Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Ο Βουτυράς του φανταστικού

Δη­μο­σθέ­νης Βου­τυ­ράς
«Το κα­ρά­βι του θα­νά­του
και άλ­λες ι­στο­ρίες»
Επι­λο­γή, ε­πι­μέ­λεια:
Βά­σιας Τσο­κό­που­λος
Εκδό­σεις: Τό­πος
Οκτώ­βριος 2009

Μια α­κό­μη και­νού­ρια σει­ρά, με τίτ­λο, «Λάμ­ψη του λό­γου», ξε­κι­νά ο εκ­δο­τι­κός οί­κος «Τό­πος», με­τά τη σει­ρά, «Επί των κει­μέ­νων», που εί­χε αρ­χί­σει προ διε­τίας. Διευ­θυ­ντής και στις δυο σει­ρές εί­ναι ο Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος. Ως πρώ­το βι­βλίο της και­νού­ριας σει­ράς προ­κρί­νε­ται μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Δη­μο­σθέ­νη Βου­τυ­ρά. Επι­λο­γή, στην ο­ποία θα μπο­ρού­σε να δο­θεί και ε­πε­τεια­κός χα­ρα­κτή­ρας, δε­δο­μέ­νου ό­τι το 2010 συ­μπλη­ρώ­νο­νται 110 χρό­νια α­πό τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του διη­γή­μα­τός του. Θυ­μί­ζου­με πως εί­ναι το διή­γη­μα, «Το κα­κούρ­γη­μα του ιε­ρέως», που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό του Γε­ρά­σι­μου Βώ­κου, «Το πε­ριο­δι­κόν μας», στις 15 Δε­κεμ­βρίου 1900.
Ωστό­σο, μια άλ­λη έκ­δο­ση, υ­πο­σχε­μέ­νη α­πό το 2008, κα­τά τη συ­μπλή­ρω­ση πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας α­πό το θά­να­τό του, στις 27 Μαρ­τίου 1958, α­κό­μη α­να­μέ­νε­ται. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στο διή­με­ρο α­φιέ­ρω­μα στον Βου­τυ­ρά, που εί­χε ορ­γα­νώ­σει η Εται­ρεία Φί­λων Δη­μο­σθέ­νη βου­τυ­ρά «Πα­ραρ­λά­μα», στις 26-27 Νο­εμ­βρίου 2008, εί­χε α­ναγ­γελ­θεί η έκ­δο­ση του έ­κτου τό­μου των Απά­ντων Βου­τυ­ρά ε­ντός ε­κεί­νου του έ­τους. Την έκ­δο­σή του την εί­χε α­να­λά­βει η εν λό­γω Εται­ρεία, α­φού οι προ­η­γού­με­νοι εκ­δό­τες των Απά­ντων (το «Δελ­φί­νι» τους πρώ­τους τέσ­σε­ρις τό­μους, Μάρ­τιος 1994 - Δε­κέμ­βριος 1999, το «Στά­χυ» τον πέ­μπτο τό­μο, Ιού­νιο 2001) ε­γκα­τέ­λει­ψαν η­μι­τε­λές το έρ­γο. Επί­σης, εί­χε ε­ξαγ­γελ­θεί ό­τι τα Άπα­ντα θα έ­φτα­ναν τους 13 τό­μους. Έκτα­ση που δί­νει την προο­πτι­κή να “νοι­κο­κυ­ρευ­τεί” ο­λό­κλη­ρο το έρ­γο του, που υ­πο­λο­γί­ζε­ται να φτά­νει ή και να υ­περ­βαί­νει τα 500 διη­γή­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να σε έ­να ευ­ρύ φά­σμα πε­ριο­δι­κών.
