Αλέξανδρος Αργυρίου
«Τάκης Παπατσώνης»
Εκδ. Γαβριηλίδης
Απρ. 2009
«Τάκης Παπατσώνης»
Εκδ. Γαβριηλίδης
Απρ. 2009
Εφέτος, στις 26 Ιουλίου, συμπληρώνονται 40 χρόνια από τον θάνατο του Τάκη Παπατσώνη. Λησμονημένος την πρώτη 25ετία, τα τελευταία χρόνια όλο και κάποιοι τον θυμούνται. Αν και όχι συστηματικά, δείχνουν μάλλον ως μεμονωμένες πρωτοβουλίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι οι βασικές τρεις συναγωγές των δοκιμίων του, το δίτομο «Ο τετραπέρατος κόσμος» (1966 & 1976) και το «Όπου ην κήπος» (1972), είναι εδώ και χρόνια εξαντλημένες. Οι δυο εκδοτικοί οίκοι, στους οποίους στεγάζεται το έργο του, φαίνεται να μην έχουν αντίληψη του κενού, που αυτή η αμέλεια δημιουργεί στην προσέγγιση του έργου του. Δοθέντος, βεβαίως, ότι ζούμε σε μία χώρα, που το είδος δανειστική βιβλιοθήκη έχει προ πολλού εκλείψει για τους πληβείους των γραμμάτων. Στα βιβλιοπωλεία διατίθενται ο τόμος με την ποίησή του και τα ταξιδιωτικά του.
Δημοσιεύονται, πάντως, αφιερώματα περιοδικών. Ο Παπατσώνης, εν ζωή και παρά την μακροημέρευσή του, χάρηκε μόλις δυο, κι αυτά την στερνή του τετραετία, κοντά ογδοντάχρονος, όντας ακαδημαϊκός. Το πρώτο αφιέρωμα, μάλιστα, το 1973, είναι από το κυπριακό περιοδικό «Πνευματική Κύπρος» του Κύπρου Χρυσάνθη. Έγινε με κυπριακή πρωτοβουλία, παρότι ο κοσμογυρισμένος Παπατσώνης την Κύπρο δεν την είχε επισκεφθεί, εκείνη τον τίμησε, όπως γράφει συγκινημένος στον Χρυσάνθη. Να σημειώσουμε πως τα πρώτα αφιερώματα στον Καβάφη και τον Παλαμά είναι επίσης από κυπριακά περιοδικά. Αυτή η φροντίδα των Κυπρίων για την ελλαδική λογοτεχνία δεν έχει αντίστοιχα επισημανθεί και εκτιμηθεί. Αντίθετα, η ελλαδική αυταρέσκεια καλλιεργεί την εντύπωση, πως ο λογοτεχνικός χώρος της Μητρόπολης στηρίζει την κυπριακή λογοτεχνία.
Εντός της τελευταίας πενταετίας, ωστόσο, τρία λογοτεχνικά έντυπα αξιολόγησαν αφιέρωμα στον Παπατσώνη: α) Ιούλ. 2011 το περ. «Μανιφέστο», β) Ιούν. 2013 η «Αθηναϊκή επιθεώρηση του βιβλίου» και γ) Φεβ. 2015 το περ. «Κουκούτσι». Ενώ, Ιούν. 2015, επανακυκλοφόρησε αυτόνομο το πρώτο, ως αφιέρωμα στα “120 χρόνια από τη γέννηση του Παπατσώνη”. Αθροίζονται συνολικά 20 συνεργάτες, με τρεις από αυτούς να συμμετέχουν σε δυο αφιερώματα. Κυριαρχούν οι ποιητές, μετρημένοι οι μελετητές, εάν μείνουμε στην κύρια ιδιότητα του καθενός. Πέντε-έξι της γενιάς του ’70, απουσιάζει η γενιά του ’80, κυριαρχούν οι μεταγενέστεροι, γεννημένοι στην 25ετία, 1960-1985.
Τα τρία αφιερώματα διακρίνονται από το διττό ενδιαφέρον που ανέκαθεν προκαλούσε το έργο του Παπατσώνη, με τους πρωτοστατούντες να παίρνουν τη σκυτάλη από τους παλαιότερους. Της «Επιθεώρησης του βιβλίου» επικεντρώνεται στη νεωτερικότητα της στιχουργικής του, ενώ, των δυο περιοδικών, στη θεολογική διάσταση του έργου του. Στο θέμα της στιχουργικής, ο Νάσος Βαγενάς συνεχίζει στη γραμμή του Αλέξ. Αργυρίου, που, από τη θέση του γραμματολόγου, τοποθέτησε τον Παπατσώνη χρονολογικά πρώτο στους νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου. Από τη θέση του καθηγητή, ωθεί νεότερους στην εκπόνηση σχετικών διδακτορικών διατριβών, όπως τους δυο συνεργάτες στο αφιέρωμα, Δ. Ελευθεράκη και Β. Ρούσσου.
