Τάκης Θεοδωρόπουλος
«ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ένα ελληνικό χρονικό»
Εκδόσεις Πόλις
Οκτώβριος 2012
Το τελευταίο τεύχος
υπό την διεύθυνση
του Μάνου Χατζιδάκι.
Μόλις τέσσερις μήνες μετά την παρουσίαση του μυθιστορήματος του Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Η επιδημία», έκδοση του 2011, επανερχόμαστε με αφορμή το καινούριο του βιβλίο. Τελικά, άδικοι οι φόβοι μας. Ως άψογος επαγγελματίας συγγραφέας, δεν αθέτησε ούτε εφέτος το οκτωβριανό ραντεβού του με τους αναγνώστες. Απλώς, το βιβλίο του διέλαθε από τους “100 νέους τίτλους του φθινοπώρου”, καθώς δεν υπάγεται στη συνήθη δυαδική ταξινόμηση μυθιστορήματα-δοκίμια. Παρά τα μυθιστορηματικά του στοιχεία και τη δοκιμιακή του χροιά, κατά την εκτίμησή μας, δεν εντάσσεται σε καμία από τις δυο κατηγορίες. Αλλά και σε πείσμα του υπότιτλου, ούτε στα χρονικά μπορεί να συμπεριληφθεί, αφού πόρρω απέχει μιας λεπτομερούς εξιστόρησης γεγονότων σε κάποια χρονολογική σειρά. Ήδη, από τις πρώτες σελίδες, καθίσταται εμφανές ότι της εύτακτης ανάπτυξης υπερισχύει η συνειρμική αναδρομή, ενώ η εξιστόρηση εστιάζεται στο επί μέρους, φωτίζοντας πλαγίως τη συνολική εικόνα. Και τα δυο αυτά συνιστούν χαρακτηριστικά μάλλον μυθιστορήματος παρά χρονικού. Πλην, όμως, όπως προσδιορίζει ο υπότιτλος, εδώ πρόκειται για “ένα ελληνικό χρονικό”, που, με τη σημερινή χρήση της λέξης ελληνικός από τους λοιπούς Ευρωπαίους, μπορεί να σημαίνει και τρελό, με την έννοια του παράλογου, που ενυπάρχει κάποτε στις μυθοπλασίες.
Στον πρόλογο, πάντως, ο συγγραφέας δηλώνει ότι πρόθεσή του ήταν “να γράψει το χρονικό της περιπέτειας του «Τέταρτου»”, την οποία τοποθετεί στο τελευταίο έτος της πρώτης διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και στο ξεκίνημα της δεύτερης. Κατά τα άλλα, λαμβάνει ως δεδομένο, ότι όσοι ανοίξουν το βιβλίο γνωρίζουν τι είναι αυτό το «Τέταρτο». Ο ίδιος το αναφέρει σαν ένα περιοδικό, που “δεν έγραψε Ιστορία”, ούτε “σημάδεψε τα πνευματικά πράγματα του τόπου”. Προχωράει, ωστόσο, και δικαιολογεί την πρόθεσή του. Όταν αναφέρεται στην “περιπέτεια του περιοδικού”, δεν εννοεί αυτό καθ’ αυτό το περιοδικό, ως ένα περιοδικό υψηλής στάθμης, αφού, όπως ισχυρίζεται, ούτε καν κοίταξε τα τεύχη, αλλά το πώς αυτό προέκυψε και μπήκε σε εκδοτική πορεία. Κι αυτό, γιατί τον ενδιαφέρουν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, με επίκεντρο τη σύγκριση τού τότε με το σήμερα. Τον ενδιαφέρουν, κυρίως, οι δυο βασικοί εμπλεκόμενοι στην “περιπέτεια του περιοδικού”. Ο διευθυντής του, Μάνος Χατζιδάκις και ο εκδότης του, Γιώργος Κοσκωτάς. Και πάλι, όμως, όχι σαν ατομικές περιπτώσεις, αλλά σαν εκπρόσωποι δυο εκ διαμέτρου αντίθετων αντιλήψεων. Κατά τον συγγραφέα, έκαστος αποτέλεσε κάτι σαν σήμα κατατεθέν μιας ορισμένης νοοτροπίας.
Ακριβώς μια γενιά
Ο Θεοδωρόπουλος χρησιμοποιεί τη λέξη νοοτροπία, η οποία εστιάζεται στον τρόπο του σκέπτεσθαι, αποφεύγοντας τη λέξη ηθική, που είναι συνυφασμένη με τους κανόνες συμπεριφοράς. Κι όμως, επιδιώκει να θέσει τον δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων, ζητώντας τα συμπτώματα της ελληνικής “μετάλλαξης”, που έλαβε χώρα στη διάρκεια μιας γενιάς. Αν εμείς, κάπως αυθαίρετα, μετρήσουμε τη γενιά από την 1η Ιανουαρίου 1981, την ημερομηνία επίσημης ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και την επεκτείνουμε στο κοντινό μέλλον, μέχρι την αρχή του 2014, οπόταν ορισμένοι προφήτες κακών τοποθετούν την κατάρρευση, θα έχουμε μια ακέραια γενιά, 33 ετών. Έτσι, πιθανώς και να αναδεικνύεται πληρέστερα το κοινωνικό φαινόμενο, που όλοι βιώνουμε και για το οποίο οι ειδικοί επιστρατεύουν αυτόν τον δάνειο από τη βιολογία όρο. Ωστόσο, όποιος κάνει λόγο για “μετάλλαξη”, δηλαδή τροποποίηση της κληρονομικής σύστασης ενός κυττάρου, που καταλήγει σε γενετική αλλαγή του οργανισμού, αποδέχεται πως το εν λόγω κοινωνικό φαινόμενο έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, ότι, κατά την εκκίνηση, υπερίσχυε, ως κληρονομική ιδιοσυστασία, η ατομική ηθική και αν πρόκειται για πνευματικούς δημιουργούς, η ευαισθησία, η οποία και κυρίως εκφραζόταν με την καλλιτεχνική δημιουργία. Και δεύτερον, ότι, στην τελική φάση, έχει παραμεριστεί η προσωπική ευθύνη και έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία των μέσων όρων ή και “μαζική δημοκρατία”. Πιο συγκεκριμένα, εστιάζοντας στο χώρο του πολιτισμού, αυτό σημαίνει ότι, για το τι συνιστά έργο τέχνης, μπορεί να αποφαίνεται ο καθένας. Γεννάται, ωστόσο, το ερώτημα κατά πόσο συμφωνεί ο συγγραφέας ότι αυτό το δεύτερο στοιχείο αποτελεί σημείο κατάπτωσης του σημερινού κοινωνικού σώματος. Από την επιφυλλιδογραφία του, όπως, λ.χ., σχετικά με τα χρυσαυγίτικα στο Χυτήριο, κάτι τέτοιο δεν είναι σαφές. Κάποτε, φαίνεται να παρασύρεται από τις απόψεις των πεπτωκότων διανοούμενων, όπως ο ίδιος ορίζει εύστοχα τους “κουλτουριάρηδες”. Στο βιβλίο, πάντως, ο αφηγητής υπεκφεύγει.
Ρηξικέλευθες ιδέες
Πέραν του προλόγου και των συγγραφικών προθέσεων, το βιβλίο θα ικανοποιήσει όσους γνωρίζουν μέσες άκρες “την περιπέτεια του «Τέταρτου»”, αλλά και όσους δεν το έχουν ούτε ακουστά. Τους πρώτους, αφού τους δίνει την ευκαιρία να ρίξουν μια ματιά στο παρασκήνιο, ανεξάρτητα αν, ξεκινώντας την ανάγνωση, πιθανώς να ήλπιζαν σε περισσότερα. Τους δεύτερους, γιατί θα πάρουν μια γεύση για το πώς λειτουργούσε ο εκδοτικός χώρος πριν κοντά τώρα τριάντα χρόνια. Άλλωστε, ακόμη και να θέλουν να εξακριβώσουν την αλήθεια ή το ανυπόστατο όσων εξιστορούνται, τα ίχνη του περιοδικού έχουν σχεδόν απαλειφθεί. Στις δυο πρόσφατες δεκαετίες, κατά το γύρισμα του αιώνα, υποτιμήθηκε το παρελθόν έναντι του παρόντος και κυρίως, του μέλλοντος. Ποιος θα ασχοληθεί με τον Τύπο από την Μεταπολίτευση και εδώθε. Όσο για το Διαδίκτυο, που αποτελεί την κυρίαρχη πλέον πηγή ενημέρωσης, στο ερώτημα, περιοδικό «Τέταρτο», δίνει πληροφορίες για το πατρινό free press «Τέταρτο».
Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου βρίσκεται μάλλον στο άτυπο απομνημόνευμα παρά στο τεκμηριωμένο δοκίμιο. Άλλωστε, τον χαρακτήρα του “memoir”, όπως το αποκάλεσε ευρωπαΐζων κριτικός, προδίδουν και τα αποκαλούμενα περικειμενικά στοιχεία, με πρώτο τη φωτογραφία εξωφύλλου. Πρόκειται για λεπτομέρεια φωτογραφίας δημοσιευμένης στο τεύχος του Ιουνίου 1985, το οποίο θα πρέπει να κυκλοφόρησε μετά τις εκλογές της 2ας Ιουνίου, που έφεραν ένα ΠΑΣΟΚ του 46%, μείον μόλις δυο μονάδες από την θριαμβική είσοδό του δυόμισι και κάτι χρόνια νωρίτερα. Αυτό προδίδει το “editorial” του Χατζιδάκι, με τίτλο, «Μια μωβ σκιά Μαΐου». Μπορεί το περιεχόμενο του να μην αναφέρεται στην πολιτική επικαιρότητα, ωστόσο καταλήγει με “την μωβ σκιά” της εκλογικής νίκης. Η μασκαρισμένη φωτογραφία συγκρατεί δυο μόνο πρόσωπα, τους πρωταγωνιστές του “memoir”. Τον συγγραφέα και τον Χατζιδάκι, σε μια κάπως παράξενη στάση. Μετωπικά, χαμογελαστούς, με σταυρωμένα στο στήθος τα χέρια, σαν έτοιμους για κάποια αναμέτρηση. Πρόκειται για την τυποποιημένη φωτογραφική πόζα ποδοσφαιρικής ομάδας πριν τον αγώνα.
Η φωτογραφία είναι από την εικονογράφηση του «Φανταστικού καφενείου» εκείνου του τεύχους, που ήταν αφιερωμένο στο ποδόσφαιρο. Η εν λόγω ρουμπρίκα ήταν μια από τις πρωτότυπες ή και ρηξικέλευθες ιδέες του Χατζιδάκι. Εκείνος όριζε το θέμα, επέλεγε τους συνομιλητές και συμμετείχε ως κορυφαίος, προσπαθώντας να στήσει “καφενειακή κουβέντα”. Ως σύλληψη στόχευε να είναι ο αντίλογος της νεόκοπης ακόμη τότε τηλεοπτικής “στρογγυλής τράπεζας”. Στην πράξη, όμως, η ιδέα θα πρέπει να αποδείχθηκε ουτοπική, αφού πραγματοποιήθηκαν μόλις πέντε παρόμοιες συζητήσεις. Αλλά και ολόκληρο το «Τέταρτο» του Χατζιδάκι, με μόλις έντεκα τεύχη, μήπως δεν αποδείχθηκε ουτοπικό. Το ρητορικό ερώτημα, που θέτει ο συγγραφέας στο επιλογικό κεφάλαιο, κατά πόσο “ήταν καλό περιοδικό”, δεν είναι το πιο πρόσφορο. Το περιοδικό έμεινε ως μύθος στο χώρο του πολιτισμού. Κάτι σαν τον συγγραφέα του ενός αλλά σημαδιακού βιβλίου. Ως ανάμνηση της εποχής πριν την “μετάλλαξη”, όταν η ποιότητα αποτελούσε ακόμη το κριτήριο επιλογών και πράξεων.
Με την οπτική του αφηγητή
Στα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα βιβλία, συνηθίζεται τελευταία ο συγγραφέας να εικονίζεται στο εξώφυλλο. Εδώ, ωστόσο. ο αφηγητής παρουσιάζεται ως ένα διαφορετικό πρόσωπο, με κάποιες γοητευτικά αντιφατικές ιδιότητες. Το διαφορετικό ισχύει και σε σχέση με τους αφηγητές των μυθοπλαστικών και λοιπών βιβλίων του Θεοδωρόπουλου. “Νομάς” αλλά και “εργασιομανής”, μπλαζέ και “παιδί του Διαφωτισμού”, αρχαιολάτρης δια της γαλλικής καλλιέργειας παρακαμπτηρίου, αν και κάποτε χωρίς την αίσθηση του μέτρου, παρορμητικός χαρακτήρας ως Βαλκάνιος και συνάμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, απρόσμενα φλεγματικός. Ενδιαφέρει ιδιαίτερα ως πρόσωπο, όπως άλλωστε όλοι οι αφηγητές, αφού τους άλλους εμπλεκόμενους “στην περιπέτεια του περιοδικού” τους γνωρίζουμε μέσα από τη δική του “υποκειμενικώς αντικειμενική” σκιαγράφηση.
Σε αυτόν, εμμέσως, πιθανώς και να αναφέρεται ο τίτλος. Όταν Χατζιδάκις, Γκάτσος και Θεοδωρόπουλος αναζητούσαν τίτλο για το περιοδικό, ο Χατζιδάκις πρότεινε «Το τελευταίο τέταρτο του εικοστού», αφού αυτό διήνυαν. Ο Γκάτσος απέρριψε τον τίτλο ως μακρινάρι. Σύμφωνα με τον αφηγητή, χάρις στην παρέμβαση του τρίτου της παρέας, συντομεύτηκε στον τίτλο, «Το Τέταρτο», ώστε το περιοδικό να δείχνει ως διαδοχή του επιτυχημένου ραδιοφωνικού προγράμματος, «Το Τρίτο», του Χατζιδάκι. Κατά τα άλλα, όμως, εκείνο το τέταρτο του αιώνα ήταν το τέταρτο του βίου του Γκάτσου, το τρίτο του Χατζιδάκι, γεννημένου το 1925, και το δεύτερο του αφηγητή. Οι δυο μεγαλύτεροι δεν το έζησαν μέχρι τέλους (1991 αναχώρησε ο πρώτος, 1994 ο δεύτερος).
Σήμερα, ο μικρότερος πλησιάζει στην ηλικία, που είχε ο Χατζιδάκις του «Τέταρτου», και ήδη άγχεται από το φόβο του μοιραίου. Αποκαλύπτοντας μια συναισθηματική πτυχή, αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο θάνατο του πατέρα του σε παραπλήσια ηλικία. Κάπου αλλού, εξομολογείται ότι του “αρέσει να γράφει υπό πίεση χρόνου”. Κατά μια εκδοχή, στο δικό του τελευταίο τέταρτο αναφέρεται ο τίτλος. Εξ ου και το αυτοβιογραφικό άνοιγμα. Πιθανόν, η αίσθηση ότι “ο χρόνος τον πιέζει” να αποβεί και περαιτέρω γονιμοποιός. Να σημειώσουμε, ότι το βιβλίο το αφιερώνει στην κόρη του, που προβάλλει μέσα από την αφήγηση σαν το μοναδικό σταθερό σημείο του νομαδικού του βίου και η οποία γεννήθηκε στο ξεκίνημα “της περιπέτειας του «Τέταρτου»”, Μάρτιο 1984.
Προξενητής
Στην εν λόγω “περιπέτεια”, ο αφηγητής εμφανίζεται ως ο “ενδιάμεσος” στη συνεργασία ή και ως προξενητής στον εκδοτικό “γάμο”, Χατζιδάκι-Κοσκωτά. Αφήνοντας ημιτελές ένα διδακτορικό γύρω από τη γυναίκα και τη νόσο στην ελληνική τραγωδία, νοσούντος του ιδίου από έρωτα, ακολουθεί τη γυναίκα. Τελικά, εγκαταλείποντας Παρίσι, Νέα Υόρκη και γυναίκα, επιστρέφει και δημοσιογραφεί σε περιοδικό ποικίλης ύλης, που διευθύνει επί τριετία ο Παύλος Μπακογιάννης, ο οποίος, επίσης, έχει εγκαταλείψει Μόναχο και Ραδιοφωνία, ακολουθώντας μια γυναίκα. Ο δεύτερος, όμως, για κακό του κεφαλιού του, δεν απαγκιστρώνεται από τη γυναίκα, λόγος για τον οποίο και απολύεται από το περιοδικό. Κάπως έτσι, ο αφηγητής βρίσκεται με αφεντικό τον Κοσκωτά. Επί Μπακογιάννη ακόμη, Πρωτοχρονιά 1984, έχει γνωρίσει τον Χατζιδάκι ως σενεντευξιαστής του. Εκείνος φαίνεται ότι εξ αρχής έχει εκτιμήσει τις ικανότητές του και του προτείνει συνεργασία στο περιοδικό, που έχει κατά νου να εκδώσει. Στη συνέχεια, δεν επανέρχεται.
Αρχές καλοκαιριού, ο αφηγητής είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για την μεγάλη ερωμένη, τη συγγραφή, που έχει κοντά μια δεκαετία παραμελήσει. Τότε, εμφανίζεται ο Κοσκωτάς, που ετοιμάζεται να εισέλθει και στο χώρο του Τύπου με περιοδικό. Κι αυτός έχει εκτιμήσει τις ικανότητές του και του προτείνει να το αναλάβει. Ο ίδιος, ωστόσο, καίτοι γαλλοτραφείς διανοούμενος, που εκείνα τουλάχιστον τα χρόνια σήμαινε διάνος φουσκωμένος, διαθέτει αυτογνωσία και εφαρμόζει το “στρίβειν δια του αρραβώνος”, όπως θα λέγαμε άλλοτε. Μέσα σε λιγότερο από εξάμηνο, Πρωτοχρονιά 1985, συμβάλλει στο να κλείσει η συμφωνία των δυο επίδοξων εργοδοτών του για “μηνιαίο περιοδικό πολιτικής και τέχνης”. Η τέως εκδοτική εταιρεία Μπακογιάννη και ήδη Κοσκωτά είναι ο ιδιοκτήτης, εκδότης - διευθυντής αναλαμβάνει ο Χατζιδάκις και ο “ενδιάμεσος” εμφανίζεται ως “διευθυντής σύνταξης”.
Πέντε τεύχη παρέμεινε στην ταυτότητα του περιοδικού (Μάιο-Σεπτ. 1985), για τα επόμενα έξι του Χατζιδάκι, “διευθυντής σύνταξης” δεν υπάρχει, μετά τη θέση αμφοτέρων καλύπτει πολυμελής συντακτική επιτροπή, από την οποία, από ένα σημείο και ύστερα, προκύπτει “υπεύθυνος για την έκδοση”. Τέσσερα τα “σχόλια της σύνταξης” που υπογράφει, τα οποία θα πρέπει να αποτελούν το εναρκτήριο λάκτισμα του μετέπειτα επιφυλλιδογράφου. Η αφήγηση γίνεται από μνήμης, ούτε καν ημερολογιακές σημειώσεις δεν επικαλείται. Κατ’ επανάληψη, ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται τίτλους περιοδικών και ημερομηνίες. Όσο για τα πρόσωπα, ακολουθεί την αρχή “ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε”. Μπορεί, όμως, και να υιοθετεί την επικρατούσα άποψη, ότι η Ιστορία δεν γράφεται με ονόματα. Μόνο δυο συνεργάτες του περιοδικού αναφέρονται, κι αυτοί με ψευδώνυμα, τα οποία, όμως, ο αφηγητής επιλέγει αρκούντως διάφανα για τους Ιεροσολυμίτες. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι ο μοναδικός από το χώρο του Τύπου και των Γραμμάτων, που κατονομάζεται, είναι ένας κριτικός λογοτεχνίας. Σε αυτό το σημείο, υπερισχύει η συγγραφική ψυχοσύνθεση, που, αδυνατώντας να αποδεχθεί τις τυχόν επικρίσεις του κριτικού, φαντασιώνεται πλείστους όσους εξωλογοτεχνικούς λόγους. Κατά την εμπειρία μας, αυτή η συγγραφική αγκύλωση δεν βελτιώνεται ούτε με την ηλικία ούτε με την καλλιέργεια.
Στην περιγραφή των προσώπων, ο αφηγητής προσπαθεί να ανασυστήσει τις πρώτες εντυπώσεις εκείνης της εποχής, αποφεύγοντας το ρετουσάρισμα ή την αμαύρωση από τον χρόνο και την μετέπειτα πείρα. Από το πώς περιγράφει τα πρόσωπα, λ.χ. τον Χατζιδάκι έναντι του Γκάτσου, συμπληρώνεται το δικό του προφίλ. Συνοψίζοντας, θα προτιμούσαμε λιγότερη δοκιμιακή χροιά στο πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Ο λόγος της τρέχουσας διανόησης, που καταγγέλλει όσα συμβαίνουν σαν η ίδια να μην συγκαταλέγεται στους κατοίκους της χώρας, απομακρύνει τον αναγνώστη. Έτσι κι αλλιώς, τα καλύτερα γράφονται ερήμην των συγγραφικών προθέσεων. Εδώ, υπάρχει η αφήγηση, που κινείται σε τεθλασμένη γραμμή και διανθίζεται με οξείς συγκρίσεις του τότε και του σήμερα, αιφνιδιάζοντας με εύστοχες παρατηρήσεις για καταστάσεις και πρωτότυπες χαρακτηρολογικές αποχρώσεις στις σκιαγραφήσεις επιφανών.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/3/2013.