Νίκη Αναστασέα
«Τα άγρια περιστέρια»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Οκτώβριος 2014
Στην ομάδα των συγγραφέων, που έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στη λογοτεχνία σε μέση ηλικία, εντός της τελευταίας εικοσαετίας, η Νίκη Αναστασέα διακρίνεται με την αφοσίωση στη συγγραφική ενασχόληση που επιδεικνύει. Τώρα, που οι περισσότεροι πρωτοεμφανιζόμενοι έχουν θητεία σε σχολή δημιουργικής γραφής, θα χαρακτηριζόταν αυτοδίδακτη. Ακολούθησε τη δική της μέθοδο, διαβάζοντας λογοτεχνία κατά μόνας και όχι ευκαιριακά. Εκ του αποτελέσματος, κρίνεται ως συγγραφέας συστηματική και μη επαναπαυόμενη. Φαίνεται να βάζει ψηλά τον πήχυ των προσδοκιών, σχεδιάζοντας μυθοπλαστικά εγχειρήματα σε διαλογική σχέση με γνωστά έργα κλασικών συγγραφέων. Από το 1997 μέχρι σήμερα, έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα και την πρόσφατη συλλογή έξι ιστοριών, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νουβέλες.
Θεωρούμε το δεύτερο μυθιστόρημα, του 2006, «Επικράνθη: δια χειρός Αλέξη Ραζή», που συνομιλεί με το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκυ, «Οι δαιμονισμένοι», ως το πιο φιλόδοξο. Ενώ, το επόμενο, μετά τρία χρόνια, «Οι μικρές απολαύσεις του κυρίου Ευαγγελινού», με την υφή αστυνομικού και τη χροιά αλλόκοτης ιστορίας, δείχνει σαν μία απόπειρα ανοίγματος προς ένα πλατύτερο κοινό. Δεν γνωρίζουμε την αγοραστική απήχηση των δυο βιβλίων, πάντως η κριτική υποδοχή στάθηκε μάλλον υποτονική. Για παράδειγμα, ούτε καν επισημάνθηκε το κέντημα των διπλών προσωπείων αλά Πεσσόα, που η συγγραφέας έχει έντεχνα ενθέσει στο δεύτερο. Αντιθέτως, η κριτική, τουλάχιστον η συστημική, που απονέμει και τα βραβεία, επαίνεσε το πρώτο μυθιστόρημα, «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε», και το πρόσφατο, «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι». Το πρώτο απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, το 1998. Νεότευκτο τότε, ήταν η δεύτερη χρονιά απονομής του. Ενώ, το πρόσφατο, του 2012, τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και εκείνο του «Αναγνώστη», μετεξέλιξη του βραβείου «Διαβάζω».
Τα δυο αυτά μυθιστορήματα επικεντρώνονται στις οικογενειακές σχέσεις και εντάσεις, το πρώτο στην Ξάνθη της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, ενώ το δεύτερο, στη σύγχρονη αθηναϊκή καθημερινότητα. Η ένταση των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων θυμίζει τον μυθιστορηματικό κόσμο του Φώκνερ. Πρόκειται για μια συνομιλία κειμένων ή και μυθιστορημάτων, περισσότερο ή λιγότερο λανθάνουσα, που επεκτείνεται στους αφηγηματικούς τρόπους και την οποία η συγγραφέας δεν ζητά να αποκρύψει. Εντέχνως θα μπορούσε, καθώς ο κορυφαίος αμερικανός συγγραφέας, στον αγγλόφωνο χώρο και κατ’ επέκταση στον ευρωπαϊκό, έχει υποσκελιστεί από τα μεταμοντέρνα εγχειρήματα των σημερινών. Όσο για τις μεταφράσεις στα ελληνικά, που κι αυτές έχουν αραιώσει, μόνο σε γενικές γραμμές, όπως είναι ο προσδιορισμός του τύπου του αφηγητή, δίνουν αίσθηση του ύφους, οπότε και συνιστούν ολισθηρή βάση για αποφάνσεις περί ομοιότητας, επιρροής ή ακόμη και μίμησης.
