Στην τρέχουσα οικονομική δυσπραγία, που λέγεται ότι έχει επηρεάσει και το χώρο του βιβλίου, τα λογοτεχνικά περιοδικά περιέργως φαίνεται να θάλλουν. Εμφανίζονται κατά τακτά διαστήματα, με πλούσια ύλη και ορισμένα από αυτά, χωρίς διαφημιστικές καταχωρήσεις. Τουλάχιστον αυτήν την εικόνα δίνει η καλοκαιρινή σοδειά, μέρος μόνο της οποίας βρίσκεται πάνω στο γραφείο μας, αφού, από τότε που η στήλη “περίπτερα” της σελίδας ατόνησε, κάποια περιοδικά έπαψαν να φτάνουν στα χέρια μας. Και πάλι όχι ακριβώς η καλοκαιρινή σοδειά, μια και λόγω θερινών διακοπών της εφημερίδας, ορισμένα περιοδικά έχουν μείνει στα τεύχη του Ιουνίου. Όμως τα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως και τα βιβλία, δεν είναι ντοματάκια για να χαλάσουν. Αντίθετα, πολλά είναι τα τεύχη αρκετών περιοδικών, που, είτε χάρις σε ένα αφιέρωμα είτε λόγω ενός ή και περισσότερων αξιοπρόσεκτων δημοσιευμάτων, διεκδικούν μια μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη. Παράδειγμα, το προτελευταίο τεύχος του θεσσαλονικιώτικου περιοδικού «Εντευκτήριο», όπου, εκτός της καθιερωμένης ύλης – πεζογραφήματα, ποιήματα, βιβλιοκρισίες και το φωτογραφικό 16σέλιδο «Camera Obscura»– υπάρχουν οι “σελίδες για τον Κώστα Αξελό”. Άξιες να κρατηθούν οι εν λόγω σελίδες για τον έλληνα στοχαστή, που κατέλαβε με το φιλοσοφικό έργο του εξέχουσα θέση στην γαλλική και ευρύτερα ευρωπαϊκή σκέψη, καθώς περιλαμβάνουν εκτενές χρονολόγιο, που κατήρτισε η σύντροφός του Κατερίνα Δασκαλάκη, κείμενα Γάλλων και Ελλήνων, που αποτιμούν τον άνθρωπο και το έργο του, εργογραφία και ως άνοιγμα, αποσπάσματα από το βιβλίο του, «Αυτό που επέρχεται», που εκδόθηκε στα γαλλικά τον Μάρτιο του 2009. Θυμίζουμε ότι ο Αξελός, γεννημένος το 1924, πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 2010.
Μαζί με τα περιοδικά θάλλει και η ποίηση. Για το αληθές του λόγου, το πιο πολυσέλιδο περιοδικό της σοδειάς είναι το “εξαμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη της ποίησης”, «Ποιητική». Πρόκειται για τη συνέχεια του περιοδικού «Ποίηση», που συμπληρώνει του χρόνου είκοσι έτη συνεχούς εκδοτικής παρουσίας. Το τρέχον τεύχος προτείνει 300 σελίδες με ελληνική και ξένη ποίηση. Ποιήματα του Θανάση Χατζόπουλου, του Πάνου Κυπαρίσση, της Φοίβης Γιαννίση της Μαρίας Τοπάλη και εν μέσω αυτών, τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ. Σ. Έλιοτ, σε μετάφραση του εμπνευστή και εσαεί διευθυντή του περιοδικού Χάρη Βλαβιανού. Πρωτότυπο είναι το αφιέρωμα του τεύχους, με τίτλο, «Κατά μόνας ειμί εγώ», σε επιμέλεια Λένιας Ζαφειροπούλου. Για τους αδύνατους στην ποίηση και τα θρησκευτικά κείμενα, θυμίζουμε ότι ο τίτλος είναι δάνειο από τους Ψαλμούς του Δαβίδ, ο οποίος απευθύνεται στον Κύριο του. Εκείνος είχε τουλάχιστον από πού να κρατηθεί. Δεν γνώρισε τη μοναξιά των ποιητών και των μισάνθρωπων. Στο αφιέρωμα παρατίθεται εκτενές απάνθισμα από Πετράρχη και Σαίξπηρ, Μπάϋρον και Κητς, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, αλλά και Γκαίτε: «Όποιος στη μοναξιά παραδοθεί, / αχ! τούτος γρήγορα θα μείνει μόνος /… / Αχ, να ’ρθει και για μένα μια φορά / της μοναξιάς του μνήματος ο χρόνος, / τότε πραγματικά θα μείνω μόνος!» Συγκρατούμε ακόμη από το τεύχος το κείμενο του ανατολικογερμανού ποιητή Ντουρς Γκρήνμπαϊν, «Γιατί να ζούμε χωρίς να γράφουμε». Αν δεν σφάλλουμε, παραμένει αμετάφραστος στα ελληνικά. Εκπλήσσει, πάντως, ευχάριστα με το χιούμορ και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του.
