Γιάννης Κοντός
«Μυστικά τοπία.
Κείμενα για πρόσωπα,
για τη ζωγραφική,
για το θέατρο, για βιβλία.»
Εκδόσεις Τόπος
Απρίλιος 2014
Στο “αυτάκι” του βιβλίου, ο Γιάννης Κοντός, σε φωτογραφία του Δημήτρη Γέρου, με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο, όλο γλύκα, αλλά συνάμα, μια ιδέα ειρωνικό, μάλλον περιπαικτικό. Σε υποδεχόταν καθισμένος στο γραφείο του, στον πέμπτο όροφο Γ. Γενναδίου 3, χωρίς τυπικότητες, με μια θερμή οικειότητα, που σε έκανε να νιώθεις πως είσαι και συ άνθρωπος του χώρου. Το βιογραφικό, χωρίς ημερομηνία γεννήσεως. Όχι γιατί την κρύβει, έτσι κι αλλιώς, σφύζει από νεανικότητα, με τα φουλάρια και τα φοβερά κασκόλ του να ανεμίζουν. Αλλά γιατί αρέσκεται παιχνιδιάρικα να δηλώνει, ότι γεννήθηκε όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα, το 1965. Ή, όταν εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Άλλωστε, ήδη από την πρώτη εντύπωση, δημιουργείται η βεβαιότητα πως παρόμοιος άνθρωπος μόνο ποιητής θα μπορούσε να είναι. Περισσότερο ακριβή βιογραφικά, τον θέλουν να σπουδάζει οικονομικά, να εργάζεται ως ασφαλιστής, μετά να λοξοδρομεί ως βιβλιοπώλης, γωνία Σόλωνος και Ομήρου. Το όνομα του καταστήματος «Ηνίοχος», με τον ίδιο να παραμένει ηνίοχος μόνο στην ποίηση και στα περί αυτήν “μυστικά τοπία”.
Πέρυσι, επετειακά, συγκέντρωσε σε έναν τόμο “το έχει του”, 14 ποιητικές συλλογές, που είναι “το στάρι” σαράντα χρόνων, 1970-2010. Εφέτος, εκδίδει το τρίτο βιβλίο του, με κείμενα βιωματικά, που για εκείνον σημαίνει κείμενα για την τέχνη, με πρώτη την τέχνη του λόγου, και τους ανθρώπους της. Είναι το τρίτο οδόσημο μετά το δίτομο «Τα ευγενή μέταλλα». Αυτές οι εκδόσεις, άτυπης απογραφής φίλων και εμμονών, τοποθετούνται ανά δεκαετία: 1994, 2005, 2014. Παρόμοια με τα βιβλία-οδόσημα της συγγραφικής πορείας, που εκδίδει ο Μένης Κουμανταρέας. Τα καινούρια κείμενα είναι γραμμένα στο διάστημα της ενδιάμεσης δεκαετίας και ταξινομούνται σε πέντε ενότητες, με δυο ποιήματα, ως εισαγωγή και ως επίμετρο. Ο κοινός τίτλος των δυο προηγούμενων βιβλίων ήταν εμπνευσμένος από τον τίτλο ποιητικής συλλογής του Ζήση Οικονόμου, «Η εποποιία των αγενών μετάλλων». Μόνο που η απαισιόδοξη οπτική του παλαιότερου ποιητή, εδώ ανατρέπεται σε αισιόδοξη κατάφαση. Από τον ίδιο τίτλο είχαμε φτιάξει και εμείς την επιγραφή της βιβλιοπαρουσίασης του πρώτου τόμου, το μακρινό 1994. «Εποποιία ευγενών μετάλλων», ήταν ο δικός μας τίτλος, με υπέρτιτλο, “πολυχρωμία της όρασης και της μνήμης”. Τότε, για τα βιβλία που μας άρεσαν, γράφαμε με ενθουσιασμό. Στην ενδιάμεση εικοσαετία, η ανθυγιεινή ενασχόληση με την βιβλιοκριτική τον κούρεψε δραστικότερα και από τα επί Τρόικας οικονομικής φύσεως κουρέματα. Θύμα ή θήτης ο κριτικός είναι και θέμα οπτικής γωνίας. Ο Κοντός γράφει, “Αχ, αυτοί οι κριτικοί, αυτοί οι νεκροθάφτες”, αποδίδοντας τη φράση στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ωστόσο, παρόλο που ουδείς αγαπά τους