Το Δημαρχείο του Πύργου Ηλείας σε καρτ ποστάλ εποχής. Αποτελούσε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά κτίρια στην κεντρική πλατεία της πόλης. Σήμερα, σώζεται μόνο σε φωτογραφική αποτύπωση. Στη θέση του δεσπόζει το Λάτσειο Δημοτικό Μέγαρο. Κοντή μνήμη, επιλήσμονες κάτοικοι, τον μίτο της Ιστορίας τον κρατούν οι μαρτυρίες. Η άκρη του μίτου βρίσκεται ακριβώς στην εποχή που ανατρέχει η Μαρία Ηλιού.
Μαρία Ηλιού
«Παιχνίδια πολέμου»
Αφηγήσεις
Εκδόσεις
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Σεπτέμβριος 2012
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει συνειρμικά σε μια κατηγορία παιχνιδιών ιδιαίτερα διαδεδομένων σήμερα. Είναι τα αποκαλούμενα βίντεο γκέιμς, όπου, ως γνωστόν, τα “παιχνίδια πολέμου” αποτελούν τη δημοφιλέστερη υποκατηγορία τους, καθώς προσφέρονται και για εκπαιδευτικούς σκοπούς προς εξοικείωση, των εφήβων και όχι μόνο, με τις συνθήκες πραγματικού πολέμου. Ως προς το κατά πόσο είναι επιβλαβή τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι απόψεις των κοινωνιολόγων διίστανται. Άλλοι διατείνονται ότι δημιουργούν προβλήματα συμπεριφοράς και άλλοι, ότι, ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση, επαυξάνουν τις κοινωνικές δεξιότητες, όπως η ικανότητα να συνάπτουν φιλίες. Καίτοι κοινωνιολόγος η Μαρία Ηλιού, δεν σχολιάζει τις βλαβερές ή μη συνέπειες από τα εν λόγω παιχνίδια, γιατί, προφανώς, εκείνη σε άλλα παιχνίδια αναφέρεται. Τα “παιχνίδια πολέμου” προέκυψαν σαν ένας πιασάρικος τίτλος, για να χρησιμοποιήσουμε έναν δημοσιογραφίζοντα αμερικανισμό.
Homo ludens
Πιο συγκεκριμένα, παιχνίδια εν καιρώ πολέμου περιγράφει στο βιβλίο της. Αποτελεί σχεδόν κανόνα, όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στα παιδικά τους χρόνια, να αφιερώνουν σελίδες και στα παιχνίδια. Ορισμένοι, που συνέπεσε να μεγαλώσουν σε ταραγμένη εποχή, όπως η δεκαετία του ’40, διασκεδάζουν την επίφοβη ατμόσφαιρα με τη χαρούμενη διάθεση, που αυτά δημιουργούν. Μερικά από τα καλύτερα διηγήματα της μεταπολεμικής πεζογραφίας έχουν θέμα τα παιχνίδια σε αλλοτινές γειτονιές και αλάνες. Παράδειγμα, η παλαιότερη συλλογή πεζών, «Παιχνίδια στον παράδεισο», του Μάρκου Μέσκου, ή και το πρόσφατο αφήγημα ενός άλλου, νεότερου, Εδεσσαίου, του Σάκη Τότλη, «Το άγραφο χαρτί». Συνήθως, πρόκειται για συγγραφείς, που κατατάσσονται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, κάποτε και πρώιμες περιπτώσεις της γενιάς του ’70. Αφορούν, κυρίως, παιχνίδια στο ύπαιθρο και για να ακριβολογούμε, παιχνίδια μόνο των παιδιών, με τη σημασία, που είχε η λέξη παιδί εκείνα τα χρόνια. Τότε, που κάποιος όριζε ότι είχε τόσα παιδιά και τόσα κορίτσια, όπως θα έλεγε τόσα πρόβατα τόσα γίδια. Σε δυο πρόσφατες περιπτώσεις, που γυναίκες συγγραφείς ανατρέχουν στο παρελθόν, η Τζίνα Πολίτη και η Ρέα Γαλανάκη, θυμούνται μόνο τα παιχνίδια με κούκλες και κουκλίστικα σερβίτσια.
Εδώ, διαφοροποιείται η Ηλιού. Περιγράφει παιχνίδια εσωτερικού χώρου, όπως το “δαχτυλίδι” και το “μπιζ”. Στο “καταφύγιο”, την ώρα του νυκτερινού συναγερμού, τα έπαιζαν αναγκαστικά αγόρια και κορίτσια μαζί. Το ίδιο και το “κρυφτό στα σκοτεινά” ή και τα επιτραπέζια, τις βραδινές ώρες που οι γειτονιές δεν προσφέρονταν για να παίξουν το “στρατό”. Όταν, πάντως, έπαιζε με τον μεγαλύτερο εξάδελφό της, οι ρόλοι στο εν λόγω παιχνίδι ήταν δεδομένοι, αξιωματικός εκείνος και στρατιώτης, ονόματι Μάριος, εκείνη. Εκτός από το πρώτο κεφάλαιο, που είναι αφιερωμένο στα “παιχνίδια πολέμου”, στο βιβλίο παρατάσσονται έντεκα ακόμη κείμενα. Στον υπότιτλο, αποκαλούνται “αφηγήσεις”. Η συγγραφέας, ωστόσο, εισαγωγικά, σπεύδει να τα χαρακτηρίσει “απροσδιόριστης ταυτότητας κείμενα”. Αυτό αποτελεί μια πρώτη νύξη για την αναμέτρηση της αφηγήτριας με το επιστημονικό alter ego της παιδαγωγού και κοινωνιολόγου, που διακρίνεται από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Είναι προφανές, ότι η συγγραφέας θα χρειαστεί ένα δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο για να απαλλαγεί οριστικά από τον σφιχτό κορσέ του επιστημονικού ορθολογισμού, ο οποίος, κατά τη γνώμη μας, αποβαίνει ζημιογόνος.
Κοινωνιολογική οπτική
Εμείς θα τα κατατάσσαμε στις ενδιαφέρουσες βιωματικές αφηγήσεις, καθώς σκιαγραφούν παρελθοντικά τοπία με πλαγίως ειρωνική οπτική. Όταν, βεβαίως, αυτές δεν ναρκοθετούνται από τα διδακτικά φάλτσα της παιδαγωγού και τις ανησυχίες της κοινωνιολόγου μην και διαταραχθούν οι νόρμες του πολιτικά ορθού. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, στο προλογικό σημείωμα και το επίμετρο, που προδιαθέτουν αρνητικά, δεδομένου ότι, σε μια συλλογή πεζών, ο αναγνώστης ξεκινά συχνά από εκεί για να σχηματίσει μια πρώτη εικόνα.
Απορίες της μορφής, “γιατί να ενδιαφερθούν αναγνώστες για τη δική μου ζωή”, ή και αποφάνσεις του τύπου, “δεν έχω καθόλου μυθοπλαστικές ικανότητες”, που διατυπώνονται εισαγωγικά, πέραν της αστοχίας τους, προδίδουν ανασφάλεια. Όσο για την ανησυχία που εκφράζεται περί “κατασκευασμένης ανάμνησης”, αυτή μπορεί και να έμεινε κατάλοιπο από το μακρόχρονο συγχρωτισμό με έναν ιστορικό, που αφιέρωσε πολύ χρόνο για να αναθεωρήσει τις μνημονικές κατασκευές. Τέλος, ο απολογητικός χαρακτήρας του επίμετρου, το οποίο επικεντρώνεται στο παλαιότερο παιδαγωγικό σύστημα που είχε ως ακρογωνιαίο λίθο το “ξύλο” και τους γονείς που το υιοθετούσαν, μόνο ψυχαναλυτικά, ως κείμενο ενοχικής κόρης, μπορεί να ερμηνευθεί.
Στην κατάταξη του υλικού, φαίνεται πως υπερίσχυσε η αντίληψη της επιστήμονος. Αντί της χρονολογικής σειράς, που θα έστρωνε μια αυτοβιογραφική αφήγηση, προκρίθηκε η θεματική παρουσίαση. Ωστόσο, η ανασύνθεση των τριών τεσσάρων εκτενέστερων κεφαλαίων μαζί με το άπλωμα και τη συσσωμάτωση των υπολοίπων θα έδινε ένα πρώτο τόμο αυτής της υποθετικής αυτοβιογράφησης. Αν κρατούσαμε ως κέντρο βάρος της μαρτυρίας τους τόπους, θα ήταν ο τόμος Βέροια-Πύργος Ηλείας-Αθήνα, όπου θα έμενε και υπόλοιπο για έναν δεύτερο, Αθήνα-Παρίσι.
Όπως και να έχει, αυτή η πρώτη απόπειρα αυτοβιογράφησης ενσωματώνει ποικίλες, διαφορετικού τύπου, μαρτυρίες. Από την παραστατική περιγραφή για το πώς μεγάλωνε άλλοτε ένα κορίτσι και το πόσο δεσμευτικό στεκόταν το φύλο όσο αφορούσε τη συμμετοχή στις κοινωνικές δραστηριότητες, μέχρι μαρτυρίες γύρω από τους τόπους και την εποχή. Κι αυτό, χάρις στις διασταυρώσεις οικογενειών διαφορετικής προέλευσης, αλλά και τις συγκυρίες, από τις οποίες κρατάνε οι αναμνήσεις της αφηγήτριας.
Ας δώσουμε συνοπτικά τα τέσσερα γενεαλογικά δέντρα, καθώς, λόγω της θεματικής παράταξης, δεν προβάλλουν ευκρινώς. Πρόκειται για τη ζωή της Μαρίας Ηλιού, το γένος Γεωργίου Παπαγιάννη, “επικτηνίατρου με βαθμό ταγματάρχη και νομοκτηνίατρου”, και της Πιπίνας Ζαντέ. Γιος ο πατέρας του Θανάση Παπαγιάννη, γνωστού υφασματέμπορου στον Πύργο Ηλείας, και της Αθηναίας, αποφοίτου του Αρσακείου, Μαρίκας Φωκά. Κόρη η μητέρα του Αντώνη, γιου του Τιμολέοντα Ζαντέ, με τον Πύργο στο Βαλτεσινίκο και της Μαρίας Αναγνωστοπούλου από τη γνωστή πυργιώτικη οικογένεια. Συνολικά, τρεις οι πυργιώτικες οικογένειες, που, όπως οι περισσότερες εύπορες εκείνης της εποχής, μοίραζαν το χρόνο ανάμεσα στο σπίτι της πόλης, στην περιοχή του Επαρχείου για τους προύχοντες, και το χτήμα τους. Τα “μυθικά χτήματα” στον κάμπο, γραμμένα με κεφαλαίο χι.
Διασταυρούμενες μαρτυρίες
Οι μαρτυρίες δίνουν στα γεγονότα ιδιαίτερη υπόσταση, διαφορετική από εκείνη της ιστορικής τους καταγραφής. Ενώ οι διασταυρώσεις μαρτυριών εντείνουν την αίσθηση ότι ο παρελθοντικός κόσμος νεκρανασταίνεται. Μικρή σημασία έχει, αν πρόκειται για απροσχημάτιστες μαρτυρίες ή συγκεκαλυμμένες σε διηγηματική μορφή. Περισυλλέγουμε, ενδεικτικά, μερικά παραδείγματα από τις “αφηγήσεις” της Ηλιού, σε παράλληλη ανάγνωση με κάποια άλλα από προγενέστερα βιβλία. Είναι από την Κατοχή, στον Πύργο Ηλείας. Δυο παιδιά διαβάζουν ιστορίες του Αλφόνσου Ντωντέ: Η οχτάχρονη Μαρία Παπαγιάννη, σε ένα δωμάτιο, που “είχε το ανεκτίμητο προσόν ενός βαθειού περβαζιού στο παραθύρι...όπου μπορούσες να σκαρφαλώνεις με το βιβλίο σου...” Και ο έφηβος αφηγητής στο διήγημα «Η δεκαοχτούρα» του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, “δίπλα στο παράθυρο, που τύλιξε τα πόδια του με μια μάλλινη κουβέρτα και πήρε το μικρό, χοντρό βιβλίο...” Ήταν ο «Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκόνης», το γνωστότερο του Ντωντέ, γραμμένο το 1872 και μεταφρασμένο 22 χρόνια αργότερα από τον Παπαδιαμάντη. Η Μαρία δεν στάθηκε τόσο τυχερή, της έτυχε «Το Μικρούλικο», γραμμένο τέσσερα χρόνια νωρίτερα, που χαρακτηρίζεται ως μια πρωτόλεια αυτοβιογράφηση του συγγραφέα. Το πιθανότερο, ήταν η διασκευή του Νίκου Καζαντζάκη. Θυμάται ότι δεν την ενθουσίασε.
Εκείνη “νοσταλγούσε” για χρόνια το «Πετάει, πετάει ο άνθρωπος», που είχε διαβάσει λίγο νωρίτερα στο αρχοντικό του Πολυζωίδη, πιθανώς κουρνιασμένη στο περβάζι ενός άλλου μεγάλου παραθυριού, στη Βέροια, όπου υπηρετούσε ο πατέρας της πριν μετακινηθεί προς το Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα στην αναστάτωση της εσπευσμένης αναχώρησης της υπόλοιπης οικογένειας για την Αθήνα, το βιβλίο παράπεσε. Χρόνια μετά το αναζητούσε στα παλαιοπωλεία και ταυτόχρονα, έψαχνε για το όνομα του συγγραφέα, που δεν το είχε συγκρατήσει. Κάποτε, εντοπίστηκε ο συγγραφέας. Πρόκειται για τον Πέτρο Πικρό. Αργότερα, ανακάλυψε το βιβλίο και το ξαναδιάβασε. “Ξαφνιάστηκα”, γράφει, “για το πώς ένα τέτοιο βιβλίο μπορούσε να δώσει τόση ευχαρίστηση σε ένα παιδί εκείνης της ηλικίας.” Να θυμίσουμε ότι ο Πικρός το είχε αφιερώσει στην ανιψιά του, μαθήτρια του δημοτικού το 1931, που εκδόθηκε το βιβλίο, με τον υπότιτλο, «Μυθιστόρημα για γνωστικά παιδιά». Φαίνεται πως ένα τέτοιο κορίτσι ήταν και η Μαρία. Παρουσιάζει, όμως, ενδιαφέρον η επιλεκτική μνήμη του παιδιού ή, σε αυτήν την περίπτωση, του κοριτσιού. Συγκράτησε το αμερικανόπουλο, τον Τζων, και όχι τον έφηβο, Έλληνα μετανάστη στην Αμερική, Δήμα. Όπως και να έχει, είναι ένα από εκείνα τα βιβλία του Πικρού που δεν γνώρισαν δεύτερη έκδοση. Είχαμε ελπίσει με την ανακοίνωση Απάντων Πικρού από τις εκδόσεις Άγρα, αλλά, όπως όλα τα φιλόδοξα σχέδια, έτσι και τα Άπαντα Πικρού σταμάτησαν στους πρώτους τόμους.
Η διασταύρωση, όμως, των μαρτυριών Ηλιού - Παπαδημητρακόπουλου αφορά κυρίως τα “μυθικά χτήματα” στον Πύργο Ηλείας. Μοναδικό και κυρίαρχο το πατρικό χτήμα στις παρυφές της πόλης στα διηγήματα του δεύτερου, ενώ, στο βιβλίο της Ηλιού, αναφέρονται και συγγενικά χτήματα. Έτσι, πάντως, καθώς μνημονεύονται στις αφηγήσεις της, πολλαπλώς και επί τροχάδην, απομένουν σαν το αδρό περίγραμμα μιας αφήγησης, που δεν γράφτηκε ακόμη. Συγκρατούμε από τις πυργιώτικες αναμνήσεις της την αναφορά στην Ελεονώρα, “τη χοντρή της γειτονιάς” της. Είναι η δασκάλα του ιδιαίτερου των γαλλικών στο ομότιτλο διήγημα του Παπαδημητρακόπουλου. Την “απαθανάτισε συναρπαστικά”, σχολιάζει η Ηλιού. Μάλλον την ανάκληση των παιδικών του φαντασιώσεων “απαθανάτισε” σαράντα χρόνια αργότερα ο συγγραφέας, τωόντι, συναρπαστικά.
Γερμανοί και Ιταλοί
Αντιστρέφουμε τον τίτλο του έβδομου κεφαλαίου, «Ιταλοί και Γερμανοί». Γερμανοί και Ιταλοί και πάλι Γερμανοί. Οι μαρτυρίες αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ συχνά συμβαίνει στα επί μέρους να αντιφάσκουν. Παραμένοντας στον Πύργο Ηλείας, ένα παράδειγμα από τις ημέρες πολέμου είναι ενδεικτικό. Η Μαρία θυμάται: “Ήχησε η σειρήνα του συναγερμού και συγχρόνως κατέφθασαν τα γερμανικά Στούκας... Από τις έξι, νομίζω, βόμβες που έπεσαν στον Πύργο, καμιά δεν έκανε ουσιαστική ζημιά, ούτε υπήρξαν θύματα. «Έβαλε το χέρι του ο Άγιος Χαράλαμπος και αστόχησαν οι Γερμαναράδες», ήταν η άποψη που κυκλοφόρησε στη γειτονιά... Λίγες μέρες μετά, βρισκόμουν στο κατάστημα των κοριτσιών, στην κεντρική εμπορική οδό της πόλης, την οδό Ερμού. Τα κορίτσια ήταν οι τέσσερες αδερφές Σταυροπούλου...κρατούσαν το εμπορικό κατάστημα καπέλων... Από την πόρτα του καπελάδικου... άκουσα και είδα να προχωρούν στην πόλη τα πρώτα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Εμπρός ένας μοτοσυκλετιστής και ακολουθούσαν διάφορα τροχοφόρα και στρατός...”
Την Κυριακή, 27 Απριλίου 1941, αφού την προηγούμενη είχαν καταληφθεί Πάτρα και Αίγιο, “δυο ιταλικά αεροπλάνα έριξαν πέντε έξι βόμβες στον Πύργο”, ο συνομήλικός της Γιώργος Σκουλαρίκος περιγράφει αναλυτικά τις διαδρομές τους: “Η μια έπεσε σε μια χαμοκέλα στο αδιέξοδο στενό πίσω από την οδό Αχόλου και σκότωσε ένα γαϊδαρο. Η δεύτερη στην πλατεία Αυγερινού. Η τρίτη ανάμεσα στου Ξυστρή και στου Πιτσινού χωρίς να εκραγεί. Οι υπόλοιπες πέσανε μαζεμένες στα Μπερετσαίικα, στου Συντέτου το Λιοστάσι.” Στις 5 Μαΐου 1941, εγκαταστάθηκε στην πόλη σώμα 700 Ιταλών στρατιωτών.
Για το Τάγμα Ασφαλείας, που εγκαταστάθηκε στις 20 Μαΐου 1943, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Γεώργιο Κοκκώνη, καθώς και για την αναχώρηση των Γερμανών και όσα ακολούθησαν, στο βιβλίο της Ηλιού, οι μαρτυρίες δίνονται έμμεσα, μέσα από τα τεκμήρια που ενσωματώνονται στην αφήγηση: ένα υπηρεσιακό σημείωμα του Κοκκώνη, με ημερομηνία 6 Ιουλίου 1944, και απόσπασμα μαθητικής έκθεσης, με θέμα «Η ημέρα της οδομαχίας». Αυτό το δεύτερο αναφέρεται στη μάχη μεταξύ Ελασιτών και ανδρών του Κοκκώνη, που στήριζαν τη ντόπια δύναμη της Χωροφυλακής. Η σύγκρουση άρχισε στις 8 Μαΐου 1944 και κράτησε δυο μέρες. Η αφήγηση έχει βοηθητικό ρόλο για το τι βίωσε “τις μέρες των οδομαχιών εκείνη η γωνιά της πόλης, περνώντας κάθε τόσο από τη μία εξουσία στην άλλη, ενώ βαλλόταν αδιάκοπα από τα αντικριστά καμπαναριά της Αγια-Κυριακής και του Αϊ-Νικόλα που είχαν καταληφθεί από τους εμπόλεμους... Τα Τάγματα Ασφαλείας νικήθηκαν. Ο Κοκκώνης σκοτώθηκε.” Παρουσιάζει ενδιαφέρον η σηματοδότηση του χώρου της οδομαχίας με τα καμπαναριά, σε σύγκριση με άλλη περιγραφή, που στηρίζεται στα δημόσια κτίρια: “Ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες είχαν πιάσει τρία κτίρια –Δημαρχείο, Επαρχείο και Δικαστικό Μέγαρο– με αρκετό και βαρύ οπλισμό δεν παραδίδονταν... ”
Απορίες
Αυτός είναι ο τίτλος της τελευταίας, δωδέκατης αφήγησης και στρέφεται γύρω από το ερώτημα, “πώς να φυτρώνουν τα παιδιά στην κοιλιά της μαμάς τους”. Θα μπορούσε, ωστόσο, να έχει τον ίδιο τίτλο με το πρώτο διήγημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη στο νέο του βιβλίο, «Τρία απρόσεκτα διηγήματα», «Η περίοδος της Ειρήνης». Παρουσιάζει ενδιαφέρον η θεματική συνάντηση μιας βιωματικής αφήγησης με μια αμιγώς μυθοπλαστική. Κορίτσι χήρας μητέρας η Μαρία, δεν έλυσε τις απορίες της ούτε στα έξι ούτε όταν κοπέλα είδε τις πρώτες “σταγόνες αίμα”. Τότε για τα φιλοπερίεργα παιδιά, των κορασίδων συμπεριλαμβανομένων, υπήρχαν οι Εγκυκλοπαίδειες και τα λεξικά. Από εκεί έμαθε τόσο ο ήρωας του δεύτερου διηγήματος του Γιατρομανωλάκη όσο και η Μαρία, ότι τα αιδοία ήταν τρία και όχι ένα.
Αυτό το κεφάλαιο, όπως και τα άλλα σύντομα του βιβλίου, ξεκινούν αφηγηματικά, μόνο που στην ανάπτυξη του συγκεκριμένου θέματος, για να αγκαλιάσουν όλες τις περιπτώσεις, συντομεύουν τις περιγραφές. Σαν να μην υπάρχει το αναγκαίο περιθώριο χώρου και χρόνου. Σε αντίθεση, το εναρκτήριο, “παιχνίδια πολέμου”, και δυο ακόμη, η “σχολική περιδιάβαση” και το “ένα δικό σου δωμάτιο”, έχουν την αφηγηματική έκταση, που απαιτούν πρόσωπα και καταστάσεις. Όσο για το μοναδικό δημοσιευμένο κείμενο, «Αφανείς διαδρομές στη δεκαετία του ’40», όντας γραμμένο για περιοδικό, αναγκαστικά συμπυκνώνει ένα υλικό, που θα χρειαζόταν να του δοθεί περισσότερος χώρος. Με άλλα λόγια, οι συγκεκριμένες αναδρομές βίου συνιστούν μεν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, αλλά πιστεύουμε ότι εμπεριέχουν περισσότερο ψαχνό, που έμεινε εκτός. Αυτά, για όση αξία έχει η γνώμη ενός συστηματικού αναγνώστη. Εν αναμονή, λοιπόν, δεύτερου τόμου.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/3/2013.