Σε “έναν σπουδαίο ευρωπαίο ποιητή”: τον Πωλ Τσελάν αναφέρεται το αφιέρωμα του δέκατου τεύχους του περιοδικού «Οροπέδιο», που τυπώνεται στην Αθήνα αλλά η καρδιά του χτυπά στην Ολυμπία Ηλείας. Δημιούργημα κι αυτό ενός ανθρώπου, του Δημήτρη Κανελλόπουλου. Το αφιέρωμα ετοίμασε ο Συμεών Σταμπουλού. Το τεύχος ανοίγει με ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, «Βαθέος Γήρατος. Χαρίκλεια Π. Καβάφη + 4-2-1899: «… τι τυχερή γυναίκα / στον θρήνο της προσήλθε / ένας Καβάφης.» Κατά μια άποψη, τι τυχερός ο Γιάννης Βαρβέρης, στο θρήνο του δεν προσήλθε μεν ένας Καβάφης, γιατί πού να βρεθεί στην εποχή μας, αλλά προσήλθε σχεδόν σύσσωμη η λογοτεχνική Αθήνα. Κατά μια άλλη άποψη, τι άτυχος. Ήταν 56 ετών, ενώ η Χαρίκλεια Καβάφη, σύζυγος Πέτρου Καβάφη, το γένος Φωτιάδη, 65. Ηλικία, που στα τέλη του 19ου αιώνα λογαριαζόταν ως βαθύ γήρας. Ενώ, στις αρχές του 21ου, η ηλικία των 56 ετών, τουλάχιστον για τους άνδρες, λογαριάζεται ως δεύτερη νεότητα.
Με δώδεκα ποιήματα του Βαρβέρη, από την ίδια ποιητική ενότητα του «Βαθέος Γήρατος», ανοίγει και το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Πλανόδιον». Σύμφωνα με υποσημείωση, τα είχε δώσει ο ίδιος ο ποιητής για δημοσίευση. Είναι εμπνευσμένα από την ηλικιωμένη μητέρα του, που “ευτύχησε” να πεθάνει ένα μήνα πριν από εκείνον. Το ότι δυο περιοδικά ανοίγουν με ποίηση Βαρβέρη, δεν αποτελεί έκπληξη, αφού ο θάνατός του είχε αντίκτυπο σε όλα σχεδόν τα έντυπα. Ούτε, όμως, και σύμπτωση, το γεγονός ότι προέρχονται από την ίδια ποιητική ενότητα. Ο εκδότης του πρώτου υπήρξε επί μακρόν συνεργάτης του δεύτερου, το οποίο είχε και ως πρότυπο κατά το σχεδιασμό του δικού του περιοδικού. Ευτυχώς, συν το χρόνω, φαίνεται να αποκτά την ιδιοπροσωπία του. Όσο για το «Πλανόδιον», τέκνο αποκλειστικά του Γιάννη Πατίλη, με αυτό το τεύχος συμπληρώνει 25 χρόνια εκδοτικής παρουσίας και 50 τεύχη. Εορτάζει την επέτειο με αφιέρωμα στο «Αμερικανικό Μπονζάϊ», όπως έχει αποδώσει ο εκδότης του τον αγγλικό όρο “flash fiction”. Αν και το μπονζάϊ δεν είναι το αποτέλεσμα μιας έκλαμψης, αλλά επίπονης διεργασίας. Το “flash fiction” και το μπονζάϊ συμπίπτουν μόνο ως προς το μέγεθος. Με επιμέλεια Βασίλη Μανουσάκη, ανθολογούνται “43 «Μικρά Διηγήματα» αμερικανών συγγραφέων”.
Από την Κέρκυρα έρχεται σταθερά ο «Πόρφυρας». Στο τεύχος για το τρίμηνο Ιούλιος – Σεπτέμβριος συγκεντρώνονται μελέτες, που ανιχνεύουν τη “διαχείριση” της ποίησης, της ποιητικότητας και της ποιητικής από τις τέχνες και ειδικότερα, από τη μουσική. Εξ ου και ο τίτλος, «Με επίκεντρο την ποίηση». Για να ανοίξουμε την όρεξη των αναγνωστών, αντιγράφουμε τίτλους: «Οι ρόλοι της μουσικής και της ποίησης μέσα από τις εξελισσόμενες θεωρίες του Ρίχαρντ Βάγκνερ» (Αναστασία Σιώψη), «Schubert, Liszt, Μάντζαρος: τρεις συνθέτες του 19ου αιώνα μελοποιούν Πετράρχη» (Κώστας Καρδάμης), «Το έντεχνο τραγούδι φορέας της νεοελληνικής ποίησης» (Δημήτρης Μπρόβας), «Η αισθητική αξία της “δίχως λόγια” μουσικής» (Νικόλας Μαρτίνος). Εκτός αφιερώματος, υπάρχει το ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Δ. Παναγιώτου με “πραγματολογικά και ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Σεφέρη «Μυθιστόρημα»”. Σχετικά με τον Σεφέρη, στις τελευταίες σελίδες του περιοδικού, εκείνες που επιχειρούν έναν “περίπλου” στα γράμματα, προαναγγέλλεται συνέδριο για τα 40 χρόνια από το θάνατό του. Το διοργανώνει η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών. Προγραμματίζεται για τον Νοέμβριο, στο χώρο του σπιτιού, όπου ο Σολωμός έζησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του.
