Aκρως αποκαλυπτική για τα αισθήματα της συγγραφέως είναι η φωτογραφία της στο "αυτάκι" του βιβλίου. Αντί του βεβιασμένου μειδιάματος των παλαιότερων φωτογραφιών σε συλλογές διηγημάτων και μελέτες, ένα τσαχπίνικο χαμόγελο πλέριας ικανοποίησης, που παραπέμπει σε ευτυχή μητέρα. Και πράγματι, το πολυπόθητο μυθιστόρημα είναι γεγονός και δη, καθ' όλα υγιές και τετράπαχο, κοντά τετρακόσιες σελίδες, δηλαδή πέραν πάσης προσδοκίας. Μετά τους φόβους της για έλλειψη πηγαίου αφηγηματικού ταλέντου, λίγο πριν μπει στα ήντα, και ενώ νεότεροι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας ετοιμάζονταν να την εντάξουν στους αμιγείς διηγηματογράφους, έρχεται το μυθιστόρημα, που θα μπορούσε και να σημαίνει πως το κυρίως έργο της μόλις ξεκινάει. Γιατί, όπως εξομολογείται, "σαν σκανταλιά" άρχισε να γράφει διηγήματα για τους στενούς της φίλους και γλυκάθηκε. Οπότε, τώρα, με το μυθιστόρημα και τη μεταγραφή σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, μπορεί να καλομάθει και χρόνο παρά χρόνο να ξεφουρνίζει βιβλίο.
Πάντως, αναδρομικά, θα λέγαμε πως η Καστρινάκη προχώρησε με μικρά πηδηματάκια. Πρώτα άρχισε να απλώνει σε μεγαλύτερη έκταση τα διηγήματά της, μετά δοκίμασε να τα συνενώσει σε σπονδυλωτά σύνολα, μέχρι που στο προηγούμενο βιβλίο της κατέφυγε στην αυτοβιογραφία με δεκανίκια τα κατά καιρούς δημοσιευμένα δοκίμιά της. Ήταν μια πρώτη φιλόδοξη προσπάθεια να ενωθούν σε ένα σώμα η πεζογράφος και η φιλόλογος. Στη συνέχεια, η αργαστή συνεργασία τους έφερε το μυθιστόρημα, κι ας μην ξεπεράστηκαν οι αδυναμίες, που η φιλόλογος είχε επισημάνει στην πεζογράφο, αφού ούτε ιστορίες γέννησε, ούτε περιπέτειες φαντάστηκε, ούτε κόσμους έπλασε. Αν και όλα αυτά μάλλον περιττεύουν στη λεγόμενη μεταμυθοπλασία, προς την οποία και τείνει το μυθιστόρημα δια της σωτήριας επεμβάσεως της φιλολόγου.
Κυρίως θέμα του μυθιστορήματος, που δηλώνεται και με τον τίτλο, είναι ο έρωτας, όπως άλλωστε, και στα τριάντα τρία διηγήματα που προηγήθηκαν. "Έρως-Ήρως", που θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης. Αν και ο τίτλος ανακαλεί έναν άλλο πιο πρόσφατο, τον "Έρωτα στα χρόνια της χολέρας", του γνωστού μυθιστορήματος του Μαρκές για το μέγα πάθος. Ένα παρόμοιο πάθος θα μπορούσε να μεταμορφώσει τα διηγήματα σε μυθιστόρημα, καθώς οι συζυγικές αταξίες, που σκηνοθετεί η συγγραφέας από το 1990, δηλαδή από μιας αρχής, θα αποκτούσαν το απαιτούμενο συναισθηματικό βάθος. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά στον τίτλο, αλλάζει την προοπτική, αφού δεν πρόκειται για τη χολέρα, που μαστίζει την Καραβαϊκή του Μαρκές, αλλά "για τον καιρό της ειρωνείας". Στο οπισθόφυλλο, διευκρινίζεται πως με αυτήν την μάλλον γριφώδη έκφραση νοείται "η εποχή της άκρας αυτοσυνειδησίας", που υποτίθεται πως είναι οι αρχές του τρέχοντος αιώνα. Αυτήν, ακριβώς, που επιδεικνύει η συγγραφέας, όταν ειρωνεύεται τα πάθη των ηρώων της, έχοντας ξεπεράσει τα επίπεδα τυποποιημένης εξιδανίκευσης προσώπων του παρελθόντος και έχοντας φθάσει μάλλον στο άλλο άκρο.
Όπως και να έχει, με μια ακόμη ιστορία απιστίας πορεύεται το μυθιστόρημα, απεκδυόμενο αναγκαστικά την ερεθιστική αμφισημία των ερωτικών σχέσεων, που επέτρεπε το διήγημα. Η συγγραφέας επαναφέρει πολλά από τα πρόσωπα των διηγημάτων της, με πρώτη και καλλίτερη, τη γνώριμη ηρωίδα της, μια επιστήμονα, σύζυγο και μητέρα, που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως πρότυπο της μπερδεμένης διανοούμενης μιας μεταφεμινίζουσας εποχής. Δίπλα της, ο σύζυγος, με τον ίδιο πάντοτε σωματότυπο και χαρακτήρα, ανεκτικός ή μάλλον στωικός, μη εκδηλωτικός έως αδιάφορος περί τα ερωτικά, από τις διαχύσεις μέχρι τις συνευρέσεις. Κατ' εξαίρεση, όμως, στο μυθιστόρημα έχει κι αυτός μια περιπέτεια με μια νεαρά. Αν και ο Θεός να την κάνει περιπέτεια, έτσι κολλημένο στη σύζυγο, που τον θέλει, για ακόμη μια φορά, η συγγραφέας. Όσο για τον εραστή, έχει παρουσιαστεί σε παραπλήσιες εκδοχές στα διηγήματα της τελευταίας συλλογής. Στρογγυλοπρόσωπος, με απαρχές φαλάκρας, αβρός, μια ιδέα θηλυπρεπής, τόσο όσο χρειάζεται για να αντισταθμιστεί ο βαρύς διανοούμενος σύζυγος. Αλλά και τα διάφορα επιμέρους θέματα, από τις προκαταρκτικές ερωτοτροπίες μέχρι τις αποδράσεις από τη συζυγική στέγη, έχουν δοκιμαστεί στα διηγήματα. Για παράδειγμα, το ηλεκτρονικό φλερτ, με το οποίο ξεκινά το μυθιστόρημα, χρησιμοποιήθηκε και στο διήγημα "Η κατασκευή της Πηνελόπης", αλλά σε πολύ μικρότερη έκταση. Κατά τα λοιπά, και πάλι η αφήγηση κινείται στο παρόν, χωρίς αναφορές στο οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό περίγυρο. Και πάλι, οι δυο εραστές κατοικούν σε διαφορετικές πόλεις, ώστε η ερωτική παρασπονδία να έχει το πρόσθετο άρωμα της φυγής. Μόνο που στα διηγήματα, η ηρωίδα κατοικεί στην επαρχία και ταξιδεύει στην Αθήνα για τις τρέλες της, ενώ, στο μυθιστόρημα, κατοικεί στην πρωτεύουσα και πηγαίνει στη συμπρωτεύουσα για να σμίξει με τον Καβαλιώτη την καταγωγή εραστή της. Γενικώς, η συγγραφέας αδιαφορεί για τον τόπο, ούτε καν τα στέκια της Θεσσαλονίκης δεν την συγκινούν. Σε αντίθεση με άλλους πεζογράφους, όπως φαίνεται, δεν έχει την ανάγκη παρόμοιων περιγραφών για να αβγατίσει την αφήγησή της.
Στο πρώτο μισό του μυθιστορήματος, ο έρωτας φουσκώνει σαν καλοδουλεμένη ζύμη. Στην πρώτη συνάντηση, το φιλί, και στη δεύτερη, η ερωτική συνεύρεση, με μια θαυμάσια περιγραφή των λεπτομερειών, όπου, αν και χρησιμοποιείται ένας μεταφορικός λόγος, δίνεται σαφής εικόνα των γυναικείων προτιμήσεων μακράν του τρόπου που φαντασιώνει ο κάθε επιβήτορας. Μετά έρχεται η κορύφωση του ερωτικού πάθους, καθώς το συνδαυλίζει ο υποχρεωτικός χωρισμός του Πάσχα, που είθισται να εορτάζεται μετά συζύγων και τέκνων. Στο δεύτερο μέρος, λαμβάνουν χώρα οι αποκαλύψεις στους εκατέρωθεν συζύγους και η αναχώρηση της ηρωίδας από την οικογενειακή στέγη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του συζύγου να δειχθεί τρυφερός, μήπως και την συγκρατήσει. Σε αυτό το σημείο, δημιουργείται η εντύπωση πως η συγγραφέας αδυνατεί να σκηνοθετήσει τη συνέχεια με προαποφασισμένη την επιστροφή της άπιστης οίκαδε. Όσο περισσότερο δοτικός γίνεται ο εραστής, τόσο εκείνη δυσανασχετεί. Τελικά, ως λόγος ρήξης προβάλλει το γεγονός πως ο εραστής δεν λιώνει τις ασπιρίνες στο στόμα, όπως ο σύζυγος, αλλά με κουτάλι. Άντε να συνέβαλαν και οι διατροφικές τους διαφωνίες. Εκείνος τρελαίνεται για παριζάκι που εκείνης, μια και φαίνεται να προέρχεται από καλλίτερη οικογένεια, της φέρνει αναγούλα. Όπως και να έχει, η ηρωίδα επιστρέφει, έχοντας διαγράψει τον εραστή, σαν το πάθος της να εξανεμίστηκε εν μια νυκτί. Σε ολόκληρο το τελευταίο κεφάλαιο, την απασχολεί ο σύζυγος και μόνο αυτός, αγωνιζόμενη να απομακρύνει τη νεαρά φίλη του, που δείχνει ερωτευμένη. Γενικότερα, όλοι οι ήρωες -ο σύζυγος, ο εραστής, η φίλη του συζύγου, η σύζυγος του εραστή- πείθουν για την ειλικρίνεια των αισθημάτων τους, πλην της ηρωίδας, η οποία, για ακόμη μια φορά, εμφανίζεται συναισθηματικά μετέωρη, μπορεί και απλώς κακομαθημένη. Κατά μια φροϋδική άποψη, είναι ανώριμη, όπως δείχνει και η προσκόλλησή της στον μπαμπά-σύζυγο, ο οποίος της προσφέρει την απαραίτητη συναισθηματική ασφάλεια για να απολαύσει τις ερωτικές αταξίες της. Μια παρόμοια θέαση του μυθιστορήματος κερδίζει έδαφος και λόγω της προνομιούχου θέσης που έχουν στην αφήγηση τα όνειρα της ηρωίδας, όπου, αντί για τον πρίγκιπα, πρωταγωνιστεί ο παπουτσωμένος γάτος ως τιμωρός.
Ως εδώ, το μυθιστόρημα σαν ερωτική ιστορία, ίσως και να μην έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μπροστά σε τόσες και τόσες δραματικές ιστορίες. Όμως, το ζουμί του βιβλίου δεν βρίσκεται στην πλοκή αλλά στον χαρακτηριστικό τρόπο της Καστρινάκη να διυλίζει τις καταστάσεις σε αναζήτηση βαθύτερων προεκτάσεων. Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, υιοθετεί μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, που παρακολουθεί την οπτική γωνία της ηρωίδας, δηλαδή και πάλι ενός εγκεφαλικού τύπου, με αναλαμπές ευαισθησίας, που επεξεργάζεται την παραμικρή λεπτομέρεια στο παρουσιαστικό, τις κινήσεις, τις κουβέντες του άλλου, φαντασιώνοντας σκέψεις, αισθήματα ή και τάχατες κρυφές πλευρές της ψυχοσύνθεσής του. Ωστόσο, ως ποίκιλμα της κυρίως αφήγησης, προβλέπονται και κάποιοι μονόλογοι, αποσπάσματα ημερολογίων και ηλεκτρονικά μηνύματα, που δείχνουν σαν μια φιλότιμη προσπάθεια της συγγραφέως να δημιουργήσει κι αυτή λίγο αφηγηματικό τουρλού, που εσχάτως εκτιμάται ως μορφική ανησυχία.
Όμως, η ουσιαστική διαφοροποίηση του μυθιστορήματος έναντι των διηγημάτων συνίσταται στις παρεμβάσεις της συγγραφέως, που γίνονται με την εποπτεία αλλά και την αποφαντική άνεση της μελετήτριας. Σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο, στον επίλογο, σε παρενθετικές περικοπές, ακόμη και σε υποσελίδιες σημειώσεις, η Καστρινάκη αναλύει διεξοδικά τις επιλογές της, από τις μάλλον επουσιώδεις, όπως το ονομάτισμα των ηρώων, μέχρι τις βαρύνουσες, καθώς είναι οι αυτοκτονιακές τάσεις τους. Κύρια χαρακτηριστικά αυτού του συγγραφικού σχολιασμού αποβαίνουν ο σκεπτικισμός και ο σαρκασμός, που δεν εμβαθύνουν ιδιαίτερα αλλά αρκούνται σε ευφυόλογες παρατηρήσεις κοινωνιολογικού περιεχομένου και φεμινιστικής χροιάς, από αυτές που ενθουσιάζουν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ως πρόσθετο δέλεαρ, γίνονται και κάποιες σκόρπιες αναφορές σε διάσημους έρωτες της λογοτεχνίας, αν και πάλι ακροθιγώς. Όπως και να έχει, τον χαρίεντα τρόπο της Καστρινάκη να αποφθέγγεται ειρωνικά για ιστορικά πρόσωπα, ερήμην της εποχής που έζησαν, τον απολαμβάνουμε στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον έρωτα της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνος Δραγούμη. Από το ύψος ενός σύγχρονου διανοούμενου διαγιγνώσκει στα ημερολόγια της Δέλτα έλλειψη χιούμορ και μεγαλοστομία, σαρκάζοντας το ολοσχερές ψυχικό δέσιμο και την τάχατες άσπιλη σχέση τους, με αποκορύφωμα εκείνη την πατριδολατρεία, που υποτίθεται πως τους ένωνε. Πράγματι, την εποχή του ηλεκτρονικού φλερτ και της άμεσης ερωτικής συνεύρεσης, κάτι τύποι σαν την Δέλτα, τον Δραγούμη και τον Περικλή Γιαννόπουλο, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μνημονεύεται, γιατί ο λόγος της αυτοχειρίας του εικάζεται από την συγγραφέα πως ήταν ερωτικός, δείχνουν ολωσδιόλου κωμικοί.
Μ. Θεοδοσοπούλου