Δημήτρης Παπανικολάου
«Σαν κ’ εμένα καμωμένοι.
Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης
και η ποιητική της σεξουαλικότητας»
Εκδόσεις Πατάκη
Μάιος 2014
Ο Δημήτρης Παπανικολάου εξομολογείται στην πρώτη συνέντευξη, που έδωσε μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του, πως ήταν συναισθηματικά φορτισμένος, για την ακρίβεια θυμωμένος, όταν το έγραφε. Είναι το δεύτερο βιβλίο του και το πρώτο στα ελληνικά. Θέλησε αυτό το πρώτο βιβλίο στη μητρική του γλώσσα να είναι για τον Καβάφη, με τον οποίο ασχολείται από δεκαετίας. Ουσιαστικά, από τότε που αρχίζει να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου σήμερα είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο, στην έδρα της Ποίησης, δίδαξε μετά τον πόλεμο Καβάφη ο ελληνιστής Σέσιλ Μώρις Μπάουρα, επικεντρώνοντας τις ομιλίες του στη σχέση του Αλεξανδρινού με το ελληνικό παρελθόν. Εκείνος ξεκινούσε από την αρχαία ελληνική ποίηση, ο Παπανικολάου, κι αυτός κλασικός φιλόλογος, τον προάγει σε ένα πεδίο ευρύτερο του αμιγώς λογοτεχνικού, προτείνοντας μία “νέα ανάγνωση” από την πλευρά των σπουδών φύλου και σεξουαλικότητας. Σε αυτήν την επιλογή τον ώθησε η διαπίστωση, πως κανείς δεν έχει ασχοληθεί με τον Καβάφη κάτω από τη συγκεκριμένη οπτική. Άλλωστε, η εν λόγω έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας και ευρύτερα της ελληνικής κριτικής, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας είτε με αποσιώπηση είτε με απαξίωση, είναι αυτό που τον θυμώνει. Το γεγονός ότι η πρώτη Σχολή Σπουδών Φύλου, αν δεν σφάλλουμε, προέκυψε στις ΗΠΑ μόλις το 1989 και στην Ελλάδα, υπό τη μορφή Εργαστηρίου του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου το 2006, φαίνεται να μην το συνυπολογίζει, μάλλον παρασυρόμενος από την προσωπική του, προνομιούχο εμπειρία. Εμπλεκόμενος ο ίδιος, κρίνει μέσα από τον δικό του χωρόχρονο: Λονδίνο-αρχές 21ου.
Η περίπτωση του Παπανικολάου παρουσιάζει ενδιαφέρον. Γεννημένος στην Αθήνα 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Καβάφη, ολοκληρώνει το 1995 πανεπιστημιακές σπουδές στο Καποδιστριακό και στη συνέχεια σπουδάζει για δυο χρόνια μουσική και φλάουτο στο Ωδείο Αθηνών. Ως υπότροφος του ελληνικού κράτους, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη συγκριτική λογοτεχνία και τη μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 2002 παρουσιάζει διδακτορική διατριβή, που αργότερα αποτέλεσε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο, «Singing poets: Popular Music and Litterature in France and Greece (1945-1975): Reading Brassens, Ferre, Theodorakis, Savvopoulos». Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα παραμένουν σε διεπιστημονικούς τομείς: συγκριτική λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, μουσική, κινηματογράφος και κυρίως, στην αλληλεπίδραση όλων αυτών με τις σπουδές φύλου και σεξουαλικότητας. Σήμερα διδάσκει σε μεταπτυχιακούς φοιτητές στο International Gender Studies Center του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Εκείνο που τον φέρνει στην ελληνική επικαιρότητα, καίτοι μόνιμος κάτοικος Αγγλίας, είναι το Αρχείο Καβάφη. Με την αλλαγή ιδιοκτήτη του Αρχείου, Δεκέμβριο 2012, ο Παπανικολάου ανέλαβε επιστημονικός σύμβουλος. Ο τίτλος δηλώνει θέση γνωμοδοτικού χαρακτήρα, ενώ, στην πράξη, καθώς ο νέος ιδιοκτήτης δεν ανήκει στη χορεία των συγγραφέων και μελετητών, η δικαιοδοσία διευρύνεται. Ο Παπανικολάου φαίνεται να επέχει σήμερα τη θέση διευθύνοντα του Αρχείου.
