«Όλος ο κόσμος μια σκηνή.
Η εποχή του Σαίξπηρ»
Μετάφραση Λήδα Φιλιπποπούλου
Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
Φεβρουάριος 2011
Πολύς Σαίξπηρ προέκυψε τον τελευταίο καιρό. Όπως φαίνεται, ο Σαίξπηρ εξακολουθεί να ενδιαφέρει, μπορεί και να συγκινεί, παρά τη χρονική απόσταση κοντά τεσσάρων αιώνων. Το 2014, θα εορτάζονται τα 450 χρόνια από τη γέννησή του, στις 23 Απριλίου 1564, και δυο χρόνια αργότερα, το 2016, τα 400 από το θάνατό του, στις 23 Απριλίου 1616. Πολύς Σαίξπηρ, λοιπόν, τόσο στο θέατρο, όσο και στο χώρο του βιβλίου. Στο θέατρο ανεβαίνουν σαιξπηρικές παραστάσεις για όλα τα γούστα. Κλασικές, όπως θα χαρακτηριζόταν «Το ημέρωμα της στρίγγλας» από το Κ.Θ.Β.Ε., μεταμοντέρνες, όπως το κολάζ σαιξπηρικών έργων αγγλικής εμπνεύσεως «Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε μια παράσταση», αλλά και υπερπαραγωγές, καταπώς αποκαλούν τον «Οθέλλο» των Κιμούλη-Μαρκουλάκη, που πρωταγωνιστούν στους ρόλους Οθέλλου-Ιάγου, έχοντας δίπλα τους ως Δυσδαιμόνα την τηλεοπτική σταρ Σμαράγδα Καρύδη. Σημειωτέον ότι το δίδυμο των πρωταγωνιστών αναλαμβάνει από κοινού μετάφραση και σκηνοθεσία. Φαίνεται ότι έκριναν ανεπαρκείς ή και ακατάλληλες τις μεταφράσεις των ποιητών Ερρίκου Μπελιέ ή Διονύση Καψάλη. Πόσω μάλλον, τις παλαιότερες Κώστα Καρθαίου και Βασίλη Ρώτα.
Περισσότερο, πάντως, εκπλήσσει η μετάφραση βιβλίων γύρω από τον Σαίξπηρ. Εκτός από ένα χαριτωμένο ημερολόγιο για το 2011 με σαιξπηρικές ρήσεις και τίτλο, «Σαίξπηρ, το βήμα του χρόνου», κυκλοφόρησαν και τουλάχιστον δυο μεταφράσεις σχετικά πρόσφατων αγγλικών βιβλίων. Τον περασμένο Δεκέμβριο εκδόθηκε η βιογραφία Σαίξπηρ από τον Πήτερ Ακρόϋντ, την οποία είχαμε παρουσιάσει, και δύο μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο, η μελέτη του Φρανκ Κέρμοντ. Το πρώτο βιβλίο είχε εκδοθεί στο πρωτότυπο το 2005 και το δεύτερο, ένα χρόνο νωρίτερα. Παρότι τα δυο βιβλία έχουν επικαλύψεις, περισσότερο διαφέρουν παρά συμφωνούν. Άλλωστε, το οποιοδήποτε βιβλίο αφορά μεν ένα συγκεκριμένο θέμα, αλλά εκείνο που πιστά καθρεφτίζει είναι το ποιόν του συγγραφέα του. Από το ύφος του μέχρι το γνωστικό του πεδίο, αλλά και εκείνο το δυσπροσδιόριστο στοιχείο, που αποκαλούμε, μάλλον ασαφώς, εμμονές. Ύστερα, πρόκειται μεν για δυο Άγγλους, κατά τα άλλα, όμως, για δύο τελείως διαφορετικούς συγγραφείς. Επαρχιώτης ο πρεσβύτερος από τη Νήσο του Μαν, Λονδρέζος ο νεότερος, με σημαντική ηλικιακή απόσταση, που φθάνει το εύρος μιας ακέραιας γενιάς. Το 1919 γεννήθηκε ο Κέρμοντ, το 1949 ο Ακρόϋντ. Στη διαφορά ηλικίας έρχεται να προστεθεί το χάσμα, που υπάρχει στις συγγραφικές τους ενασχολήσεις. Θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας ο πρεσβύτερος, μυθιστοριογράφος ειδικευμένος στις βιογραφίες, ο νεότερος. Επιπροσθέτως, διαφέρουν ως προς το ύφος. Στον Κέρμοντ βρίσκουμε το γνωστό βρετανικό χιούμορ, που καταλήγει συχνά σε δεικτική ειρωνεία, ενώ ο Ακρόϋντ φαίνεται μάλλον να στερείται αυτού του βρετανικού χαρακτηριστικού. Τέλος, μια πρόσθετη διαφορά, όσο αφορά τον έλληνα αναγνώστη, είναι ότι ο μεν Ακρόϋντ παρουσιάζεται ως ένας δημοφιλής μυθιστοριογράφος με έντεκα βιβλία του μεταφρασμένα μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία, ενώ ο Κέρμοντ ως ένας πρωτοεμφανιζόμενος. Αν δεν σφάλλουμε, το συγκεκριμένο βιβλίο του για τον Σαίξπηρ θα πρέπει να είναι το πρώτο που μεταφράζεται. Γι’ αυτό και αξίζει πρόσθετος έπαινος στους υπεύθυνους του Μ.Ι.Ε.Τ, που το επέλεξαν. Ακόμη και ο θάνατος του Κέρμοντ, στις 17 Αυγούστου 2010, πέρασε στα ψιλά. Κι αυτή η ελάχιστη μνεία οφειλόταν σε ορισμένους πολιτιστικούς συντάκτες με σχετική κατατόπιση.
Όσο αφορά την ενασχόληση των δυο Άγγλων συγγραφέων με τον Σαίξπηρ, έφθασαν σε αυτόν από διαφορετικούς δρόμους και σε διαφορετική περίοδο της ζωής τους. Όπως έχουμε ήδη γράψει, το πάθος του Ακρόϋντ είναι η πόλη του, το Λονδίνο, και οι περισσότεροι από όσους βιογράφησε, είτε είναι Λονδρέζοι είτε έζησαν στην πόλη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να λογαριάζονται ανάμεσα στους συγγραφείς της. Πρώτα εξέδωσε τη βιογραφία του ίδιου του Λονδίνου και μετά, του Σαίξπηρ. Αυτή η εμμονή του Ακρόϋντ είναι εμφανής στη βιογραφία, όπου δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον τόπο παρά στο πρόσωπο. Ακόμη και η εποχή σκιαγραφείται μέσα από την εικόνα του Λονδίνου κατά το γύρισμα του 16ου προς τον 17ο αιώνα. Σε αντίθεση με το βιβλίο του Κέρμοντ, που αφιερώνει δυο από τα εννέα κεφάλαια για το ιστορικό βάθος πεδίου, ξεκινώντας από την θρησκευτική Μεταρρύθμιση και τον Οίκο των Τυδόρ για να καταλήξει στην Αγγλία της Ελισάβετ.
Το βασικότερο στοιχείο διαφοροποίησής τους είναι ότι για τον Κέρμοντ ο Σαίξπηρ συνιστά ένα από τα πρώτα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, εντασσόμενο στην πρώιμη φάση της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας. Ήδη, στη δεκαετία του ’60, εκδίδει τέσσερα βιβλία γύρω από το σαιξπηρικό έργο. Το θεωρούμενο ως ένα από τα θεμελιώδη συγγράμματά του, «Η γλώσσα του Σαίξπηρ», που εξέδωσε το 2000, δείχνει ότι ο Σαίξπηρ αποτέλεσε διά βίου ερευνητικό αντικείμενο. Παρεμπιπτόντως, στο βιογραφικό του συγγραφέα, που παρατίθεται στα “αυτάκια” του βιβλίου, αναφέρεται πως το 2002, μετά το «Η γλώσσα του Σαίξπηρ», εκδόθηκε το «Life after theory». Για να ακριβολογούμε, αυτό το δεύτερο δεν είναι βιβλίο του Κέρμοντ αλλά μια συναγωγή συνεντεύξεων, με θέμα το τέλος του θεωρητικού λόγου κατά αντιστοιχία προς το τέλος του μυθιστορηματικού. Σε αυτό δημοσιεύονται τέσσερις συνεντεύξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη του Κέρμοντ, δίπλα στη συνέντευξη του γνωστότερου στα καθ’ ημάς Ζακ Ντερριντά.
Στην ελληνική έκδοση, ο τίτλος του πρωτότυπου έγινε πλαγιότιτλος, ενώ ως τίτλος επιλέχτηκε μια σαιξπηρική φράση. Κατά τα άλλα, και αυτό το βιβλίο ευτυχεί μεταφραστικά. Μάλιστα, σε αντίθεση με το προηγούμενο, για την απόδοση στα ελληνικά των αποσπασμάτων από τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ επιστρατεύθηκαν, πλην της μετάφρασης του Ρώτα, και άλλες νεότερες μεταφράσεις. Στο προηγούμενο βιβλίο κάναμε την παρατήρηση, ότι θα χρειάζονταν περισσότερες υποσελίδιες σημειώσεις ιστορικής φύσεως. Το ίδιο πιστεύουμε ότι ισχύει και για τη μελέτη του Κέρμοντ, όπου θα μπορούσαν να διορθωθούν και κάποιες αβλεψίες. Για παράδειγμα, ο Ιάκωβος Β΄, ο αποκαλούμενος και δούκας της Υόρκης, που στάθηκε και ο τελευταίος ρωμαιοκαθολικός βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας ήταν δευτερογενής υιός του Καρόλου Α΄ και όχι ανιψιός του.
Κατά τα άλλα, όπως προδιαθέτει και ο τίτλος, αυτό το βιβλίο για τον Σαίξπηρ δίνει λιγότερα βιογραφικά στοιχεία από εκείνο του Ακρόϋντ, το οποίο και χαρακτηρίζεται βιογραφία. Ο Κέρμοντ, σύμφωνα και με τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου, που αποτελεί και τον τίτλο ολόκληρου του βιβλίου, επικεντρώνεται στην εποχή του Σαίξπηρ και κατ’ επέκταση, στη μορφή του ελισαβετιανού θεάτρου. Παρουσιάζει θιάσους και θέατρα, από τον θίασο του Λόρδου Αρχιθαλαμηπόλου και το θέατρο Σφαίρα μέχρι το κλειστό θέατρο του Μπλακφράϊαρς. Ο κύριος κορμός του βιβλίου του είναι τα σαιξπηρικά έργα. Μέσα από την ανάλυση των έργων δείχνει πόσο άλλαξε η γραφή του Σαίξπηρ με την αλλαγή του θεατρικού χώρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεφάλαια για “τον πρώιμο Σαίξπηρ” και “τα θεατρικά έργα στη Σφαίρα”. Από το «Όπως αγαπάτε», που εικάζεται ότι είναι το πρώτο έργο το οποίο ανέβηκε στο θέατρο Σφαίρα, μέχρι τον «Κοριολάνο», την τελευταία από τις τραγωδίες που ανέβηκε στο θέατρο Μπλακφράϊαρς. Σε αυτά τα κεφάλαια, εμφανίζεται ο εμβριθής μελετητής του Σαίξπηρ και ταυτόχρονα, ο αυστηρός κριτικός απέναντι στους άλλους μελετητές του Σαίξπηρ. Ερμηνεύει τους χαρακτήρες, συγκρίνει ήρωες διαφορετικών έργων, αποκωδικοποιεί τους συμβολισμούς, και βεβαίως, επιμένει στη γλώσσα του Σαίξπηρ. Για παράδειγμα, στον «Κοριολάνο», επισημαίνει την εμμονή του Σαίξπηρ στη λέξη “όνομα” και την καίρια θέση που αυτή κατέχει στη γλώσσα του, με τις παραλλαγές της και τις διαφορετικές συνδηλώσεις της. Ακόμη, δείχνει την μέριμνα του Σαίξπηρ να δέσει θέματα και χαρακτήρες, αφενός μεν με την επικαιρότητα του καιρού του, αφετέρου με την Ιστορία. Κατ’ επανάληψη επανέρχεται στα δάνεια του Σαίξπηρ από την κλασική ελληνική γραμματεία. Ο Κέρμοντ είναι σύντομος στις περιγραφές, ενώ, στις παρατηρήσεις του, αποβαίνει συχνά δηκτικός αλλά και καίριος.
Το βιβλίο του δεν τελειώνει, ως είθισται, με το θάνατο του Σαίξπηρ, τη διαθήκη του και την μετέπειτα τύχη του, αλλά με μια μακριά ανάλυση του τελευταίου θεατρικού έργου, που αποδίδεται πλήρως ή κατά μέγα μέρος σε εκείνον, την «Τρικυμία». Ο Κέρμοντ κλείνει το βιβλίο του με ένα “βιβλιογραφικό σημείωμα”, όπου δίνει ως βοήθημα του αναγνώστη έναν κατάλογο με κατατοπιστικά έργα. Το σημείωμα δείχνει πόσο ενημερωμένος παρέμεινε μέχρι τέλους γύρω από το θέμα Σαίξπηρ. Δεδομένου, όμως, ότι πρόκειται για βιβλία, που δεν έχουν μεταφραστεί, ίσως να χρειαζόταν ένα δεύτερο βιβλιογραφικό σημείωμα της μεταφράστριας, με δυο-τρία κατατοπιστικά βιβλία για τον έλληνα αναγνώστη. Βέβαια, δεν μπορεί να γίνει γενικότερος λόγος για σαιξπηρική βιβλιογραφία και πολύ περισσότερο για παραστασιογραφία στα ελληνικά. Αυτά, ακόμη και ως σχόλια, φαντάζουν εν Ελλάδι πολυτέλειες. Πολυτέλειες για αργόσχολους ή για κλινικά μονομανείς.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/6/2011.