Τα δυο άλλα έρχονται ως συνέχεια του αφιερωμένου στον Παπατσώνη πρώτου «Τετράδιου Ευθύνης», που κυκλοφόρησε Μάι. 1976 και το οποίο, ο ίδιος, μόλις που πρόλαβε να χαρεί και να ευχαριστήσει τον φίλο και εκδότη του, Κώστα Τσιρόπουλο. Φίλοι του Τσιρόπουλου και συνεχιστές του περιοδικού του, οι δυο Δημήτρηδες, Κοσμόπουλος και Αγγελής, που, συνεργάτες ακόμη το 2011, στήνουν το αφιέρωμα του περ. «Μανιφέστο», όπου ο δεύτερος καταρτίζει το Χρονολόγιο. Στο έτερο αφιέρωμα, η επιλογή κειμένων είναι του Λαμιώτη ποιητή Κώστα Ριζάκη.
Στην ισχνή βιβλιογραφία Παπατσώνη, το 2008 προστέθηκε και ένα βιβλίο. Ο Αργυρίου συγκέντρωσε τα κείμενά του για τον Παπατσώνη: δυο παλαιότερα (1964, 1973) και, ως κυρίως σώμα, ένα αδημοσίευτο, που προέκυψε από τέσσερεις ομιλίες-μαθήματα του 1984, όταν συμπληρώνονταν 50 χρόνια από την πρώτη έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, «Εκλογή, Α΄». Παρότι τα κείμενα δεν υποβλήθηκαν σε επιπλέον βάσανο με την προοπτική της έκδοσης, ο αφηγηματικός τρόπος τους αποκαθιστά τη συνέχεια. Ο Αργυρίου παρουσιάζει τον Παπατσώνη σε αντιπαραβολή με τους Καρυωτάκη και Σεφέρη. Με αυτόν τον τρόπο, σχηματίζει μία τριανδρία της νεωτερικής πρωτοπορίας, την οποία διαχωρίζει από τους αμέσως προηγούμενους, “της ανανεωμένης παράδοσης”, τους οποίους αφήνει ως βάθος πεδίου στο ξετύλιγμα της συλλογιστικής του: “Τρεις ποιητές που γεννήθηκαν μέσα σε μια εξαετία 1895-1900, δηλαδή σε ένα περιβάλλον χωρίς αισθητές μεταβολές τόσο στο κοινωνικό όσο και στο καλλιτεχνικό πεδίο, φαίνεται περίεργο να παρουσιάζουν τόσες διαφορές στο έργο τους.”
Το δυσεξήγητο προκύπτει, τουλάχιστον εν μέρει, από τον μη συνυπολογισμό του οικογενειακού περιβάλλοντος. Αποφεύξιμος μεν ο βιογραφισμός, αλλά η διακριτική χρήση του συχνά φωτίζει καταστάσεις. Ανεξάρτητα από τα όποια ταλέντα τους, οι δυο από αυτούς βρήκαν το δρόμο ανοιχτό μπροστά τους. Εκτός από τη σχετικά μικρή ηλικιακή διαφορά, ένα άλλο κοινό σημείο είναι ότι και οι τρεις σπουδάζουν νομικά. Οι δυο μεγαλύτεροι, Μωραΐτες στην καταγωγή, στο Αθήνησι και μάλιστα, παρά τη διαφορά ηλικίας, κοντά δυο χρόνια, εγγράφονται την ίδια χρονιά στο Πανεπιστήμιο, Σεπ. 1913. Ο Μικρασιάτης Σεφέρης στο Παρίσι, που σημαίνει ευθύς εξαρχής διαφορετικό πολιτιστικό περιβάλλον. Εκεί αποκτά τον δια βίου φίλο, έως και μεταθανάτιο αρωγό, Γιώργο Κατσίμπαλη. Σε αντίστοιχο ρόλο, ο Καρυωτάκης, τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Έχουν προηγηθεί οι γυμνασιακές σπουδές, όπου οι τύχες των τριών στάθηκαν τελείως διαφορετικές. Σχολή Σαιντ Ζοζέφ ο Παπατσώνης, ενώ οι δυο άλλοι αλλάζουν σχολεία· γυμνάσια της επαρχίας ο Καρυωτάκης, πρότυπα σε Σμύρνη και Αθήνα ο Σεφέρης.