νεκροθάφτες, όλοι μάλλον συμφωνούν ότι είναι απαραίτητοι. Αλλά και δύστυχοι, καθώς τους βδελύσσονται, ιδιαίτερα όταν κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Στη δεύτερη ενότητα του καινούριού του βιβλίου, όπου συγκεντρώνει τα δημοσιευμένα κείμενα για βιβλία, ο ίδιος σχολιάζει ως ομότεχνος έργα φίλων. Στα 25 κείμενα, τα 12 αφορούν βιβλία ποιητών της γενιάς του, κυρίως ποιητικά (Ν. Χατζιδάκι, Δ. Ποταμίτη, Κ. Μαυρουδή, Π. Παμπούδη, Γ. Μαρκόπουλου, Κ. Παπαγεωργίου, Γ. Βαρβέρη), ακόμη μυθιστόρημα του Γ. Μανιώτη και τέσσερα βιβλία ευρέος φάσματος του στενότερου από τους φίλους, του Θ. Θ. Νιάρχου. Φιλεταιρικά είναι και τα κείμενα για μεγαλύτερους (Κ. Μουρσελά, Γ. Μιχαηλίδη, Λ. Παπαδόπουλο) ή και νεότερους (Ν. Δαββέτα, Δ. Κοσμόπουλο). Σε όλα, ένας κριτικής διάθεσης αναγνώστης θα εύρισκε ότι περισσεύει ο ενθουσιασμός. Θα πρόσθετε πως έτσι ο έπαινος αποδυναμώνεται. Αυτή, όμως, είναι συνήθης αβαρία του θετικού σκέπτεσθαι. Όπως και να έχει, σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος γραφής πείθει ότι πρόκειται για έναν ενθουσιασμό ανόθευτα πηγαίο. Από την άλλη, είναι εμφανές πως ο ποιητής αποδίδει καλύτερα ως αισθητής σε υψηλούς τόνους. Την ομάδα των φίλιων προσώπων συμπληρώνουν, όπως και στους προηγούμενους τόμους, οι “μεγάλοι” από τους παλαιότερους, όπως ο “φίλος” Ρίτσος, οι δυο Νομπελίστες και ο Καβάφης.
Ο Κοντός, από τα “ευγενή μέταλλα” μέχρι τα “μυστικά τοπία”, διατηρεί ακέραια την καθαρότητα των αισθημάτων. Με την ίδια προσήλωση, συμπληρώνει τα εκθέματα μνήμης. Όπως ο Τάκης Σινόπουλος τοποθετούσε πέτρες, ακροκέραμα, αστερίες στην αυλή του. Ο Πύργειος ποιητής είναι, ακόμη μία φορά, από τους πρώτους που αναφέρονται, στο πρώτο κείμενο, το αφιερωμένο στη Νανά Καλλιανέση και τον αλλοτινό «Κέδρο». Τον εκδοτικό οίκο, που ίδρυσε ο Νίκος Καλλιανέσης, μαζί με τη σύζυγό του Νανά Σταματίου, το 1954, άρτι αφιχθείς στην Αθήνα από τον “παραθερισμό” του στον Αϊ-Στράτη. Τέλη του 1976, του ζήτησε η Νανά να εργαστεί για τον «Κέδρο». Τον Μάιο, είχε αποβιώσει ο Νίκος. Το 1988, έφυγε και η Νανά. Από παιδί για την “λάντζα”, όπως γράφει αυτοσαρκαζόμενος, αφού στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης οι “μεγάλοι” – Ρίτσος, Τσίρκας, Σινόπουλος, Λειβαδίτης, Κοτζιάς – διάβαζαν τα χειρόγραφα, πρότειναν, συμβούλευαν, κατέληξε στυλοβάτης του οίκου. Κυρίως για τις εκδόσεις ελληνικής λογοτεχνίας, που παραμένει ως σήμερα ο βασικός τομέας του «Κέδρου». Ο Κοντός συμπλήρωσε 33 έτη στη σκιά του «Κέδρου», αποχωρώντας το 2009. Πιθανώς, το αποχωρώ να μην αποδίδει την όποια κατάσταση δημιουργήθηκε, όταν η δυναμική Κάτια Λεμπέση χρειάστηκε να απουσιάσει. Όπως και να έχει, ήταν ένας πολιτισμένος χωρισμός, που έμεινε μακριά από τον διψαλέο Τύπο. Απώλεια για τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο, αλλά και γενικότερα, για τον εκδοτικό χώρο, καθώς η μετοικεσία του σε έτερο οίκο, φαίνεται πως δεν ευοδώθηκε.