Από τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας έρχεται το καλοκαιρινό «Εμβόλιμον», με ποιήματα, πεζά, δοκίμια και μεταφράσματα γνωστών και λιγότερο γνωστών συγγραφέων. Διαβάζουμε τα καινούρια ποιήματα των γνωστών σε εμάς ποιητών, Τάσου Πορφύρη, Αλεξάνδρας Μπακονίκα, Κώστα Ριζάκη, Χρίστου Παπαγεωργίου. Από τα πεζά συγκρατούμε το διήγημα της Μαρίας Κουγιουμτζή, «Ήθελα τα πράγματα να είναι απλά», μαγιά για την επόμενη, τρίτη συλλογή της. Στα δοκίμια ξεχωρίζουμε το κείμενο, «Η Ελλάδα ως ομφαλός και ο Δικέφαλος Αετός», του Φοίβου Πιομπίνου. Μια διεξοδική μελέτη περί συμβόλων, όπως αυτά του ομφαλού και του Δικέφαλου Αετού, η οποία διαλύει ποικίλες εσφαλμένες αντιλήψεις, κυρίως ως προς το δεύτερο.
Μένουν τα καλοκαιρινά τεύχη, για το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου, της «Νέας Ευθύνης» και της «Νέας Εστίας». Πράγματι νέο το πρώτο, στο 6ο τεύχος του, επιγέννημα της «Ευθύνης». Στο 1846ο τεύχος το δεύτερο, κοντεύει να κλείσει δεκαπενταετία από την τελευταία αλλαγή σκυτάλης και την ανάληψη της διεύθυνσης από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη. Δυο τεύχη, που δεν προτείνουν κάποιο αφιέρωμα, αλλά στηρίζονται στα ενδιαφέροντα ποιήματα, πεζά και δοκίμια που συγκεντρώνουν. Επίσης, στις τελευταίες σελίδες με συντομότερα κείμενα και βιβλιοκρισίες: τους «Προσανατολισμούς», όπως αποκαλούνται του πρώτου, και το «Μηνολόγιο» του δεύτερου.
Επιπροσθέτως, η «Νέα Ευθύνη» έχει ξεκινήσει σελίδες με επιστολές, που ανασύρονται από αρχεία επιφανών. Σε αυτό το τεύχος, δημοσιεύονται πέντε επιστολές του Στρατή Τσίρκα προς τον Τίμο Μαλάνο. Η πρώτη επιστολή έχει ημερομηνία 6.8.1934, ενώ οι άλλες τέσσερις είναι της περιόδου 1955-1958: δύο στις 14.10.1955 (τυπογραφικό λάθος, η δεύτερη είναι της 19ης Οκτωβρίου), 21.2.1958 και 1.5.1958. Οι επιστολές στρέφονται γύρω από τον Καβάφη και το σχετικό βιβλίο του Τσίρκα, «Ο Καβάφης και η εποχή του», που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1958, όπως σημειώνει και ο Δημήτρης Αγγελής στην προτασσόμενη στις επιστολές εισαγωγή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Βιβλιογραφία Καβάφη του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, τυπώθηκε μεταξύ 7 Ιουλίου και 7 Σεπτεμβρίου. Άρα οι επιστολές προηγούνται της έκδοσης. Οι δύο, ωστόσο, έπονται της μελέτης Μαλάνου, «Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. Ο άνθρωπος και το έργο του. Συμπληρωματικά σχόλια. Απ’ τα καβαφικά μου τετράδια. Η μυθολογία της καβαφικής πολιτείας.» Πρόκειται για έκδοση συμπληρωμένη και οριστική, όπως παρατηρεί ο Δασκαλόπουλος. Κρίνοντας από τις βιβλιοπαρουσιάσεις της, θα πρέπει να τυπώθηκε τέλη του 1957. Πιστεύουμε ότι για να κατανοηθούν καλύτερα οι επιστολές Τσίρκα, θα χρειάζονταν παράλληλα και οι επιστολές Μαλάνου, στις οποίες, ωστόσο, γίνεται αναφορά στις υποσελίδιες σημειώσεις.
Ας ελπίσουμε η άνοιξη των περιοδικών να επεκταθεί στο φθινόπωρο και τον χειμώνα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: Ο Στρατής Τσίρκας στο γραφείο του στην Αίγυπτο.
Τσίρκας προς Μαλάνο
Αλεξάνδρεια, 6.8.1934
Αγαπητέ κύριε Μαλάνο,
Όπως σας υποσχέθηκα σας γράφω παρακάτω ό,τι μπόρεσα να συγκρατήσω από κείνα που μου είπε ο Καβάφης, τον Ιούλιο του 1930, σχετικά με το ποίημά του «Ένας θεός των».
Κουβεντιάζαμε, θυμάμαι, για τον Jean Cocteau. Ο Καβάφης απορούσε για τη φήμη αυτού του ποιητή. Δεν τον εύρισκε τίποτα. Μου ανάφερε ότι σε κάποια εγγλέζικη ανθολογία, που βγαίνει μιά ή δυό φορές το χρόνο και πού η ύλη της διαλέγεται με την μεγαλύτερη αυστηρότητα, είχαν τυπώσει ένα τραγούδι του Cocteau (γαλλικά) και το «Ένας θεός των» του Καβάφη μεταφρασμένο στα εγγλέζικα από τον Βαλασόπουλο (αν θυμάμαι καλά).
Πρώτη κουβέντα του Καβάφη, άμα έφερε την ανθολογία αυτή να μου τη δείξει, ήταν να μου πει ότι η μετάφραση δεν τον ικανοποιεί.
Η λέξη «αφθαρσία» (στο στίχο: «Με τη χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια») που για τον Καβάφη αποτελούσε το «κλειδί» όλου του ποιήματος και που είχε μια μαγική, σα να λέμε, χάρη, δεν μπόρεσε να αποδοθεί κυριολεκτικά στην αγγλική: Η λέξη immortality που βάζει ο Βαλασόπουλος δεν είναι αυτή που ήθελε να πει ο Καβάφης. Τώρα θυμάμαι ότι μου είχε πει περίπου αυτά: Έβαλε τη λέξη αφθαρσία όχι μονάχα γιατί πρόκειται για ένα Θεό, έναν αθάνατο, μα κυρίως γιατί ήθελε να υπογραμμίσει το γεγονός ότι αυτός ο «τέλεια ωραίος έφηβος» ήταν μακρυά από κάθε κίνδυνο φθοράς δοκιμάζοντας «κάθε είδους μέθη και λαγνεία» και «ύποπτες απολαύσεις».
Ύστερα έπιασε να μου ερμηνεύει το ποίημα από την αρχή. Με λόγια ξερά, με τον πιο πεζό και σύντομο τρόπο μου παρουσίασε την αγορά της Σελεύκειας, καθόρισε την ώρα, περίγραψε τον έφηβο με μετρημένα επίθετα (ολιγώτερα από κείνα που βάζει στο ποίημα), ξαναστάθηκε στη λέξη αφθαρσία, περίγραψε με χειρονομίες αόριστες (πού δεν άλλαζαν πολύ από τις συνηθισμένες του χειρονομίες) τους διαβάτες πού ρωτούσαν και τους άλλους που παραμέριζαν ενώ ο έφηβος χανόταν κάτω απ’ τις στοές.
«Αλλά μερικοί, που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν, εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν». Ο Καβάφης ξαναγυρνώντας στη λέξη «αφθαρσία» μου είπε πώς οι προσεχτικοί διαβάτες από τα μάτια καταλαβαίναν το Θεό. Ο Θεός αυτός, κατά τον Καβάφη, δεν μπορούσε να είναι άλλος από τους τρεις ελληνικούς θεούς: Ερμή, Διόνυσο ή Απόλλωνα.
Τελειώνοντας συσχέτισε τους ελληνικούς Θεούς με τα όργια της συνοικίας «που τη νύχτα μονάχα ζει» και έκλεισε την κουβέντα πάνω σ’ αυτό το ποίημα με την ακόλουθη φράση: – Εγώ είμαι Ελληνικός– προσοχή όχι Έλλην ούτε ελληνίζων – αλλά Ελληνικός. Πολύ ελληνικός!
Αυτά είχα να σας γράψω. Θα είμαι πολύ ευχαριστημένος αν, παρ’ όλο το στρυφνό μου ύφος και τη συντομία μου αυτό το χαρτί σας βοηθήσει στη δουλειά που έχετε ήδη αναλάβει με τόση επιτυχία για να μας δώσετε έναν καλλιτέχνη Καβάφη απαλλαγμένο από μύθους.
Με πολλήν αγάπη και θαυμασμό
Γιάννης Χατζηαντρέας
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/9/2011