Τα τελευταία χρόνια, η κριτική υποδοχή ενός βιβλίου φαίνεται να επηρεάζει αρκετούς συγγραφείς όσο αφορά την κατεύθυνση που ακολουθούν στη συνέχεια. Θα λέγαμε ότι αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Αναστασέα. Μετά την θερμή υποδοχή του τελευταίου μυθιστορήματός της, πλέκει τις πρόσφατες ιστορίες της στον ίδιο καμβά. Αν και η ίδια πληροφορεί ότι η αρχική μορφή, τουλάχιστον μίας ιστορίας, ήταν γραμμένη παλαιότερα. Όπως και να έχει, οι τέσσερις από τις έξι ιστορίες ξετυλίγονται μέσα στο κέλυφος της οικογένειας. Σύμφωνα με το κειμενάκι του οπισθόφυλλου, αφορούν “ανθρώπους στα όρια της αντοχής τους, γυναίκες και άντρες που φτάνουν στα άκρα”. Η διατύπωση, αφενός μεν δεν φαίνεται να ισχύει για το σύνολο και αφετέρου, προκαταλαμβάνει, προσανατολίζοντας τις πολλαπλές δυνατές ερμηνείες των πράξεων, προς μία, κι αυτή μάλλον λανθασμένη, κατεύθυνση. Στις δυο ιστορίες, που προτάσσονται στο εν λόγω κειμενάκι, ο ενδοοικογενειακός εμφύλιος ολοκληρώνεται με ένα έγκλημα.
Ο τίτλος της πρώτης, «Είπαν πως ήταν ατύχημα», προϊδεάζει για την κατάληξη, υπονομεύοντας το όποιο σασπένς καλλιεργεί ο πρωτοπρόσωπος εις εαυτόν λόγος του θύτη. Πρόκειται για έναν ευκατάστατο επιχειρηματία, με ακίνητα και τοκογλυφικές δραστηριότητες, που επέλεξε ως σύζυγο μία όμορφη νεαρά, την οποία έβαλε σε χρυσό κλουβί, ελέγχοντας και ρυθμίζοντας πλήρως τη ζωή της. Παλαιότερα, προ γυναικείας χειραφέτησης, κάτι τέτοιο απαντιόταν συχνά, αλλά και σήμερα συμβαίνει, αφού ο ρόλος του διακοσμητικού αντικείμενου έχει κι αυτός τα πλεονεκτήματά του, κυρίως με τη βολή που προσφέρει. Στη συγκεκριμένη ιστορία, η γυναίκα κάποτε αγανακτεί, φθάνοντας σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ως μόνη άμυνα ή και εκδίκηση. Δεν κάνει άλλο απ’ το να καταλήγει σε απωθητικό κήτος. Εκείνος, αντιθέτως, δεν φθάνει στα όρια της αντοχής του. Παραμένει ένας εγωμανής, που αποφασίζει να μην χαραμίσει άλλο τη ζωή του. Πιστεύουμε ότι αυτή η συζυγική φαγωμάρα θα είχε διαφορετική ένταση, αν δεν παρουσιάζονταν τόσο μονολιθικοί οι χαρακτήρες των δυο συζύγων και δεν δινόταν αυτή η σαρκοβόρα, χωρίς διακυμάνσεις, μορφή στη σύγκρουσή τους, που κρατά μία εικοσαετία.
