«Το καράβι του θανάτου
και άλλες ιστορίες»
Επιλογή, επιμέλεια:
Βάσιας Τσοκόπουλος
Εκδόσεις: Τόπος
Οκτώβριος 2009
Μια ακόμη καινούρια σειρά, με τίτλο, «Λάμψη του λόγου», ξεκινά ο εκδοτικός οίκος «Τόπος», μετά τη σειρά, «Επί των κειμένων», που είχε αρχίσει προ διετίας. Διευθυντής και στις δυο σειρές είναι ο Άρης Μαραγκόπουλος. Ως πρώτο βιβλίο της καινούριας σειράς προκρίνεται μια συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Βουτυρά. Επιλογή, στην οποία θα μπορούσε να δοθεί και επετειακός χαρακτήρας, δεδομένου ότι το 2010 συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη δημοσίευση του πρώτου διηγήματός του. Θυμίζουμε πως είναι το διήγημα, «Το κακούργημα του ιερέως», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Γεράσιμου Βώκου, «Το περιοδικόν μας», στις 15 Δεκεμβρίου 1900.
Ωστόσο, μια άλλη έκδοση, υποσχεμένη από το 2008, κατά τη συμπλήρωση πεντηκονταετίας από το θάνατό του, στις 27 Μαρτίου 1958, ακόμη αναμένεται. Συγκεκριμένα, στο διήμερο αφιέρωμα στον Βουτυρά, που είχε οργανώσει η Εταιρεία Φίλων Δημοσθένη βουτυρά «Παραρλάμα», στις 26-27 Νοεμβρίου 2008, είχε αναγγελθεί η έκδοση του έκτου τόμου των Απάντων Βουτυρά εντός εκείνου του έτους. Την έκδοσή του την είχε αναλάβει η εν λόγω Εταιρεία, αφού οι προηγούμενοι εκδότες των Απάντων (το «Δελφίνι» τους πρώτους τέσσερις τόμους, Μάρτιος 1994 - Δεκέμβριος 1999, το «Στάχυ» τον πέμπτο τόμο, Ιούνιο 2001) εγκατέλειψαν ημιτελές το έργο. Επίσης, είχε εξαγγελθεί ότι τα Άπαντα θα έφταναν τους 13 τόμους. Έκταση που δίνει την προοπτική να “νοικοκυρευτεί” ολόκληρο το έργο του, που υπολογίζεται να φτάνει ή και να υπερβαίνει τα 500 διηγήματα, δημοσιευμένα σε ένα ευρύ φάσμα περιοδικών.
Το 2008, όμως, παρήλθε, χωρίς να υλοποιηθεί η έκδοση του έκτου τόμου. Ο Βάσιας Τσοκόπουλος, που έχει αναλάβει επιμελητής των Απάντων, παρουσίασε, τον περασμένο Οκτώβριο, αυτήν την καινούρια συλλογή διηγημάτων Βουτυρά, όπου ο έκτος τόμος αναφέρεται ως ήδη εκδοθείς εντός του 2009. Ευχόμαστε να μην ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ρήση, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, και να μην χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι το επόμενο επετειακό έτος Βουτυρά. Γιατί, αυτό θα σήμαινε νέα αναμονή μέχρι του χρόνου, που συμπληρώνονται 140 χρόνια από τη γέννησή του. Μπορεί, όμως, και μέχρι το 2012, δεδομένου ότι οι νεότεροι μελετητές (Τσοκόπουλος στα Άπαντα και Βέρα Βασαρδάνη στη διδακτορική διατριβή της και στη συνέχεια, στο λήμμα της Γραμματολογίας Σοκόλη) δεν έχουν φιξάρει, αν γεννήθηκε το 1871 ή το 1872.
Ο ίδιος ο Βουτυράς ξεκινά την αυτοβιογραφία του με τη φράση: «Γεννήθηκα στις 12/25 Μαρτίου του 1875 (έτσι λέγουσι) σ’ ένα ξενοδοχείο της Πόλης του Γαλατά.» Ο Πέτρος Χάρης, στη δεύτερη μνημόνευση εντός του ιδίου έτους στην «Νέα Εστία» του θανάτου του Βουτυρά, στο χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα του 1958, προσθέτει σε υποσελίδια σημείωση ότι η σωστή ημερομηνία είναι 25 Μαρτίου 1971. Μάλιστα, χρησιμοποιεί το ρήμα, “εξακριβώσαμε”. Φαίνεται, όμως, πως οι μελετητές δεν εμπιστεύονται τον Χάρη. Κακώς, γιατί οι παλαιότεροι μπορεί, κρινόμενοι με τα σημερινά στάνταρ, να υστερούσαν σε θεωρίες, όμως, ερευνούσαν. Παρατηρούμε, πάντως, πως ούτε ο Δημήτρης Σταμέλος δίνει βάση στη «Νέα Εστία». Στο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Larusse Britannica, που συντάσσει, προκρίνει το 1872. Όπως και να έχει, μένει το γεγονός, ότι ο Βουτυράς πέθανε δυο μέρες μετά τα γενέθλιά του.
