Κατερίνα Σχινά
«Καλή και ανάποδη.
Ο πολιτισμός του πλεκτού»
Εκδ. Κίχλη
Χάρης Βλαβιανός
«Το αίμα νερό.
Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε
πράξεις»
Εκδ. Πατάκη
Eνα ζεύγος συγγραφέων αυτοβιογραφείται. Ακριβέστερα, πρώην ζεύγος, με συμβίωση που, αν δεν σφάλλουμε, κράτησε γύρω στα είκοσι χρόνια. Και πάλι, όμως, δεν ακριβολογούμε, αφού ο καθένας αυτοβιογραφείται - στο βαθμό που πρόκειται για αυτοβιογράφηση - κατά μόνας. Συνέβη, όμως, τα οιονεί αυτοβιογραφικά τους πονήματα να έρθουν ταυτόχρονα στο φως της δημοσιότητας. Μάρτιος 2014. Και μάλιστα, στην κυριολεξία ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα, την 21η Μαρτίου, ημέρα της ποίησης. Σύμπτωση; Μάλλον απίθανο, καθώς, τα τελευταία χρόνια, η ημερομηνία έκδοσης του βιβλίου ενός γνωστού συγγραφέα έχει αναβαθμιστεί σε πολιτιστικό γεγονός, που διαφημίζεται καιρό νωρίτερα. Όπως και να έχει, τυχαίος ή σχεδιασμένος ο συγχρονισμός, δεν αποκλείεται να ξεκινάει από μία προηγούμενη, γενεσιουργό σύμπτωση. Από όσο μπορεί κανείς να εικάσει, η κυοφορία των δυο βιβλίων, ή τουλάχιστον η κυρίως φάση της, όταν το νεφέλωμα ιδέας και υλικού αρχίζει να μορφοποιείται σε εμβρυακή εκδοχή, θα πρέπει να ξεκίνησε περίπου την ίδια εποχή. Οπότε, με βάση το μέσο όρο διάρκειας της κυοφορίας ενός βιβλίου –εννοούμε ενός σοβαρού βιβλίου, υψηλών απαιτήσεων όπως τα εν λόγω– που είναι δυο με τρία χρόνια, προκύπτει μία τρίτη σύμπτωση. Οι δυο συγγραφείς πολύ πιθανόν να επιδόθηκαν στο συστηματικότερο γράψιμο των προσωπικών τους βιβλίων, ταυτόχρονα με τη διάλυση του κοινού τους νοικοκυριού.
Με αυτές, όμως, τις παρατηρήσεις παραπλανούμε τον αναγνώστη, που με τον όρο “πρώην” θα σχηματίσει την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο οργισμένους που λύνουν δημοσίως και άρα, κατά τρόπο μελοδραματικό, τις διαφορές τους. Καλή ώρα, όπως οι σταρ. Από μία άποψη, με τα γηγενή μέτρα και σταθμά, ένα είδος σταρ στο χώρο του βιβλίου είναι οι δυο συγγραφείς. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, μελλοντικά να γίνουν και ευρύτερα γνωστοί. Τουλάχιστον Εκείνος, που προβάλλεται από τώρα ως υποψήφιος για διεθνείς διακρίσεις. Ο χρόνος, έτσι κι αλλιώς, είναι με το μέρος και των δυο. Μπορεί ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα να θεωρούσε την αυτοβιογράφηση γεροντική ενασχόληση έως και υποχρέωση, το συγκεκριμένο ζεύγος, όμως, αποφάσισε να αρχίσει την αυτοβιογραφική απέκδυση σε ώριμη φάση. Πάντως, στα βιβλία τους δεν υπάρχουν αναφορές προς αλλήλους, ούτε μνείες σε συμβάντα του κοινού τους βίου. Αμφότεροι, την ερωτική και έγγαμη ζωή τους, την κοινή ή με άλλους συντρόφους, την κρατούν απόρρητη, ακόμη και στις συνεντεύξεις τους. Δείχνουν μόνο την τραυματική περιοχή, κάτι σαν το παιδί που δείχνει το χτυπημένο του γόνατο. Αυτή η μερική έκθεση της ιδιωτικής περιοχής γίνεται σε διαφορετική έκταση και ένταση, στα δυο βιβλία, μάλιστα σε Εκείνης, σχεδόν λανθάνει.
Ένας φροϋδιστής, ωστόσο, ακόμη και έτσι, θα εύρισκε “ψαχνό” σε αυτήν την συγχρονική έκθεση παιδικών τραυμάτων ή, έστω, εμπειριών. Οι σχέσεις με τα γονικά πρότυπα και τα, κατά καιρούς, υποκατάστατά τους επανέρχονται και στα δυο βιβλία. Με όσα ανακαλούν, με τον τρόπο που τα ανακαλούν, αλλά και με όσα δεν μνημονεύουν, ως ασήμαντα ή και απόκρυφα, αποκαλύπτονται δυο χαρακτήρες. Δεν παριστάνουμε τους ψυχολόγους, καθώς δεν έχουμε ούτε καν μια εκ του σύνεγγυς εικόνα των δυο συγγραφέων. Ωστόσο, τα γραπτά είναι ένας καθρέφτης. Άλλωστε, ορισμένες συμπτώσεις και διαφορές δεν στερούνται ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, αμφότεροι επιλέγουν τίτλους, που ανακαλούν λαϊκές ρήσεις, παραμένοντας ανοικτοί και σε άλλες ερμηνείες. Εκείνου θυμίζει “το αίμα νερό δε γίνεται”, παραπέμπει, όμως, και στο “αίμα νερό” που ανέβλυσε από την “ζωοποιό” πλευρά του Ιησού μετά τον σταυρικό του θάνατο. Εκείνης, ανακαλεί το “από την καλή και από την ανάποδη”. Αλλά «Η καλή και η ανάποδη» είναι και ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του Αλμπέρ Καμύ, για το οποίο ισχυριζόταν ότι περιείχε τους πυρήνες όλων των κατοπινών του έργων. Έρχεται, όμως, ο υπότιτλος και περιορίζει τον τίτλο στο “μία καλή μία ανάποδη” ενός πλεκτού.
Αμφότεροι οι υπότιτλοι δείχνουν να έχουν και τον χαρακτήρα προκαλύμματος. Εκείνος τιτλοφορεί αυτό το πρώτο πεζό του “μυθιστόρημα” αλλά ταυτόχρονα, κάνει λόγο για “πράξεις” και όχι για κεφάλαια. Αν προσώρας παραμερίσουμε τις πιθανές διακειμενικές συνομιλίες του ποιητή, δείχνει να το παρουσιάζει σαν μυθιστόρημα αλλά και σαν θεατρικό, τοποθετώντας το δίπλα σε ποιήματά του, εκπορευόμενα από το ίδιο βιωματικό υλικό. Κάτι σαν λογοτεχνικές μεταμφιέσεις μιας πραγματικότητας πολύ κοντινής για να καθρεφτιστεί ακάλυπτη. Εκείνη, που δεν έρχεται από την ποίηση, βρίσκει προκάλυμμα στον οικείο της χώρο του δοκιμίου. Επιβλητικός, ίσως και κάπως μεγαλεπήβολος, ο υπότιτλος, “ο πολιτισμός του πλεκτού”, έρχεται σε αντίθεση με τους χαμηλούς τόνους της αφήγησης, στην οποία θα ταίριαζε και ένας πιο μετριοπαθής τίτλος, όπως, λ,χ., η παράδοση του πλεκτού. Υπάρχει, ωστόσο, και στο δικό της βιβλίο ένα «Παράρτημα ποιητικόν», όπου σταχυολογούνται πέντε ποιήματα ισάριθμων ποιητών γύρω από το πλεκτό. Ο ποιητής, του οποίου το ποίημα προτάσσεται, ήταν λεμβούχος στον Τάμεσι. Ποιητής του 17ου αιώνα, αναφέρεται ως ποιητής του νερού. Κατά τα άλλα, μεταφράστρια κυρίως μυθιστορημάτων, αυτές τις μεταφραστικές απόπειρες ποίησης, τις κρύβει πίσω από το ψευδώνυμο Ειρήνη Φωκιανού. Έτσι, μένουν συνδετικοί κρίκοι των δυο βιβλίων, το νερό και μία Ειρήνη, που εμφανίζεται στις αφιερώσεις αμφοτέρων.
Εκείνης
Και στα δυο βιβλία, υπάρχει η μητέρα. Στο βιβλίο Εκείνης, λόγω και του θέματος, αυτό δεν εκπλήσσει. Άλλωστε, ούτε πατέρας ούτε παππούδες αναφέρονται. Μόνο μία τριών γενεών μητριαρχία ξεδιπλώνεται, όπου οι άντρες στη ζωή της αφηγήτριας - ο αδελφός και οι καλοί της για τους οποίους πλέκει πουλόβερ - έχουν φευγαλέα μόνο παρουσία. Ωστόσο, στην πρώτη κιόλας παράγραφο συνοψίζεται η σχέση με τη μητέρα ως ελλείπουσα, αφού “ποτέ δεν κατορθώθηκε”. Η αφηγήτρια συνεχίζει: “Κατάφερα να της μοιάσω όσο η ίδια δεν είχε ποτέ ελπίσει.” Απόφανση, που θα την προέβλεπε ο θείος Φρόυντ. Το κυρίως σώμα, πάντως, είναι ένα εκλαϊκευτικού τύπου αφηγηματικό δοκίμιο, από αυτά που ανθούν σήμερα στον υπόλοιπό, εκτός Ελλάδος, Δυτικό κόσμο. Τα κεφάλαια εκκινούν από πυρήνες προσωπικής υφής για να απλωθούν αφηγηματικά με απόψεις άλλων και πολυσυλλεκτικές ιστορίες, ενώ αναφέρονται βιβλία επί του θέματος, συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες.
Για παράδειγμα, οι εντυπώσεις της αφηγήτριας από έναν περίπατο στο Βραζιλιάνικο δάσος, αντί να οδηγούν συνειρμικά στον σύντροφο αυτού του περιπάτου, που ήταν το πιθανότερο Εκείνος, καταλήγουν σε μια περιγραφή των προσπαθειών να δοθούν οπτικές απεικονίσεις της θεωρίας του χάους με πλεκτά. Οι μαθηματικοί έφτιαχναν οπτικοποιήσεις με κομμάτια χαρτιού, που συγκολλούσαν καταλλήλως. Αυτά τα φθαρτά χάρτινα μοντέλα αντέγραψαν γυναίκες μαθηματικοί με επιδόσεις στην πλεκτική. Εκείνη, ως δόκιμη μεταφράστρια, καταβάλλει συνεπή προσπάθεια να κολυμπήσει στους τοπολογικούς χώρους και τη γενική θεωρία της σχετικότητας. Μένει, όμως, ζητούμενο αν η αντίστοιχη ορολογία –“αρνητικές” και “θετικές κυρτότητες”, “υπερβολοειδή” και “παραβολικά παραβολοειδή”– λέει κάτι στον αμύητο. Πόσω μάλλον, όταν οι όροι, που έχουν υιοθετηθεί στα ελληνικά, είναι, ως επί το πλείστον, αδόκιμοι, με αποτέλεσμα να μην παράγουν νόημα ούτε για τον ειδικό. Δίκην παραδείγματος, τα “manifolds”, τοπολογικοί χώροι, που προκύπτουν ως λύσεις συστημάτων μη γραμμικών διαφορικών εξισώσεων, έχουν αποδοθεί ως πολλαπλότητες, λέξη που δηλώνει μόνο την ιδιότητα του πολλαπλού. Αντιθέτως, ο όρος “πολύπτυχο μόρφωμα”, όλο και κάτι πιο σαφές θα υποδήλωνε.
“Η αυτοβιογραφία μιας πλέκτριας”, όπως χαρακτηρίζει το βιβλίο της, αποβαίνει ένθερμος λόγος υπεράσπισης της πλεκτικής. Τονίζοντας κατ’ επανάληψη τις συμβολικές διαστάσεις της, αποδίδει στην εν λόγω ενασχόληση πολύ μεγαλύτερη σημασία από εκείνη της απλής χειρωνακτικής εργασίας. Ως προς το δοκιμιακό εύρος, σίγουρα, δεν υστερεί σε ποσότητα δεδομένων, μόνο σε ορισμένα κεφάλαια, όπως ήδη το υπαινιχθήκαμε, πιθανώς αυτά να χρειάζονταν μεγαλύτερη εκλαΐκευση. Στην ανάγκη, ακόμη και παράλειψη κάποιων στοιχείων, καθώς, με την πανσπερμία τους, εντυπωσιάζουν μεν αλλά μπορεί κάπου και να δυσχεραίνουν τον ειρμό της ανάγνωσης. Πάντως, κατά τη γνώμη μας, ως δοκίμιο πλεκτικής, κερδίζει με τα κεφάλαια ανάλαφρου τόνου, όπως, λ.χ., εκείνο για “τη φανέλα του στρατιώτη”. Αυτά για την “συναρμολόγηση”, σύμφωνα και με τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου. Σε αυτό, Εκείνη ξεκινάει, αποκαλώντας υποτιμητικά το πόνημά της, που το “κοιλοπονούσε χρόνια ολόκληρα”, “αυτό το βιβλιαράκι”, παραδεχόμενη ταυτόχρονα, ότι είναι η δική της αυτοβιογραφία. Πράγματι, εγκιβωτισμένο στο δοκίμιο περί πλεκτικής υπάρχει ένα “βιβλιαράκι” με επτά ιστορίες μιας γυναίκας. Θα τις χαρακτηρίζαμε λυπημένες ιστορίες. Είναι ο τρόπος, ο πάντα πλάγιος μέσω ενός πλεκτού, που γίνεται λόγος για ματαιωμένες σχέσεις και ανιστορούνται κάποιες αναμνήσεις. Το βιβλίο συστήνει την πρωτοεμφανιζόμενη δοκιμιογράφο, το “βιβλιαράκι” την δυνάμει πεζογράφο. Στις στροφές της ζωής, γίνονται οι επιλογές. Συνήθως λανθασμένες. Έτσι κι αλλιώς, όλα είναι σχετικά ή και θέμα οπτικής.
Εκείνου
Στο βιβλίο Εκείνου, ο πρωταγωνιστικός, ή έστω συμπρωταγωνιστικός, ρόλος της μητέρας εκπλήσσει. Σε αυτό συμβάλλει η φωτογραφία εξωφύλλου, αλλά και οι συνεντεύξεις του, που επικεντρώνονται στην προσωπικότητα του πατέρα. Ο συγγραφέας, συνάμα κεντρικός ήρωας, στήνει συνομιλία με τον εαυτό του, ενώπιος ενωπίω. Υπερεγώ και Εγώ, θα έλεγε ο θείος Φρόυντ, για να φανεί η μοναξιά και η στέρηση τρυφερότητας, αλλά χωρίς δραματική φόρτιση. Λόγος ελλειπτικός, δίκην ημερολογιακών καταγραφών. Θα μπορούσε να επιγράφεται Ημερολόγιο 1960 – 2010 (Εκείνος από τριών μέχρι 53). Ή μήπως να ληφθούν υπόψιν οι ακραίοι αναφερόμενοι στο κείμενο χρόνοι, κατά το πρότυπο του μυθιστορήματος του Θανάση Βαλτινού, «Ημερολόγιο 1836-2011». Πάντως, τα κεφάλαια-“πράξεις”, μισής σελίδας ή μονοσέλιδα, κατ’ εξαίρεση δυο σελίδων, είναι μόνο 45. Ωστόσο, κρατιέται στην παράταξη η χρονολογική σειρά.
Στην πρώτη και την τελευταία “πράξη”, Εκείνος είναι μόνος. Η πρώτη κλείνει με την εμφάνιση της μητέρας. Μια πολύ όμορφη γυναίκα, που πρωταγωνιστεί στις επόμενες έντεκα “πράξεις”, όπου ξεδιπλώνεται η ταραχώδης συμβίωση μαζί της από το χωρισμό της με τον πατέρα του, το 1961, μέχρι τα δώδεκα, που ο πατέρας τον βάζει εσωτερικό σε σχολείο. Σε αυτά τα κεφάλαια, επί σκηνής, παρουσιάζεται ολόκληρος ο θίασος ερωτικών συντρόφων και συνολικά, τεσσάρων συζύγων. Ενώ, σε τέσσερις ακόμη “πράξεις”, αναδεικνύεται ο άστατος και σπάταλος χαρακτήρας αυτής της εσαεί ακαταστάλακτης γυναίκας. Κομπάρσοι τα δυο παιδιά της από διαφορετικούς γάμους, ο πατέρας και η μητέρα της. Οι ανιόντες και των δυο πλευρών, μαζί με ερωμένες και εραστές, ωραίες γυναίκες και άντρες με πολλά πάθη, πρωταγωνιστούν σε αυτοτελείς ιστορίες.
Βασικός ήρωας σε όσες “πράξεις” εναπομένουν είναι ο πατέρας, κάνοντας γρήγορα περάσματα ή πρωταγωνιστώντας δια της απουσίας του. Στα λίγα κεφάλαια, που παραμένει επί σκηνής, παρουσιάζεται ως αμίλητος σκακιστής, ή ως σιωπηλός συνδαιτυμόνας. Αποκαλύπτεται, ωστόσο, ο χαρακτήρας του, δυναμικός και επιτυχημένος. Σχετικά με το γιο του, πίστευε ότι έπραττε τα πρέποντα. Όπως πιστεύει και ο κεντρικός ήρωας, ο γιος του, για τα παιδιά, που, με τη σειρά του, απόκτησε από δυο γάμους. Επιλογικά και εν συντομία, αλλά με όλες τις κλινικής υφής λεπτομέρειες, περιγράφονται οι θάνατοι μητέρας-πατέρα. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας, το Εγώ δείχνει τα απωθημένα εναντίον του πατρός, ενώ το Υπερεγώ δεν επιτρέπει ούτε φαίνεται να επιθυμεί την πατροκτονία. Το γονικό μυθιστόρημα καταλήγει με τους στίχους του Φίλιπ Λάρκιν: “They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do.” Ο αφηγητής δεν συνεχίζει με τους άλλους δυο του τετράστιχου: “They fill you with the faults they had / And add some extra, just for you.” Ούτε παραθέτει τους καταληκτικούς: “Get out as early as you can, / And don’t have any kids yourself.” Πάντως, Εκείνος ακολούθησε τον πρώτο, ενώ αψήφησε τον δεύτερο.
Το βιβλίο συστήνει τον υποσχόμενο πρωτοεμφανιζόμενο πεζογράφο, πέρα από τη βαριά σκιά του ποιητή. Τώρα, το πρόβλημα που τίθεται, είναι ο ειδολογικός χαρακτηρισμός των δυο βιβλίων, ώστε την ώρα των βραβεύσεων να μην συμπέσουν στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Μαρτυρίας-Βιογραφίας-Χρονικού και διαταραχθεί η σχέση των συγγραφέων τους, πάντοτε ασταθής όταν πρόκειται για “πρώην”.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/5/2014.