Η εγκληματική πράξη στη δεύτερη ιστορία έχει παπαδιαμαντικό άρωμα. Όπως στη «Φόνισσα», η Φραγκογιαννού πνίγει την εγγονή της για να την απαλλάξει από την κακή τύχη των θηλυκών, εδώ η μάνα δηλητηριάζει τον ναρκομανή γιο της για να του δώσει ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές τέλος. Σύμφωνα και με τον τίτλο, «Κάτι που να αξίζει να σωθεί», η μάνα πιστεύει ότι, παρά την πλήρη κατάπτωσή του, του έχει απομείνει “μια σταλιά ανθρωπιάς”. Η ιστορία, όπως και το πρόσφατο μυθιστόρημα, ξεκινάει από ένα συμβάν, που θα μπορούσε να καταχωρηθεί στο αστυνομικό δελτίο. Και πάλι, ξεδιπλώνεται ένας πρωτοπρόσωπος εις εαυτόν λόγος, με ένθετα, σαν να επιπλέουν ακέραια στην ψυχική αναταραχή, τα λόγια κατηγορίας που εκστομίστηκαν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, και με αναδρομές, που κουβαλούν όλο το άγχος πρωτοβουλιών και πράξεων όταν αυτές τελέσθηκαν. Σε αντίθεση, όμως, με τον προηγούμενο, του συζύγου, αυτός είναι από τους εντελέστερους των τελευταίων χρόνων. Και ανακαλούμε αρκετούς ενδιαφέροντες, καθώς πολλοί νεότεροι συγγραφείς έχουν επιδοθεί στο είδος.
Ωστόσο, η πιο ερεθιστική ιστορία, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και μορφής, είναι η δεύτερη στη σειρά παράταξης της συλλογής. Κατ’ αρχήν, κινείται θεματικά σε ελλιπώς χαρτογραφημένα ψυχικά τοπία. Υπάρχουν άνθρωποι, που δυσκολεύονται να αποδεχτούν την πραγματικότητα, όταν την εκλαμβάνουν ως απειλητική ή και απλώς εχθρική. Τότε, διαφεύγουν προς μία άλλη, φαντασιακή, μέσα στην οποία επιβιώνουν, αποδίδοντάς της υπόσταση πραγματικής. Κλινικά χαρακτηρίζονται ψυχωσικοί και ο μόνος τρόπος προσέγγισής τους είναι η αποδοχή της δικής τους τάξης πραγμάτων. Στο πρόσφατο βιβλίο του Δ. Σωτάκη, «Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον», πλάθεται ένας παρόμοιος ήρωας. Η συνηθέστερη, όμως, περίπτωση αγχωτικής πραγματικότητας, που μπορεί να οδηγήσει μέχρι την παράνοια, είναι αυτή του θανάτου προσφιλούς. Η μη αποδοχή του τετελεσμένου σημαίνει την ολίσθηση στην ψευδαίσθηση, πως αυτός εξακολουθεί να υπάρχει.
Η Ελεάννα Βλαστού, στο περσινό πρώτο της βιβλίο, «Εξαφανίσεις», που δεν προσέχθηκε όσο του αντιστοιχούσε, έχει ένα διήγημα, όπου πενθούσα σύζυγος επιβιώνει συνομιλώντας με τον αποθανόντα σαν να είναι παρών, ετοιμάζοντας το φαγητό που του άρεσε. Το διήγημα έχει τη μορφή μονολόγου. Ενώ, η ιστορία της Αναστασέα στήνεται σαν θεατρικό δυο προσώπων. Καλοδουλεμένο, έτοιμο για τη σκηνική του παρουσίαση. Εδώ, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι χάνει κόρη και εγγονή. Η γυναίκα καταφέρνει να επιζήσει, διαγράφοντας το γεγονός του θανάτου τους. Ο σύζυγος αποδέχεται τη φαντασίωσή της και συμπράττει, σύμφωνα με τον τίτλο της ιστορίας, «Μόνο και μόνο επειδή σ’ αγαπάω». Έτσι, όμως, όπως εκτυλίσσονται τα γεγονότα, φαίνεται πως νιώθει κι αυτός καλύτερα με το ανάχωμα της αυταπάτης. Ούτε εκείνη έχει ανάγκη φαρμακευτικής υποστήριξης ούτε εκείνος συνθλίβεται από τον πόνο. Δεν έχουν, πάντως, μετακυλήσει στην παράνοια. Έχουν επίγνωση της ψευδαισθησιακής κατάστασης που έχουν δημιουργήσει, αλλά ενδίδουν. Η Αναστασέα κατορθώνει να δώσει αυτήν την εύθραυστη ισορροπία, αποφεύγοντας τους δραματικούς τόνους.