Το 2008, ό­μως, πα­ρήλ­θε, χω­ρίς να υ­λο­ποιη­θεί η έκ­δο­ση του έ­κτου τό­μου. Ο Βά­σιας Τσο­κό­που­λος, που έ­χει α­να­λά­βει ε­πι­με­λη­τής των Απά­ντων, πα­ρου­σία­σε, τον πε­ρα­σμέ­νο Οκτώ­βριο, αυ­τήν την και­νού­ρια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των Βου­τυ­ρά, ό­που ο έ­κτος τό­μος α­να­φέ­ρε­ται ως ή­δη εκ­δο­θείς ε­ντός του 2009. Ευ­χό­μα­στε να μην ι­σχύει στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η ρή­ση, η ελ­πί­δα πε­θαί­νει τε­λευ­ταία, και να μην χρεια­στεί να πε­ρι­μέ­νου­με μέ­χρι το ε­πό­με­νο ε­πε­τεια­κό έ­τος Βου­τυ­ρά. Για­τί, αυ­τό θα σή­μαι­νε νέα α­να­μο­νή μέ­χρι του χρό­νου, που συ­μπλη­ρώ­νο­νται 140 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Μπο­ρεί, ό­μως, και μέ­χρι το 2012, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι νεό­τε­ροι με­λε­τη­τές (Τσο­κό­που­λος στα Άπα­ντα και Βέ­ρα Βα­σαρ­δά­νη στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της και στη συ­νέ­χεια, στο λήμ­μα της Γραμ­μα­το­λο­γίας Σο­κό­λη) δεν έ­χουν φι­ξά­ρει, αν γεν­νή­θη­κε το 1871 ή το 1872.

Γεν­νή­θη­κα...

Ο ί­διος ο Βου­τυ­ράς ξε­κι­νά την αυ­το­βιο­γρα­φία του με τη φρά­ση: «Γεν­νή­θη­κα στις 12/25 Μαρ­τίου του 1875 (έ­τσι λέ­γου­σι) σ’ έ­να ξε­νο­δο­χείο της Πό­λης του Γα­λα­τά.» Ο Πέ­τρος Χά­ρης, στη δεύ­τε­ρη μνη­μό­νευ­ση ε­ντός του ι­δίου έ­τους στην «Νέα Εστία» του θα­νά­του του Βου­τυ­ρά, στο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο α­φιέ­ρω­μα του 1958, προ­σθέ­τει σε υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση ό­τι η σω­στή η­με­ρο­μη­νία εί­ναι 25 Μαρ­τίου 1971. Μά­λι­στα, χρη­σι­μο­ποιεί το ρή­μα, “ε­ξα­κρι­βώ­σα­με”. Φαί­νε­ται, ό­μως, πως οι με­λε­τη­τές δεν ε­μπι­στεύο­νται τον Χά­ρη. Κα­κώς, για­τί οι πα­λαιό­τε­ροι μπο­ρεί, κρι­νό­με­νοι με τα ση­με­ρι­νά στά­ντα­ρ, να υ­στε­ρού­σαν σε θεω­ρίες, ό­μως, ε­ρευ­νού­σαν. Πα­ρα­τη­ρού­με, πά­ντως, πως ού­τε ο Δη­μή­τρης Στα­μέ­λος δί­νει βά­ση στη «Νέα Εστία». Στο λήμ­μα της Εγκυ­κλο­παί­δειας Πά­πυ­ρος Larusse Britannica, που συ­ντάσ­σει, προ­κρί­νει το 1872. Όπως και να έ­χει, μέ­νει το γε­γο­νός, ό­τι ο Βου­τυ­ράς πέ­θα­νε δυο μέ­ρες με­τά τα γε­νέ­θλιά του.
Εμείς, πά­ντως, εί­μα­στε της γνώ­μης, πως μια α­να­δί­φη­ση στα πει­ραιώ­τι­κα αρ­χεία μπο­ρεί να α­πέ­βαι­νε καρ­πο­φό­ρα. Για­τί, ναι μεν ο Βου­τυ­ράς γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, αλ­λά, α­πό το 1876, η οι­κο­γέ­νεια Βου­τυ­ρά ε­γκα­τα­στά­θη­κε στον Πει­ραιά. Τυ­χαί­νει, μά­λι­στα, ο πα­τέ­ρας του να εί­ναι συμ­βο­λαιο­γρά­φος, διο­ρι­σμέ­νος στη διεύ­θυν­ση Πει­ραιώς. Δεί­χνει μάλ­λον α­πί­θα­νο να μην κα­τέ­γρα­ψε το έ­τος γεν­νή­σεως του γιου του. Η α­κρι­βής χρο­νο­λο­γία θα ή­ταν χρή­σι­μη για τους μελ­λο­ντι­κούς ε­ορ­τα­σμούς. Μπο­ρεί, το 2008, οι ε­πί­ση­μοι φο­ρείς να α­γνό­η­σαν την ε­πέ­τειο του θα­νά­του του, ό­μως η στά­ση τους θα αλ­λά­ξει άρ­δην, έ­τσι και οι φί­λα κεί­με­νοι στον Βου­τυ­ρά με­λε­τη­τές κα­τορ­θώ­σουν να πεί­σουν ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν μο­ντέρ­νο συγ­γρα­φέα. Χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που πρώ­τος χρη­σι­μο­ποίη­σε, προς ει­κο­σα­ε­τίας, ο Στυ­λια­νός Αλε­ξίου, υιο­θε­τώ­ντας ου­σια­στι­κά τις α­πό­ψεις για το έρ­γο του Βου­τυ­ρά, που εί­χε δη­μο­σιεύ­σει, το 1948, ο Στρα­τής Τσίρ­κας. Ύστε­ρα, α­φού βρέ­θη­καν ο­ρι­σμέ­νοι να χα­ρα­κτη­ρί­σουν με­τα­μο­ντέρ­νο τον Πα­πα­δια­μά­ντη, δεν α­πο­κλείε­ται οι ί­διοι ή κά­ποιοι άλ­λοι με πα­ρό­μοια σκευή να προ­χω­ρή­σουν στον Βου­τυ­ρά, που και νεό­τε­ρος κα­τά μια ει­κο­σα­ε­τία εί­ναι και στο λο­γο­τε­χνι­κό γί­γνε­σθαι του με­σο­πο­λέ­μου συμ­με­τέ­χει.

Θε­μα­τι­κές αν­θο­λο­γίες

Τον Δε­κέμ­βριο του 2007, ο Τσο­κό­που­λος εί­χε πα­ρου­σιά­σει μια πρώ­τη αν­θο­λό­γη­ση α­πό τις ι­στο­ρίες του Βου­τυ­ρά. Η συλ­λο­γή έ­χει τον τίτ­λο «Τα σύμ­βο­λα στα ό­νει­ρα» (Εκδό­σεις Φαρ­φου­λάς) και α­πο­τε­λεί­ται α­πό έ­ξι διη­γή­μα­τα, που στη­ρί­ζο­νται σε ό­νει­ρα. Σε αυ­τά προ­τάσ­σε­ται μια διά­λε­ξη του Βου­τυ­ρά πε­ρί των συμ­βό­λων στα ό­νει­ρα, ό­που φαί­νε­ται η πί­στη του στην προ­φη­τι­κή δύ­να­μη των ο­νεί­ρων. Ενώ, προ­στί­θε­ται αν­θο­λό­γιο του Δια­μα­ντή Κα­ρά­βο­λα με ε­νυ­πνια­κά α­πο­σπά­σμα­τα α­πό 34 διη­γή­μα­τα του Βου­τυ­ρά. Τό­σο ε­κεί­νη η θε­μα­τι­κή αν­θο­λο­γία ό­σο και η πρό­σφα­τη, ό­που ε­πι­λέ­γο­νται, σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά, φα­ντα­στι­κά διη­γή­μα­τα, δεί­χνουν ό­τι ο Βου­τυ­ράς δεν χω­ρά­ει στο “συρ­τά­ρι” της μι­κρο­α­στι­κής η­θο­γρα­φίας, στο ο­ποίο, κα­τά κα­νό­να, τον το­πο­θε­τούν οι ι­στο­ρι­κοί της λο­γο­τε­χνίας. Του­λά­χι­στον ό­σοι του α­φιε­ρώ­νουν με­ρι­κές σει­ρές και δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται σε έ­να στε­γνό ε­πι­θε­τι­κό προσ­διο­ρι­σμό, που ποι­κίλ­λει α­πό η­θο­γρά­φος έως ρε­α­λι­στής, ό­ταν δεν α­να­κη­ρύσ­σε­ται γε­νάρ­χης της α­λη­το­γρα­φίας. Ταυ­τό­χρο­να, οι συλ­λο­γές προ­σφέ­ρουν μαρ­τυ­ρία για το ε­σφαλ­μέ­νο της ά­πο­ψης, ό­τι ο Βου­τυ­ράς α­πο­φά­σι­σε να στρα­φεί στο φα­ντα­στι­κό διή­γη­μα το 1925, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται στην Ιστο­ρία του Μά­ριο Βίτ­τι, θεω­ρού­με­νη, στην α­να­θεω­ρη­μέ­νη μορ­φή της, ως η ε­γκυ­ρό­τε­ρη ι­στο­ρία νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας και η ο­ποία α­ντι­με­τω­πί­ζει με σχε­τι­κή ευ­μέ­νεια την πε­ρί­πτω­ση Βου­τυ­ρά. Ήδη, τα πρώ­τα, χρο­νο­λο­γι­κά, διη­γή­μα­τα των δυο συλ­λο­γών, το «Η δύ­να­μη του ο­νεί­ρου» της πρώ­της, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1902, και το «Μά­χη των φα­ντα­σμά­των» της δεύ­τε­ρης, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1904, α­νή­κουν, σα­φώς, στο χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού.
Η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή συ­γκε­ντρώ­νει 13 διη­γή­μα­τα, που προ­κα­λούν αι­σθή­μα­τα τρό­μου, κά­πο­τε και φρί­κης. Το προ­ε­ξάρ­χον, σε αυ­τά, στοι­χείο εί­ναι η σκο­τει­νή και α­πει­λη­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα. Σε ο­ρι­σμέ­να, α­ντί α­πει­λής, γεν­νιέ­ται έ­να αί­σθη­μα βα­θιάς με­λαγ­χο­λίας. Ο Τσο­κό­που­λος, στην σύ­ντο­μη αλ­λά ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη ει­σα­γω­γή του, τα το­πο­θε­τεί στη “μαύ­ρη λο­γο­τε­χνία”. Ωστό­σο, ο ό­ρος μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σύγ­χυ­ση, κα­θώς έ­χει χρη­σι­μο­ποιη­θεί με δια­φο­ρε­τι­κό εν­νοιο­λο­γι­κό φορ­τίο α­πό τον Θω­μά Γκόρ­πα, στον ο­ποίο και πα­ρα­πέ­μπει ο ε­πι­με­λη­τής. Στο δί­το­μο έρ­γο του, «Πε­ρι­πε­τειώ­δες κοι­νω­νι­κό και μαύ­ρο νε­ο­ελ­λη­νι­κό α­φή­γη­μα» (Εκδό­σεις Σί­συ­φος), ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός “μαύ­ρο”, α­φο­ρά α­φη­γή­μα­τα με ή­ρωες πε­ρι­θω­ρια­κούς και “λού­μπε­ν” στοι­χεία. Ενώ, ο Τσο­κό­που­λος φαί­νε­ται να έ­χει κα­τά νου τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του γοτ­θι­κού α­φη­γή­μα­τος, τύ­που Έντγκαρ Άλλαιν Πόε και Χέρ­μπερτ Τζωρτζ Γουέ­λς.

Πά­λι ό­νει­ρα

Και σε αυ­τήν την ο­μά­δα διη­γη­μά­των, ό­πως στην προ τριε­τίας συλ­λο­γή, τα ό­νει­ρα κα­τα­λαμ­βά­νουν με­γά­λο μέ­ρος της α­φή­γη­σης. Μό­νο που ε­δώ δεν εν­δια­φέ­ρει τό­σο ο προ­φη­τι­κός τους χα­ρα­κτή­ρας για την έκ­βα­ση της ι­στο­ρίας ό­σο ο προ­νο­μια­κός χώ­ρος του ο­νεί­ρου, που εί­ναι α­νοι­κτός στο πα­ρά­λο­γο και τις πέ­ρα του αι­σθη­τού ε­μπει­ρίες. Το πρώ­το, χρο­νο­λο­γι­κά, διή­γη­μα ει­κά­ζε­ται ό­τι γρά­φτη­κε το 1902, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται στην ελ­λη­νο­τουρ­κι­κή συμ­μα­χία, που συ­ζη­τιό­ταν τό­τε εν ό­ψει της δυ­να­μι­κής ε­μπλο­κής των Βουλ­γά­ρων στο Μα­κε­δο­νι­κό Ζή­τη­μα. Ένας γέ­ρο­ντας, “φου­στα­νε­λάς”, α­γα­να­κτεί με ό­σα σχε­τι­κά έ­γρα­φαν οι ε­φη­με­ρί­δες και α­να­τρέ­χει στα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης και τη σφο­δρή μά­χη α­νά­με­σα σε Έλλη­νες και Τούρ­κους, που κό­στι­σε τη ζωή του πα­τέ­ρα του. Μό­νο που δεν την α­φη­γεί­ται, ό­πως, παι­δί τό­τε, θα μπο­ρού­σε να τη θυ­μά­ται, ού­τε ό­πως οι με­γά­λοι με­τέ­πει­τα την διη­γού­νταν. Αλλά, κα­τα­πώς την ο­νει­ρεύ­τη­κε, με­γά­λος πια, έ­να α­πο­με­σή­με­ρο, που α­πο­κοι­μή­θη­κε στον τό­πο της λυσ­σώ­δους α­να­μέ­τρη­σης. Έτυ­χε, μά­λι­στα, ε­κεί­νη την η­μέ­ρα να εί­ναι η ε­πέ­τειος της μά­χης. Η ο­νει­ρι­κή κα­τά­στα­ση ε­πι­τρέ­πει στον συγ­γρα­φέα να πα­ρου­σιά­ζει τον πε­θα­μέ­νο πα­τέ­ρα σαν “γί­γα­ντα” την ώ­ρα της μά­χης και να με­γε­θύ­νει το μα­κε­λειό, ε­νώ η ο­πτι­κή του ε­νυ­πνια­ζό­με­νου, που πα­ρα­κο­λου­θεί με την αί­σθη­ση του πε­τρω­μέ­νου, πολ­λα­πλα­σιά­ζει τον τρό­μο α­πό την α­νά­κλη­ση των συμ­βά­ντων.