Ωστόσο, το βιβλίο του ελκύει από μόνο του την προσοχή, καθώς εισάγει στα ανοίκεια για τον Έλληνα αναγνώστη πεδία των φυλετικών σπουδών. Επικεντρώνεται στη διττή ιδιότητα του ομοφυλόφιλου και ποιητή, επιλέγοντας ως πρότυπο παράδειγμα τον Καβάφη. Το γεγονός ότι είναι θυμικά γραμμένο μπορεί να αποτελεί μειονέκτημα για ένα ακαδημαϊκό σύγγραμμα, συνιστά όμως ατού για ένα βιβλίο, που απευθύνεται στο πλατύτερο κοινό. Με την ευθύτητα ενός λόγου σχεδόν προφορικού, σαν ομιλία με διάσπαρτα δοκιμιακής υφής μέρη, αναζητείται το πώς διαμορφώνεται σταδιακά η σεξουαλική ταυτότητα την εποχή του Καβάφη και σήμερα. Στην ερμηνεία των τεκμηρίων, καβαφικών ποιημάτων και σημειωμάτων, έρχεται σε επικουρία η εμπειρία του σύγχρονου ομοφυλόφιλου για το πώς η συνειδητοποίηση του κοινωνικού φύλου οδηγεί σε πολιτικού χαρακτήρα τοποθετήσεις ως προς τους μηχανισμούς εξουσίας, καταπίεσης και αντίστασης.
Η δομή του βιβλίου δεν είναι χρονολογική, ούτε ακριβώς θεματική. Ο πρόλογος και τα πέντε κεφάλαια αφορμώνται από παλαιότερες συζητήσεις, τις οποίες συνεχίζουν, αντιδικώντας με γνωστές θέσεις και δίνοντάς τους νέα τροπή. Τα κεφάλαια υποδιαιρούνται σε μικρότερες ενότητες, εστιασμένες σε επιμέρους πτυχές, τις οποίες σηματοδοτούν προκλητικοί τίτλοι δημοσιογραφικής ευθυβολίας. Σε κάθε ενότητα επιλέγεται ως έναυσμα ένα παρελθοντικό κατάλοιπο, που μπορεί να είναι δημοσίευμα, εκδήλωση, αρχειακό εύρημα και κυρίως, στοιχεία από το καβαφικό σώμα, στίχοι ή και ολόκληρα ποιήματα, προσωπικά σημειώματα. Έτσι η αφήγηση συμβαδίζει με τη σημερινή περί Καβάφη γνώση.
Με αυτήν την υφολογική στρατηγική κερδίζουν έδαφος οι απόψεις του μελετητή, τουλάχιστον όσο αφορά ένα νεότερο κοινό, που προσέρχεται παρθένο στα καβαφικά. Από μια άποψη, αυτό το κοινό είναι και το ζητούμενο, γιατί για τους παλαιότερους, η αποδοχή της “νέας ανάγνωσης” που αναπτύσσεται στο βιβλίο, θα συνιστούσε μία ευρύτερη, κατά Τόμας Κουν, “αλλαγή παραδείγματος”. Δεν θα σήμαινε δηλαδή, μόνο την αποδοχή στην αντιμετώπιση ενός λογοτεχνικού έργου εξωλογοτεχνικών παραγόντων, αλλά θα προϋπέθετε και μία επαναστατική ανατροπή ως προς τις φυλετικές σχέσεις. Κάτι παρόμοιο, σε περιοχές των ανθρωπιστικών επιστημών, απαιτεί σταδιακές διαφοροποιήσεις του κοινωνικού και πολιτισμικού κλίματος, που δεν έχουν ακόμη λάβει τέτοια έκταση. Σήμερα, τα θέματα ταυτότητας και φύλου προκαλούν ανησυχία. Θα πρέπει να αλλάξουμε ματογυάλια, όπως πλαγίως συνιστά ο Μισέλ Φουκώ, για να δούμε τους “anormaux”, “normaux”. Παρόμοιες ριζοσπαστικές διαφοροποιήσεις μπορεί να προκύψουν, δεν αποκλείεται όμως να παραμείνουν ουτοπικό όραμα μειοψηφίας.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που αναφέρεται στην πρόσληψη του καβαφικού έργου, διαχωρίζει “ομαλούς και ανώμαλους”. Ήδη, όμως, ο τίτλος του βιβλίου, δηλώνει εμφατικά την ύπαρξη μιας διαφορετικής κοινότητας. Αλιεύεται από ένα καβαφικό σημείωμα, με ημερομηνία 15.12.1905, για να σηματοδοτήσει αυτήν την καινοφανή κοινότητα. Σε μία εποχή που οι ιδεολογικές συλλογικότητες έχουν αποδυναμωθεί, η ένταξη σε μια παγκόσμια κοινότητα αποπνέει αίσθηση ασφάλειας. Σύμφωνα με τον υπότιτλο του βιβλίου, ως προφήτης και αρχηγέτης προβάλλει “ο ομοφυλόφιλος Καβάφης”. Ο Παπανικολάου σχολιάζει προλογικά ότι θεωρεί ακριβέστερο το “κουήρ Καβάφης”, που αποδίδεται ως αλλόκοτος. Αρχικά, στα αγγλικά, η λέξη ήταν κακόσημη, ωστόσο υιοθετήθηκε προς αντικατάσταση του γκέι, ως αρκούντως αόριστη και άρα, προσφερόμενη για ανανοηματοδότηση. Με τη χρήση της σε ακαδημαϊκό επίπεδο, επιδιώκεται η σεξουαλικότητα να μην ταυτίζεται απόλυτα με το φύλο, αλλά να παραμένει αόριστη σε συμφωνία με τις ερωτικές επιθυμίες, που οδηγούν σε ηδονές κατά μόνας ή συντροφευμένες.
Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στον Καβάφη, όχι όμως μεμονωμένα στον ποιητή, ούτε “βιογραφίστικα”. Αλλά σε έναν Καβάφη προάγγελο κοινωνικών ανατροπών, πέραν του πεδίου της ποίησης. Στο διάλογο με τους παλαιότερους, που ανοίγει ο Παπανικολάου, σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται να μη δίνει την αναλογούσα σημασία στην παράμετρο του χρόνου. Παράδειγμα, η αναφορά του στις αντιδράσεις που προκάλεσε το editorial στο αφιερωματικό τεύχος του «Journal of the Hellenic Diaspora» για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Καβάφη. Συγκεκριμένα, η επιγραμματική απόφανση: «Cavafy is neither “perverse” not “obsessed” nor even “erotic”. Cavafy is gay.», την οποία μεταφράζει: «Ο Καβάφης δεν είναι πρόστυχος, ούτε μονομανής, ούτε καν ερωτικός. Ο Καβάφης είναι γκέι». Ακριβέστερα, τα επίθετα θα αποδίδονταν, αντίστοιχα, ως διεστραμμένος, ιδεοληπτικός, ερωτικός και κυρίως, το τελευταίο ως ομοφυλόφιλος. Εν έτει 1983, αλλά ακόμη και μέχρι σήμερα, οι δυο λέξεις στα ελληνικά δεν είναι ακριβώς συνώνυμες.
Στον αγγλόφωνο κόσμο, μετά τον Πόλεμο, υιοθετήθηκε το γκέι ακόμη και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, λ.χ., οι σπουδές φύλου αρχικά αποκαλούνταν “σπουδές γκέι και λεσβιακές”, προς αντικατάσταση της λέξης ομοφυλόφιλος, που είχε προσλάβει μία δυσάρεστα κλινική χροιά, καθώς η ομοφυλοφιλία αναγνωριζόταν επίσημα ως πνευματική νόσος. Αντιθέτως, στα καθ’ ημάς, το μεν ομοφυλόφιλος ως παραλλαγμένο αντιδάνειο του γερμανικού homosexual διατηρούσε την ουδετερότητά του, ενώ το γκέι εισήχθη στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ως σύνδρομο των μπαρ και της τουριστικής επέλασης. Εξαρχής, εκτός της κοινότητας των εμπλεκομένων, ήταν κακόσημο. Σε αυτό, όπως είναι προφανές και από τις περικοπές των κειμένων τους, αντέδρασαν οι Γ. Π. Σαββίδης, Δ. Μαρωνίτης, Χαρίκλεια Βαλιέρι κόρη του τριτότοκου Αριστείδη Καβάφη. Τους ενόχλησε το φορτίο της λέξης γκέι, όπως, αντίστοιχα, το φορτίο της λέξης ομοφυλόφιλος είχε ενοχλήσει τους νεότερους αγγλόφωνους. Ο Παπανικολάου αναφέρεται στην ιστορικότητα των όρων, παραβλέπει όμως τις διαφορετικές αποχρώσεις τους στις δυο γλώσσες.
Το βιβλίο εκκινεί με τη φράση του Σαββίδη, «...the erotic poems… earned for Cavafy the ineptly catachrestic label of gay…», που αλλοιώνεται στη μετάφραση. Σημαίνει «...η ερωτική πλευρά εξασφάλισε στον Καβάφη την ανόητα υπερβολική ετικέτα του γκέι...» και όχι, «...την ανάρμοστη και καταχρηστική...». Πιθανώς, λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς, παραμένει ένα εφετζίδικο άνοιγμα. Ωστόσο, δεν καλλιεργεί τον διάλογο, αντιθέτως του δίνει εξαρχής επιθετικό τόνο. Το ίδιο θα ισχυριζόμαστε και για το ξεκίνημα του πρώτου κεφαλαίου, όπου ολόκληρο το βιβλίο παρουσιάζεται σαν αντίδραση σε ένα δημοσίευμα, που, κατά τη γνώμη του μελετητή, συνιστά κάτι σαν επιτομή της παραδοσιακής ελληνικής καβαφικής κριτικής, αναδεικνύοντας την ομοφοβική στάση της. Συγκεκριμένα αναφέρεται στη φωτοσειρά του ζωγράφου-φωτογράφου Δημήτρη Γέρου, όπου εικονογραφεί καβαφικά ποιήματα με σκηνοθετημένες από τον ίδιο, βάσει συγκεκριμένου κάθε φορά στίχου ή και ποιήματος, φωτογραφίες γνωστών συγγραφέων και εικαστικών καλλιτεχνών. Στη ρεαλιστική αυτή προσγείωση της καβαφικής ποίησης στη σύγχρονη καθημερινότητα, με τη δημόσια περίπτυξη ενός ομοφυλόφιλου ζευγαριού προς εικονογράφηση του ποιήματος «Πολυέλαιος», είχε αντιδράσει με καυστικό άρθρο ο Γ. Γιατρομανωλάκης. Από αυτό ορμώμενος ο Παπανικολάου, χωρίζει τους μελετητές σε δυο ομάδες, “τους παλιακούς Καβαφιστές” και τους “Cavafistas”, που βλέπουν τον Καβάφη ως “τον πρωτοτυπικό ομοφυλόφιλο ποιητή της νεωτερικότητας”.
Βεβαίως, ο καθένας αντιλαμβάνεται έναν συγγραφέα και το έργο του μέσα από τη δική του οπτική. Ωστόσο, οι διαχωριστικές γραμμές, ιδίως όταν τραβιούνται με ύφος φανατικού φίλαθλου, είναι επισφαλείς. Πόσω μάλλον όταν έρχονται από τον διευθύνοντα το Αρχείο Καβάφη. Ο ίδιος διατυπώνει έντονα και κατ’ επανάληψη στο βιβλίο του παράπονα ότι στην τελευταία δεκαετία το Αρχείο Καβάφη στάθηκε απέναντί του ένα κλειστό Αρχείο, δυσχεραίνοντας την ερευνητική του εργασία. Μόνο που παρόμοια παράπονα διατυπώνονται από μελετητές και μετά την αλλαγή ιδιοκτήτη. Αλλά σε ένα ιδιωτικό Αρχείο, είναι στη διακριτική ευχέρεια του διευθύνοντα να επιτρέπει την είσοδο ή να την απαγορεύει, προς διαφύλαξη του Αρχείου από κακή χρήση, όπου θα μπορούσε να περιλαμβάνονται και οι ανεπιθύμητες αναδιφήσεις. Ο ίδιος δεν είχε το χρόνο να το ερευνήσει, μόνο σε υποσελίδια σημείωση αναφέρονται κάποια ευρήματα, με την υπόσχεση πως τα όποια άλλα εντοπιστούν θα στοιχειοθετήσουν τα μελλοντικά βιβλία του περί Καβάφη.
Με τη σημερινή εποπτεία του, προχωράει σε μία μάλλον παρακινδυνευμένη υπόθεση εργασίας. Υποστηρίζει ότι ο Καβάφης οργάνωσε τι θα αφήσει πίσω του, κρατώντας ενδεικτικά μόνο τεκμήρια των ενδιαφερόντων του και όχι το σύνολο χαρτιών και βιβλίων. Το χαρακτηρίζει “αρχείο παραδειγματικό”, με την έννοια ότι περιέχει παραδείγματα ενός υλικού. Συμπεραίνει, λ.χ., ότι υπήρχαν περισσότεροι του ενός φάκελοι με αποκόμματα γαλλικών εφημερίδων γύρω από ομοφυλόφιλα σκάνδαλα στα τέλη του 19ου αι., καθώς και περισσότερες δικές του ημερολογιακές σημειώσεις, που κατέστρεψε. Σύμφωνα με τον μελετητή, κάτι τέτοιο θα έδειχνε πως “στη διαμόρφωση της ποιητικής υποκειμενικότητας” υπήρχε “συναίσθηση παραδειγματικότητας”. Λείπουν, όμως, τα τεκμήρια ή κάποια μαρτυρία για παρόμοια εκκαθάριση. Ο μοναδικός φάκελος σκανδάλου που εντοπίστηκε, αφορά την περίπτωση ενός ομοφυλόφιλου που θεωρεί ότι οι ερωτικές του εμπειρίες έχουν λογοτεχνικές αξιώσεις και τις εκμυστηρεύεται επιστολικά στον Εμίλ Ζολά. Πάνω σε αυτό, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η πιθανή λογοτεχνικότητα παρόμοιων αφηγήσεων ήταν αυτή που παρακίνησε τον Καβάφη να κρατήσει τα συγκεκριμένα αποκόμματα.
Η υπόθεση της ύπαρξης ενός “παραδειγματικού αρχείου” αλλά και ο τρόπος, με τον οποίο ο Καβάφης κοινοποιούσε τα ποιήματά του, εναλλάσσοντας φυλλάδια και δημοσιεύσεις, αποφεύγοντας συστηματικά την έκδοση βιβλίου και κρατώντας γεμάτο με ανέκδοτα ή και κρυμμένα το “συρτάρι” του, ωθούν τον Παπανικολάου στη σύλληψη μιας ιδιαίτερης μορφής του αποκαλούμενου “the closet syndrome”. Η λέξη σύνδρομο δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στον Φρόυντ, ο οποίος, μη θεωρώντας καμιάς φύσεως ασθένεια την ομοφυλοφιλία, δεν ασχολήθηκε με το θέμα. Το εν λόγω σύνδρομο προέκυψε όψιμα, στη δεκαετία του 1960, και αφορά τον “κρυφό” ομοφυλόφιλο, που γεμάτος ενοχές κρύβεται στη ντουλάπα μέχρι που αποφασίζει να εγκαταλείψει την κρυψώνα του και να “εκδηλωθεί”. Ακούστηκε ως σύνθημα στη φετινή Pride Parade, που συνέπεσε με την κυκλοφορία του βιβλίου: «Χθες στη ντουλάπα, σήμερα στους δρόμους, αύριο με τα παιδιά μας». Ο Παπανικολάου, στηριζόμενος στον Φουκώ και τις διανοίξεις στο πλαίσιο της “queer theory” σχετικά με την κοινωνική κατασκευή του φύλου, σκιαγραφεί μία “στρατηγική του Καβάφη” απόκρυψης-έκθεσης της ομοφυλόφιλης ταυτότητάς του.
Ένας, ωστόσο, “παλιακός Καβαφιστής” θα παρατηρούσε ότι ο Καβάφης όχι μόνο δεν βγήκε από την ντουλάπα αλλά η φιλοδοξία να αναγνωριστεί το έργο του τον έσπρωξε ακόμη βαθύτερα. Σε μία χρονολογική διάταξη των τεκμηρίων, στα οποία ο Παπανικολάου στηρίζει τη θεωρία του, πρώτα έρχονται τα σημειώματα του 1897, που αναφέρονται σε προβλήματα υγείας, τα οποία, σύμφωνα με τις επικρατούσες τότε απόψεις, μεγεθύνονται, καθώς εκλαμβάνονται ως κλινικά συμπτώματα των κατά μόνας ηδονών. Ακολουθούν τα κρυμμένα ποιήματα και σημειώματα, που γράφτηκαν ύστερα από τα δυο πρώτα ταξίδια στην Αθήνα. Όπου, ενδιαμέσως, είχε αποβιώσει η Χαρίκλεια Καβάφη, οι ηθικές αναστολές είχαν χαλαρώσει και οι συντροφευμένες ηδονές μπορεί και να κέρδιζαν έδαφος. Αργότερα, κάποια “κρυμμένα” μεταμφιέζονται σε ιστορικά, ενώ άλλα μένουν ανέκδοτα ή και “ατελή”. Η ανιψιά του Καβάφη γράφει χαρακτηριστικά: «...η όλη στάση του ήταν ενός αριστοκράτη. Οι αδυναμίες του; Έζησα σε μια εποχή όπου δεν τις κουβέντιαζαν...» Οι σύγχρονοί του λίγο πολύ γνώριζαν τις προτιμήσεις του, αλλά σέβονταν το προφίλ που ο ίδιος πρόβαλε. Το γεγονός ότι δεν κατέστρεψε τα τότε επιλήψιμα ίχνη, που υπήρχαν στο Αρχείο, ιδίως τα “ατελή” ποιήματα, θα μπορούσε να αποδοθεί στο λιγοψύχισμα κάποιου που ελπίζει μέχρι την ύστατη στιγμή. Δηλαδή, αναφύεται το ερώτημα, μήπως ο μελετητής επενδύει καθ’ υπερβολή στην αίσθηση κοινότητας, που εκφράζει ο 42χρονος, τότε ερωτόληπτος, Καβάφης, με το “σαν κ’ εμένα καμωμένοι”. Εκτός κι αν πράγματι το Αρχείο φυλάει μυστικά και ντοκουμέντα.
Σύμφωνα, πάντως, με τον Παπανικολάου, η πρώτη εκδοχή της “ντουλάπας” στο ποιητικό σώμα του Καβάφη βρίσκεται στο ποίημα «Τείχη», του οποίου τις τύχες ακροθιγώς είχαμε αναζητήσει (Εποχή, 7/9/2014). Η αναφορά του είναι η πιο πρόσφατη τύχη, που επιφυλάχθηκε στο εν λόγω ποίημα, κι αυτή επετειακή, όπως εκείνη του Σικελιανού το 1943. Ωστόσο, δεν το συμπεριλαμβάνει στα 22 ποιήματα που παραθέτει στο βιβλίο του. Συνολικά αναφέρονται 72 ποιήματα, 53 “του κανόνα”, 14 ανέκδοτα και πέντε “ατελή”. Τα εκτός “του κανόνα” μπορεί τα περισσότερα να εκτιμώνται ως “ποιητικώς αδρανή”, καταλαμβάνουν όμως κυρίαρχη θέση σε αυτήν τη “νέα ανάγνωση”. Τελικά, το καβαφικό σώμα, όπως το παρουσιάζει η ενός και πλέον αιώνα καβοφολογία, φέρνει στο νου την συρταρωτή Αφροδίτη του Νταλί. Ένα συρτάρι, ουσιαστικά το πρώτο του τρέχοντος αιώνα, είναι αυτό του βιβλίου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/11/2014.