Σε μία άλλη ιστορία της συλλογής, «Η προσβολή», αυτή εκτός οικογενειακού κύκλου, η υπόθεση, τουλάχιστον όσο αφορά τα πρόσωπα και την αναμεταξύ τους σχέση, θυμίζει το τελευταίο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, «Το μυστικό της Έλλης». Μία ζωντοχήρα στα 45 προσλαμβάνει αλλοδαπό για δουλειές στον κήπο. Τον ερωτεύεται, αλλά αποκαλύπτεται ότι εκείνος είναι παντρεμένος. Στου Γρηγοριάδη, αυτό δεν στέκεται εμπόδιο στη σχέση τους, εδώ, η έκβαση είναι διαφορετική. Η γυναίκα τον εκδικείται. Στην καταληκτική σκηνή, στέκει, “πίσω από την τραβηγμένη κουρτίνα, σαν μοναχικό κερί μέσα στην κάσα του παραθύρου”. Είναι αυτή η σκηνή που φέρνει στο νου την δεσποινίδα Έμιλυ Γκρήρσον του Φώκνερ. Τελικά, οι δυο καλύτερες ιστορίες της νέας συλλογής της Αναστασέα έχουν απόηχους από την πρώτη και πιο γνωστή ιστορία του, «Ένα ρόδο για την Έμιλυ». Την Έμιλυ από αρχοντική οικογένεια του αμερικανικού Νότου, που ερωτεύεται έναν υποδεέστερο Γιάνκη. Εκείνος δεν θέλει γάμο, εκείνη τον δηλητηριάζει, αλλά δεν αποδέχεται το θάνατό του. Συμβιώνει με τον νεκρό του μέχρι τέλους. Τη νύχτα αγκαλιά στο κρεβάτι, τη μέρα δίπλα του, στημένη στο παράθυρο.
Η συλλογή συμπληρώνεται με δυο ακόμη ιστορίες. Η μία, «Μεταξωτός φανοστάτης», δείχνει θεματικά παράταιρη. Είναι ο εσωτερικός μονόλογος μιας μεσήλικος ηθοποιού, όπως ξεδιπλώνεται την ημέρα της πρεμιέρας. Είναι μία καλή καρατερίστα, που της δίνεται η ευκαιρία ενός πρωταγωνιστικού ρόλου. Ένας δεύτερος γυναικείος λόγος, που η Αναστασέα δείχνει τις δυνατότητές της, αποτυπώνοντας τον πανικό της ηθοποιού. Στο μόνο σημείο, που θα μπορούσε να σκοντάψει μία ψυχαναλυτικής διάθεσης ανάγνωση είναι το ευτυχές τέλος. Παρόμοιοι φόβοι είναι τόσο βαθιά ριζωμένοι, που συνήθως οδηγούν σε πράξεις αυτοχειριασμού ή, συχνότερα, σε άτακτη υποχώρηση. Έναν παρόμοιο ήρωα πλάθει ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, «Το ελάχιστο ίχνος». Ακόμη ένα βιβλίο, που δεν έτυχε της ανάλογης κριτικής αποδοχής.
Η άλλη ιστορία, που είναι η καταληκτική του βιβλίου, αφορά οικογενειακές σχέσεις και μάλιστα δίπολα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενδοοικογενειακούς εμφύλιους. Όπως η νεαρή χήρα, με καθυστερημένο παιδί, η οποία ερωτεύεται κάποιον που την θέλει, αλλά χωρίς το παιδί. Ή ακόμη, η νεαρή χήρα, που συμβιώνει με τη γεροντοκόρη κουνιάδα. Όλα, όμως, βαίνουν ειρηνικά, καταλήγοντας με την ευφρόσυνη διάθεση μιας ροζ ιστορίας. Άνισες οι ιστορίες ή, μήπως, ιστορίες για όλα τα γούστα; Όπως και να έχει, συστεγάζονται σε μία συλλογή με όμορφο τίτλο, αλλά μάλλον ξένο προς αυτές ή άκρως υπαινικτικό σε βαθμό ασυσχέτιστου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/12/2014.
Φωτ: Έργο του Λουσιέν Φρόυντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου