Λεζάντα Φωτογραφίας: Σκηνή από την πρώτη πράξη της όπερας του Τζιάκομο Πουτσίνι, «Μαντάμ Μπατερφλάϋ». Σε πρώτο πλάνο, οι δυο πρωταγωνιστές, το νέο, τότε, αστέρι του μελοδράματος Ζωή Βλαχοπούλου στο ρόλο της Τσο-τσο-σάν ή και Μπατερφλάϋ, ο τενόρος Μιχάλης Κορώνης στο ρόλο του αξιωματικού του ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών Πίνκερτον και ο βαρύτονος Σπύρος Καλογεράς (δεξιά) στο ρόλο του αμερικανού προξένου στο Ναγκασάκι Σάρπλες. Πίσω, σε διπλό ημικύκλιο, η πολυμελής συνοδεία της Μπατερφλάϋ. Τα σκηνικά είναι του ανερχόμενου τότε σκηνογράφου Κλέαρχου Κλώνη. Η πρεμιέρα δόθηκε στο Βασιλικό Θέατρο, Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 1940, παρουσία του βασιλέα Γεωργίου Β΄, του πρωθυπουργού, των πριγκίπων, του διπλωματικού σώματος και του γιού του συνθέτη Αντόνιο Πουτσίνι.
Μια συντετμημένη μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό σε άλλο έντυπο. Εκεί, λόγω στενότητας χώρου, παραλείπονταν ορισμένα, νομίζουμε, ενδιαφέροντα στοιχεία.
Μένης Κουμανταρέας
«Το show είναι των Ελλήνων»
Εκδόσεις Κέδρος
Οκτώβριος 2008
“Πάνω σ’ ένα τεράστιο τραπέζι είχαν τοποθετηθεί δώδεκα λάμπες θυέλλης που φώτιζαν το χώρο... Στη μια πλευρά κάθισε ο Τσώρτσιλ, ο Άντονι Ήντεν, ο σερ Χάρολντ Αλεξάντερ, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο συνταγματάρχης Ποπώφ και ο Αμερικανός πρέσβης Λίνκολν Μα Βω. Απέναντί τους κάθισαν τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης με τον Παπανδρέου επικεφαλής. Οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ δεν είχαν έρθει. Τράβηξα μια φωτογραφία με το φλας κι έδωσα τις δυο λάμπες που απέμεναν στον Βρετανό στρατιωτικό φρουρό. Συνέχισα, όμως, να φωτογραφίζω χρησιμοποιώντας το δραματικό φωτισμό του δωματίου. Φωτογράφιζα από την ελληνική πλευρά του τραπεζιού σημαδεύοντας με το φακό τον Τσώρτσιλ. Μετά από μερικές λήψεις βρυχήθηκε: Φωτογράφισε τους Έλληνες. Είναι δικό τους το σόου.”
Έτσι περιγράφει τη σκηνή ο Ντμίτρι Κέσσελ, πενήντα χρόνια αργότερα, όταν έστειλε στην Αθήνα τις φωτογραφίες. Ίσως και να έβαζε τάξη στο αρχείο του, καθώς είχε συμπληρώσει τα ενενήντα δυο. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1995. Στο λεύκωμά του, «Ελλάδα του ’44», δημοσιεύεται μόνο μια φωτογραφία, κι αυτή του Τσώρτσιλ και των καθισμένων από την πλευρά του. Τελικά, εκείνο το σόου δεν ήταν των Ελλήνων. Ούτε το φωτογραφικό ούτε των Δεκεμβριανών. Αμφότερα ήταν σκηνοθετημένα από τους Άγγλους. Όπως και να έχει, η φράση του Τσώρτσιλ έδωσε έναν πρωτότυπο τίτλο στη νουβέλα, που έστησε ο Μένης Κουμανταρέας, με θέμα τις δυο συσκέψεις, στις 26 και 27 Δεκεμβρίου 1944. Η νουβέλα, όπως και η αφήγηση του Κέσσελ, τοποθετείται πενήντα χρόνια αργότερα, όταν για τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών ξεκινά μια δεύτερη ζωή με την ψηφιοποίησή τους. Ωστόσο, ο χώρος παραμένει ο ίδιος, τα υπόγεια του Υπουργείου, όπου βρισκόταν η αίθουσα συσκέψεων τον Δεκέμβρη του ’44 και σήμερα φυλάσσονται τα αρχεία. Σε αντιστοιχία με τις δυο διαδοχικές συσκέψεις, η νουβέλα εκτυλίσσεται σαν θεατρική παράσταση με δύο πράξεις. Μόνο που, επί σκηνής, δεν εμφανίζονται οι πρωταγωνιστές εκείνων των συνομιλιών, αλλά ένα παράταιρο ζευγάρι. Είναι ο πρακτικογράφος του 1944, συνταξιούχος πλέον, και ένας νέος υπάλληλος του Υπουργείου, στην αρμοδιότητα του οποίου έχουν περάσει τα αρχεία. Ο πρεσβύτερος περιγράφει τα ιστορικά πρόσωπα, το παρουσιαστικό και τις κινήσεις τους, μεταφέροντας τα λεχθέντα, με μικρές παρεκκλίσεις από την επίσημη εκδοχή. Από μια άποψη, η αφήγησή του υπερβαίνει σε ακριβολογία τις δυνατότητες μιας ανιστόρησης ακόμη και του καλύτερου διπλωματικού υπαλλήλου. Από την άλλη, με αυτόν τον τρόπο, ανασυσταίνεται το “θέατρο” των συνομιλιών και αποτυπώνεται στους εκατέρωθεν διαπραγματευτικούς ελιγμούς, το ανάστημα των ανθρώπων, που βρέθηκαν τότε αντιμέτωποι. Σε αυτό βοηθάει ο παρεμβαλλόμενος διάλογος των δυο υπαλλήλων. Ο νεότερος εκφράζει τις απορίες του για όσα πρωτάκουστα μαθαίνει, οπότε ο γεροντότερος προσθέτει επεξηγηματικά τις κατοπινές τύχες των προσώπων και της χώρας. Με την ευκαιρία, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του, αντικατοπτρίζοντας τις τρέχουσες, σήμερα, αντιλήψεις για εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Όσο για την ιδέα, που είχε ο συγγραφέας, ανάμεσα στον απόμαχο και τον νέο με το σκουλαρίκι να αναπτύσσεται μια ερωτική συμπάθεια, αυτή φαίνεται να χαλαρώνει την ατμόσφαιρα και να προσδίδει ένα συνωμοτικό πνεύμα, που, για άλλους λόγους και με τον ίδιο υποβλητικό φωτισμό, θα πρέπει να επικρατούσε στις συσκέψεις του ’44.
Εκτός από τον τίτλο της συγκεκριμένης νουβέλας, η φράση του Τσώρτσιλ επιλέχτηκε και ως τίτλος ολόκληρου του βιβλίου. Πιθανώς, χάρις στη λανθάνουσα ειρωνεία της, που ταιριάζει και στις δυο άλλες νουβέλες του βιβλίου. Σε αυτές πρωταγωνιστούν Αθηναίοι αστοί του Μεσοπολέμου, που επιδεικνύουν συμπεριφορά επαρχιώτη, έτσι όπως αντιγράφουν φερσίματα και τρόπους ένδυσης και διασκέδασης από τους Ευρωπαίους. Το μόνο που παραλλάσσει είναι το πρότυπο μίμησης, σε συμφωνία με τον εκάστοτε πνέοντα άνεμο στο πολιτικό προσκήνιο. Και πάλι, σε καμία από τις δυο, το σόου δεν είναι των Ελλήνων, ανεξάρτητα αν αυτοί ανέκαθεν αρέσκονταν στα σόου, όπως δείχνουν και οι ιστορίες.
Σε μια σκηνή της πρώτης νουβέλας, ο αφηγητής, αναφερόμενος στους συγγραφείς του Μεσοπολέμου, αποφαίνεται “Εκτός εξαιρέσεων, δεν είναι τόσο φιλόμουσο γένος οι λογοτέχνες.” Διαπίστωση που μπορεί να ισχύει τις τελευταίες δεκαετίες, δεν πιστεύουμε, όμως, πως ευσταθεί για τη δεκαετία του ’30. Όπως και να έχει, όσο αφορά τη μεταπολεμική πεζογραφία, στις λιγοστές εξαιρέσεις ανήκει και ο Κουμανταρέας. Το τεκμηριώνουν σκόρπιες σελίδες σε ολόκληρο το έργο του, το προ δεκαπενταετίας μυθιστόρημά του, «Η συνωμοσία της άρπας», και οι δυο πρόσφατες νουβέλες, που στήνονται με έναυσμα κάποιες μουσικές βραδιές. Αναφερόμενος σε αυτές ο αφηγητής, κατορθώνει να αποδώσει την καλλιτεχνική πανδαισία, δείχνοντας όχι μόνο μουσική καλλιέργεια αλλά και αισθαντικότητα, που συχνά λείπει από επαγγελματίες κριτικούς, όπως, λ.χ., η παρευρισκόμενη στην πρώτη βραδιά, Αύρα Θεοδωροπούλου, που η φεμινιστική μαχητικότητά της μάλλον ροκάνισε μέρος της ευαισθησίας της.
Η πρώτη μουσική βραδιά, που, στην πραγματικότητα, ήταν μια απογευματινή δεξίωση, δόθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1932, ημέρα Πέμπτη, στο αλλοτινό μέγαρο Νεγρεπόντη, γωνία Αμαλίας και Όθωνος, προς τιμή του Καβάφη, που τύχαινε να βρίσκεται στην Αθήνα. Ήταν η τέταρτη επίσκεψη του αλεξανδρινού ποιητή στην Ελλάδα, αυτή τη φορά επιβεβλημένη για λόγους υγείας. Είχε έλθει στις 3 Ιουλίου για εγχείρηση λάρυγγος και ανεχώρησε στις 27 Οκτωβρίου. Λίγες ημέρες νωρίτερα δόθηκαν δυο απογευματινές δεξιώσεις στου Άλκη Θρύλου και στου Πετροκόκκινου, ενώ, ενδιαμέσως, έγινε η επίσημη υποδοχή του στα γραφεία της Ένωσης Λογοτεχνών, με την εγγραφή του στα μέλη της. Στη δεξίωση του Άλκη Θρύλου, κατά κόσμον Ελένη Νεγρεπόντη-Ουράνη, έπαιξε και τραγούδησε στο πιάνο ποιήματα του Καβάφη, ο συνομήλικος της Ουράνη, Δημήτρης Μητρόπουλος. Ήταν τα δεκατέσσερα ποιήματα του Αλεξανδρινού, που είχε μελοποιήσει μετά τον Παλαμά και τον Σικελιανό, δέκα από τα οποία είχε, προ πενταετίας, τυπώσει σε ένα τευχίδιο, αφιερωμένο στην Ουράνη. Ανάγκα και θεοί πείθονται, μια και ο πατήρ Νεγρεπόντης ήταν, από το 1924 που ο Μητρόπουλος επέστρεψε στην Αθήνα, ο μαικήνας του, προσφέροντάς του και στέγη στο μέγαρο.
Αυτήν την εσπερίδα ανασυνθέτει ο Κουμανταρέας, αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία του να αυτοσχεδιάσει, χωρίς το φόρτο των πραγματολογικών στοιχείων, που λειτουργούν περιοριστικά στις δυο άλλες νουβέλες. Για τη συγκεκριμένη δεξίωση, υπάρχουν μόνο οι αναφορές στον Τύπο: μια είδηση στο «Ελεύθερον Βήμα» της επομένης και η καταγραφή της στο «Δεκαπενθήμερον» της «Νέας Εστίας». Και πάλι, μια σύντομη αναφορά, στηριγμένη σε σημείωμα που θα πρέπει να προμήθευσε ο Μητρόπουλος, με το λογίδριό του πριν την εκτέλεση των μελοποιημένων ποιημάτων. Το δημοσίευμα είναι ανώνυμο, με την υπογραφή Α., ωστόσο η πρώτη παράγραφος προδίδει την ταυτότητα του συντάκτη: «Μιά μεγάλη, μιά ωραία έκπληξη –και απόλαυση– περίμενε τους ευτυχισμένους που είχαν προσκληθεί από τον κύριο και την κυρία Ελένη Ουράνη...» Μόνο η κυρία Ουράνη θα είχε την ευχέρεια να διαγράψει το όνομα του κυρίου, αδιαφορώντας για την ανέκαθεν ισχύουσα κοινωνική τάξη.
Ο αφηγητής υιοθετεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, όπως συνηθιζόταν σε παλαιότερες διηγήσεις, και παρουσιάζεται ως συγκαιρινός μας. Αποκαλεί τους προσκεκλημένους με το μικρό τους όνομα, αναφέροντας κάποιο χαρακτηριστικό έργο τους, ώστε να αποβαίνουν αναγνωρίσιμοι, τουλάχιστον από μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Δεν παραλείπει, επίσης, να σχολιάσει, ποιοι γράφτηκαν στις δέλτους της Ιστορίας με χοντρά γράμματα και ποιοι με ψιλά. Κατά τα άλλα, αναφέρει περισσότερους ποιητές παρά πεζογράφους, παραλείποντας τον Ξενόπουλο, τον μόνο από τους παρευρισκόμενους που μνημονεύει τη δεξίωση στα μεταθανάτια κείμενά του για τον Καβάφη. Όμως, τελικά, η δεξίωση δεν είναι παρά ένα προσφυές σκηνικό για τη συνάντηση ποιητή και μουσικού. Προεκτείνοντας ο αφηγητής την αρμονική σύζευξη των στίχων με τους ήχους, στήνει τον αναμεταξύ τους διάλογο, περιγράφει την απροκάλυπτη συμπάθεια του ποιητή για τον νέο άντρα και τη δική του θαυμαστική ανταπόκριση, φθάνοντας μέχρι τις κρύφιες επιθυμίες τους. Παρόλο που ο τίτλος της νουβέλας είναι «Μια μέρα απ’ τη ζωή τους», τελικά, σύμφωνα και με τον τίτλο του προ δεκαετίας βιβλίου του Κουμανταρέα, «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα», ο αφηγητής παρακολουθεί τους δυο άνδρες και μετά την έξοδό τους από το μέγαρο στη νυχτερινή Αθήνα. Ασκητική φαντασιώνει τη νύχτα του νεότερου, ενώ ακολουθεί, ως συγγενής ψυχή, τον ποιητή μέχρι το κρεβάτι του.
Μένει η μεσαία νουβέλα, που ξεκινά τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου. Συγκεκριμένα, την Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 1940, που δίνεται στο Βασιλικό Θέατρο η πρεμιέρα της «Μαντάμ Μπατερφλάϋ», παρουσία του γιού του Τζιάκομο Πουτσίνι, Αντόνιο και της συζύγου του. Η αφήγηση προχωρά στη δεξίωση της ιταλικής πρεσβείας την επομένη και στο ιταλικό τελεσίγραφο, που επιδόθηκε στον Μεταξά τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αναδεικνύοντας τον ιταλό πρέσβη, έναν δευτεραγωνιστή εκείνων των γεγονότων, σε κύριο πρόσωπο. Κατά τα άλλα, ο συγγραφέας μένει μάλλον πιστός στα ιστορικά συμβάντα, με κάποιες αλλαγές που γίνονται χάριν του αναγνωστικού κοινού. Για παράδειγμα, στη δεξίωση της πρεσβείας, είναι γνωστό πως παρευρέθηκαν από τα κυβερνητικά στελέχη μόνο ο υφυπουργός Εξωτερικών Νίκος Μαυρίδης και ο υφυπουργός Τύπου Θεολόγος Νικολούδης. Ωστόσο, ο αφηγητής ονοματίζει μόνο τον διαβόητο Υπουργό Δημοσίας Ασφάλειας Μανιαδάκη
Σε αυτήν τη νουβέλα, ο αφηγητής είναι ένας μεγαλοδικηγόρος εκείνου του καιρού, εραστής των τεχνών και του ωραίου. Αν και λόγω εποχής, ξεφεύγει από το κλίμα αισθησιασμού των δυο άλλων ιστοριών του βιβλίου, καθώς αυτός αναζητά την ηδονή στις ελαφρές γυναίκες. Λάτρης της όπερας δίνει μια μοναδική περιγραφή της «Μαντάμ Μπατεφλάϋ» αλλά και γενικότερα, φιλότεχνος, παραθέτει μια λεπτομερή εικόνα της αρχιτεκτονικής του Θεάτρου, από την πρόσοψη μέχρι και το δεύτερο εξώστη. Εκτός, όμως, από εστέτ είναι και ένας διανοούμενος της εποχής, που παρατηρεί το φιλοθεάμον κοινό εκείνης της βραδιάς, ξεχωρίζοντας τους επιφανείς. Τους αναφέρει με τα επίθετά τους, σχολιάζοντάς τους άλλοτε εγκωμιαστικά κι άλλοτε απαξιωτικά. Λ.χ., τον Κωστή Μπαστιά, που ήταν τότε διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και γενικός διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου, τον μνημονεύει μόνο ως διευθυντή του Κέντρου Τεχνών. Μάλιστα, τον παρουσιάζει “ευτραφή, με σκούρα γυαλιά που τον έκαναν να μοιάζει με πράκτορα ή με τυφλό”. Κι όμως, τότε, ο Μπαστιάς εθεωρείτο μέγας γυναικοκατακτητής. Οι φωτογραφίες του με τα μαύρα γυαλιά είναι μετά το 1959. Εκ διαμέτρου αντίθετα είναι τα αισθήματα του αφηγητή για τον Άγγελο Τερζάκη. “Ευθυτενής, καλοχτενισμένος και καλοντυμένος, μ’ εκείνη την κάπως μονοκόμματη κοψιά του. Ένας σπουδαίος λογοτέχνης και διανοητής, γνώστης βαθύς του θεάτρου”. Ίσως κάποιοι να κρίνουν πως η αναφορά είναι γενναιόδωρη, πάντως, σίγουρα, είναι πλησιέστερη προς τον άνθρωπο από την εικόνα του συμπλεγματικού, που σκιαγραφούν νεότεροι συγγραφείς. Ίσως, εφέτος τον Αύγουστο, που κλείνουν τριάντα χρόνια από το θάνατό του, να μην υπάρξει άλλη μνημόνευση.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Μια συντετμημένη μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό σε άλλο έντυπο. Εκεί, λόγω στενότητας χώρου, παραλείπονταν ορισμένα, νομίζουμε, ενδιαφέροντα στοιχεία.
Μένης Κουμανταρέας
«Το show είναι των Ελλήνων»
Εκδόσεις Κέδρος
Οκτώβριος 2008
“Πάνω σ’ ένα τεράστιο τραπέζι είχαν τοποθετηθεί δώδεκα λάμπες θυέλλης που φώτιζαν το χώρο... Στη μια πλευρά κάθισε ο Τσώρτσιλ, ο Άντονι Ήντεν, ο σερ Χάρολντ Αλεξάντερ, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο συνταγματάρχης Ποπώφ και ο Αμερικανός πρέσβης Λίνκολν Μα Βω. Απέναντί τους κάθισαν τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης με τον Παπανδρέου επικεφαλής. Οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ δεν είχαν έρθει. Τράβηξα μια φωτογραφία με το φλας κι έδωσα τις δυο λάμπες που απέμεναν στον Βρετανό στρατιωτικό φρουρό. Συνέχισα, όμως, να φωτογραφίζω χρησιμοποιώντας το δραματικό φωτισμό του δωματίου. Φωτογράφιζα από την ελληνική πλευρά του τραπεζιού σημαδεύοντας με το φακό τον Τσώρτσιλ. Μετά από μερικές λήψεις βρυχήθηκε: Φωτογράφισε τους Έλληνες. Είναι δικό τους το σόου.”
Έτσι περιγράφει τη σκηνή ο Ντμίτρι Κέσσελ, πενήντα χρόνια αργότερα, όταν έστειλε στην Αθήνα τις φωτογραφίες. Ίσως και να έβαζε τάξη στο αρχείο του, καθώς είχε συμπληρώσει τα ενενήντα δυο. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1995. Στο λεύκωμά του, «Ελλάδα του ’44», δημοσιεύεται μόνο μια φωτογραφία, κι αυτή του Τσώρτσιλ και των καθισμένων από την πλευρά του. Τελικά, εκείνο το σόου δεν ήταν των Ελλήνων. Ούτε το φωτογραφικό ούτε των Δεκεμβριανών. Αμφότερα ήταν σκηνοθετημένα από τους Άγγλους. Όπως και να έχει, η φράση του Τσώρτσιλ έδωσε έναν πρωτότυπο τίτλο στη νουβέλα, που έστησε ο Μένης Κουμανταρέας, με θέμα τις δυο συσκέψεις, στις 26 και 27 Δεκεμβρίου 1944. Η νουβέλα, όπως και η αφήγηση του Κέσσελ, τοποθετείται πενήντα χρόνια αργότερα, όταν για τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών ξεκινά μια δεύτερη ζωή με την ψηφιοποίησή τους. Ωστόσο, ο χώρος παραμένει ο ίδιος, τα υπόγεια του Υπουργείου, όπου βρισκόταν η αίθουσα συσκέψεων τον Δεκέμβρη του ’44 και σήμερα φυλάσσονται τα αρχεία. Σε αντιστοιχία με τις δυο διαδοχικές συσκέψεις, η νουβέλα εκτυλίσσεται σαν θεατρική παράσταση με δύο πράξεις. Μόνο που, επί σκηνής, δεν εμφανίζονται οι πρωταγωνιστές εκείνων των συνομιλιών, αλλά ένα παράταιρο ζευγάρι. Είναι ο πρακτικογράφος του 1944, συνταξιούχος πλέον, και ένας νέος υπάλληλος του Υπουργείου, στην αρμοδιότητα του οποίου έχουν περάσει τα αρχεία. Ο πρεσβύτερος περιγράφει τα ιστορικά πρόσωπα, το παρουσιαστικό και τις κινήσεις τους, μεταφέροντας τα λεχθέντα, με μικρές παρεκκλίσεις από την επίσημη εκδοχή. Από μια άποψη, η αφήγησή του υπερβαίνει σε ακριβολογία τις δυνατότητες μιας ανιστόρησης ακόμη και του καλύτερου διπλωματικού υπαλλήλου. Από την άλλη, με αυτόν τον τρόπο, ανασυσταίνεται το “θέατρο” των συνομιλιών και αποτυπώνεται στους εκατέρωθεν διαπραγματευτικούς ελιγμούς, το ανάστημα των ανθρώπων, που βρέθηκαν τότε αντιμέτωποι. Σε αυτό βοηθάει ο παρεμβαλλόμενος διάλογος των δυο υπαλλήλων. Ο νεότερος εκφράζει τις απορίες του για όσα πρωτάκουστα μαθαίνει, οπότε ο γεροντότερος προσθέτει επεξηγηματικά τις κατοπινές τύχες των προσώπων και της χώρας. Με την ευκαιρία, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του, αντικατοπτρίζοντας τις τρέχουσες, σήμερα, αντιλήψεις για εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Όσο για την ιδέα, που είχε ο συγγραφέας, ανάμεσα στον απόμαχο και τον νέο με το σκουλαρίκι να αναπτύσσεται μια ερωτική συμπάθεια, αυτή φαίνεται να χαλαρώνει την ατμόσφαιρα και να προσδίδει ένα συνωμοτικό πνεύμα, που, για άλλους λόγους και με τον ίδιο υποβλητικό φωτισμό, θα πρέπει να επικρατούσε στις συσκέψεις του ’44.
Εκτός από τον τίτλο της συγκεκριμένης νουβέλας, η φράση του Τσώρτσιλ επιλέχτηκε και ως τίτλος ολόκληρου του βιβλίου. Πιθανώς, χάρις στη λανθάνουσα ειρωνεία της, που ταιριάζει και στις δυο άλλες νουβέλες του βιβλίου. Σε αυτές πρωταγωνιστούν Αθηναίοι αστοί του Μεσοπολέμου, που επιδεικνύουν συμπεριφορά επαρχιώτη, έτσι όπως αντιγράφουν φερσίματα και τρόπους ένδυσης και διασκέδασης από τους Ευρωπαίους. Το μόνο που παραλλάσσει είναι το πρότυπο μίμησης, σε συμφωνία με τον εκάστοτε πνέοντα άνεμο στο πολιτικό προσκήνιο. Και πάλι, σε καμία από τις δυο, το σόου δεν είναι των Ελλήνων, ανεξάρτητα αν αυτοί ανέκαθεν αρέσκονταν στα σόου, όπως δείχνουν και οι ιστορίες.
Σε μια σκηνή της πρώτης νουβέλας, ο αφηγητής, αναφερόμενος στους συγγραφείς του Μεσοπολέμου, αποφαίνεται “Εκτός εξαιρέσεων, δεν είναι τόσο φιλόμουσο γένος οι λογοτέχνες.” Διαπίστωση που μπορεί να ισχύει τις τελευταίες δεκαετίες, δεν πιστεύουμε, όμως, πως ευσταθεί για τη δεκαετία του ’30. Όπως και να έχει, όσο αφορά τη μεταπολεμική πεζογραφία, στις λιγοστές εξαιρέσεις ανήκει και ο Κουμανταρέας. Το τεκμηριώνουν σκόρπιες σελίδες σε ολόκληρο το έργο του, το προ δεκαπενταετίας μυθιστόρημά του, «Η συνωμοσία της άρπας», και οι δυο πρόσφατες νουβέλες, που στήνονται με έναυσμα κάποιες μουσικές βραδιές. Αναφερόμενος σε αυτές ο αφηγητής, κατορθώνει να αποδώσει την καλλιτεχνική πανδαισία, δείχνοντας όχι μόνο μουσική καλλιέργεια αλλά και αισθαντικότητα, που συχνά λείπει από επαγγελματίες κριτικούς, όπως, λ.χ., η παρευρισκόμενη στην πρώτη βραδιά, Αύρα Θεοδωροπούλου, που η φεμινιστική μαχητικότητά της μάλλον ροκάνισε μέρος της ευαισθησίας της.
Η πρώτη μουσική βραδιά, που, στην πραγματικότητα, ήταν μια απογευματινή δεξίωση, δόθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1932, ημέρα Πέμπτη, στο αλλοτινό μέγαρο Νεγρεπόντη, γωνία Αμαλίας και Όθωνος, προς τιμή του Καβάφη, που τύχαινε να βρίσκεται στην Αθήνα. Ήταν η τέταρτη επίσκεψη του αλεξανδρινού ποιητή στην Ελλάδα, αυτή τη φορά επιβεβλημένη για λόγους υγείας. Είχε έλθει στις 3 Ιουλίου για εγχείρηση λάρυγγος και ανεχώρησε στις 27 Οκτωβρίου. Λίγες ημέρες νωρίτερα δόθηκαν δυο απογευματινές δεξιώσεις στου Άλκη Θρύλου και στου Πετροκόκκινου, ενώ, ενδιαμέσως, έγινε η επίσημη υποδοχή του στα γραφεία της Ένωσης Λογοτεχνών, με την εγγραφή του στα μέλη της. Στη δεξίωση του Άλκη Θρύλου, κατά κόσμον Ελένη Νεγρεπόντη-Ουράνη, έπαιξε και τραγούδησε στο πιάνο ποιήματα του Καβάφη, ο συνομήλικος της Ουράνη, Δημήτρης Μητρόπουλος. Ήταν τα δεκατέσσερα ποιήματα του Αλεξανδρινού, που είχε μελοποιήσει μετά τον Παλαμά και τον Σικελιανό, δέκα από τα οποία είχε, προ πενταετίας, τυπώσει σε ένα τευχίδιο, αφιερωμένο στην Ουράνη. Ανάγκα και θεοί πείθονται, μια και ο πατήρ Νεγρεπόντης ήταν, από το 1924 που ο Μητρόπουλος επέστρεψε στην Αθήνα, ο μαικήνας του, προσφέροντάς του και στέγη στο μέγαρο.
Αυτήν την εσπερίδα ανασυνθέτει ο Κουμανταρέας, αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία του να αυτοσχεδιάσει, χωρίς το φόρτο των πραγματολογικών στοιχείων, που λειτουργούν περιοριστικά στις δυο άλλες νουβέλες. Για τη συγκεκριμένη δεξίωση, υπάρχουν μόνο οι αναφορές στον Τύπο: μια είδηση στο «Ελεύθερον Βήμα» της επομένης και η καταγραφή της στο «Δεκαπενθήμερον» της «Νέας Εστίας». Και πάλι, μια σύντομη αναφορά, στηριγμένη σε σημείωμα που θα πρέπει να προμήθευσε ο Μητρόπουλος, με το λογίδριό του πριν την εκτέλεση των μελοποιημένων ποιημάτων. Το δημοσίευμα είναι ανώνυμο, με την υπογραφή Α., ωστόσο η πρώτη παράγραφος προδίδει την ταυτότητα του συντάκτη: «Μιά μεγάλη, μιά ωραία έκπληξη –και απόλαυση– περίμενε τους ευτυχισμένους που είχαν προσκληθεί από τον κύριο και την κυρία Ελένη Ουράνη...» Μόνο η κυρία Ουράνη θα είχε την ευχέρεια να διαγράψει το όνομα του κυρίου, αδιαφορώντας για την ανέκαθεν ισχύουσα κοινωνική τάξη.
Ο αφηγητής υιοθετεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, όπως συνηθιζόταν σε παλαιότερες διηγήσεις, και παρουσιάζεται ως συγκαιρινός μας. Αποκαλεί τους προσκεκλημένους με το μικρό τους όνομα, αναφέροντας κάποιο χαρακτηριστικό έργο τους, ώστε να αποβαίνουν αναγνωρίσιμοι, τουλάχιστον από μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Δεν παραλείπει, επίσης, να σχολιάσει, ποιοι γράφτηκαν στις δέλτους της Ιστορίας με χοντρά γράμματα και ποιοι με ψιλά. Κατά τα άλλα, αναφέρει περισσότερους ποιητές παρά πεζογράφους, παραλείποντας τον Ξενόπουλο, τον μόνο από τους παρευρισκόμενους που μνημονεύει τη δεξίωση στα μεταθανάτια κείμενά του για τον Καβάφη. Όμως, τελικά, η δεξίωση δεν είναι παρά ένα προσφυές σκηνικό για τη συνάντηση ποιητή και μουσικού. Προεκτείνοντας ο αφηγητής την αρμονική σύζευξη των στίχων με τους ήχους, στήνει τον αναμεταξύ τους διάλογο, περιγράφει την απροκάλυπτη συμπάθεια του ποιητή για τον νέο άντρα και τη δική του θαυμαστική ανταπόκριση, φθάνοντας μέχρι τις κρύφιες επιθυμίες τους. Παρόλο που ο τίτλος της νουβέλας είναι «Μια μέρα απ’ τη ζωή τους», τελικά, σύμφωνα και με τον τίτλο του προ δεκαετίας βιβλίου του Κουμανταρέα, «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα», ο αφηγητής παρακολουθεί τους δυο άνδρες και μετά την έξοδό τους από το μέγαρο στη νυχτερινή Αθήνα. Ασκητική φαντασιώνει τη νύχτα του νεότερου, ενώ ακολουθεί, ως συγγενής ψυχή, τον ποιητή μέχρι το κρεβάτι του.
Μένει η μεσαία νουβέλα, που ξεκινά τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου. Συγκεκριμένα, την Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 1940, που δίνεται στο Βασιλικό Θέατρο η πρεμιέρα της «Μαντάμ Μπατερφλάϋ», παρουσία του γιού του Τζιάκομο Πουτσίνι, Αντόνιο και της συζύγου του. Η αφήγηση προχωρά στη δεξίωση της ιταλικής πρεσβείας την επομένη και στο ιταλικό τελεσίγραφο, που επιδόθηκε στον Μεταξά τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αναδεικνύοντας τον ιταλό πρέσβη, έναν δευτεραγωνιστή εκείνων των γεγονότων, σε κύριο πρόσωπο. Κατά τα άλλα, ο συγγραφέας μένει μάλλον πιστός στα ιστορικά συμβάντα, με κάποιες αλλαγές που γίνονται χάριν του αναγνωστικού κοινού. Για παράδειγμα, στη δεξίωση της πρεσβείας, είναι γνωστό πως παρευρέθηκαν από τα κυβερνητικά στελέχη μόνο ο υφυπουργός Εξωτερικών Νίκος Μαυρίδης και ο υφυπουργός Τύπου Θεολόγος Νικολούδης. Ωστόσο, ο αφηγητής ονοματίζει μόνο τον διαβόητο Υπουργό Δημοσίας Ασφάλειας Μανιαδάκη
Σε αυτήν τη νουβέλα, ο αφηγητής είναι ένας μεγαλοδικηγόρος εκείνου του καιρού, εραστής των τεχνών και του ωραίου. Αν και λόγω εποχής, ξεφεύγει από το κλίμα αισθησιασμού των δυο άλλων ιστοριών του βιβλίου, καθώς αυτός αναζητά την ηδονή στις ελαφρές γυναίκες. Λάτρης της όπερας δίνει μια μοναδική περιγραφή της «Μαντάμ Μπατεφλάϋ» αλλά και γενικότερα, φιλότεχνος, παραθέτει μια λεπτομερή εικόνα της αρχιτεκτονικής του Θεάτρου, από την πρόσοψη μέχρι και το δεύτερο εξώστη. Εκτός, όμως, από εστέτ είναι και ένας διανοούμενος της εποχής, που παρατηρεί το φιλοθεάμον κοινό εκείνης της βραδιάς, ξεχωρίζοντας τους επιφανείς. Τους αναφέρει με τα επίθετά τους, σχολιάζοντάς τους άλλοτε εγκωμιαστικά κι άλλοτε απαξιωτικά. Λ.χ., τον Κωστή Μπαστιά, που ήταν τότε διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και γενικός διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου, τον μνημονεύει μόνο ως διευθυντή του Κέντρου Τεχνών. Μάλιστα, τον παρουσιάζει “ευτραφή, με σκούρα γυαλιά που τον έκαναν να μοιάζει με πράκτορα ή με τυφλό”. Κι όμως, τότε, ο Μπαστιάς εθεωρείτο μέγας γυναικοκατακτητής. Οι φωτογραφίες του με τα μαύρα γυαλιά είναι μετά το 1959. Εκ διαμέτρου αντίθετα είναι τα αισθήματα του αφηγητή για τον Άγγελο Τερζάκη. “Ευθυτενής, καλοχτενισμένος και καλοντυμένος, μ’ εκείνη την κάπως μονοκόμματη κοψιά του. Ένας σπουδαίος λογοτέχνης και διανοητής, γνώστης βαθύς του θεάτρου”. Ίσως κάποιοι να κρίνουν πως η αναφορά είναι γενναιόδωρη, πάντως, σίγουρα, είναι πλησιέστερη προς τον άνθρωπο από την εικόνα του συμπλεγματικού, που σκιαγραφούν νεότεροι συγγραφείς. Ίσως, εφέτος τον Αύγουστο, που κλείνουν τριάντα χρόνια από το θάνατό του, να μην υπάρξει άλλη μνημόνευση.
Μ. Θεοδοσοπούλου