Εικονοπλάστης ο Κοντός, όπως ο σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, του οποίου την αυτοβιογραφία συστήνει στον αναγνώστη “να την διαβάσει με πάθος”, η ζωγραφική είναι μέρος της ζωής του, αλλά και “όλοι μαζί ποιητές, μουσικοί, καλλιτέχνες... η δεύτερη κατάσταση του κόσμου”. Η τρίτη ενότητα του βιβλίου είναι αφιερωμένη στους ζωγράφους. “Από πολύ νέο τον τραβούσε η ζωγραφική” και συνεχίζει για σαράντα χρόνια “να γράφει κείμενα (ουσιαστικά ποιήματα) για ζωγράφους”. Ορισμένους, τους φίλους, τους ακολουθεί στην περιπέτεια της διαδρομής τους. Η εικαστική σοδειά μετράει κείμενα για 17 ζωγράφους, μία γλύπτρια, την Ναταλία Μελά, έναν ποιητή, τον Ελύτη. Ξεκινώντας από τον πρεσβύτη Γιάννη Μόραλη, για την τελευταία έκθεσή του, Νοέ.-Δεκ. 2006, με τους δέκα καινούριούς του πίνακες. Ήταν η δεκάτη ατομική του έκθεση, τρία χρόνια αργότερα, 20 Δεκεμβρίου 2009, απεβίωσε. Και τον αειθαλή Παναγιώτη Τέτση, που κολυμπάει στη θάλασσα της Σίφνου και την απαθανατίζει. Μέχρι τη νεότερη Κρητικιά Ελένη Καλοκύρη και τα καράβιά της.
Ένας άλλος κόσμος, αυτός του θεάτρου, ζωντανεύει στα κείμενα της τέταρτης ενότητας. Το ζωντανεύει, δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά γεγονός. Όπως ο Κοντός δεν γράφει για τη λογοτεχνία ως κριτικός, ούτε για τη ζωγραφική ως τεχνοκριτικός, παρομοίως, δεν σχολιάζει μία θεατρική παράσταση ως κριτικός, αλλά με τον ιδιότυπο τρόπο του άμεσα εμπλεκόμενου συναισθηματικά. Συχνά ξεκινάει σαν να κουβεντιάζει ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, το κείμενο για το θεατρικό του Βασίλη Κατσικονούρη, «Το γάλα», αρχίζει με διακήρυξη αρχών: “Είναι γνωστές οι θέσεις μου για το νεοελληνικό έργο. Αγωνίζομαι, το πιστεύω και είμαι κοντά στους ανθρώπους του.” Ενώ, στο «Διαμάντια και μπλουζ», δηλώνει: “Από πάντα ήμουνα θαυμαστής του θεάτρου της Λούλας Αναγνωστάκη. Την έβλεπα σε φωτογραφίες, την παρακολουθούσα, μέχρι που γνωρστήκαμε (1972) και δεν χωρίσαμε ποτέ.” Σε άλλες παραστάσεις, η έμφαση δίνεται στον σκηνοθέτη. Γίνεται λόγος για “τον μάγο Λευτέρη Βογιατζή” ή για “τον μάγο Ευαγγελάτο”. Ακόμη, πολλαπλή αναφορά στον Γιώργο Μιχαηλίδη και τις παραστάσεις Τσέχωφ.