Σε άλ­λα διη­γή­μα­τα, δεν α­φη­γεί­ται ό­νει­ρα αλ­λά και πά­λι εκ­με­ταλ­λεύε­ται το σκο­τει­νό και μυ­στη­ριώ­δες, που πλα­νιέ­ται στην ε­νυ­πνια­κή κα­τά­στα­ση. Το δεύ­τε­ρο, χρο­νο­λο­γι­κά, διή­γη­μα, «Το χέ­ρι της μοί­ρας», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1909, στο ο­ποίο έ­νας πα­ρα­γιός εκ­δι­κεί­ται το φι­λάρ­γυ­ρο α­φε­ντι­κό του, α­πη­χεί τις σο­σια­λι­στι­κές ι­δέες, που εί­χαν αρ­χί­σει δει­λά να κερ­δί­ζουν έ­δα­φος ε­κεί­να τα χρό­νια. Η α­φή­γη­ση πα­ρα­κο­λου­θεί το νο­ε­ρό μο­νό­λο­γο του πα­ρα­γιού, κα­θώς νιώ­θει α­δύ­να­μος για ό­σα έ­χει κα­τά νου να πρά­ξει. Αντλεί, ό­μως, δύ­να­μη α­πό τη σκέ­ψη ό­τι υ­πο­κα­θι­στά, τρό­πον τι­νά, το χέ­ρι της μοί­ρας, γι’ αυ­τό και τα συμ­βά­ντα πε­ρι­γρά­φο­νται σαν τε­λού­με­να μέ­σα σε ό­νει­ρο. Ένα άλ­λο διή­γη­μα, «Η εκ­δί­κη­ση που θα έρ­θει», δη­μο­σιευ­μέ­νο δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, έ­χει ου­σια­στι­κά την ί­δια υ­πό­θε­ση, αλ­λά α­πλώ­νε­ται σε πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες, κα­θώς υ­πάρ­χει έ­να πρώ­το, σαν προ­λο­γι­κό τμή­μα, στο ο­ποίο σκια­γρα­φεί­ται η συ­γκί­νη­ση που προ­κα­λούν οι και­νο­φα­νείς τό­τε ε­πα­να­στα­τι­κές ι­δέες. Εδώ, έ­να ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο προ­ε­τοι­μά­ζει τον ή­ρωα για το ε­περ­χό­με­νο κα­κό, ε­νώ και πά­λι η α­φή­γη­ση δη­μιουρ­γεί την αί­σθη­ση πως ο δρά­στης κι­νεί­ται σαν σε ό­νει­ρο, πε­πει­σμέ­νος πως τον ο­δη­γούν υ­περ­κό­σμιες δυ­νά­μεις.