Εμείς, πάντως, είμαστε της γνώμης, πως μια αναδίφηση στα πειραιώτικα αρχεία μπορεί να απέβαινε καρποφόρα. Γιατί, ναι μεν ο Βουτυράς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, από το 1876, η οικογένεια Βουτυρά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Τυχαίνει, μάλιστα, ο πατέρας του να είναι συμβολαιογράφος, διορισμένος στη διεύθυνση Πειραιώς. Δείχνει μάλλον απίθανο να μην κατέγραψε το έτος γεννήσεως του γιου του. Η ακριβής χρονολογία θα ήταν χρήσιμη για τους μελλοντικούς εορτασμούς. Μπορεί, το 2008, οι επίσημοι φορείς να αγνόησαν την επέτειο του θανάτου του, όμως η στάση τους θα αλλάξει άρδην, έτσι και οι φίλα κείμενοι στον Βουτυρά μελετητές κατορθώσουν να πείσουν ότι πρόκειται για έναν μοντέρνο συγγραφέα. Χαρακτηρισμό, που πρώτος χρησιμοποίησε, προς εικοσαετίας, ο Στυλιανός Αλεξίου, υιοθετώντας ουσιαστικά τις απόψεις για το έργο του Βουτυρά, που είχε δημοσιεύσει, το 1948, ο Στρατής Τσίρκας. Ύστερα, αφού βρέθηκαν ορισμένοι να χαρακτηρίσουν μεταμοντέρνο τον Παπαδιαμάντη, δεν αποκλείεται οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι με παρόμοια σκευή να προχωρήσουν στον Βουτυρά, που και νεότερος κατά μια εικοσαετία είναι και στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του μεσοπολέμου συμμετέχει.
Τον Δεκέμβριο του 2007, ο Τσοκόπουλος είχε παρουσιάσει μια πρώτη ανθολόγηση από τις ιστορίες του Βουτυρά. Η συλλογή έχει τον τίτλο «Τα σύμβολα στα όνειρα» (Εκδόσεις Φαρφουλάς) και αποτελείται από έξι διηγήματα, που στηρίζονται σε όνειρα. Σε αυτά προτάσσεται μια διάλεξη του Βουτυρά περί των συμβόλων στα όνειρα, όπου φαίνεται η πίστη του στην προφητική δύναμη των ονείρων. Ενώ, προστίθεται ανθολόγιο του Διαμαντή Καράβολα με ενυπνιακά αποσπάσματα από 34 διηγήματα του Βουτυρά. Τόσο εκείνη η θεματική ανθολογία όσο και η πρόσφατη, όπου επιλέγονται, σχεδόν αποκλειστικά, φανταστικά διηγήματα, δείχνουν ότι ο Βουτυράς δεν χωράει στο “συρτάρι” της μικροαστικής ηθογραφίας, στο οποίο, κατά κανόνα, τον τοποθετούν οι ιστορικοί της λογοτεχνίας. Τουλάχιστον όσοι του αφιερώνουν μερικές σειρές και δεν περιορίζονται σε ένα στεγνό επιθετικό προσδιορισμό, που ποικίλλει από ηθογράφος έως ρεαλιστής, όταν δεν ανακηρύσσεται γενάρχης της αλητογραφίας. Ταυτόχρονα, οι συλλογές προσφέρουν μαρτυρία για το εσφαλμένο της άποψης, ότι ο Βουτυράς αποφάσισε να στραφεί στο φανταστικό διήγημα το 1925, όπως αναφέρεται στην Ιστορία του Μάριο Βίττι, θεωρούμενη, στην αναθεωρημένη μορφή της, ως η εγκυρότερη ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας και η οποία αντιμετωπίζει με σχετική ευμένεια την περίπτωση Βουτυρά. Ήδη, τα πρώτα, χρονολογικά, διηγήματα των δυο συλλογών, το «Η δύναμη του ονείρου» της πρώτης, δημοσιευμένο το 1902, και το «Μάχη των φαντασμάτων» της δεύτερης, δημοσιευμένο το 1904, ανήκουν, σαφώς, στο χώρο του φανταστικού.
Η πρόσφατη συλλογή συγκεντρώνει 13 διηγήματα, που προκαλούν αισθήματα τρόμου, κάποτε και φρίκης. Το προεξάρχον, σε αυτά, στοιχείο είναι η σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα. Σε ορισμένα, αντί απειλής, γεννιέται ένα αίσθημα βαθιάς μελαγχολίας. Ο Τσοκόπουλος, στην σύντομη αλλά εμπεριστατωμένη εισαγωγή του, τα τοποθετεί στη “μαύρη λογοτεχνία”. Ωστόσο, ο όρος μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, καθώς έχει χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό εννοιολογικό φορτίο από τον Θωμά Γκόρπα, στον οποίο και παραπέμπει ο επιμελητής. Στο δίτομο έργο του, «Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα» (Εκδόσεις Σίσυφος), ο χαρακτηρισμός “μαύρο”, αφορά αφηγήματα με ήρωες περιθωριακούς και “λούμπεν” στοιχεία. Ενώ, ο Τσοκόπουλος φαίνεται να έχει κατά νου τα χαρακτηριστικά του γοτθικού αφηγήματος, τύπου Έντγκαρ Άλλαιν Πόε και Χέρμπερτ Τζωρτζ Γουέλς.