Άνθρωπος της πόλης ο Κοντός, ποιητής και πεζοπόρος, μακράν του πλήθους των εποχούμενων, παρατηρεί στο πεζοδρόμιο “σε μια σταλίτσα χώμα”, «Ένα φυτό του δρόμου», όπως είναι ο τίτλος του εισαγωγικού ποιήματος. Πράγματι, πόσες φορές δεν στέκεις απορημένος “για την αντοχή του, την επιμονή του και τέλος πάντων που βρίσκει τον αέρα και αναπνέει”. Είναι ένα αισιόδοξο “άνοιγμα”, όπως ταιριάζει σε ένα αγαπησιάρικο βιβλίο. Αντιθέτως, το “κλείσιμο” είναι πένθιμο, «Ο σκουπιδιάρης ή το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας»: “Η νύχτα προχωρά... Πώς περνούν οι ώρες;” “Δώδεκα και μισή” θα μπορούσε να είναι μία καβαφική συνέχεια.
Η πέμπτη ενότητα τιτλοφορείται «Μονόλογοι». Συνολικά δεκατέσσερις, γραμμένοι στο αναμεταξύ Αθήνας και Μεταξοχωρίου, όχι Ηρακλείου, αλλά Αγιάς Λάρισας. Εξομολογητικοί, γεμάτοι νοσταλγία, από κάποιον που ενέδωσε νωρίς “στην αμαρτία της ποιήσεως”. “Όλα άρχισαν στα δέκα με έντεκά μου από κάτι σπασμένες παιδικές εικόνες που βγαίνανε από τα κλασικά εικονογραφημένα...”, εξομολογείται. Μικρές φράσεις κατορθώνουν και αφηγούνται όσα χρειάζονται σελίδες για να εκφραστούν. Ο Κοντός ακολουθεί τη συμβουλή του Γιώργου Χειμώνα: “Γιάννη, οι συγγραφείς δεν πρέπει να κάνουν ψυχανάλυση.” Αφήνεται στη λεκτική μετωνυμία, ξεδιπλώνοντας τις εικόνες που αυτή δημιουργεί. “Σε μια ακροθαλασσιά καθόμουνα και φοβόμουνα να μπω στη θάλασσα. Μετά από λίγο μπήκα γυμνός για πάντα και μάλιστα περπάτησα επί των υδάτων.” Αυτοί οι μονόλογοι, που θα μπορούσαν να γραφούν σε στίχους, αλλά δόθηκαν πεζόμορφοι, “δρουν σαν οξύ πάνω στο συναίσθημα” του παραλήπτη τους. Ο Κοντός κοιτάζει αυτά που γίνονται γύρω του - “τη μαύρη σακούλα” σκουπιδιών, τον “άνθρωπο στα σκουπίδια”, τον νεκροθάπτη που “χάθηκε μια νύχτα στο δάσος” – και βγάζει, για μια ακόμη φορά, “κραυγή διαμαρτυρίας”.
Ωστόσο, τα αναμνηστικά κείμενα της αρχικής ενότητας για τις πρώτες γνωριμίες του ποιητή, πιο εκτενή και πιο αφηγηματικά, προεξάρχουν. Αναφέρονται σε γνωστούς δημιουργούς, που γνωρίζουμε μέσα από το έργο τους. Εδώ τα κείμενα του Κοντού δίνουν εντυπώσεις από πρώτο χέρι, καθώς αυτά τα πρόσωπα σκιαγραφούνται κατά την εποχή της ακμής τους. Υπάρχουν και δυο κείμενα για τον Καρυωτάκη. Τον ποιητή που αγάπησε πολύ η γενιά του Κοντού. Με μία πρόταση αποδίδει το πώς τον είδαν: “αλώβητο, ερωτικό, ένα γέρο-παιδί, έναν πρωτοπόρο, έναν μοναχό των λέξεων και των ιδεών, έναν άνθρωπο με τρομερό χιούμορ, έναν λυπημένο, έναν υπάλληλο του φόβου, έναν πελιδνό μέσα στη ζωή, έναν απέλπιδα, ρομαντικό και αυτόχειρα.” Σαν να θέτει σε εφαρμογή τον καταληκτικό στίχο της δεκάτης εβδόμης ποιητικής του συλλογής, «Η στάθμη του σώματος», Οκτώβριο 2010, υπακούοντας σε παρότρυνση του τεθνεώτος, “Φύσηξε τον πηλό μου να ξαναγίνω άνθρωπος”. Μένουμε με την παλαιότερη απορία μας, κατά πόσο θα ήταν μέσα στις δυνατότητες του ποιητή το “γύρισμα” όλου αυτού του αναμνηστικού πλούτου σε καθαρή αφήγηση.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/11/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου