Τη λύση, όπως γίνεται με όλα τα σοβαρά θέματα στη χώρα μας, την έδωσε η ιδιωτική πρωτοβουλία, κατορθώνοντας να κάνει τον Παπαδιαμάντη, πρωτοσέλιδο στους τουριστικούς οδηγούς της Αθήνας. Ο Παπαδιαμάντης όσο ζούσε, μπορεί να μην απέκτησε σπίτι στην πόλη μας, είχε, όμως, στέκια. Πήραν, λοιπόν, και ανακαίνισαν το διώροφο Σαρρή και Αγίων Αναργύρων γωνία. Τι το ανακαίνισαν, δηλαδή, του άλλαξαν τα φώτα. Πώς αλλιώς θα μεταμορφωνόταν “σε χώρο υψηλής αισθητικής”. Καφέ μπαρ εστιατόριο, «Στού Καχριμάνη», όπως το αποκάλεσαν. Οι δε διαφημιστικές καταχωρήσεις σπεύδουν να ενημερώσουν πως σε αυτό το σπίτι, επί εξήντα συναπτά έτη, στεγαζόταν το μπακάλικο του Καχριμάνη, όπου ο διάσημος συγγραφέας εμπνεύστηκε μερικά από τα μεγαλύτερα έργα του. Για να διασωθεί, λέει, το πνεύμα του Παπαδιαμάντη, έγιναν “χειροποίητες διακοσμητικές επεμβάσεις”, έφυγε το πάτωμα του πρώτου ορόφου, στο κουφωμένο εσωτερικό δημιουργήθηκε μπαλκονάτος χώρος εστίασης, προστέθηκαν καθρέφτες, κηροπήγια και ό,τι άλλο δημιουργεί ατμόσφαιρα. Ωστόσο, η ατραξιόν του μαγαζιού δεν είναι ούτε η ενημερωμένη κάβα ούτε η ζωντανή μουσική, αλλά το δείπνο που προσφέρεται υπό το βλέμμα του Παπαδιαμάντη. Και μην πάει ο νους σας σε εκείνη τη φωτογραφία του Νιρβάνα, με το παλτό και τα σταυρωμένα χέρια. Κουστουμαρισμένος μοστράρει στη φωτογραφία ο Παπαδιαμάντης, ασορτί με το χώρο, όπως τον απαθανάτισε ο ζωγράφος Γιώργος Χατζόπουλος. Στους πληβείους, που δεν μπορούν να διαθέσουν ούτε 50 ευρώ για ένα γεύμα, μένει η απορία αν η μεσογειακή κουζίνα του σεφ προβλέπει κάποιο πιάτο αλά Παπαδιαμάντη. Λ.χ., “φασουλάδα με ψωμία”, ή, ως σπεσιαλιτέ του καταστήματος, “κρέας με κολοκυθάκια προφαντά”, που ακούγεται και λίγο ιταλικό.
Μόδα στο χώρο της διασκέδασης έχει γίνει ο μεγάλος συγγραφέας της πόλης μας. Παρών όχι μόνο «Στού Καχριμάνη» αλλά και σε θέατρα, σε γκαλερί και βεβαίως, σε βιβλιοπωλεία. Μόνο μπλουζάκια δεν κυκλοφόρησαν ακόμη με στάμπα την κεφαλή του και το σύνθημα, «Μνημονεύετε Παπαδιαμάντη». Θέατρο μπορεί να μην έγραψε, αλλά τα διηγήματά του, το ένα μετά το άλλο, δραματοποιούνται, τα δημοφιλέστερα, μάλιστα, σε περισσότερες της μιάς εκδοχές. Ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως αν δεν υπήρχαν εμπνευσμένοι θεατρώνες, οι θεατρικές διασκευές θα είχαν πέσει προ πολλού στην αφάνεια. Γιατί, ναι μεν, οι πάντες αναγνωρίζουν πως τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι “έργα εξαιρετικής δραματικής πυκνότητας”, ωστόσο, ένα θεατρικό έργο, που δεν έχει το χαρακτήρα του σπαράγματος και του συμφύρματος, αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του σημερινού θεατρόφιλου. Ενώ τα ποτπουρί διηγημάτων, που επινοήθηκαν, φαίνεται πως συγκινούν βαθύτατα τις μεταμοντέρνες ιδιοσυγκρασίες. Και είναι αναμενόμενο, αφού επιλέγονται εκλεκτά κομμάτια από δυο, τρία ή και περισσότερα διηγήματα και απελευθερωμένα από τον αφηγηματικό τους ειρμό, ανακατώνονται προς δημιουργία του σκηνικού εφέ. Για να μην αναφερθούμε στο καινοτόμο μίγμα των τρεισήμισυ διηγημάτων ή το ρηξικέλευθο αμάλγαμα Παπαδιαμάντη-Μαρκές. Με κάτι τέτοια, ο μεγάλος συγγραφέας γίνεται μπροστάρης όχι μόνο στο νεωτερικό θέατρο αλλά και στην αναβάθμιση των περιθωριοποιημένων συνοικιών. Γιατί ας μην ξεχνάμε, η σημερινή θεατρική πρωτοπορία απαιτεί πρωτότυπους χώρους, όπως αποθήκες, υπόγεια, συνεργεία και άλλα παρόμοια, που μόνο στο πάλαι ποτέ υποβαθμισμένο κέντρο της πόλης βρίσκονται.
Αλλά και οι συνοικίες της υψηλής κοινωνίας διεκδικούν τον Παπαδιαμάντη. Αφού, έτσι που τα ήθελε η τύχη του, το κρασάκι του το ήπιε και στού Ψυρρή και στο Κολωνάκι. Μπορεί η προτομή του να είναι εντοιχισμένη σε μια παράμερη γωνιά της Δεξαμενής, αφήνοντας το πλάτωμα στο άγαλμα του Ελύτη, όμως οι γύρω χώροι τέχνης τον Παπαδιαμάντη τιμούν. Αν και ο ίδιος ουδέποτε ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πλείστοι όσοι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν και εξακολουθούν να εμπνέονται, αυθορμήτως ή κατά παραγγελία, από τη μορφή του και το έργο του. Βοηθάει, βέβαια, και η ευρυχωρία της πεζογραφίας του. Νησιωτικά τοπία, γειτονιές, ηλιόλουστα, βροχερά ή χιονισμένα μέρη, νέοι, γριές, ταλαιπωρημένοι, σχεδόν τα πάντα μπορούν να εκληφθούν ως εμπνευσμένα από τον Παπαδιαμάντη. Κι αν το θέμα ενός πίνακα είναι ολωσδιόλου ξένο προς τον κόσμο του, ο καλλιτέχνης έχει την ευχέρεια να προσθέσει στον τίτλο τη λέξη Παπαδιαμάντης, και πάραυτα, προκύπτει ένας ακόμη πίνακας με το σπέρμα του Σκιαθίτη.
Αν, όμως, μαγαζάτορες, θεατρώνες, γκαλερίστες αποδεικνύονται ευρηματικοί, πόσω μάλλον οι εκδότες, στους οποίους πρωτίστως ανήκει το εθνικό κεφάλαιο Παπαδιαμάντης. Ακούραστοι επανεκδίδουν συλλογές διηγημάτων του, δοκιμάζοντας χροντρότερο δέσιμο και εντυπωσιακότερο εξώφυλλο, σε μια προσπάθεια να πιάσουν την αύρα του κλασικού. Το επιπλέον κόστος το εξοικονομούν, καταργώντας την επιμέλεια. Έτσι κι αλλιώς, αχρείαστη. Στα ακαταλαβίστικα του Παπαδιαμάντη, ποιός γυρεύει ψύλλους στ’ άχυρα, αρκεί που διαβάζει “μια καθαγιασμένη γλώσσα”. Επιπροσθέτως, πλουτίζουν τις παραδοσιακές συλλογές με νέες, που παραμερίζουν τα χριστουγεννιάτικα και τα λαμπριάτικα και ανθολογούν τα αποκαλούμενα “σκοτεινά”. Τελευταία προέκυψε και η μόδα των τομιδίων. Ισχνά βιβλιάρια των τριών, των δυο, ακόμη καλλίτερα, του ενός διηγήματος.
Και έρχεται κανείς και απορεί ή, τουλάχιστον, όσοι πιστοί μεταξύ ημών θα έπρεπε να απορούν και να αναλογίζονται. Ο Παπαδιαμάντης από εκεί πάνω που βρίσκεται και τα βλέπει όλα αυτά, μακροθυμεί ή μήπως και οργίζεται, με τους ανθρώπους του, που δεν τον προφυλάσσουν από τον σαρωτικό άνεμο της μετανεωτερικής εποχής. Και το διήγημα γιατί μας το έστειλε; Γιατί, δεν μπορεί, αυτός μας το έστειλε. Εβδομήντα χρόνια κοιμόμαστε ήσυχοι με τη βιβλιογραφία Κατσίμπαλη και ξαφνικά, μια σκαπάνη, που άλλη Τροία αναζητούσε, έφερε στο φως το διήγημα. Αν αυτό δεν είναι θαύμα, τι είναι; Μήπως άνωθεν σημείο για να φανερωθεί η ολιγωρία των ανθρώπων του; Κάτω από τη μύτη τους ήταν το διήγημα και κανείς δεν έκανε τον κόπο να το αναζητήσει. Αντ’ αυτού, άνθρωποι και πόλεις ερίζουν για την κληρονομιά του. Μήπως, στέλνοντάς μας το διήγημα, ο κοσμοκαλόγερος μας μηνάει πως το σημαντικό δεν είναι πού θα εορταστεί η εκατονταετηρίδα της θανής του αλλά τι θα ειπωθεί σε αυτό το Τρίτο Συνέδριο; Ποια καινούργια σύνδρομα θα του προσάψουν οι θεωρητικοί; Πόσο θα τον παραμορφώσουν, εν ονόματι “του δικού τους Παπαδιαμάντη”, οι συγγραφείς; Ποια κοινοτοπία θα αναμασήσουν οι καθ’ έξιν ομιλητές για να μην λείψουν από τη φιέστα; Αν και ίσως, εκείνο που φοβάται η ψυχή του να είναι τα άδεια χέρια πολλών από τους ανθρώπους του.
Μόδα στο χώρο της διασκέδασης έχει γίνει ο μεγάλος συγγραφέας της πόλης μας. Παρών όχι μόνο «Στού Καχριμάνη» αλλά και σε θέατρα, σε γκαλερί και βεβαίως, σε βιβλιοπωλεία. Μόνο μπλουζάκια δεν κυκλοφόρησαν ακόμη με στάμπα την κεφαλή του και το σύνθημα, «Μνημονεύετε Παπαδιαμάντη». Θέατρο μπορεί να μην έγραψε, αλλά τα διηγήματά του, το ένα μετά το άλλο, δραματοποιούνται, τα δημοφιλέστερα, μάλιστα, σε περισσότερες της μιάς εκδοχές. Ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως αν δεν υπήρχαν εμπνευσμένοι θεατρώνες, οι θεατρικές διασκευές θα είχαν πέσει προ πολλού στην αφάνεια. Γιατί, ναι μεν, οι πάντες αναγνωρίζουν πως τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι “έργα εξαιρετικής δραματικής πυκνότητας”, ωστόσο, ένα θεατρικό έργο, που δεν έχει το χαρακτήρα του σπαράγματος και του συμφύρματος, αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του σημερινού θεατρόφιλου. Ενώ τα ποτπουρί διηγημάτων, που επινοήθηκαν, φαίνεται πως συγκινούν βαθύτατα τις μεταμοντέρνες ιδιοσυγκρασίες. Και είναι αναμενόμενο, αφού επιλέγονται εκλεκτά κομμάτια από δυο, τρία ή και περισσότερα διηγήματα και απελευθερωμένα από τον αφηγηματικό τους ειρμό, ανακατώνονται προς δημιουργία του σκηνικού εφέ. Για να μην αναφερθούμε στο καινοτόμο μίγμα των τρεισήμισυ διηγημάτων ή το ρηξικέλευθο αμάλγαμα Παπαδιαμάντη-Μαρκές. Με κάτι τέτοια, ο μεγάλος συγγραφέας γίνεται μπροστάρης όχι μόνο στο νεωτερικό θέατρο αλλά και στην αναβάθμιση των περιθωριοποιημένων συνοικιών. Γιατί ας μην ξεχνάμε, η σημερινή θεατρική πρωτοπορία απαιτεί πρωτότυπους χώρους, όπως αποθήκες, υπόγεια, συνεργεία και άλλα παρόμοια, που μόνο στο πάλαι ποτέ υποβαθμισμένο κέντρο της πόλης βρίσκονται.
Αλλά και οι συνοικίες της υψηλής κοινωνίας διεκδικούν τον Παπαδιαμάντη. Αφού, έτσι που τα ήθελε η τύχη του, το κρασάκι του το ήπιε και στού Ψυρρή και στο Κολωνάκι. Μπορεί η προτομή του να είναι εντοιχισμένη σε μια παράμερη γωνιά της Δεξαμενής, αφήνοντας το πλάτωμα στο άγαλμα του Ελύτη, όμως οι γύρω χώροι τέχνης τον Παπαδιαμάντη τιμούν. Αν και ο ίδιος ουδέποτε ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πλείστοι όσοι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν και εξακολουθούν να εμπνέονται, αυθορμήτως ή κατά παραγγελία, από τη μορφή του και το έργο του. Βοηθάει, βέβαια, και η ευρυχωρία της πεζογραφίας του. Νησιωτικά τοπία, γειτονιές, ηλιόλουστα, βροχερά ή χιονισμένα μέρη, νέοι, γριές, ταλαιπωρημένοι, σχεδόν τα πάντα μπορούν να εκληφθούν ως εμπνευσμένα από τον Παπαδιαμάντη. Κι αν το θέμα ενός πίνακα είναι ολωσδιόλου ξένο προς τον κόσμο του, ο καλλιτέχνης έχει την ευχέρεια να προσθέσει στον τίτλο τη λέξη Παπαδιαμάντης, και πάραυτα, προκύπτει ένας ακόμη πίνακας με το σπέρμα του Σκιαθίτη.
Αν, όμως, μαγαζάτορες, θεατρώνες, γκαλερίστες αποδεικνύονται ευρηματικοί, πόσω μάλλον οι εκδότες, στους οποίους πρωτίστως ανήκει το εθνικό κεφάλαιο Παπαδιαμάντης. Ακούραστοι επανεκδίδουν συλλογές διηγημάτων του, δοκιμάζοντας χροντρότερο δέσιμο και εντυπωσιακότερο εξώφυλλο, σε μια προσπάθεια να πιάσουν την αύρα του κλασικού. Το επιπλέον κόστος το εξοικονομούν, καταργώντας την επιμέλεια. Έτσι κι αλλιώς, αχρείαστη. Στα ακαταλαβίστικα του Παπαδιαμάντη, ποιός γυρεύει ψύλλους στ’ άχυρα, αρκεί που διαβάζει “μια καθαγιασμένη γλώσσα”. Επιπροσθέτως, πλουτίζουν τις παραδοσιακές συλλογές με νέες, που παραμερίζουν τα χριστουγεννιάτικα και τα λαμπριάτικα και ανθολογούν τα αποκαλούμενα “σκοτεινά”. Τελευταία προέκυψε και η μόδα των τομιδίων. Ισχνά βιβλιάρια των τριών, των δυο, ακόμη καλλίτερα, του ενός διηγήματος.
Και έρχεται κανείς και απορεί ή, τουλάχιστον, όσοι πιστοί μεταξύ ημών θα έπρεπε να απορούν και να αναλογίζονται. Ο Παπαδιαμάντης από εκεί πάνω που βρίσκεται και τα βλέπει όλα αυτά, μακροθυμεί ή μήπως και οργίζεται, με τους ανθρώπους του, που δεν τον προφυλάσσουν από τον σαρωτικό άνεμο της μετανεωτερικής εποχής. Και το διήγημα γιατί μας το έστειλε; Γιατί, δεν μπορεί, αυτός μας το έστειλε. Εβδομήντα χρόνια κοιμόμαστε ήσυχοι με τη βιβλιογραφία Κατσίμπαλη και ξαφνικά, μια σκαπάνη, που άλλη Τροία αναζητούσε, έφερε στο φως το διήγημα. Αν αυτό δεν είναι θαύμα, τι είναι; Μήπως άνωθεν σημείο για να φανερωθεί η ολιγωρία των ανθρώπων του; Κάτω από τη μύτη τους ήταν το διήγημα και κανείς δεν έκανε τον κόπο να το αναζητήσει. Αντ’ αυτού, άνθρωποι και πόλεις ερίζουν για την κληρονομιά του. Μήπως, στέλνοντάς μας το διήγημα, ο κοσμοκαλόγερος μας μηνάει πως το σημαντικό δεν είναι πού θα εορταστεί η εκατονταετηρίδα της θανής του αλλά τι θα ειπωθεί σε αυτό το Τρίτο Συνέδριο; Ποια καινούργια σύνδρομα θα του προσάψουν οι θεωρητικοί; Πόσο θα τον παραμορφώσουν, εν ονόματι “του δικού τους Παπαδιαμάντη”, οι συγγραφείς; Ποια κοινοτοπία θα αναμασήσουν οι καθ’ έξιν ομιλητές για να μην λείψουν από τη φιέστα; Αν και ίσως, εκείνο που φοβάται η ψυχή του να είναι τα άδεια χέρια πολλών από τους ανθρώπους του.
M. Θεοδοσοπούλου