Και σε αυτήν την ομάδα διηγημάτων, όπως στην προ τριετίας συλλογή, τα όνειρα καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της αφήγησης. Μόνο που εδώ δεν ενδιαφέρει τόσο ο προφητικός τους χαρακτήρας για την έκβαση της ιστορίας όσο ο προνομιακός χώρος του ονείρου, που είναι ανοικτός στο παράλογο και τις πέρα του αισθητού εμπειρίες. Το πρώτο, χρονολογικά, διήγημα εικάζεται ότι γράφτηκε το 1902, καθώς αναφέρεται στην ελληνοτουρκική συμμαχία, που συζητιόταν τότε εν όψει της δυναμικής εμπλοκής των Βουλγάρων στο Μακεδονικό Ζήτημα. Ένας γέροντας, “φουστανελάς”, αγανακτεί με όσα σχετικά έγραφαν οι εφημερίδες και ανατρέχει στα χρόνια της Επανάστασης και τη σφοδρή μάχη ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, που κόστισε τη ζωή του πατέρα του. Μόνο που δεν την αφηγείται, όπως, παιδί τότε, θα μπορούσε να τη θυμάται, ούτε όπως οι μεγάλοι μετέπειτα την διηγούνταν. Αλλά, καταπώς την ονειρεύτηκε, μεγάλος πια, ένα απομεσήμερο, που αποκοιμήθηκε στον τόπο της λυσσώδους αναμέτρησης. Έτυχε, μάλιστα, εκείνη την ημέρα να είναι η επέτειος της μάχης. Η ονειρική κατάσταση επιτρέπει στον συγγραφέα να παρουσιάζει τον πεθαμένο πατέρα σαν “γίγαντα” την ώρα της μάχης και να μεγεθύνει το μακελειό, ενώ η οπτική του ενυπνιαζόμενου, που παρακολουθεί με την αίσθηση του πετρωμένου, πολλαπλασιάζει τον τρόμο από την ανάκληση των συμβάντων.
Σε άλλα διηγήματα, δεν αφηγείται όνειρα αλλά και πάλι εκμεταλλεύεται το σκοτεινό και μυστηριώδες, που πλανιέται στην ενυπνιακή κατάσταση. Το δεύτερο, χρονολογικά, διήγημα, «Το χέρι της μοίρας», δημοσιευμένο το 1909, στο οποίο ένας παραγιός εκδικείται το φιλάργυρο αφεντικό του, απηχεί τις σοσιαλιστικές ιδέες, που είχαν αρχίσει δειλά να κερδίζουν έδαφος εκείνα τα χρόνια. Η αφήγηση παρακολουθεί το νοερό μονόλογο του παραγιού, καθώς νιώθει αδύναμος για όσα έχει κατά νου να πράξει. Αντλεί, όμως, δύναμη από τη σκέψη ότι υποκαθιστά, τρόπον τινά, το χέρι της μοίρας, γι’ αυτό και τα συμβάντα περιγράφονται σαν τελούμενα μέσα σε όνειρο. Ένα άλλο διήγημα, «Η εκδίκηση που θα έρθει», δημοσιευμένο δυο χρόνια αργότερα, έχει ουσιαστικά την ίδια υπόθεση, αλλά απλώνεται σε περισσότερες σελίδες, καθώς υπάρχει ένα πρώτο, σαν προλογικό τμήμα, στο οποίο σκιαγραφείται η συγκίνηση που προκαλούν οι καινοφανείς τότε επαναστατικές ιδέες. Εδώ, ένα εφιαλτικό όνειρο προετοιμάζει τον ήρωα για το επερχόμενο κακό, ενώ και πάλι η αφήγηση δημιουργεί την αίσθηση πως ο δράστης κινείται σαν σε όνειρο, πεπεισμένος πως τον οδηγούν υπερκόσμιες δυνάμεις.