Κοινό σημείο, η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Οι δυο πρεσβύτεροι φέρεται να την οφείλουν σε μητέρες, που κρατούν από αρχοντικές οικογένειες. Άλλο, βεβαίως, ευγενείς της Ανκόνα και άλλο, Τριπολιτσιώτες άρχοντες. Όπως και να έχει, ο Παπατσώνης αποφοιτά το 1917 και το 1918 προσλαμβάνεται στο Υπουργείο Οικονομικών. Ο Καρυωτάκης παίρνει την άδεια δικηγόρου Ιαν. 1919 και Οκτ. διορίζεται στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Στα 18 του φέρεται να έχει βλέψεις για σταδιοδρομία διπλωμάτη. Αυτήν την εξασφάλισε ο Σεφέρης, γιος καθηγητή Πανεπιστημίου. Και του Καρυωτάκη ήταν επιστήμονας, αλλά νομομηχανικός. Το επάγγελμα του πατρός Παπατσώνη λείπει στα χρονολόγια, ωστόσο είναι γόνος Μεσσήνιων προεστών, που ανδραγάθησαν στην Επανάσταση, με εξέχουσες θέσεις μετεπαναστατικά.
Στα προγονικά του Παπατσώνη, ο Αργυρίου συγχέει τον βίο του παππού του, Παναγιώτη Παπατσώνη, με εκείνους των δυο αδελφών του. Ο μεγαλύτερος, ο Δημήτρης, ήταν αυτός που πολέμησε δίπλα στον Κολοκοτρώνη, φυλακίστηκε μαζί του και σκοτώθηκε μαχόμενος κατά του Ιμπραήμ, το 1825. Ενώ, υπασπιστής του Όθωνα χρημάτισε ο μικρότερος αδελφός, ο Ιωάννης. Ο Παναγιώτης διαδέχθηκε τον αδελφό του στην αρχηγία πολυάριθμου ένοπλου σώματος. Μετεπαναστατικά εξελέγη κατ’ επανάληψη δήμαρχος. Το σημαντικότερο, άφησε απομνημόνευμα για τους αγώνες της οικογένειας και την οικονομική βοήθεια, που αυτή πρόσφερε στον Αγώνα. Γιατί ο προπάππος, Αναγνώστης Παπατσώνης, προεστός, με την εύνοια Σουλτάνου και ντόπιου Πασά, διατηρούσε την επικαρπία από τσιφλίκι 40-45 χωριών, ολόκληρη επαρχία, αυτήν του Εμβλακίου Μεσσηνίας, σημερινής Εύας. Να σημειώσουμε, πως η οικογένεια Παπατσώνη συγγενεύει με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, αλλά και τον Τέλλο Άγρα, τον Μακεδονομάχο.
Ο Αργυρίου αποπειράται ανασύσταση του βίου του, όσο του επιτρέπουν τα βιογραφικά δεδομένα, που εξακολουθούν να παρουσιάζουν κενά. Σημειώνει την έλλειψη στοιχείων “για την καταγωγή του που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξηγήσουν και τον καθολικισμό του”, σχετικά με τον οποίο προχωρά σε υποθέσεις. Οπωσδήποτε εύλογες, αλλά απαιτούν τεκμηρίωση. Ο Κίμων Φράιερ τον αναφέρει, χωρίς σχετική παραπομπή, ως “κατευθείαν απόγονο της Μαρκησίας di Bartoli di Ancona, παλαιάς οικογένειας καθολικών, που ανέδειξε πολλούς σπουδαίους κληρικούς”. Ως πληροφορία ελάχιστα διαφωτίζει την θρησκευτική ταυτότητα και στάση ζωής του ποιητή. Όσο για τον χαρακτηρισμό nobilissimus, ο Παπατσώνης μπορεί να τον επιστρατεύει ως δηλωτικό “υπεροχής”, μάλλον, όμως, ως τίτλος τιμής, ανήκει στην οικογένεια. Αλλά και πάλι, όχι ως “καταγόμενης από τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών”. Το νωβελίσσιμος, ο ευγενέστατος, είναι τιμητικός τίτλος της βυζαντινής αυλικής ιεραρχίας, που, μέχρι τους Κομνηνούς, δινόταν μόνο σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ, μετέπειτα, παραχωρείτο και ως προνόμιο.
Σχετικά με τα βιογραφικά κενά, ο Γ. Π. Σαββίδης, σε άρθρο, που επέχει θέση νεκρολογίας, σχολιάζει: “Προϋπόθεση για οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη πάνω στον ποιητή και το έργο, είναι η συστηματική έρευνα του αρχείου του... Η έρευνα αυτή θα βοηθούσε σημαντικά να συνταχθούν με κάποια επάρκεια δυο βασικά όργανα μελέτης: η Βιβλιογραφία... και το χρονολόγιο των έργων και ημερών, τόσο του δημόσιου άντρα όσο και του λογοτέχνη.” Ωστόσο, με το θάνατο της συζύγου του Παπατσώνη, θα πρέπει να αντιλήφθηκε το ανέφικτο παρόμοιων σχεδιασμών. Εκείνη ετοίμαζε την έκδοση τρίτου τόμου, μία σταχυολόγηση από τα ευρισκόμενα, ως «Εκλογή, Γ΄», με τη βοήθεια του Τσιρόπουλου. Η κόρη του, Μαρία, μοναδική πλέον κληρονόμος, ματαίωσε την έκδοση, ανακοινώνοντας πως δεν θα προβεί ούτε θα επιτρέψει καμία δημοσίευση και έκδοση έργου του ή ιδιωτικών εγγράφων του, όπως επιστολές. Για το αληθές του λόγου, οι επιστολές του προς Γιολάντα Πέγκλη, που εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1994, αποσύρθηκαν.
Ο Σαββίδης ήθελε να “ανταποκριθεί στο χρέος που το έργο του Παπατσώνη απαιτεί για λογαριασμό των ουσιαστικών πνευματικών του κληρονόμων, δηλαδή για το πλατύ και ολοένα ανανεούμενο κοινό αναγνωστών της μεγάλης ποίησης.” Αλλά και η κόρη, νυμφευόμενη τον διπλωμάτη και μετέπειτα πρέσβη Αλέξανδρο Κουντουριώτη, γιο του επίσης πρέσβη Ανδρέα Κουντουριώτη, μάλλον οχυρωνόταν απέναντι στην ερευνητική περιέργεια, που θα προκαλούσαν οι θησαυροί του αρχείου του, όπως τους περιγράφει ο Σαββίδης, γνωρίζοντάς τον προσωπικά. Κι όμως, σαράντα χρόνια μετά, ο αποκλεισμός έκδοσης, τουλάχιστον του έργου, φαίνεται υπερβολικός. Μέχρι και άδικος απέναντι σε έναν δημιουργό, που κουβαλούσε την πικρία του αδικημένου.
Επανερχόμενοι στην τριανδρία, ο Αργυρίου σκιαγραφεί τη σχέση Σεφέρη-Παπατσώνη. Ο Βαγενάς στο βιβλίο του «Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη» συγκεντρώνει τα βιβλιογραφικά δεδομένα αυτής της σχέσης, υποστηρίζοντας πως η φιλία τους διαταράχτηκε μεν το 1931, με την έκδοση της πρώτης συλλογής του Σεφέρη και του βιβλίου για τον Σεφέρη του Ανδρέα Καραντώνη, αλλά επανήλθε. Ο Αργυρίου δείχνει επιφυλακτικός, τουλάχιστον ως προς τα αισθήματα του Παπατσώνη. Αμφότεροι, πάντως, αποδέχονται τον φιλέταιρο και μακρόθυμο Σεφέρη.
Ωστόσο, η αλληλογραφία Κατσίμπαλη-Σεφέρη δίνει μάλλον διαφορετική εικόνα για τη σχέση τους. Λ.χ., η αλληλοεκτίμηση πριν το 1931 δεν δείχνει δεδομένη, όταν ο Σεφέρης, το 1932, τον αποκαλεί “υστερική πάπισσα”. Επίσης, τη μη δημοσίευση της απαντητικής επιστολής του στην επίθεση Παπατσώνη δεν την αποφάσισε ο ίδιος. Ο Κατσίμπαλης την συμβούλευσε, γιατί την εύρισκε “αδύνατη”, δηλαδή όχι αρκετά πειστική, οπότε και θεωρούσε πως “θα τον έβλαπτε”. Παρότι ο Κατσίμπαλης ήταν συνομήλικός του, λειτουργούσε ως φύλακας άγγελος της δημόσιας εικόνας του. Αντίθετα, η συζυγική αλληλογραφία Σεφέρη, στην οποία ο Βαγενάς παραπέμπει, στρέφεται γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις Μαρώς-“Παπατσώνηδων” και ελάχιστα προσφέρεται ως μαρτυρία αισθημάτων. Όπως και να έχει, το επιστέγασμα των εξαρχής σε απόκλιση συγγραφικών κατευθύνσεων έρχεται το 1963, όταν, στον Σεφέρη, απονέμεται το βραβείο Νόμπελ και στον Παπατσώνη, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Όσο για το κυρίως θέμα, τον σχολιασμό του ποιητικού και δοκιμιακού έργου του Παπατσώνη, μάλλον δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη, που αυτές τις “άγιες ημέρες” ανυπομονεί να ενημερωθεί από τους ειδήμονες για τις γιορταστικές προτάσεις τους. Άλλωστε κάθε εφημερίδα έχει το αναγνωστικό της κοινό. Αυτό της δικής μας, πιθανόν να έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για το μοναδικό βιβλίο του, που επανεκδόθηκε στον τρέχοντα αιώνα. Πρόκειται για το οδοιπορικό «Άσκηση στον Άθω». Αυτό λοιπόν, προέκυψε το 1927 ύστερα από πεντάμηνη εκεί διαμονή, εκδόθηκε το 1963 και το 2011, που η πληγή της κρίσης άρχισε να κακοφορμίζει, έγινε η επανέκδοση. Στα υπόλοιπα, όσα τουλάχιστον απουσιάζουν, προβλέπεται επανέκδοση... του αγίου ποτέ. Με άλλα λόγια, αυτές είναι οι τύχες σε ιδιότυπες περιπτώσεις, όπως αυτή του Τάκη Παπατσώνη.
Δημοσιεύονται, πάντως, αφιερώματα περιοδικών. Ο Παπατσώνης, εν ζωή και παρά την μακροημέρευσή του, χάρηκε μόλις δυο, κι αυτά την στερνή του τετραετία, κοντά ογδοντάχρονος, όντας ακαδημαϊκός. Το πρώτο αφιέρωμα, μάλιστα, το 1973, είναι από το κυπριακό περιοδικό «Πνευματική Κύπρος» του Κύπρου Χρυσάνθη. Έγινε με κυπριακή πρωτοβουλία, παρότι ο κοσμογυρισμένος Παπατσώνης την Κύπρο δεν την είχε επισκεφθεί, εκείνη τον τίμησε, όπως γράφει συγκινημένος στον Χρυσάνθη. Να σημειώσουμε πως τα πρώτα αφιερώματα στον Καβάφη και τον Παλαμά είναι επίσης από κυπριακά περιοδικά. Αυτή η φροντίδα των Κυπρίων για την ελλαδική λογοτεχνία δεν έχει αντίστοιχα επισημανθεί και εκτιμηθεί. Αντίθετα, η ελλαδική αυταρέσκεια καλλιεργεί την εντύπωση, πως ο λογοτεχνικός χώρος της Μητρόπολης στηρίζει την κυπριακή λογοτεχνία.
Εντός της τελευταίας πενταετίας, ωστόσο, τρία λογοτεχνικά έντυπα αξιολόγησαν αφιέρωμα στον Παπατσώνη: α) Ιούλ. 2011 το περ. «Μανιφέστο», β) Ιούν. 2013 η «Αθηναϊκή επιθεώρηση του βιβλίου» και γ) Φεβ. 2015 το περ. «Κουκούτσι». Ενώ, Ιούν. 2015, επανακυκλοφόρησε αυτόνομο το πρώτο, ως αφιέρωμα στα “120 χρόνια από τη γέννηση του Παπατσώνη”. Αθροίζονται συνολικά 20 συνεργάτες, με τρεις από αυτούς να συμμετέχουν σε δυο αφιερώματα. Κυριαρχούν οι ποιητές, μετρημένοι οι μελετητές, εάν μείνουμε στην κύρια ιδιότητα του καθενός. Πέντε-έξι της γενιάς του ’70, απουσιάζει η γενιά του ’80, κυριαρχούν οι μεταγενέστεροι, γεννημένοι στην 25ετία, 1960-1985.
Τα τρία αφιερώματα διακρίνονται από το διττό ενδιαφέρον που ανέκαθεν προκαλούσε το έργο του Παπατσώνη, με τους πρωτοστατούντες να παίρνουν τη σκυτάλη από τους παλαιότερους. Της «Επιθεώρησης του βιβλίου» επικεντρώνεται στη νεωτερικότητα της στιχουργικής του, ενώ, των δυο περιοδικών, στη θεολογική διάσταση του έργου του. Στο θέμα της στιχουργικής, ο Νάσος Βαγενάς συνεχίζει στη γραμμή του Αλέξ. Αργυρίου, που, από τη θέση του γραμματολόγου, τοποθέτησε τον Παπατσώνη χρονολογικά πρώτο στους νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου. Από τη θέση του καθηγητή, ωθεί νεότερους στην εκπόνηση σχετικών διδακτορικών διατριβών, όπως τους δυο συνεργάτες στο αφιέρωμα, Δ. Ελευθεράκη και Β. Ρούσσου.
Τα δυο άλλα έρχονται ως συνέχεια του αφιερωμένου στον Παπατσώνη πρώτου «Τετράδιου Ευθύνης», που κυκλοφόρησε Μάι. 1976 και το οποίο, ο ίδιος, μόλις που πρόλαβε να χαρεί και να ευχαριστήσει τον φίλο και εκδότη του, Κώστα Τσιρόπουλο. Φίλοι του Τσιρόπουλου και συνεχιστές του περιοδικού του, οι δυο Δημήτρηδες, Κοσμόπουλος και Αγγελής, που, συνεργάτες ακόμη το 2011, στήνουν το αφιέρωμα του περ. «Μανιφέστο», όπου ο δεύτερος καταρτίζει το Χρονολόγιο. Στο έτερο αφιέρωμα, η επιλογή κειμένων είναι του Λαμιώτη ποιητή Κώστα Ριζάκη.
Στην ισχνή βιβλιογραφία Παπατσώνη, το 2008 προστέθηκε και ένα βιβλίο. Ο Αργυρίου συγκέντρωσε τα κείμενά του για τον Παπατσώνη: δυο παλαιότερα (1964, 1973) και, ως κυρίως σώμα, ένα αδημοσίευτο, που προέκυψε από τέσσερεις ομιλίες-μαθήματα του 1984, όταν συμπληρώνονταν 50 χρόνια από την πρώτη έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, «Εκλογή, Α΄». Παρότι τα κείμενα δεν υποβλήθηκαν σε επιπλέον βάσανο με την προοπτική της έκδοσης, ο αφηγηματικός τρόπος τους αποκαθιστά τη συνέχεια. Ο Αργυρίου παρουσιάζει τον Παπατσώνη σε αντιπαραβολή με τους Καρυωτάκη και Σεφέρη. Με αυτόν τον τρόπο, σχηματίζει μία τριανδρία της νεωτερικής πρωτοπορίας, την οποία διαχωρίζει από τους αμέσως προηγούμενους, “της ανανεωμένης παράδοσης”, τους οποίους αφήνει ως βάθος πεδίου στο ξετύλιγμα της συλλογιστικής του: “Τρεις ποιητές που γεννήθηκαν μέσα σε μια εξαετία 1895-1900, δηλαδή σε ένα περιβάλλον χωρίς αισθητές μεταβολές τόσο στο κοινωνικό όσο και στο καλλιτεχνικό πεδίο, φαίνεται περίεργο να παρουσιάζουν τόσες διαφορές στο έργο τους.”
Το δυσεξήγητο προκύπτει, τουλάχιστον εν μέρει, από τον μη συνυπολογισμό του οικογενειακού περιβάλλοντος. Αποφεύξιμος μεν ο βιογραφισμός, αλλά η διακριτική χρήση του συχνά φωτίζει καταστάσεις. Ανεξάρτητα από τα όποια ταλέντα τους, οι δυο από αυτούς βρήκαν το δρόμο ανοιχτό μπροστά τους. Εκτός από τη σχετικά μικρή ηλικιακή διαφορά, ένα άλλο κοινό σημείο είναι ότι και οι τρεις σπουδάζουν νομικά. Οι δυο μεγαλύτεροι, Μωραΐτες στην καταγωγή, στο Αθήνησι και μάλιστα, παρά τη διαφορά ηλικίας, κοντά δυο χρόνια, εγγράφονται την ίδια χρονιά στο Πανεπιστήμιο, Σεπ. 1913. Ο Μικρασιάτης Σεφέρης στο Παρίσι, που σημαίνει ευθύς εξαρχής διαφορετικό πολιτιστικό περιβάλλον. Εκεί αποκτά τον δια βίου φίλο, έως και μεταθανάτιο αρωγό, Γιώργο Κατσίμπαλη. Σε αντίστοιχο ρόλο, ο Καρυωτάκης, τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Έχουν προηγηθεί οι γυμνασιακές σπουδές, όπου οι τύχες των τριών στάθηκαν τελείως διαφορετικές. Σχολή Σαιντ Ζοζέφ ο Παπατσώνης, ενώ οι δυο άλλοι αλλάζουν σχολεία· γυμνάσια της επαρχίας ο Καρυωτάκης, πρότυπα σε Σμύρνη και Αθήνα ο Σεφέρης.
Κοινό σημείο, η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Οι δυο πρεσβύτεροι φέρεται να την οφείλουν σε μητέρες, που κρατούν από αρχοντικές οικογένειες. Άλλο, βεβαίως, ευγενείς της Ανκόνα και άλλο, Τριπολιτσιώτες άρχοντες. Όπως και να έχει, ο Παπατσώνης αποφοιτά το 1917 και το 1918 προσλαμβάνεται στο Υπουργείο Οικονομικών. Ο Καρυωτάκης παίρνει την άδεια δικηγόρου Ιαν. 1919 και Οκτ. διορίζεται στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Στα 18 του φέρεται να έχει βλέψεις για σταδιοδρομία διπλωμάτη. Αυτήν την εξασφάλισε ο Σεφέρης, γιος καθηγητή Πανεπιστημίου. Και του Καρυωτάκη ήταν επιστήμονας, αλλά νομομηχανικός. Το επάγγελμα του πατρός Παπατσώνη λείπει στα χρονολόγια, ωστόσο είναι γόνος Μεσσήνιων προεστών, που ανδραγάθησαν στην Επανάσταση, με εξέχουσες θέσεις μετεπαναστατικά.
Στα προγονικά του Παπατσώνη, ο Αργυρίου συγχέει τον βίο του παππού του, Παναγιώτη Παπατσώνη, με εκείνους των δυο αδελφών του. Ο μεγαλύτερος, ο Δημήτρης, ήταν αυτός που πολέμησε δίπλα στον Κολοκοτρώνη, φυλακίστηκε μαζί του και σκοτώθηκε μαχόμενος κατά του Ιμπραήμ, το 1825. Ενώ, υπασπιστής του Όθωνα χρημάτισε ο μικρότερος αδελφός, ο Ιωάννης. Ο Παναγιώτης διαδέχθηκε τον αδελφό του στην αρχηγία πολυάριθμου ένοπλου σώματος. Μετεπαναστατικά εξελέγη κατ’ επανάληψη δήμαρχος. Το σημαντικότερο, άφησε απομνημόνευμα για τους αγώνες της οικογένειας και την οικονομική βοήθεια, που αυτή πρόσφερε στον Αγώνα. Γιατί ο προπάππος, Αναγνώστης Παπατσώνης, προεστός, με την εύνοια Σουλτάνου και ντόπιου Πασά, διατηρούσε την επικαρπία από τσιφλίκι 40-45 χωριών, ολόκληρη επαρχία, αυτήν του Εμβλακίου Μεσσηνίας, σημερινής Εύας. Να σημειώσουμε, πως η οικογένεια Παπατσώνη συγγενεύει με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, αλλά και τον Τέλλο Άγρα, τον Μακεδονομάχο.
Ο Αργυρίου αποπειράται ανασύσταση του βίου του, όσο του επιτρέπουν τα βιογραφικά δεδομένα, που εξακολουθούν να παρουσιάζουν κενά. Σημειώνει την έλλειψη στοιχείων “για την καταγωγή του που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξηγήσουν και τον καθολικισμό του”, σχετικά με τον οποίο προχωρά σε υποθέσεις. Οπωσδήποτε εύλογες, αλλά απαιτούν τεκμηρίωση. Ο Κίμων Φράιερ τον αναφέρει, χωρίς σχετική παραπομπή, ως “κατευθείαν απόγονο της Μαρκησίας di Bartoli di Ancona, παλαιάς οικογένειας καθολικών, που ανέδειξε πολλούς σπουδαίους κληρικούς”. Ως πληροφορία ελάχιστα διαφωτίζει την θρησκευτική ταυτότητα και στάση ζωής του ποιητή. Όσο για τον χαρακτηρισμό nobilissimus, ο Παπατσώνης μπορεί να τον επιστρατεύει ως δηλωτικό “υπεροχής”, μάλλον, όμως, ως τίτλος τιμής, ανήκει στην οικογένεια. Αλλά και πάλι, όχι ως “καταγόμενης από τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών”. Το νωβελίσσιμος, ο ευγενέστατος, είναι τιμητικός τίτλος της βυζαντινής αυλικής ιεραρχίας, που, μέχρι τους Κομνηνούς, δινόταν μόνο σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ, μετέπειτα, παραχωρείτο και ως προνόμιο.
Σχετικά με τα βιογραφικά κενά, ο Γ. Π. Σαββίδης, σε άρθρο, που επέχει θέση νεκρολογίας, σχολιάζει: “Προϋπόθεση για οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη πάνω στον ποιητή και το έργο, είναι η συστηματική έρευνα του αρχείου του... Η έρευνα αυτή θα βοηθούσε σημαντικά να συνταχθούν με κάποια επάρκεια δυο βασικά όργανα μελέτης: η Βιβλιογραφία... και το χρονολόγιο των έργων και ημερών, τόσο του δημόσιου άντρα όσο και του λογοτέχνη.” Ωστόσο, με το θάνατο της συζύγου του Παπατσώνη, θα πρέπει να αντιλήφθηκε το ανέφικτο παρόμοιων σχεδιασμών. Εκείνη ετοίμαζε την έκδοση τρίτου τόμου, μία σταχυολόγηση από τα ευρισκόμενα, ως «Εκλογή, Γ΄», με τη βοήθεια του Τσιρόπουλου. Η κόρη του, Μαρία, μοναδική πλέον κληρονόμος, ματαίωσε την έκδοση, ανακοινώνοντας πως δεν θα προβεί ούτε θα επιτρέψει καμία δημοσίευση και έκδοση έργου του ή ιδιωτικών εγγράφων του, όπως επιστολές. Για το αληθές του λόγου, οι επιστολές του προς Γιολάντα Πέγκλη, που εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1994, αποσύρθηκαν.
Ο Σαββίδης ήθελε να “ανταποκριθεί στο χρέος που το έργο του Παπατσώνη απαιτεί για λογαριασμό των ουσιαστικών πνευματικών του κληρονόμων, δηλαδή για το πλατύ και ολοένα ανανεούμενο κοινό αναγνωστών της μεγάλης ποίησης.” Αλλά και η κόρη, νυμφευόμενη τον διπλωμάτη και μετέπειτα πρέσβη Αλέξανδρο Κουντουριώτη, γιο του επίσης πρέσβη Ανδρέα Κουντουριώτη, μάλλον οχυρωνόταν απέναντι στην ερευνητική περιέργεια, που θα προκαλούσαν οι θησαυροί του αρχείου του, όπως τους περιγράφει ο Σαββίδης, γνωρίζοντάς τον προσωπικά. Κι όμως, σαράντα χρόνια μετά, ο αποκλεισμός έκδοσης, τουλάχιστον του έργου, φαίνεται υπερβολικός. Μέχρι και άδικος απέναντι σε έναν δημιουργό, που κουβαλούσε την πικρία του αδικημένου.
Επανερχόμενοι στην τριανδρία, ο Αργυρίου σκιαγραφεί τη σχέση Σεφέρη-Παπατσώνη. Ο Βαγενάς στο βιβλίο του «Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη» συγκεντρώνει τα βιβλιογραφικά δεδομένα αυτής της σχέσης, υποστηρίζοντας πως η φιλία τους διαταράχτηκε μεν το 1931, με την έκδοση της πρώτης συλλογής του Σεφέρη και του βιβλίου για τον Σεφέρη του Ανδρέα Καραντώνη, αλλά επανήλθε. Ο Αργυρίου δείχνει επιφυλακτικός, τουλάχιστον ως προς τα αισθήματα του Παπατσώνη. Αμφότεροι, πάντως, αποδέχονται τον φιλέταιρο και μακρόθυμο Σεφέρη.
Ωστόσο, η αλληλογραφία Κατσίμπαλη-Σεφέρη δίνει μάλλον διαφορετική εικόνα για τη σχέση τους. Λ.χ., η αλληλοεκτίμηση πριν το 1931 δεν δείχνει δεδομένη, όταν ο Σεφέρης, το 1932, τον αποκαλεί “υστερική πάπισσα”. Επίσης, τη μη δημοσίευση της απαντητικής επιστολής του στην επίθεση Παπατσώνη δεν την αποφάσισε ο ίδιος. Ο Κατσίμπαλης την συμβούλευσε, γιατί την εύρισκε “αδύνατη”, δηλαδή όχι αρκετά πειστική, οπότε και θεωρούσε πως “θα τον έβλαπτε”. Παρότι ο Κατσίμπαλης ήταν συνομήλικός του, λειτουργούσε ως φύλακας άγγελος της δημόσιας εικόνας του. Αντίθετα, η συζυγική αλληλογραφία Σεφέρη, στην οποία ο Βαγενάς παραπέμπει, στρέφεται γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις Μαρώς-“Παπατσώνηδων” και ελάχιστα προσφέρεται ως μαρτυρία αισθημάτων. Όπως και να έχει, το επιστέγασμα των εξαρχής σε απόκλιση συγγραφικών κατευθύνσεων έρχεται το 1963, όταν, στον Σεφέρη, απονέμεται το βραβείο Νόμπελ και στον Παπατσώνη, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Όσο για το κυρίως θέμα, τον σχολιασμό του ποιητικού και δοκιμιακού έργου του Παπατσώνη, μάλλον δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη, που αυτές τις “άγιες ημέρες” ανυπομονεί να ενημερωθεί από τους ειδήμονες για τις γιορταστικές προτάσεις τους. Άλλωστε κάθε εφημερίδα έχει το αναγνωστικό της κοινό. Αυτό της δικής μας, πιθανόν να έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για το μοναδικό βιβλίο του, που επανεκδόθηκε στον τρέχοντα αιώνα. Πρόκειται για το οδοιπορικό «Άσκηση στον Άθω». Αυτό λοιπόν, προέκυψε το 1927 ύστερα από πεντάμηνη εκεί διαμονή, εκδόθηκε το 1963 και το 2011, που η πληγή της κρίσης άρχισε να κακοφορμίζει, έγινε η επανέκδοση. Στα υπόλοιπα, όσα τουλάχιστον απουσιάζουν, προβλέπεται επανέκδοση... του αγίου ποτέ. Με άλλα λόγια, αυτές είναι οι τύχες σε ιδιότυπες περιπτώσεις, όπως αυτή του Τάκη Παπατσώνη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/1/2016.