Με­τα­φυ­σι­κός φό­βος

Την ί­δια ε­πο­χή, το 1910, δη­μο­σιεύε­ται το ε­ντυ­πω­σια­κό διή­γη­μα, «Οι α­πο­σκευές των νε­κρών». Αυ­τή τη φο­ρά, ο Βου­τυ­ράς δεν ε­μπλέ­κει ό­νει­ρα, ού­τε ε­νυ­πνια­κές πα­ραι­σθή­σεις. Ρε­α­λι­στι­κή η α­φή­γη­ση, πε­ρι­γρά­φει μια ε­πί­σκε­ψη σε νε­κρο­τα­φείο. Το ε­ξο­χι­κό το­πίο, ό­που φτά­νουν οι ή­χοι της πό­λης, την εκ του σύ­νεγ­γυς θέ­α­ση ε­νός α­νοι­κτού τά­φου και στη συ­νέ­χεια, το μι­κρό σπί­τι, που μοιά­ζει με τε­λω­νείο, και, τρό­πον τι­νά, εί­ναι έ­να τε­λω­νείο των νε­κρών, α­φού πρό­κει­ται για το ο­στε­ο­φυ­λά­κιο, με τα κι­βώ­τια στοι­βαγ­μέ­να και τις ε­πι­γρα­φές τους μό­λις να δια­κρί­νο­νται. Ωστό­σο, η α­φή­γη­ση δια­φεύ­γει στο χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού, κα­θώς ό­λα ό­σα α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ο α­φη­γη­τής να τον πε­ρι­στοι­χί­ζουν μπερ­δεύο­νται στο μυα­λό του με ει­κό­νες α­πό το μυ­θο­λο­γι­κό τα­ξί­δι των νε­κρών μέ­χρι τον Άδη. Αργό­τε­ρα, το 1917, δη­μο­σιεύει το «Ξω­τι­κό ερ­γα­στή­ρι», που κι αυ­τό α­φη­γεί­ται μια ε­πί­σκε­ψη σε νε­κρο­τα­φείο, ό­χι, ό­μως, έ­ναν, εν ε­νερ­γεία, τό­πο τα­φής αλ­λά έ­ναν ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο. Εδώ, η α­φή­γη­ση εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ελ­λει­πτι­κή και σε ο­ρι­σμέ­να α­πο­σπά­σμα­τα, δεί­χνει σαν ο­νει­ρι­κή. Πά­ντως, και στα δυο διη­γή­μα­τα κα­τορ­θώ­νει να α­πο­τυ­πώ­σει τη με­λαγ­χο­λία α­πό την πε­ρι­πλά­νη­ση σε έ­να το­πίο θα­νά­του, με κυ­ρίαρ­χη την αί­σθη­ση της μα­ταιό­τη­τας. Σε νε­κρο­τα­φείο ε­κτυ­λίσ­σε­ται και έ­να τρί­το διή­γη­μα της ί­διας ε­πο­χής, «Η μαύ­ρη φο­ρε­σιά». Ο α­φη­γη­τής και έ­νας φί­λος του, κα­τα­διω­κό­με­νοι για πο­λι­τι­κούς λό­γους α­πό τους χω­ρο­φύ­λα­κες, κρύ­βο­νται στο “μα­γα­ζί”, με­τα­ξύ κα­φε­νείου και τα­βέρ­νας, δί­πλα στο νε­κρο­τα­φείο. Ο φό­βος α­να­κα­τώ­νε­ται με τη φρί­κη, που, αυ­τή τη φο­ρά, δεν τη γεν­νά τό­σο ο χώ­ρος ό­σο η εγ­γύ­τη­τα με τους νε­κρούς. Ο κα­φετ­ζής κά­νει και χρέη νε­κρο­θά­φτη, ε­νώ τα με­τα­χει­ρι­σμέ­να ρού­χα, που τους φο­ρούν για με­ταμ­φίε­ση, δεν εί­ναι α­πο­φό­ρια ζώ­ντων αλ­λά οι κα­λές φο­ρε­σιές α­πό τους νε­κρούς.
Την ε­πο­χή του Βου­τυ­ρά, οι λί­γοι, που ε­μπνέ­ο­νταν α­πό τα νε­κρο­τα­φεία, αι­σθά­νο­νταν το με­τα­φυ­σι­κό δέ­ος. Σε α­ντί­θε­ση με τους σύγ­χρο­νους, που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ρέ­πουν προς την ε­ντυ­πω­σιο­θη­ρία. Στις κα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, κα­τορ­θώ­νουν να συλ­λά­βουν έ­να νο­ση­ρό ε­ρω­τι­σμό. Πα­ρα­πλή­σια το­πία ε­ρή­μω­σης και θα­νά­του πε­ρι­γρά­φει ο Βου­τυ­ράς και σε τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα, γραμ­μέ­να γύ­ρω στα 1920: «Ο κα­τα­ρα­μέ­νος δρό­μος», «Τό­πος ψυ­χών», «Η πό­λη της κα­τά­ρας» και «Πού πη­γαί­να­με;». Εκ πρώ­της ό­ψεως, πρό­κει­ται για α­φη­γή­μα­τα τρό­μου, που γεν­νά κυ­ρίως η πε­ρι­γρα­φή των φυ­σι­κών στοι­χείων και λι­γό­τε­ρο η πα­ρου­σία φα­ντα­σμά­των. Τε­λι­κά, ό­μως, θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν και ως α­φη­γή­σεις ο­νεί­ρων, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­στρα­τεύει συμ­βο­λι­σμούς των ο­νεί­ρων.
Το τε­λευ­ταίο, χρο­νο­λο­γι­κά, διή­γη­μα, «Στη θά­λασ­σα», του 1924, πα­ρα­μέ­νει ε­ντός ρε­α­λι­στι­κών πλαι­σίων. Χω­ρίς να κα­τα­φεύ­γει σε ο­νει­ρι­κές πα­ρεκ­βά­σεις, υ­πάρ­χει, ω­στό­σο, και σε αυ­τό, το υ­περ­φυ­σι­κό στοι­χείο. Το γεν­νά το δέ­ος, που προ­κα­λεί η τρι­κυ­μία στους ε­πι­βά­τες ε­νός πλοίου έ­τοι­μου να κα­τα­πο­ντι­στεί, ό­πως μπερ­δεύε­ται με τις βα­θιά ρι­ζω­μέ­νες προ­λή­ψεις. Τα ε­ντε­λέ­στε­ρα διη­γή­μα­τα αυ­τής της αν­θο­λό­γη­σης εί­ναι «Το κα­ρά­βι του θα­νά­του» και το «Τρο­φή στο θά­να­το», και τα δύο γραμ­μέ­να στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του 1910. Πα­ρα­πλή­σια θε­μα­τι­κά, στή­νο­νται στην α­τμό­σφαι­ρα ε­νός προοιω­νι­ζό­με­νου, α­πό ό­νει­ρα και άλ­λα πα­ρά­δο­ξα ση­μεία, θα­νά­του. Η ε­ναλ­λα­γή πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και ε­φιαλ­τι­κών ο­νεί­ρων δεί­χνει την τε­χνι­κή του Βου­τυ­ρά. Πι­στεύου­με, γε­νι­κό­τε­ρα, ό­τι αν εί­χε το χρό­νο να φρο­ντί­σει λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο τις ι­στο­ρίες του, κυ­ρίως λε­κτι­κά (σε κά­ποια ση­μεία θα πρέ­πει να υ­πει­σέρ­χο­νται και τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη α­πό τις πρώ­τες εκ­δό­σεις στον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο), θα εί­χα­με έ­να ση­μα­ντι­κό συγ­γρα­φέα του φα­ντα­στι­κού διη­γή­μα­τος.
Τα 13 διη­γή­μα­τα εί­ναι γραμ­μέ­να σε μια πε­ρίο­δο 22 ε­τών, α­πό το 1902 μέ­χρι το 1924. Στο “υ­πό­μνη­μα” του βι­βλίου δί­νο­νται οι πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις των ο­κτώ διη­γη­μά­των σε ι­σά­ριθ­μα δια­φο­ρε­τι­κά πε­ριο­δι­κά, ε­νώ, για τα υ­πό­λοι­πα πέ­ντε δεν υ­πάρ­χει ε­ξα­κρι­βω­μέ­νη πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Ο Βου­τυ­ράς ε­ξέ­δω­σε 25 συλ­λο­γές και τα εν λό­γω διη­γή­μα­τα αν­τλή­θη­καν α­πό έ­ξι α­πό αυ­τές, της πε­ριό­δου, 1921-1927. Στο βι­βλίο, τα διη­γή­μα­τα δεν πα­ρα­τάσ­σο­νται κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, ού­τε α­κο­λου­θεί­ται κά­ποια προ­φα­νής ιε­ράρ­χη­ση. Ο ε­πι­με­λη­τής θέ­λη­σε να φτιά­ξει με τις 13 ψη­φί­δες έ­να συ­ναρ­πα­στι­κό α­νά­γνω­σμα και τα κα­τά­φε­ρε. Πι­στεύου­με πως αν ο ί­διος ο Βου­τυ­ράς εί­χε σκε­φτεί να κα­ταρ­τί­σει πα­ρό­μοιες θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες, θα γλί­τω­νε α­πό νω­ρίς την κα­θα­ρή ε­τι­κέ­τα του η­θο­γρά­φου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου