Η προτομή του Βλάση Γαβριηλίδη στην πλατεία Καλυθμώνος. Έχει δεχθεί συντήρηση, μάλλον πρόχειρη, ύστερα από βανδαλισμό. Οι γκραφιτάδες, όμως, παντού παρόντες, την περιποιήθηκαν εκ νέου.
Στο Ex Libris της 16ης Δεκ. 2012, σχολιάζαμε πως ο Δημήτριος Γρηγορίου Καμπούρογλου, ο ιστορικός των Αθηναίων, δεν έχει πάρει τη θέση που του αντιστοιχεί στην Ιστορία. Φέραμε ως ένδειξη τη μη μνημόνευση κατά τη διάρκεια του έτους της διπλής επετείου του, με τη συμπλήρωση 160 χρόνων από τη γέννησή του και 70 από τον θάνατό του. Πιθανώς και λίγο ρομαντικά, αναμέναμε να θυμηθούν αυτόν τον αμετανόητο αθηναιολάτρη τα πνευματικά Ιδρύματα, στων οποίων την ίδρυση πρωτοστάτησε. Όπως η Ακαδημία Αθηνών, η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, αλλά και η ΕΣΗΕΑ, που τα τελευταία χρόνια εορτάζει επετείους επιφανών μελών της. Δημοσιογράφος ο Καμπούρογλου, από τα 23 του χρόνια μέχρι τον τελευταίο Πόλεμο. Και θα συνέχιζε μέχρι τέλους – απεβίωσε στις 21 Φεβ. 1942 – αν δεν ερχόταν η Κατοχή. Στο περιοδικό της ιταλικής προπαγάνδας, «Κουαδρίβιο», αρνήθηκε να δώσει συνεργασία, ακόμη και να επιτρέψει αναδημοσίευση κειμένου του. Σύμφωνα με μαρτυρία, πιεζόμενος από Ιταλό υπεύθυνο και θέλοντας να τον ξεφορτωθεί, του πρότεινε κυνικά την αναδημοσίευση παλαιότερου κειμένου του με τίτλο «Πώς ο Μοροζίνης ανατίναξε τον Παρθενώνα».
Εκτός από δημοσιογράφος και επιφυλλιδογράφος με κατά καιρούς μόνιμη στήλη, ο Καμπούρογλου υπήρξε εκδότης δυο περιοδικών. Το πρώτο, η «Εβδομάς», ξεκίνησε Μάρ. 1884, που σημαίνει μία τριακονταετία προ της ιδρύσεως της ΕΣΗΕΑ. Ένα χρόνο μικρότερος του Παπαδιαμάντη, ο οποίος δεν πρόλαβε να γραφτεί μέλος, ο Καμπούρογλου ήταν ο πρώτος εγγραφείς. Ήταν, δηλαδή, κάτοχος δημοσιογραφικής ταυτότητας με αύξοντα αριθμό ένα. Ο Διονύσιος Τροβάς, που τον γνώρισε λίγο πριν από τον Πόλεμο και αποτέλεσε τη φιλική συντροφιά του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, θυμάται να του δείχνει με καμάρι την ταυτότητά του. Το αναφέρει στη βιογραφία του Καμπούρογλου, που εξέδωσε τέλη του 1981, ώστε να είναι έτοιμη κατά το επόμενο, επετειακό έτος. Τότε ακόμη, η Ακαδημία Αθηνών τιμούσε τον Καμπούρογλου, που ήταν το πρώτο αιρετό μέλος της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών, το 1927, με συνυποψήφιους τους Νιρβάνα και Ξενόπουλο. Οι προηγηθέντες τρεις πρώτοι Ακαδημαϊκοί (Σίμος Μενάρδος, Παλαμάς, Δροσίνης) είχαν διοριστεί το προηγούμενο έτος κατά την ίδρυσή της.
Σε εκείνο το δημοσίευμα, είχαμε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να τον θυμηθεί το 2014 τουλάχιστον η ΕΣΗΕΑ, κατά τον εορτασμό της πρώτης εκατονταετηρίδας της. Βεβαίως, η ημέρα της επετείου, η 14η Δεκ., αργεί ακόμη, ωστόσο εκδόθηκε το Ημερολόγιο 2014, με εορταστικό χαρακτήρα. Όπως πάντα με μικρή καθυστέρηση, ήδη με τον τίτλο του υπογραμμίζει τα «Εκατό χρόνια ΕΣΗΕΑ». Δεν είναι ωστόσο αποκλειστικά αφιερωμένο στην επέτειο, όπως θα αναμενόταν, αλλά συμπληρώνεται με «Αφιέρωμα στον Βλάση Γαβριηλίδη». Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, στο Ημερολόγιο “περιγράφεται διεξοδικά η διαδρομή της”, αλλά τόσο αυτή όσο και το Μορφωτικό Ίδρυμά της “αποφάσισαν να εστιάσουν στον Βλάση Γαβριηλίδη”. Με το σκεπτικό, πως, “μολονότι εκδότης-επιχειρηματίας, υπήρξε πρωτοπόρος, καινοτόμος, αναμορφωτής και δάσκαλος της δημοσιογραφίας”. Μάλιστα, προστίθεται, ως “ενδεικτικό της εντιμότητας και της αδέκαστης δημοσιογραφικής του διαδρομής, το γεγονός ότι έφυγε από τη ζωή πάμφτωχος.” Τέλος, στο εισαγωγικό, αναγγέλλεται “εκτενής αναφορά στη ζωή και το έργο του”.
Οι παραπάνω διατυπώσεις δεν είναι παρά μεγάλα λόγια, που τα υπαγορεύουν οι τρέχουσες νοοτροπίες. Οι απαραίτητες επαγγελματικές ιδιότητες ενός δημοσιογράφου, σύμφωνα και με τις βασικές αρχές δημοσιογραφικής δεοντολογίας, το να είναι έντιμος και αδέκαστος, αναγορεύονται σήμερα σε ύψιστες αρετές. Όσο για εκείνο το “πάμφτωχος”, έχει καταντήσει δημοσιογραφικό κλισέ, που χρησιμοποιείται αδιακρίτως για όποιον δεν έκανε περιουσία ως δημοσιογράφος, ως πολιτικός ή οτιδήποτε άλλο. Αν άρρωστος ο Γαβριηλίδης ζήτησε να μεταφέρουν το κρεβάτι του στα γραφεία της «Ακρόπολης», ας μην νομίσει κάποιος σημερινός ότι του είχαν κατασχέσει την οικία. Πάμφτωχος δεν θα χαρακτηριζόταν, παρά τα οικονομικά προβλήματα της εφημερίδας του. Το εργασιομανής ή το αφοσιωμένος μέχρις εσχάτων και παρά τον καρκίνο του ήπατος στο έργο του, θα απέδιδε ακριβέστερα αυτόν τον “εκδότη-επιχειρηματία”. Παρεμπιπτόντως, ο χαρακτηρισμός εκδότης-επιχειρηματίας, καίτοι ακριβής για τη σημερινή πραγματικότητα, ηχεί στη δική του περίπτωση παράταιρος, αν όχι και μειωτικός.
Όπως και να έχει, φρούδες αποδείχτηκαν οι ελπίδες μας περί μνημόνευσης του Καμπούρογλου. Ακόμη και πριν από το Εισαγωγικό του Ημερολογίου, θα έπρεπε να μας είχαν προϊδεάσει οι ευχαριστίες του Μορφωτικού προς την ιστορικό Γιούλα Κουτσοπανάγου, για τη συμβολή της. Σε εκείνο το παλαιότερο δημοσίευμά μας, αναφέραμε ως μία πρώτη ένδειξη της αφάνειας, στην οποία έχει περιπέσει ο δημοσιογράφος Καμπούρογλου, ο Αναδρομάρης, όπως ήταν το ψευδώνυμο της μακροβιότερης στήλης του, την απουσία σχετικού λήμματος στην τετράτομη «Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού Τύπου 1784-1974», που εκδόθηκε το 2008. Σε αυτήν, “υπεύθυνη έργου”, ως αναγράφεται, ήταν η Κουτσοπανάγου, που είναι η “επιστημονική υπεύθυνη” και στο Εργαστήριο Τεκμηρίωσης και Μελέτης του Ελληνικού Τύπου του Πάντειου Πανεπιστημίου. Ο Καμπούρογλου εμφανίζεται αδικημένος ακόμη και στα λήμματα των εντύπων, στα οποία ήταν για χρόνια συνεργάτης. Δεν αναφέρεται ονομαστικά, απομένοντας στο καταληκτικό “και άλλοι”. Μόνο στη «Διάπλαση των Παίδων» υπάρχει αναφορά, αλλά και εκεί δεν του αποδίδεται η τιμή του ευρέτη του τίτλου και συνεργάτη από ιδρύσεως του γνωστού νεανικού περιοδικού. Αναφέρεται, βεβαίως, στο λήμμα του περιοδικού «Εβδομάς», ως ο πρώτος εκδότης του, αλλά τα χαρακτηριστικά του περιοδικού σε αυτήν την πρώτη περίοδο σχολιάζονται μάλλον σαν αδυναμίες παρά ως αρετές. Για το δεύτερο περιοδικό που εξέδωσε, το «Δίπυλον», δεν υπάρχει λήμμα, ούτε καν αναφορά.
Αλλά και πέρα από τον Καμπούρογλου, μάταιες αποδείχθηκαν οι υποσχέσεις για “διεξοδική περιγραφή της διαδρομής της ΕΣΗΕΑ”. Μόλις μερικές σελίδες, που μάλλον προκαλούν παρά λύνουν απορίες. Η περιγραφή φαίνεται να εξαντλείται με την αναφορά νόμων, προεδρικών διαταγμάτων και έτερων δημοσιογραφικών ενώσεων, με επιλεκτική μνεία του ρόλου της σε περιόδους εθνικών δοκιμασιών. Ως προς τα πρόσωπα, οι αναφορές είναι γενικόλογες. Δίνεται μόνο η πληροφορία πως μετρά σε 100 χρόνια 30 προέδρους, όπου και καταγράφονται 30 ονόματα. Απορία προκαλεί η σειρά με την οποία παρατίθενται, καθώς μένει μετέωρο το πότε προήδρευσε έκαστος. Για παράδειγμα, μετά τον πρώτο πρόεδρο Ιωάννη Κονδυλάκη, αναφέρεται ο Σπύρος Μελάς, που ανέλαβε πρόεδρος το 1958, ενώ ο 14ος στη σειρά, ο Τίμος Μωραϊτίνης, ανέλαβε καθήκοντα το 1938. Ίσως, λεπτομέρειες. Όσα, όμως, στοιχεία δίνονται, υπάρχουν στο λήμμα της οποιασδήποτε εγκυκλοπαίδειας. Η προσφυγή σε Εργαστήριο Τεκμηρίωσης και Μελέτης του Ελληνικού Τύπου άφηνε ελπίδες για κάτι περισσότερο.
Παρεμπιπτόντως, αφού, στις όλες κι όλες επτά σελίδες, που αφιερώθηκαν στην ΕΣΗΕΑ, αξιολογήθηκε δισέλιδο σαλόνι στον Παναγιώτη Πατρίκιο (αριστερά, φωτογραφία, όπου εικονίζεται να ξεναγεί Κ. Καραμανλή και Απ. Κακλαμάνη στα Αρχεία της ΕΣΗΕΑ και δεξιά, “μία μαρτυρία του”), δεν θα χρειαζόταν και κάποια αναφορά στο πρόσωπο, εκτός από το επιγραμματικό και ελλιπές, “δημιουργός της βιβλιοθήκης της ΕΣΗΕΑ”; Αλλά και η φωτογραφία είναι χωρίς χρονολογία. Βεβαίως, προσδιορίζεται πως αμφότεροι οι εικονιζόμενοι είναι Πρόεδροι, της Δημοκρατίας και της Βουλής αντίστοιχα. Σαν τεστ μοιάζει. Μόνο που η λύση του δίνει κοντά τριετία.
Τελείως αθετήθηκε και η έτερη υπόσχεση για “εκτενή αναφορά στη ζωή και το έργο του Γαβριηλίδη”. Μετά βίας τρεις σελίδες. Οι δυο για την εφημερίδα «Ακρόπολις», με καταλόγους των συνεκδιδόμενων περιοδικών εντύπων και των συνεργατών τους. Όπου, σε πρόσθετη σελίδα, παρατίθενται εικονίδια εννέα εξ αυτών, με τη λεζάντα να αναφέρει τον δεύτερο στη ῾῾σειρά Αλέξανδρο Μωραϊτίδη ως Αλέξανδρο Μωραΐτη. Παρομοίως, ως έτος γεννήσεως του Γαβριηλίδη αναφέρεται το 1849 αντί του 1848. Βεβαίως, πρόκειται για τυπογραφικά λάθη, αφού γράφονται ορθά σε άλλα σημεία του Ημερολογίου. Δεν έχουν θέση, ωστόσο, σε ένα τόσο μικρό σε έκταση έργο, με τόσους φροντιστές. Κατά τα άλλα, καθώς πρόκειται για συμπιεσμένα εγκυκλοπαιδικά λήμματα, σε ορισμένα σημεία καταλήγουν δυσνόητα.
Μεγαλύτερη σύγχυση προκαλεί η δημοσιογραφική δραστηριότητα του Γαβριηλίδη στην Κωνσταντινούπολη από το 1868, που επιστρέφει από τις σπουδές του στην Λειψία, μέχρι το 1877, που διωκόμενος καταφεύγει στην Ελλάδα. Αναφέρεται ότι “συμβάλλει φιλολογικά στο περιοδικό «Επτάλοφος». Συντάκτης της εφημερίδας «Ομόνοια / Ομόνοια και Νεολόγος» (1862-1870) της Πόλης και από το 1870 διευθυντής της.” Αν συμβουλεύονταν την Εγκυκλοπαίδεια Τύπου, θα είχαν μία καθαρότερη εικόνα, αν και όχι ορθή: “Πρωτοεμφανίζεται ... με φιλολογικές μελέτες στο π. «Επτάλοφος». Συνεκδότης της εφ. «Κωνσταντινούπολις» (1867), αναλαμβάνει αργότερα, το 1871, τη διεύθυνση της εφ. «Ομόνοια» και εκδίδει την εφ. «Μεταρρύθμισις».” Σύμφωνα με το λήμμα της εφ. «Ομόνοια», αναλαμβάνει τη διεύθυνσή της το 1870, ενώ “το 1871 σταματά οριστικά η έκδοσή της”. Η ασυμβατότητα των πληροφοριών, που δίνονται στα διάφορα λήμματα, συνιστά βασική αδυναμία της εν λόγω Εγκυκλοπαίδειας. Φαίνεται ότι ο αντίστοιχος έλεγχος κρίθηκε περιττός. Όσο για τις επιμέρους πληροφορίες, την αναφορά στο 1867 και τη συνένωση της «Ομόνοιας» και του «Νεολόγου» του Σταύρου Βουτυρά, το μεν 1867 είναι το έτος που το π. «Επτάλοφος», αφού εκδόθηκε ως εφημερίδα με την ίδια ονομασία, μετονομάστηκε σε «Κωνσταντινούπολις», η δε συνένωση των δυο εφημερίδων κράτησε μόλις τρεις μήνες του ιδίου έτους.
Πριν, όμως, δοθούν όλες αυτές οι δημοσιογραφικές μετακινήσεις του Γαβριηλίδη, θα ήταν απαραίτητη κάποια υπενθύμιση πως ο Τύπος της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν τότε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Από τη μία υπήρχαν οι Οθωμανοί και από την άλλη το Πατριαρχείο, τότε αντιμέτωπο με το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Όπως και να έχει, ο Γαβριηλίδης ήταν στο επιτελείο του π. Επτάλοφος, μετά στην ομώνυμη εφημερίδα και στη συνέχεια, στην εφημερίδα «Κωνσταντούπολις» μέχρι το 1870, που ανέλαβε την «Ομόνοια». Επέστρεψε, με το κλείσιμο της δεύτερης, στην «Κωνσταντινούπολις», που το 1873 μετονομάστηκε σε «Θράκη». Έφυγε οριστικά το 1876, που ξεκίνησε τη δική του εφημερίδα, «Μεταρρύθμισις». Αυτά, περί Γαβριηλίδη στην Κωνσταντινούπολη.
Στο Ημερολόγιο αναφέρεται πως προτομή του Γαβριηλίδη “φιλοτέχνησε και δώρισε στην ΕΣΗΕΑ ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος”. Επ’ αυτού καμία άλλη διευκρίνιση. Προτομή του, πάντως, βρίσκεται στην πλατεία Κλαυθμώνος, ακριβώς απέναντι από τα παράθυρα της εφημερίδας του. Έργο του Τόμπρου, του 1935, στήθηκε ένα χρόνο αργότερα με πρωτοβουλία των Αχέπα. Και βεβαίως, δεν είναι η μοναδική προτομή δημοσιογράφου στην Αθήνα, όπως διατείνονται όψιμοι αθηναιογράφοι. Υπάρχουν, αν όχι και άλλων, τουλάχιστον πολλών από εκείνους που φέρουν τη διπλή ιδιότητα δημοσιογράφου-λογοτέχνη. Μεταξύ αυτών, ο Καμπούρογλου. Η προτομή στήθηκε επίσης το 1936, μόνο που ο τιμώμενος ήταν παρών. Έργο του γλύπτη Νικολάου Γεωργαντή, δεν υστερεί μόνο αισθητικά, αλλά και ως προς τη θέση που στήθηκε, στην πλατεία της Πλάκας. Ωστόσο αφανής, εν μέσω τραπεζοκαθισμάτων, γλίτωσε τον βανδαλισμό του γκράφιτι. Άτσαλα μουτζουρωμένη η προτομή του Γαβριηλίδη, όπως παραπάνω ο Παλαμάς του Φαληρέα, στη γωνία Ακαδημίας και Ασκληπειού, κοντά και εκείνος στα αλλοτινά παράθυρα της οικίας του.
Συνοψίζοντας τις εντυπώσεις μας από το φυλλομέτρημα, θα αναμέναμε από ένα Ημερολόγιο εστιασμένο θεματικά, αντίστοιχα επικεντρωμένη εικονογράφηση. Αντί αυτού, εικονογραφείται με ποικίλα θέματα, κυρίως με φωτογραφικά στιγμιότυπα ανώνυμων αναγνωστών εφημερίδων, ορισμένα επιφανών φωτογράφων, όπως Δ. Χαρισιάδη, Β. Παπαϊωάννου κ. α. Πάντως, πρωτότυπες εικόνες, όπως και κείμενα με πρωτοφανέρωτες λεπτομέρειες, αντλημένες από τους αρχειακούς θησαυρούς, απουσιάζουν. Όπως και να το δούμε, από μία ένωση δημοσιογράφων, που έχει στο δυναμικό της, όχι μόνο την αφρόκρεμα της δημοσιογραφίας, αλλά και μεγάλο μερίδιο από τους επιφανείς της λογοτεχνίας, οι απαιτήσεις είναι υψηλές.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/3/2014.