Σάννυ Χαίγκμαν-Χατζοπούλου
«Τα απομνημονεύματά μου
“Η ζωή μου
με τον Κώστα Χατζόπουλο”»
Επιμέλεια, σχόλια, έρευνα
“Σάννυ και Σέντα”
Μαίρη Χρυσικοπούλου
Έκδοση Λαογραφικό-
Ιστορικό-Φιλολογικό
Μουσείο Αιτωλοακαρνανίας
Αγρίνιο, Δεκ. 2011
Ο Κ. Χατζόπουλος
σε σκίτσο του ζωγράφου
Σπύρου Βανδώρου.
Η βιογραφία κάποιου συγγραφέα δεν θεωρείται πλέον η κύρια οδός στην προσέγγιση του έργου του, ωστόσο η συμβολή της στη συναρμογή των επί μέρους ψηφίδων παραμένει σημαντική. Εξ ου και η σύνθεση μιας αξιόπιστης βιογραφίας αποτελεί πρωταρχικό αίτημα. Αυτήν την ανάγκη, ωστόσο, δεν την σταθμίζουν πάντοτε σωστά όσοι συμβάλλουν στη συγγραφή της. Συχνά, εκείνοι που γνώρισαν τον συγγραφέα παραλλάσσουν τα γεγονότα στις μαρτυρίες τους, ενώ δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις μελετητών που αλλοιώνουν κατά την έρευνά τους τα δεδομένα. Με άλλα λόγια, οι δυο αυτές βασικές ομάδες, στις οποίες στηρίζεται η σύνθεση της βιογραφίας ενός συγγραφέα, συχνά συλλαμβάνονται να προτάσσουν προσωπικές σκοπιμότητες. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που η βιογραφία κάθε συγγραφέα δεν θα πρέπει ποτέ να θεωρείται ως τελειωμένο έργο. Από τον νέο μελετητή αναμένεται, πέρα από τις διαφορετικές διανοίξεις, ο έλεγχος όπως και η αποσαφήνιση ή έστω ο εντοπισμός σκοτεινών σημείων. Αυτό το διπλό στόχο επιχειρεί να επιτύχει η Μαίρη Χρυσικοπούλου με το πρόσφατο βιβλίο της για τον Κωσταντίνο Χατζόπουλο.
Στο πρώτο και κύριο μέρος του βιβλίου, δημοσιεύει την αυτοβιογραφική διήγηση της συζύγου του, Σάννυς Χαίγκμαν-Χατζοπούλου και, εν συνεχεία, παραθέτει τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνά της γύρω από την αυθεντικότητα του κειμένου. Χωρίς αποσιωπήσεις, ξεδιπλώνει τις περιπέτειες ενός, σήμερα πλέον, χαμένου χειρογράφου. Παρόλα αυτά, αφήνει ανοικτή την αισιόδοξη εκδοχή να πρόκειται για ένα λανθάνον χειρόγραφο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι το κείμενο δημοσιεύεται επιτέλους ακέραιο στα ελληνικά. Να σημειώσουμε ότι η μετάφρασή του από την κόρη του Χατζόπουλου, Σέντα, ήταν διαθέσιμη από το 1980, εποχή που εκείνη κατέθεσε ολόκληρο το οικογενειακό αρχείο στο Ε.Λ.Ι.Α.. Από τότε, το κείμενο αποτέλεσε δομικό στοιχείο της βιογραφίας Χατζόπουλου. Αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν σε μελέτες, ενώ, το 2005, εκδόθηκε για πρώτη φορά ακέραιο στα γαλλικά, ως συνοδευτικό σε μετάφραση δυο διηγημάτων του. Σε ένα δεύτερο μέρος του βιβλίου, η Χρυσικοπούλου συμπληρώνει τα βιογραφικά του, δίνοντας πληροφορίες σχετικές με τον τόπο και την καταγωγή του. Κατά κάποιο τρόπο, συνεχίζει να καταθέτει τη μαρτυρία της από την προνομιούχο θέση της συντοπίτισσας, που είχε αρχίσει προ εικοσαετίας στο επιστημονικό συμπόσιο, με τίτλο, «Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός», το οποίο είχε διοργανώσει ο Φιλολογικός Όμιλος Αγρινίου, που φέρει το όνομά του.
Το μυστήριο του χειρογράφου
Αν θέλουμε να ανατρέξουμε στην αφετηρία της συγγραφής τού αυτοβιογραφικού κειμένου της Χαίγκμαν, θα πρέπει να αναφέρουμε ως κινητήριο μοχλό τον Γιώργο Βαλέτα. Μυτιληνιός, φιλόλογος Μέσης Εκπαίδευσης, μέλος της γενιάς του μεσοπολέμου, είχε βάλει σκοπό της ζωής του την κατάρτιση Απάντων ορισμένων παλαιότερων συγγραφέων, τα οποία είχε προγραμματίσει να συνοδεύονται από βιογραφία και βιβλιογραφία. Την σχετική έρευνα και την περισυλλογή του σκόρπιου υλικού τις είχε ξεκινήσει από τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους άργησε να τους εξασφαλίσει. Έτσι οι πρώτοι τόμοι της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του, όπως την αποκάλεσε, εκδόθηκαν στη δεκαετία του ’50.
Ανάμεσα στους πρώτους, που ήλκυσαν το ενδιαφέρον του φαίνεται ότι ήταν ο Χατζόπουλος. Ιδεολόγος σοσιαλιστής και δημοτικιστής, θα πρέπει να αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο προγόνου. Στο τρίτο αφιέρωμα περιοδικού, αυτό της «Νέας Εστίας» (Οκτ. 1940), για τα εικοσάχρονα από τον θάνατό του, ο Βαλέτας εξομολογείται ότι το 1933 είχε γράψει στην χήρα του Χατζόπουλου, ζητώντας βιογραφικές πληροφορίες. Τελικά, η ανταλλαγή επιστολών και κυρίως, η προθυμία της, του έδωσαν την ιδέα να την παροτρύνει να αφηγηθεί τις αναμνήσεις της. Εκείνη, αφοσιωμένη δια βίου στη μνήμη του Έλληνα, καταπώς τον είχε αρχικά βαφτίσει, ένα χρόνο αργότερα του έστειλε “δυο τόμους γερμανικά γραμμένους”. Η πρώτη, αναμφιβόλως καλοπροαίρετη, αυθαιρεσία του Βαλέτα είναι η αλλαγή του τίτλου. Η Χαίγκμαν τιτλοφορούσε τη διήγησή της «Οι αναμνήσεις μου», ενώ εκείνος, στο δημοσίευμα της «Νέας Εστίας», όπου και παραθέτει δυο αποσπάσματα, χρησιμοποιεί τον μάλλον παράταιρο τίτλο «Τα απομνημονεύματά μου». Στη συνέχεια, δεν κατόρθωσε να τηρήσει την υπόσχεση, που της είχε δώσει, δηλαδή να τα δημοσιεύσει ως συνοδευτικά στα Άπαντα Χατζόπουλου, αφού, μέχρι τον θάνατό της (13 Ιουλ. 1952), δεν είχε εξευρεθεί εκδότης.
Από εκεί και ύστερα, τα ίχνη του χειρογράφου μπερδεύονται. Από δυο επιστολές Βαλέτα προς Χαίγκμαν των αρχών του 1937, συνάγεται: Πρώτον, ότι Απρίλιο 1935 της έστειλε το χειρόγραφο μέσω του Κώστα Τριανταφυλλόπουλου, πρώτου εξάδελφου του Χατζόπουλου. Δεύτερον, ότι το χειρόγραφο δεν έφτασε τότε στα χέριά της. Πολύ αργότερα, μετά το 1960, η Χρυσικοπούλου θυμάται τον Βαλέτα να λέει ότι η κόρη τον κατηγορεί πως παρακράτησε το χειρόγραφο. Επίσης, το 1984, σε επιστολή του προς την κόρη του Χατζόπουλου, της ζητάει επίμονα συνάντηση, καθώς εκείνη δεν έδινε άδεια προς έκδοση των Απάντων Χατζόπουλου και των Απομνημονευμάτων της μητέρας της. Το παράδοξο είναι ότι το 1978, η Σέντα δίνει μεταφρασμένα αποσπάσματα της αφήγησης της μητέρας της στην Κρίστα Ανεμούδη-Αρζόγλου, που ασχολείται με τα κριτικά κείμενα του Χατζόπουλου, και δυο χρόνια αργότερα, καταθέτει τη μετάφραση ολόκληρου του κειμένου, μαζί με τις σωζόμενες επιστολές Βαλέτα, στο Ε.Λ.Ι.Α..
Πολλές είναι οι απορίες, που γεννιούνται και τις οποίες συνοψίζει η Χρυσικοπούλου, αφού, προηγουμένως, ερεύνησε επί ματαίω πιθανά αρχεία για τον εντοπισμό του χειρογράφου. Κατά μια εκδοχή, σύμφωνη με όσα υποστήριζε ο Βαλέτας, θα πρέπει το χειρόγραφο να είχε ξεμείνει στα χέρια του Τριανταφυλλόπουλου και να εστάλη στη Σάννυ μετά τις επιστολές του 1937. Αυτό τεκμαίρεται και από το γεγονός, ότι στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», αφενός μεν δημοσιεύεται μελέτη του Βαλέτα που βιογραφεί τον Χατζόπουλο στηριγμένη στο κείμενό της, όπου την μνημονεύει ως την υπέροχη γυναίκα, που πραγματικά έσωσε το Χατζόπουλο και αφετέρου η ίδια υπογράφει τη μετάφραση των δυο αποσπασμάτων. Οπότε, η κόρη θα πρέπει να ψεύδεται και ο λόγος να είναι η φημολογούμενη αντιπάθειά της για τον Βαλέτα. Κατά την γαλλίδα μεταφράστρια Νικόλ Λε Μπρι, αυτό οφείλεται στην κομμουνιστική ιδεολογία, που φαίνεται να του αποδίδουν. Ενώ, η Χρυσικοπούλου προσθέτει την πληροφορία ότι η Σέντα είχε κάνει δυο γάμους, τον πρώτο με φινλανδό αξιωματούχο και όταν χήρεψε, στη δεκαετία του ’60, με τον δικηγόρο Περικλή Δρίβα, τον οποίο χαρακτηρίζει ακροδεξιό. Σε κάθε περίπτωση, η Σέντα αρνείτο ότι ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής. Στη μετάφραση του κειμένου της μητέρας της δεν αναφέρεται ότι εκείνος είχε μεταφράσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου μένει ζητούμενο κατά πόσο πρόκειται για δική της παρέμβαση. Όπως και να έχει, αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή, γιατί σημαίνει ότι μετέφρασε από το πρωτότυπο, το οποίο επιλεκτικά, τρόπον τινά, μπορεί και να λογόκρινε. Γι’ αυτό, πιθανώς, και να μην το παρέδωσε μαζί με το υπόλοιπο αρχείο. Κατά αυτήν την εκδοχή, θα πρέπει να εξαίρεσε και το σώμα των επιστολών Βαλέτα.
Κατά μια δεύτερη εκδοχή, είναι ο Βαλέτας εκείνος που ψεύδεται. Αν, όμως, το γερμανικό χειρόγραφο δεν επιστράφηκε στη Σάννυ, από ποιο χειρόγραφο έγινε η μετάφραση; Ήταν εκείνη τόσο συστηματική, ώστε να κρατήσει αντίγραφο; Εκτός κι αν δεν πρόκειται για μετάφραση, αλλά για κείμενο, που έγραψε η Σέντα. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από μνήμης, αν και δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι είχε διαβάσει τη διήγηση της μητέρας της, αφού τη δεκαετία του ’30 είχε τη δική της οικογένεια και πιθανώς, δεν κατοικούσαν ούτε καν στην ίδια πόλη. Το γεγονός ότι διατηρείται η αλληλουχία των γεγονότων, δείχνει την ύπαρξη κάποιου πρωτότυπου κειμένου. Σύμφωνα με το αυτοβιογραφικό της σημείωμα, είχε ασχοληθεί με τη μετάφραση ελληνικής λογοτεχνίας και είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές. Άρα, είχε συγγραφικές φιλοδοξίες. Αυτή είναι η δυσάρεστη εκδοχή, γιατί η κόρη, όταν πέθανε ο πατέρας της ήταν δέκα οκτώ ετών, οπότε διατηρεί λιγοστές αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια και γράφει με βάση διηγήσεις της μητέρας της.
Και στις δυο περιπτώσεις, παραμένει άγνωστη η τύχη του χειρογράφου. Ανάμεσα στα αρχεία που ερεύνησε η Χρυσικοπούλου, δεν αναφέρεται εκείνο της Σέντας, που θα πρέπει να έμεινε στους όποιους κληρονόμους της. Εκεί, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποιο γερμανικό πρωτότυπο, θα σώζονται οι υπόλοιπες επιστολές Βαλέτα. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αρχείο Βαλέτα. Σε αυτό, ακόμη κι αν δεν υπάρχει το γερμανικό πρωτότυπο, θα πρέπει να σώζονται επιστολές της Σάννυ, αλλά και κάποια μεταφράσματα βάσει του χειρογράφου. Πιστεύουμε ότι μάλλον δεν δόθηκε η αναλογούσα σημασία στον σκιώδη τρίτο άνθρωπο. Όταν ο Βαλέτας ζητούσε μετά επιμονής τις αναμνήσεις της Σάννυ, θα πρέπει να είχε ήδη κατά νου κάποιον γερμανομαθή φίλο, που θα του τα μετέφραζε προφορικά, γραπτά, εν περιλήψει, επακριβώς, με κάποιο, πάντως, τρόπο. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι επέστρεψε το χειρόγραφο, είναι δυνατόν ο ίδιος να μην κράτησε κάποιας μορφής αντίγραφο; Πόσο εύκολο, όμως, ήταν τότε και μάλιστα στη Μυτιλήνη, ένα αντίγραφο γερμανικού χειρογράφου; Ύστερα, υπάρχει η μετάφραση των δυο αποσπασμάτων του αφιερώματος της «Νέας Εστίας». Η Χρυσούλα Σπυρέλη, που συνεισφέρει στο βιβλίο της Χρυσικοπούλου ένα εμπεριστατωμένο μεταθανάτιο χρονολόγιο Χατζόπουλου, το οποίο καλύπτει τα 90 χρόνια από το θάνατό του (1920-2010), υποθέτει ότι η μετάφραση έγινε από την Σάννυ και ότι πιθανώς να την υπαγόρευσε στον Βαλέτα. Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην ενημερώθηκε για το αφιέρωμα, δεδομένου ότι κατοικούσε στην Φινλανδία, που βρισκόταν υπό σοβιετική κατοχή.
Δυο μεταφραστές
Ο μεταφραστής των αποσπασμάτων της «Νέας Εστίας» είτε έχει ένα γλαφυρό γερμανικό πρωτότυπο είτε εκείνος το μεταπλάθει σε γλαφυρή εξιστόρηση. Αυτό, όμως, το τελευταίο θα μπορούσε να είναι έργο του Βαλέτα, αν δεχτούμε την εκδοχή της Σπυρέλη ότι η μετάφραση από την Σάννυ ήταν προφορική καθ’ υπαγόρευση. Επίσης, θα μπορούσε να ήταν έργο του γερμανομαθή φίλου του. Πάντως, η τελική μετάφραση δεν έχει αντίστοιχες λογοτεχνικές αξιώσεις. Εκείνο που ανησυχεί περισσότερο, είναι η κάποια αοριστία, που παρατηρείται στην τελική μετάφραση, όσο αφορά συγκεκριμένα γεγονότα, σε σύγκριση με τα πριν δημοσιευμένα αποσπάσματα. Σε ορισμένα σημεία, παρατηρείται τάση να στρογγυλευτούν τα συμβάντα, ενώ δημιουργείται η εντύπωση ότι ο τρόπος, που η γράφουσα περιγράφει τα αισθήματά της είναι σχηματικός. Όπως και να έχει, χάρις στο πρόσφατο βιβλίο, έχουμε μια καθαρότερη εικόνα. Η έρευνα της Χρυσικοπούλου διορθώνει ορισμένες σκόπιμες παραποιήσεις της Σέντας, που, έτσι κι αλλιώς, αποκρύβει πληροφορίες, ενώ φαίνεται και η σημασία του αρχείου Βαλέτα, που οι κληρονόμοι του δεν αξιοποιούν αντίστοιχα. Να προσθέσουμε, ότι, στο πρόσφατο βιβλίο, δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός φωτογραφιών, που συνιστούν τεκμήρια για τους δυο κόσμους του συγγραφέα, τον πατρογονικό του Αγρινίου και τον φινλανδικό της συζύγου και της κόρης του.
Εκείνο, που έχει γενικότερο ενδιαφέρον, είναι ότι η μνήμη Χατζόπουλου συντηρείται τις τελευταίες δεκαετίες από τους συντοπίτες του. Δικό τους έργο είναι το Συμπόσιο του 1993, η βραβευμένη μονογραφία του Τάκη Καρβέλη «Κωσταντίνος Χατζόπουλος ο πρωτοπόρος» και το πρόσφατο βιβλίο. Όσο για την αθηναϊκή φροντίδα, περιορίστηκε σε μια αναμνηστική πλάκα στο σπίτι του επί της οδού Μαυρομιχάλη. Όχι, την πολυκατοικία στη γωνία Ισαύρων και Μαυρομιχάλη, σε διαμέρισμα της οποίας έμεινε νιόπαντρος και γεννήθηκε η κόρη του, αλλά στο δεύτερο, που αγόρασε στις αρχές του 1920. Σώζεται, όπως το περιγράφει η αφήγηση: τριώροφο, με ωραία μπαλκόνια. Μόνο που δεν έζησε σε αυτό παρά λίγους μήνες. Στην εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα αναφέρεται αορίστως ότι εκεί έζησε, και επιπλέον, αναγράφεται η εσφαλμένη πληροφορία ότι γεννήθηκε το 1871. Ποιος επωμίστηκε τα βάρη τόσο μεγάλης και αξιοζήλευτης φροντίδας, μένει άγνωστο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Παρατεινόμενη σύγχυση
Το 1898 ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος, περιστοιχισμένος από μια ομάδα άλλων νεαρών, εκδίδει το βραχύβιο (Νοε. 1898-Οκτ. 1899), αλλά πρωτοποριακό για την εποχή, λογοτεχνικό περιοδικό «Η Τέχνη». Η ταυτότητα του περιοδικού έχει διττό χαρακτήρα. Αποτελεί βήμα ιδεών της νεαρής τότε σοσιαλιστικής διανόησης και, επίσης, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που υιοθετεί εξαρχής και γράφεται στη δημοτική. Προκαλεί, βεβαίως, οξυμμένες αντιδράσεις από τους τότε συντηρητικούς κύκλους, ιδίως στη χρήση της δημοτικής, Καθόλου παράδοξο. Υπήρχαν οι καθιερωμένες αντιλήψεις επί του γλωσσικού και καθώς το κίνημα του Δημοτικισμού βρίσκεται ακόμη στα πρώτα του βήματα, στις μεταξύ τους αψιμαχίες αντιμετωπίζεται ως απροσάρμοστος προπέτης. Στο κέντρο της διαμάχης βρίσκεται ο Ψυχάρης, ενώ ανάμεσα στους σθεναρούς, που κρατούν τις προφυλακές του κινήματος, βρίσκεται ο Χατζόπουλος. Χαρακτηριστικό, αλλά και εύστοχο, επί του γλωσσικού διχασμού είναι αυτό που γράφει λίγο αργότερα (8/1/1907) σε Γερμανό ελληνιστή φίλο του, ο οποίος του ζητά ετυμολογικές διευκρινίσεις: Μας κατήντησαν και η δημοτική και η καθαρεύουσα ξένες, πηδούμε, σαν τόπια, ανάμεσα σε δυο τοίχους, από τη μια στην άλλη.
Σ’ αυτήν την πρώιμη φάση της γλωσσικής διαμάχης, ένας από τον κύκλο του περιοδικού, ο Κωστής Πασαγιάννης, διατηρούσε πλούσια μαλλιά και γένια. Αυτόν είδε κάποιο βράδυ ο Γιάννης Κονδυλάκης στο καφενείο του Ζαχαράτου, όπου σύχναζαν οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής, και δείχνοντάς τον σε φίλους του, τον αποκάλεσε Μ α λ λ ι α ρ ό. Το επίθετο, υπερβαίνοντας τις αρχικές προθέσεις του Κονδυλάκη, γενικεύτηκε. Έγινε μόδα στο στρατόπεδο των καθαρολόγων και κατέληξε σε συνώνυμο του χυδαϊστής ή ψυχαριστής. Χωρίς καμία αναστολή το υιοθέτησαν αργότερα στην πολεμική τους και οι ίδιοι οι δημοτικιστές, κυρίως από το στενό περιβάλλον του ΝΟΥΜΑ, μετριάζοντας με τη χρήση τον χλευαστικό του τόνο. Έτσι, από ένα τυχαίο συμβάν και μια έμπνευση της στιγμής, που μοιάζουν με παραφιλολογία, προέκυψε και έχει γραμματολογικά κωδικοποιηθεί, μαζί με τα παράγωγα, ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός του Δημοτικισμού. Αντιθέτως, το ίδιο το συμβάν και ο ονοματοθέτης έχουν βυθιστεί στην αφάνεια. Λογικό, αφού στη λογοτεχνία, όπως και οπουδήποτε αλλού, υπάρχει ο σκοτεινός βυθός.
Κατά δαιμονική σύμπτωση, - αυτό όχι παραφιλολογία αλλά φιλολογικό ζητούμενο - την ημέρα που η ελληνική λογοτεχνία πενθεί το θάνατο του Κονδυλάκη (25/7/1920), με κάποιες ώρες διαφορά προς τα πίσω (24/7), πενθεί και το θάνατο του Χατζόπουλου. Εκείνος απεβίωσε εν πλώ προς Ιταλία και ενταφιάσθηκε πρόχειρα στο Μπρίντιζι. Οι ασχολούμενοι με τον Χατζόπουλο, όσους τουλάχιστον ελέγξαμε, δέσμιοι των Απομνημονευμάτων της συζύγου του, πέφτουν στην επικίνδυνη παγίδα Παλαιού και Νέου Ημερολογίου, καταχωρώντας ως ημερομηνία θανάτου την παραδιδόμενη από εκείνη: 5 Αυγ. 1920. Έχει άραγε αυτό καμιά αξία; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Εξαρτάται. Εάν, πάντως, γίνει αποδεκτή, τότε ο Χατζόπουλος απεβίωσε μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών(28/7), μετά την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι (30/7) και μετά τη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη στην Αθήνα (31/7). Όλα, δηλαδή, αυτά τα βαρυσήμαντα γεγονότα, τα οποία έχουν προηγηθεί του ξαφνικού θανάτου του, μένουν, σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα, αδιάφορα και ασχολίαστα από τον Χατζόπουλο. Είναι μεν προφανές, αλλά, όπως φαίνεται, όχι αυτονόητο. Ή, λοιπόν, όλα παρατάσσονται σε αρμονική αλληλουχία με το Παλαιό ημερολόγιο ή, διαφορετικά, ... ανάστα ο Κύριος σε όσα έχουν συμβεί πριν και μετά θάνατον. Εάν, μάλιστα, προς γενικότερο συσχετισμό τον τοποθετήσουμε στο κέντρο, μεταξύ αυτών που προηγούνται και εκείνων που έπονται του θανάτου, τότε η σύγχυση επιτείνεται. Όλα διαταράσσονται και η αντιστοιχία Χατζόπουλου με τα συμφραζόμενα της εποχής καταλήγει παραπλανητική. Πρόκειται, βέβαια, για ακούσιο λάθος. Παρόλα αυτά, καλό είναι να μη διαιωνίζεται, τουλάχιστον στις τάξεις των φιλολογούντων. Το ίδιο, επίσης, σε κάθε είδους ημερολογιακές πληροφορίες. Για παράδειγμα, θα λέγαμε κραυγαλέας ανακρίβειας, η Χαίγκμαν αναφέρει στα Απομνημονεύματα ως θεατρική πρεμιέρα του Φάουστ, έργο υποδειγματικής μετάφρασης από τον Χατζόπουλο, την 18η Δεκ. 1904. Είναι, ωστόσο, εξακριβωμένο ότι η επίσημη ή πανηγυρική παράσταση στο Βασιλικό Θέατρο δόθηκε νωρίτερα, 27 Νοε. του ιδίου έτους, ενώ ως πρώτη παράσταση καταγράφεται εκείνη της 20ης Νοε. Συνεπώς, όλες οι πληροφορίες πρέπει να ελέγχονται προς εξάλειψη πιθανών λαθών, πολύ περισσότερο σε περιπτώσεις όπως αυτή του Χατζόπουλου, που δεν έχει βιβλιογραφικά διερευνηθεί όσο της αναλογεί ως λογοτεχνικό ανάστημα.
Χατζόπουλου θέλοντος, μπορεί να επανέλθουμε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/4/2012.