Την ίδια εποχή, το 1910, δημοσιεύεται το εντυπωσιακό διήγημα, «Οι αποσκευές των νεκρών». Αυτή τη φορά, ο Βουτυράς δεν εμπλέκει όνειρα, ούτε ενυπνιακές παραισθήσεις. Ρεαλιστική η αφήγηση, περιγράφει μια επίσκεψη σε νεκροταφείο. Το εξοχικό τοπίο, όπου φτάνουν οι ήχοι της πόλης, την εκ του σύνεγγυς θέαση ενός ανοικτού τάφου και στη συνέχεια, το μικρό σπίτι, που μοιάζει με τελωνείο, και, τρόπον τινά, είναι ένα τελωνείο των νεκρών, αφού πρόκειται για το οστεοφυλάκιο, με τα κιβώτια στοιβαγμένα και τις επιγραφές τους μόλις να διακρίνονται. Ωστόσο, η αφήγηση διαφεύγει στο χώρο του φανταστικού, καθώς όλα όσα αντιλαμβάνεται ο αφηγητής να τον περιστοιχίζουν μπερδεύονται στο μυαλό του με εικόνες από το μυθολογικό ταξίδι των νεκρών μέχρι τον Άδη. Αργότερα, το 1917, δημοσιεύει το «Ξωτικό εργαστήρι», που κι αυτό αφηγείται μια επίσκεψη σε νεκροταφείο, όχι, όμως, έναν, εν ενεργεία, τόπο ταφής αλλά έναν εγκαταλελειμμένο. Εδώ, η αφήγηση είναι περισσότερο ελλειπτική και σε ορισμένα αποσπάσματα, δείχνει σαν ονειρική. Πάντως, και στα δυο διηγήματα κατορθώνει να αποτυπώσει τη μελαγχολία από την περιπλάνηση σε ένα τοπίο θανάτου, με κυρίαρχη την αίσθηση της ματαιότητας. Σε νεκροταφείο εκτυλίσσεται και ένα τρίτο διήγημα της ίδιας εποχής, «Η μαύρη φορεσιά». Ο αφηγητής και ένας φίλος του, καταδιωκόμενοι για πολιτικούς λόγους από τους χωροφύλακες, κρύβονται στο “μαγαζί”, μεταξύ καφενείου και ταβέρνας, δίπλα στο νεκροταφείο. Ο φόβος ανακατώνεται με τη φρίκη, που, αυτή τη φορά, δεν τη γεννά τόσο ο χώρος όσο η εγγύτητα με τους νεκρούς. Ο καφετζής κάνει και χρέη νεκροθάφτη, ενώ τα μεταχειρισμένα ρούχα, που τους φορούν για μεταμφίεση, δεν είναι αποφόρια ζώντων αλλά οι καλές φορεσιές από τους νεκρούς.
Την εποχή του Βουτυρά, οι λίγοι, που εμπνέονταν από τα νεκροταφεία, αισθάνονταν το μεταφυσικό δέος. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους, που οι περισσότεροι ρέπουν προς την εντυπωσιοθηρία. Στις καλύτερες περιπτώσεις, κατορθώνουν να συλλάβουν ένα νοσηρό ερωτισμό. Παραπλήσια τοπία ερήμωσης και θανάτου περιγράφει ο Βουτυράς και σε τέσσερα διηγήματα, γραμμένα γύρω στα 1920: «Ο καταραμένος δρόμος», «Τόπος ψυχών», «Η πόλη της κατάρας» και «Πού πηγαίναμε;». Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για αφηγήματα τρόμου, που γεννά κυρίως η περιγραφή των φυσικών στοιχείων και λιγότερο η παρουσία φαντασμάτων. Τελικά, όμως, θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως αφηγήσεις ονείρων, καθώς ο συγγραφέας επιστρατεύει συμβολισμούς των ονείρων.
Το τελευταίο, χρονολογικά, διήγημα, «Στη θάλασσα», του 1924, παραμένει εντός ρεαλιστικών πλαισίων. Χωρίς να καταφεύγει σε ονειρικές παρεκβάσεις, υπάρχει, ωστόσο, και σε αυτό, το υπερφυσικό στοιχείο. Το γεννά το δέος, που προκαλεί η τρικυμία στους επιβάτες ενός πλοίου έτοιμου να καταποντιστεί, όπως μπερδεύεται με τις βαθιά ριζωμένες προλήψεις. Τα εντελέστερα διηγήματα αυτής της ανθολόγησης είναι «Το καράβι του θανάτου» και το «Τροφή στο θάνατο», και τα δύο γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Παραπλήσια θεματικά, στήνονται στην ατμόσφαιρα ενός προοιωνιζόμενου, από όνειρα και άλλα παράδοξα σημεία, θανάτου. Η εναλλαγή πραγματικότητας και εφιαλτικών ονείρων δείχνει την τεχνική του Βουτυρά. Πιστεύουμε, γενικότερα, ότι αν είχε το χρόνο να φροντίσει λίγο περισσότερο τις ιστορίες του, κυρίως λεκτικά (σε κάποια σημεία θα πρέπει να υπεισέρχονται και τυπογραφικά λάθη από τις πρώτες εκδόσεις στον περιοδικό Τύπο), θα είχαμε ένα σημαντικό συγγραφέα του φανταστικού διηγήματος.
Τα 13 διηγήματα είναι γραμμένα σε μια περίοδο 22 ετών, από το 1902 μέχρι το 1924. Στο “υπόμνημα” του βιβλίου δίνονται οι πρώτες δημοσιεύσεις των οκτώ διηγημάτων σε ισάριθμα διαφορετικά περιοδικά, ενώ, για τα υπόλοιπα πέντε δεν υπάρχει εξακριβωμένη πρώτη δημοσίευση. Ο Βουτυράς εξέδωσε 25 συλλογές και τα εν λόγω διηγήματα αντλήθηκαν από έξι από αυτές, της περιόδου, 1921-1927. Στο βιβλίο, τα διηγήματα δεν παρατάσσονται κατά χρονολογική σειρά, ούτε ακολουθείται κάποια προφανής ιεράρχηση. Ο επιμελητής θέλησε να φτιάξει με τις 13 ψηφίδες ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα και τα κατάφερε. Πιστεύουμε πως αν ο ίδιος ο Βουτυράς είχε σκεφτεί να καταρτίσει παρόμοιες θεματικές ενότητες, θα γλίτωνε από νωρίς την καθαρή ετικέτα του ηθογράφου.
και άλλες ιστορίες»
Επιλογή, επιμέλεια:
Βάσιας Τσοκόπουλος
Εκδόσεις: Τόπος
Οκτώβριος 2009
Μια ακόμη καινούρια σειρά, με τίτλο, «Λάμψη του λόγου», ξεκινά ο εκδοτικός οίκος «Τόπος», μετά τη σειρά, «Επί των κειμένων», που είχε αρχίσει προ διετίας. Διευθυντής και στις δυο σειρές είναι ο Άρης Μαραγκόπουλος. Ως πρώτο βιβλίο της καινούριας σειράς προκρίνεται μια συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Βουτυρά. Επιλογή, στην οποία θα μπορούσε να δοθεί και επετειακός χαρακτήρας, δεδομένου ότι το 2010 συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη δημοσίευση του πρώτου διηγήματός του. Θυμίζουμε πως είναι το διήγημα, «Το κακούργημα του ιερέως», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Γεράσιμου Βώκου, «Το περιοδικόν μας», στις 15 Δεκεμβρίου 1900.
Ωστόσο, μια άλλη έκδοση, υποσχεμένη από το 2008, κατά τη συμπλήρωση πεντηκονταετίας από το θάνατό του, στις 27 Μαρτίου 1958, ακόμη αναμένεται. Συγκεκριμένα, στο διήμερο αφιέρωμα στον Βουτυρά, που είχε οργανώσει η Εταιρεία Φίλων Δημοσθένη βουτυρά «Παραρλάμα», στις 26-27 Νοεμβρίου 2008, είχε αναγγελθεί η έκδοση του έκτου τόμου των Απάντων Βουτυρά εντός εκείνου του έτους. Την έκδοσή του την είχε αναλάβει η εν λόγω Εταιρεία, αφού οι προηγούμενοι εκδότες των Απάντων (το «Δελφίνι» τους πρώτους τέσσερις τόμους, Μάρτιος 1994 - Δεκέμβριος 1999, το «Στάχυ» τον πέμπτο τόμο, Ιούνιο 2001) εγκατέλειψαν ημιτελές το έργο. Επίσης, είχε εξαγγελθεί ότι τα Άπαντα θα έφταναν τους 13 τόμους. Έκταση που δίνει την προοπτική να “νοικοκυρευτεί” ολόκληρο το έργο του, που υπολογίζεται να φτάνει ή και να υπερβαίνει τα 500 διηγήματα, δημοσιευμένα σε ένα ευρύ φάσμα περιοδικών.
Το 2008, όμως, παρήλθε, χωρίς να υλοποιηθεί η έκδοση του έκτου τόμου. Ο Βάσιας Τσοκόπουλος, που έχει αναλάβει επιμελητής των Απάντων, παρουσίασε, τον περασμένο Οκτώβριο, αυτήν την καινούρια συλλογή διηγημάτων Βουτυρά, όπου ο έκτος τόμος αναφέρεται ως ήδη εκδοθείς εντός του 2009. Ευχόμαστε να μην ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ρήση, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, και να μην χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι το επόμενο επετειακό έτος Βουτυρά. Γιατί, αυτό θα σήμαινε νέα αναμονή μέχρι του χρόνου, που συμπληρώνονται 140 χρόνια από τη γέννησή του. Μπορεί, όμως, και μέχρι το 2012, δεδομένου ότι οι νεότεροι μελετητές (Τσοκόπουλος στα Άπαντα και Βέρα Βασαρδάνη στη διδακτορική διατριβή της και στη συνέχεια, στο λήμμα της Γραμματολογίας Σοκόλη) δεν έχουν φιξάρει, αν γεννήθηκε το 1871 ή το 1872.
Γεννήθηκα...
Ο ίδιος ο Βουτυράς ξεκινά την αυτοβιογραφία του με τη φράση: «Γεννήθηκα στις 12/25 Μαρτίου του 1875 (έτσι λέγουσι) σ’ ένα ξενοδοχείο της Πόλης του Γαλατά.» Ο Πέτρος Χάρης, στη δεύτερη μνημόνευση εντός του ιδίου έτους στην «Νέα Εστία» του θανάτου του Βουτυρά, στο χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα του 1958, προσθέτει σε υποσελίδια σημείωση ότι η σωστή ημερομηνία είναι 25 Μαρτίου 1971. Μάλιστα, χρησιμοποιεί το ρήμα, “εξακριβώσαμε”. Φαίνεται, όμως, πως οι μελετητές δεν εμπιστεύονται τον Χάρη. Κακώς, γιατί οι παλαιότεροι μπορεί, κρινόμενοι με τα σημερινά στάνταρ, να υστερούσαν σε θεωρίες, όμως, ερευνούσαν. Παρατηρούμε, πάντως, πως ούτε ο Δημήτρης Σταμέλος δίνει βάση στη «Νέα Εστία». Στο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Larusse Britannica, που συντάσσει, προκρίνει το 1872. Όπως και να έχει, μένει το γεγονός, ότι ο Βουτυράς πέθανε δυο μέρες μετά τα γενέθλιά του.
Εμείς, πάντως, είμαστε της γνώμης, πως μια αναδίφηση στα πειραιώτικα αρχεία μπορεί να απέβαινε καρποφόρα. Γιατί, ναι μεν ο Βουτυράς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, από το 1876, η οικογένεια Βουτυρά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Τυχαίνει, μάλιστα, ο πατέρας του να είναι συμβολαιογράφος, διορισμένος στη διεύθυνση Πειραιώς. Δείχνει μάλλον απίθανο να μην κατέγραψε το έτος γεννήσεως του γιου του. Η ακριβής χρονολογία θα ήταν χρήσιμη για τους μελλοντικούς εορτασμούς. Μπορεί, το 2008, οι επίσημοι φορείς να αγνόησαν την επέτειο του θανάτου του, όμως η στάση τους θα αλλάξει άρδην, έτσι και οι φίλα κείμενοι στον Βουτυρά μελετητές κατορθώσουν να πείσουν ότι πρόκειται για έναν μοντέρνο συγγραφέα. Χαρακτηρισμό, που πρώτος χρησιμοποίησε, προς εικοσαετίας, ο Στυλιανός Αλεξίου, υιοθετώντας ουσιαστικά τις απόψεις για το έργο του Βουτυρά, που είχε δημοσιεύσει, το 1948, ο Στρατής Τσίρκας. Ύστερα, αφού βρέθηκαν ορισμένοι να χαρακτηρίσουν μεταμοντέρνο τον Παπαδιαμάντη, δεν αποκλείεται οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι με παρόμοια σκευή να προχωρήσουν στον Βουτυρά, που και νεότερος κατά μια εικοσαετία είναι και στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του μεσοπολέμου συμμετέχει.
Θεματικές ανθολογίες
Τον Δεκέμβριο του 2007, ο Τσοκόπουλος είχε παρουσιάσει μια πρώτη ανθολόγηση από τις ιστορίες του Βουτυρά. Η συλλογή έχει τον τίτλο «Τα σύμβολα στα όνειρα» (Εκδόσεις Φαρφουλάς) και αποτελείται από έξι διηγήματα, που στηρίζονται σε όνειρα. Σε αυτά προτάσσεται μια διάλεξη του Βουτυρά περί των συμβόλων στα όνειρα, όπου φαίνεται η πίστη του στην προφητική δύναμη των ονείρων. Ενώ, προστίθεται ανθολόγιο του Διαμαντή Καράβολα με ενυπνιακά αποσπάσματα από 34 διηγήματα του Βουτυρά. Τόσο εκείνη η θεματική ανθολογία όσο και η πρόσφατη, όπου επιλέγονται, σχεδόν αποκλειστικά, φανταστικά διηγήματα, δείχνουν ότι ο Βουτυράς δεν χωράει στο “συρτάρι” της μικροαστικής ηθογραφίας, στο οποίο, κατά κανόνα, τον τοποθετούν οι ιστορικοί της λογοτεχνίας. Τουλάχιστον όσοι του αφιερώνουν μερικές σειρές και δεν περιορίζονται σε ένα στεγνό επιθετικό προσδιορισμό, που ποικίλλει από ηθογράφος έως ρεαλιστής, όταν δεν ανακηρύσσεται γενάρχης της αλητογραφίας. Ταυτόχρονα, οι συλλογές προσφέρουν μαρτυρία για το εσφαλμένο της άποψης, ότι ο Βουτυράς αποφάσισε να στραφεί στο φανταστικό διήγημα το 1925, όπως αναφέρεται στην Ιστορία του Μάριο Βίττι, θεωρούμενη, στην αναθεωρημένη μορφή της, ως η εγκυρότερη ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας και η οποία αντιμετωπίζει με σχετική ευμένεια την περίπτωση Βουτυρά. Ήδη, τα πρώτα, χρονολογικά, διηγήματα των δυο συλλογών, το «Η δύναμη του ονείρου» της πρώτης, δημοσιευμένο το 1902, και το «Μάχη των φαντασμάτων» της δεύτερης, δημοσιευμένο το 1904, ανήκουν, σαφώς, στο χώρο του φανταστικού.
Η πρόσφατη συλλογή συγκεντρώνει 13 διηγήματα, που προκαλούν αισθήματα τρόμου, κάποτε και φρίκης. Το προεξάρχον, σε αυτά, στοιχείο είναι η σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα. Σε ορισμένα, αντί απειλής, γεννιέται ένα αίσθημα βαθιάς μελαγχολίας. Ο Τσοκόπουλος, στην σύντομη αλλά εμπεριστατωμένη εισαγωγή του, τα τοποθετεί στη “μαύρη λογοτεχνία”. Ωστόσο, ο όρος μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, καθώς έχει χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό εννοιολογικό φορτίο από τον Θωμά Γκόρπα, στον οποίο και παραπέμπει ο επιμελητής. Στο δίτομο έργο του, «Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα» (Εκδόσεις Σίσυφος), ο χαρακτηρισμός “μαύρο”, αφορά αφηγήματα με ήρωες περιθωριακούς και “λούμπεν” στοιχεία. Ενώ, ο Τσοκόπουλος φαίνεται να έχει κατά νου τα χαρακτηριστικά του γοτθικού αφηγήματος, τύπου Έντγκαρ Άλλαιν Πόε και Χέρμπερτ Τζωρτζ Γουέλς.
Πάλι όνειρα
Και σε αυτήν την ομάδα διηγημάτων, όπως στην προ τριετίας συλλογή, τα όνειρα καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της αφήγησης. Μόνο που εδώ δεν ενδιαφέρει τόσο ο προφητικός τους χαρακτήρας για την έκβαση της ιστορίας όσο ο προνομιακός χώρος του ονείρου, που είναι ανοικτός στο παράλογο και τις πέρα του αισθητού εμπειρίες. Το πρώτο, χρονολογικά, διήγημα εικάζεται ότι γράφτηκε το 1902, καθώς αναφέρεται στην ελληνοτουρκική συμμαχία, που συζητιόταν τότε εν όψει της δυναμικής εμπλοκής των Βουλγάρων στο Μακεδονικό Ζήτημα. Ένας γέροντας, “φουστανελάς”, αγανακτεί με όσα σχετικά έγραφαν οι εφημερίδες και ανατρέχει στα χρόνια της Επανάστασης και τη σφοδρή μάχη ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, που κόστισε τη ζωή του πατέρα του. Μόνο που δεν την αφηγείται, όπως, παιδί τότε, θα μπορούσε να τη θυμάται, ούτε όπως οι μεγάλοι μετέπειτα την διηγούνταν. Αλλά, καταπώς την ονειρεύτηκε, μεγάλος πια, ένα απομεσήμερο, που αποκοιμήθηκε στον τόπο της λυσσώδους αναμέτρησης. Έτυχε, μάλιστα, εκείνη την ημέρα να είναι η επέτειος της μάχης. Η ονειρική κατάσταση επιτρέπει στον συγγραφέα να παρουσιάζει τον πεθαμένο πατέρα σαν “γίγαντα” την ώρα της μάχης και να μεγεθύνει το μακελειό, ενώ η οπτική του ενυπνιαζόμενου, που παρακολουθεί με την αίσθηση του πετρωμένου, πολλαπλασιάζει τον τρόμο από την ανάκληση των συμβάντων.
Σε άλλα διηγήματα, δεν αφηγείται όνειρα αλλά και πάλι εκμεταλλεύεται το σκοτεινό και μυστηριώδες, που πλανιέται στην ενυπνιακή κατάσταση. Το δεύτερο, χρονολογικά, διήγημα, «Το χέρι της μοίρας», δημοσιευμένο το 1909, στο οποίο ένας παραγιός εκδικείται το φιλάργυρο αφεντικό του, απηχεί τις σοσιαλιστικές ιδέες, που είχαν αρχίσει δειλά να κερδίζουν έδαφος εκείνα τα χρόνια. Η αφήγηση παρακολουθεί το νοερό μονόλογο του παραγιού, καθώς νιώθει αδύναμος για όσα έχει κατά νου να πράξει. Αντλεί, όμως, δύναμη από τη σκέψη ότι υποκαθιστά, τρόπον τινά, το χέρι της μοίρας, γι’ αυτό και τα συμβάντα περιγράφονται σαν τελούμενα μέσα σε όνειρο. Ένα άλλο διήγημα, «Η εκδίκηση που θα έρθει», δημοσιευμένο δυο χρόνια αργότερα, έχει ουσιαστικά την ίδια υπόθεση, αλλά απλώνεται σε περισσότερες σελίδες, καθώς υπάρχει ένα πρώτο, σαν προλογικό τμήμα, στο οποίο σκιαγραφείται η συγκίνηση που προκαλούν οι καινοφανείς τότε επαναστατικές ιδέες. Εδώ, ένα εφιαλτικό όνειρο προετοιμάζει τον ήρωα για το επερχόμενο κακό, ενώ και πάλι η αφήγηση δημιουργεί την αίσθηση πως ο δράστης κινείται σαν σε όνειρο, πεπεισμένος πως τον οδηγούν υπερκόσμιες δυνάμεις.
Μεταφυσικός φόβος
Την ίδια εποχή, το 1910, δημοσιεύεται το εντυπωσιακό διήγημα, «Οι αποσκευές των νεκρών». Αυτή τη φορά, ο Βουτυράς δεν εμπλέκει όνειρα, ούτε ενυπνιακές παραισθήσεις. Ρεαλιστική η αφήγηση, περιγράφει μια επίσκεψη σε νεκροταφείο. Το εξοχικό τοπίο, όπου φτάνουν οι ήχοι της πόλης, την εκ του σύνεγγυς θέαση ενός ανοικτού τάφου και στη συνέχεια, το μικρό σπίτι, που μοιάζει με τελωνείο, και, τρόπον τινά, είναι ένα τελωνείο των νεκρών, αφού πρόκειται για το οστεοφυλάκιο, με τα κιβώτια στοιβαγμένα και τις επιγραφές τους μόλις να διακρίνονται. Ωστόσο, η αφήγηση διαφεύγει στο χώρο του φανταστικού, καθώς όλα όσα αντιλαμβάνεται ο αφηγητής να τον περιστοιχίζουν μπερδεύονται στο μυαλό του με εικόνες από το μυθολογικό ταξίδι των νεκρών μέχρι τον Άδη. Αργότερα, το 1917, δημοσιεύει το «Ξωτικό εργαστήρι», που κι αυτό αφηγείται μια επίσκεψη σε νεκροταφείο, όχι, όμως, έναν, εν ενεργεία, τόπο ταφής αλλά έναν εγκαταλελειμμένο. Εδώ, η αφήγηση είναι περισσότερο ελλειπτική και σε ορισμένα αποσπάσματα, δείχνει σαν ονειρική. Πάντως, και στα δυο διηγήματα κατορθώνει να αποτυπώσει τη μελαγχολία από την περιπλάνηση σε ένα τοπίο θανάτου, με κυρίαρχη την αίσθηση της ματαιότητας. Σε νεκροταφείο εκτυλίσσεται και ένα τρίτο διήγημα της ίδιας εποχής, «Η μαύρη φορεσιά». Ο αφηγητής και ένας φίλος του, καταδιωκόμενοι για πολιτικούς λόγους από τους χωροφύλακες, κρύβονται στο “μαγαζί”, μεταξύ καφενείου και ταβέρνας, δίπλα στο νεκροταφείο. Ο φόβος ανακατώνεται με τη φρίκη, που, αυτή τη φορά, δεν τη γεννά τόσο ο χώρος όσο η εγγύτητα με τους νεκρούς. Ο καφετζής κάνει και χρέη νεκροθάφτη, ενώ τα μεταχειρισμένα ρούχα, που τους φορούν για μεταμφίεση, δεν είναι αποφόρια ζώντων αλλά οι καλές φορεσιές από τους νεκρούς.
Την εποχή του Βουτυρά, οι λίγοι, που εμπνέονταν από τα νεκροταφεία, αισθάνονταν το μεταφυσικό δέος. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους, που οι περισσότεροι ρέπουν προς την εντυπωσιοθηρία. Στις καλύτερες περιπτώσεις, κατορθώνουν να συλλάβουν ένα νοσηρό ερωτισμό. Παραπλήσια τοπία ερήμωσης και θανάτου περιγράφει ο Βουτυράς και σε τέσσερα διηγήματα, γραμμένα γύρω στα 1920: «Ο καταραμένος δρόμος», «Τόπος ψυχών», «Η πόλη της κατάρας» και «Πού πηγαίναμε;». Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για αφηγήματα τρόμου, που γεννά κυρίως η περιγραφή των φυσικών στοιχείων και λιγότερο η παρουσία φαντασμάτων. Τελικά, όμως, θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως αφηγήσεις ονείρων, καθώς ο συγγραφέας επιστρατεύει συμβολισμούς των ονείρων.
Το τελευταίο, χρονολογικά, διήγημα, «Στη θάλασσα», του 1924, παραμένει εντός ρεαλιστικών πλαισίων. Χωρίς να καταφεύγει σε ονειρικές παρεκβάσεις, υπάρχει, ωστόσο, και σε αυτό, το υπερφυσικό στοιχείο. Το γεννά το δέος, που προκαλεί η τρικυμία στους επιβάτες ενός πλοίου έτοιμου να καταποντιστεί, όπως μπερδεύεται με τις βαθιά ριζωμένες προλήψεις. Τα εντελέστερα διηγήματα αυτής της ανθολόγησης είναι «Το καράβι του θανάτου» και το «Τροφή στο θάνατο», και τα δύο γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Παραπλήσια θεματικά, στήνονται στην ατμόσφαιρα ενός προοιωνιζόμενου, από όνειρα και άλλα παράδοξα σημεία, θανάτου. Η εναλλαγή πραγματικότητας και εφιαλτικών ονείρων δείχνει την τεχνική του Βουτυρά. Πιστεύουμε, γενικότερα, ότι αν είχε το χρόνο να φροντίσει λίγο περισσότερο τις ιστορίες του, κυρίως λεκτικά (σε κάποια σημεία θα πρέπει να υπεισέρχονται και τυπογραφικά λάθη από τις πρώτες εκδόσεις στον περιοδικό Τύπο), θα είχαμε ένα σημαντικό συγγραφέα του φανταστικού διηγήματος.
Τα 13 διηγήματα είναι γραμμένα σε μια περίοδο 22 ετών, από το 1902 μέχρι το 1924. Στο “υπόμνημα” του βιβλίου δίνονται οι πρώτες δημοσιεύσεις των οκτώ διηγημάτων σε ισάριθμα διαφορετικά περιοδικά, ενώ, για τα υπόλοιπα πέντε δεν υπάρχει εξακριβωμένη πρώτη δημοσίευση. Ο Βουτυράς εξέδωσε 25 συλλογές και τα εν λόγω διηγήματα αντλήθηκαν από έξι από αυτές, της περιόδου, 1921-1927. Στο βιβλίο, τα διηγήματα δεν παρατάσσονται κατά χρονολογική σειρά, ούτε ακολουθείται κάποια προφανής ιεράρχηση. Ο επιμελητής θέλησε να φτιάξει με τις 13 ψηφίδες ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα και τα κατάφερε. Πιστεύουμε πως αν ο ίδιος ο Βουτυράς είχε σκεφτεί να καταρτίσει παρόμοιες θεματικές ενότητες, θα γλίτωνε από νωρίς την καθαρή ετικέτα του ηθογράφου.
Μ. Θεοδοσοπούλου