και κα­θαι­ρέ­θη­κε. Χρι­στού­γεν­να του 1935, ο Βάρ­να­λης ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να, πα­ρό­λο που τα μέ­τρα του Βα­σι­λέα δεν προέ­βλε­παν τους ε­κτο­πι­σμέ­νους βά­σει του βε­νι­ζε­λι­κού Ιδιώ­νυ­μου. Ήρθε, ό­μως, η Δια­μαρ­τυ­ρία Γάλ­λων Δια­νοου­μέ­νων, με πρώ­τη υ­πο­γρα­φή αυ­τή του Ρο­μαίν Ρο­λάν, και ο Βα­σι­λεύς δυ­σα­ρε­στή­θη­κε μεν, αλ­λά ε­νέ­δω­σε. Όχι βε­βαίως, ως προς το αί­τη­μα της γε­νι­κής α­μνη­στίας, πα­ρά μό­νο ό­σο α­φο­ρού­σε τους ε­πι­φα­νείς. Γι’ αυ­τό και η πρώ­τη ε­πι­φυλ­λί­δα του Βάρ­να­λη δεν εί­ναι εν­θύ­μη­μα α­πό τον τό­πο ε­ξο­ρίας, αλ­λά κα­ταγ­γε­λία για την Ει­δι­κή Ασφά­λεια, την Γε­νι­κή Ασφά­λεια και ό­λες “τις ε­πι­τρο­πές α­σφα­λείας που ε­κτό­πι­ζαν τον ο­ποιο­δή­πο­τε σή­κω­νε κε­φά­λι ως ε­πι­κίν­δυ­νο κο­μου­νι­στή”, ζη­τώ­ντας την κα­τάρ­γη­ση του “νό­μου πε­ρί ι­διώ­νυ­μου α­δι­κή­μα­τος”, βά­σει του ο­ποίου ο Άγιος Ευ­στρά­τιος έ­μει­νε για χρό­νια τό­πος ε­κτο­πί­σεων.
Από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του 1920, το νη­σί, μα­ζί με τρία-τέσ­σε­ρα άλ­λα, ε­πι­λέ­γε­ται ως τό­πος ε­ξο­ρίας. Βα­σι­κά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ε­πι­λο­γής, ό­πως και των υ­πο­λοί­πων, εί­ναι η μι­κρή έ­κτα­ση και η μο­να­χι­κή θέ­ση του στο μέ­σο του Αρχι­πε­λά­γους.  Επί Πα­γκά­λου, το 1925, οι ε­κτο­πι­σθέ­ντες πλη­θαί­νουν. Ωστό­σο, ε­πι­σή­μως, α­νοί­γει με το δια­βό­η­το Ιδιώ­νυ­μο, το 1929. Η προ­σέ­λευ­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται κα­τά την με­τα­ξι­κή πε­ντα­ε­τία. Το 1941, εν α­να­μο­νή των Γερ­μα­νών, οι α­πο­χω­ρού­ντες το­πο­τη­ρη­τές δεν ε­λευ­θε­ρώ­νουν τους ε­ξό­ρι­στους, ού­τε οι κα­τα­κτη­τές το κλεί­νουν. Θα κα­ταρ­γη­θεί με την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, αλ­λά μό­νο για δυό­μι­σι χρό­νια. Άνοι­ξη 1947, α­νοί­γει ε­σπευ­σμέ­νως, με την προ­σε­κτι­κά ε­πι­λεγ­μέ­νη ο­νο­μα­σία, Στρα­τό­πε­δο Πει­θαρ­χη­μέ­νης Δια­βίω­σης Εκτο­πι­σμέ­νων. Σε χρο­νι­κό βά­θος πλη­σιά­ζει την τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τία, κα­θώς ο τε­λευ­ταίος ε­ξό­ρι­στος α­να­χω­ρεί αρ­χές 1963.
Τα εν­θυ­μή­μα­τα του Βάρ­να­λη εί­ναι έ­να ο­δοι­πο­ρι­κό στον τό­πο, ό­πως τον έ­ζη­σε ε­κεί­νο το φθι­νό­πω­ρο του Με­σο­πο­λέ­μου. Αφή­γη­μα αι­σιό­δο­ξης πνοής, πα­ρά τις α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες και την τα­λαι­πω­ρία που συ­νε­πά­γο­νταν, για­τί γρά­φε­ται με την ο­πτι­κή και τον εν­θου­σια­σμό του κο­μου­νι­στή, που θέ­λει να δια­φω­τί­σει και να προ­σφέ­ρει. Πε­ρι­γρά­φει τη ζωή στο νη­σί, δί­νο­ντας με­γα­λύ­τε­ρη έμ­φα­ση στον τρό­πο λει­τουρ­γίας της κολ­λε­χτί­βας. Πρω­ταρ­χι­κό μέ­λη­μα η ορ­γά­νω­ση της ο­μα­δι­κής ζωής. Δεν μέ­νουν ά­ερ­γοι, διορ­γα­νώ­νουν δια­λέ­ξεις, θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις, προ­λε­τα­ρια­κές γιορ­τές, φτιά­χνουν ε­φη­με­ρί­δες του τοί­χου. Τις α­να­μνή­σεις του τις συ­μπλη­ρώ­νουν μαρ­τυ­ρίες α­πό συ­νε­ξό­ρι­στους, κα­θώς και η αλ­λη­λο­γρα­φία με τη σύ­ζυ­γό του, την ποιή­τρια Δώ­ρα Μοά­τσου. Σε έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, ο Κα­κα­βά­νης σχο­λιά­ζει δια­φω­τι­στι­κά τα δυο ποιή­μα­τα, που γρά­φτη­καν στον Αϊ-Στρά­τη.
Η πε­ρί­πτω­ση του Βάρ­να­λη ως ε­ξό­ρι­στου εί­ναι μό­νο δειγ­μα­το­λη­πτι­κή και κα­θό­λου α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή σε χρο­νι­κή διάρ­κεια, εάν τη συ­γκρί­νου­με με τις χι­λιά­δες άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις προ­σώ­πων της Αρι­στε­ράς, κυ­ρίως α­φα­νών, που κα­τά κύ­μα­τα ή και με­μο­νω­μέ­να ε­κτο­πί­ζο­νταν στα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου σε μι­κρά νη­σιά, ό­πως Γαύ­δος, Ανά­φη, Αμορ­γός κ.ά. Πα­ρεν­θε­τι­κά να ση­μειώ­σου­με ε­δώ, ό­τι η σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία σε πρω­το­γε­νείς πη­γές, δη­λα­δή μαρ­τυ­ρίες, αλ­λά και σε με­λέ­τες, α­να­λο­γι­κά προς ε­κεί­νες της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Από τις πρω­το­γε­νείς σε μορ­φή βι­βλίου, ση­μειώ­νου­με μό­νο δύο, τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες και χρο­νι­κά πα­λαιό­τε­ρες: Στά­βρος Τσα­κί­ρης, «Μέ­ρες και νύ­χτες στη Γαύ­δο» (νου­βέ­λα), 1934 και Γ. Ζάρ­κος, «Ομά­δα συμ­βίω­σης πο­λι­τι­κών ε­ξο­ρί­στων Ανά­φης», 1947. Η βι­βλιο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή ε­μπλου­τί­ζε­ται με­τά το ’74, χω­ρίς, ω­στό­σο, να υ­περ­βαί­νει μο­νο­ψή­φιο α­ριθ­μό. Σ’ αυ­τόν προ­στί­θε­ται τώ­ρα και το βι­βλίο του Κα­κα­βά­νη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/12/2014.

Φωτο: Ο Βάρ­να­λης σε φω­το­γρα­φι­κό πορ­τρέ­το του 1914.

Δεν υπάρχουν σχόλια: