Στο Φιλολογικό Μνημόσυνο του Κ. Θ. Δημαρά (17-19 Φεβρ. 1993), ένα χρόνο μετά το θάνατό του (18 Φεβρ. 1992), ο Γ. Π. Σαββίδης επέλεξε να μιλήσει για τη σχέση Καβάφη-Ξενόπουλου. Η “ανακοίνωσή” του δημοσιεύτηκε στο φθινοπωρινό τεύχος του περιοδικού «Περίπλους». Παρουσιάζοντας στη σελίδα του Ex Libris (17/10/1993) το δημοσίευμα του περιοδικού, παρατηρούσαμε, ότι η εκτενέστερη φιλολογική εργασία, στην οποία στηρίχτηκε η “ανακοίνωσή” του, θα άξιζε αυτοτελούς δημοσίευσης. Κατά τον συγγραφέα, το σχόλιο έφερε την ιδέα του βιβλίου. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ερμής, Ιούν. 1994, με τίτλο, «Κ. Π. Καβάφης και Γρ. Ξενόπουλος. Ανασύνθεση μιας λογοτεχνικής σχέσης 1901-1944». Το μότο του βιβλίου είναι από το Ημερολόγιο (στην αγγλική) του πρώτου ταξιδιού του Καβάφη στην Ελλάδα (απόπλους από Αλεξάνδρεια στις 5μ.μ. της 12ης Ιουν. 1901, ημέρα Πέμπτη – κατάπλους ξημερώματα της 5ης Αυγ. 1901, ημέρα Δευτέρα, με το νέο ημερολόγιο, που ίσχυε στην Αίγυπτο). Οι εντυπώσεις του κατά την επιστροφή από την ακτή της Αιγιαλείας, όπως την αντικρίζει από το παράθυρο του τραίνου στη διαδρομή Πειραιά-Πάτρα, το απόγευμα της 29ης Ιουλ. 1901: “The country about Diacophto is one of the most beautiful sights I have ever seen – the gorges, the ravines, the fine mountains, the forest are magnificent.”
Το μότο φέρει αντί κεφαλίδος αφιέρωση: “Για τον Δημήτρη και την Diana”. Πρόκειται για την Diana Haas, συστηματική μελετήτρια του Καβάφη από τα χρόνια του διδακτορικού της δίπλα στον Δημαρά και μετέπειτα συνεργάτρια του Σαββίδη στο Αρχείο Καβάφη, και τον σύζυγό της, ζωγράφο Δημήτρη Διαμαντόπουλο, με τόπο κατοικίας τους τον Λόγγο Αιγιαλείας, 22 χλμ. από το Διακοφτό. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου, στις 11 Ιουν. 1995, βράδυ Κυριακής, ο Σαββίδης απεβίωσε στο σπίτι των φίλων του, επιστρέφοντας από την Λευκάδα, όπου την προηγουμένη είχε ανακηρυχτεί επίτιμος δημότης. Στα “εισαγωγικά” του βιβλίου, θυμίζει το ενδιαφέρον του Δημαρά για τον Καβάφη και τον Ξενόπουλο, τονίζοντας πως η σχέση των δυο σχεδόν ομηλίκων συγγραφέων παρέμενε “σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητη και ασχολίαστη στο σύνολό της”. Η ανασύνθεση στηρίχτηκε στα βιβλιογραφικά δεδομένα των αρχών της δεκαετίας του 1990 (Βιβλιογραφία Γ. Κ. Κατσίμπαλη) και το Αρχείο Καβάφη, που βρισκόταν στην κατοχή του. Μετά την έκδοση του βιβλίου, συνέχιζε την περισυλλογή στοιχείων. Αν ο χρόνος του δεν τελείωνε τόσο γρήγορα, το πιθανότερο να επανερχόταν με μία πληρέστερη μορφή.
Το 2001, στο αθηναϊκό συνέδριο για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Ξενόπουλου, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος εκφώνησε ομιλία για “τον Γρηγόριο Ξενόπουλο ως κριτικό του Κ. Π. Καβάφη”, σύμφωνα με τον υπότιτλο του κειμένου της ομιλίας. Εισαγωγικά αναφέρει ότι η σχέση Καβάφη-Ξενόπουλου “έχει αποτυπωθεί με οριστικό τρόπο από τον Γ. Π. Σαββίδη” και πως ο ίδιος, ως βιβλιογράφος του Καβάφη, “δεν βλέπει να υπάρχουν ουσιαστικά συμπληρώματα ή λανθάνουσες πληροφορίες που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν εντυπωσιακά την περιγραφή”. Άρα θεωρεί ότι “το θέμα είναι κλεισμένο από ερευνητικής απόψεως” και η δική του πρόθεση είναι “να επιμείνει στην περίπτωση του Ξενόπουλου ως λογοτεχνικού κριτικού και, ιδιαιτέρως, ως κριτικού του Καβάφη”.
Για τίτλο της ομιλίας του, επιλέγει, από το πρώτο άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη, το 1903, την ονοματική πρόταση “η ισχνότης του χαρτοφυλακίου”. Αιτιολογεί το δάνειο, υποστηρίζοντας πως υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στον Ξενόπουλο ως κριτικό της ποιητικής παραγωγής του Καβάφη μέχρι το 1903 και στον εαυτό του ως κριτικό του συνόλου των κριτικών δημοσιευμάτων Ξενόπουλου για Καβάφη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δυσχεραίνει η ποσοτική ανεπάρκεια του έργου. Εκτός του τίτλου, ακολουθεί τη συλλογιστική του Ξενόπουλου στην ανάπτυξη του θέματος. Ολίγα μεν τα ποιήματα, επιχειρηματολογεί εκείνος, αλλά αξιόλογα. Ασχέτως αν η ισχνότης οφείλεται στο γεγονός ότι διασώζει ως άξια μνημόνευσης 13 από τα 38 μέχρι τότε δημοσιευμένα. Συμμετρικά, σύμφωνα με τον Δασκαλόπουλο, σε σαράντα χρόνια, 1903-1943, “ο Ξενόπουλος έγραψε συνολικώς δώδεκα κείμενα”, από τα οποία “μόνο δυο μπορούν να θεωρηθούν ως πρωτογενείς προσεγγίσεις”. Επιχειρηματολογεί, όμως, ότι αυτά τα δυο έχουν την αξία τους. Η παράλληλη ανάγνωση των κειμένων Ξενόπουλου-Δασκαλόπουλου αφήνει την εντύπωση πως αμφότεροι είδαν μεν το προς κρίση αντικείμενό τους ισχνότερο του πραγματικού, αλλά, στην κριτική τους, αντιπαρέρχονται τις αδυναμίες, προβάλλοντας τα ισχυρά σημεία. Βεβαίως, στην περίπτωση του Δασκαλόπουλου πρόκειται για ομιλία σε επετειακό συνέδριο προς τιμή του Ξενόπουλου. Το κείμενο, όμως, αναδημοσιεύτηκε σε δυο συναγωγές κειμένων του, το 2006 και το 2013, οπότε και θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες διορθωτικές επεμβάσεις.
Είκοσι χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του Σαββίδη, εμείς πιστεύουμε πως η σχέση Καβάφη-Ξενόπουλου επιδέχεται περαιτέρω σχολιασμού. Τα σημερινά βιβλιογραφικά δεδομένα αφήνουν το περιθώριο για μία αναλυτικότερη παρουσίαση του κεφαλαίου “ο Καβάφης του Ξενόπουλου”. Χωρίς, ωστόσο, να διαφωνούμε ως προς την “ισχνότητα του χαρτοφυλακίου”, αν ως αξιόγραφα συγκρατούμε τα αμιγώς κριτικά κείμενα. Μόνο που στην αποτίμηση του κριτικού έργου, ορισμένες δευτερογενείς προσεγγίσεις, όπως ένα σχόλιο, μία απάντηση σε επιθετικό κείμενο, ή η υιοθέτηση συγκεκριμένης στάσης, αποβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις πιο αποκαλυπτικές. Ο Σαββίδης αναφέρει ότι, στην “ανακοίνωσή” του, ο Σπύρος Ασδραχάς του είχε επισημάνει ότι χρησιμοποιούσε “τρεις μεθοδολογικές κατηγορίες του Δημαρά”: τον οικονομικό παράγοντα στην καθημερινότητα των λογίων, την “δεξίωση” του λογοτεχνικού έργου και την σημασία της εθιμοτυπίας στις σχέσεις των λογίων.
Εδώ, θα προσθέταμε ως έναν τέταρτο παράγοντα, τις προσωπικότητες των δυο εμπλεκομένων και τον ιδιωτικό τους βίο, στον οποίο ο Σαββίδης δεν επέμεινε, αρκούμενος σε νύξεις. Αλλά ακόμη και έτσι, φαίνεται πως ορισμένοι είχαν ενοχληθεί. Ο Δασκαλόπουλος θεωρεί πως “η ενδελεχής εργασία του Σαββίδη δεν πέρασε απαρατήρητη εξαιτίας ορισμένων φραστικών ακροτήτων και δυσμενών χαρακτηρισμών που περιείχε εις βάρος του Ξενόπουλου”. Σήμερα, όπως έδειξε και το επετειακό 2013, το κλίμα έχει αλλάξει. Ευνοεί τις ελευθεριάζουσες απόψεις και αποδέχεται τον βιογραφισμό. Θα επωφεληθούμε, για να δείξουμε τους δυο συγγραφείς από μία διαφορετική οπτική γωνία, όπως σε μαγική εικόνα, σαν δυο συγχρόνους μας με τις αδυναμίες και τα πάθη τους, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά στο σινάφι. Από τη μία, έναν πεζογράφο και “ντιλετάντε” κριτικό, αναγνωρισμένο στους αθηναϊκούς κύκλους, και από την άλλη, έναν ποιητή, χωρίς γνωριμίες, που αγωνιά για την προβολή του έργου του. Όπου το “ντιλετάντε”, όπως αυτοαποκαλείται ο Ξενόπουλος, σημαίνει εκείνον που ασκεί την κριτική ερασιτεχνικά. Σήμερα θα προσθέταμε, ακόμη και χαριστικά, εκμεταλλευόμενος την προνομιούχο θέση του ως συνεργάτη σε σημαντικά έντυπα.
Φιλοφρονήσεις
Ο Σαββίδης προτίμησε την χρονολογική παράταξη των στοιχείων. Ως ημερομηνία εκκίνησης παίρνει την ημέρα της γνωριμίας Καβάφη-Ξενόπουλου (2/15η Ιουλ. 1901) και ως καταληκτική, την 16η Δεκ. 1944, τη νύχτα που ανατινάχτηκε η οικία Ξενόπουλου, Ευριπίδου 38. Σαράντα τέσσερα έτη, που τα χωρίζει σε τέσσερις περιόδους. Μία αφηγηματική ανασύνθεση της σχέσης θα έδινε τη δυνατότητα αναδρομής σε προηγούμενα χρόνια. Λ.χ., θα ανέφερε τις λογοτεχνικές “συναντήσεις” τους στις σελίδες των εντύπων που συνεργάζονταν. Άλλωστε, η γνωριμία δυο συγγραφέων επηρεάζεται από την εικόνα που έχει ήδη σχηματίσει ο ένας για τον άλλο, δηλαδή από όσα έχει ακούσει και διαβάσει. Στην προκείμενη περίπτωση, το μόνο που μπορεί να είχαν διαβάσει ήταν δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες, καθώς αμφότεροι δεν είχαν εκδώσει βιβλίο. Η πρώτη σειρά διηγημάτων του Ξενόπουλου μόλις είχε κυκλοφορήσει, Απρ. 1901.
Ο Καβάφης, στο Ημερολόγιό του, αναφέρει ότι ο Ξενόπουλος του είπε πως θαυμάζει τα ποιήματά του και εκείνος του ανταπόδωσε, λέγοντας ότι θαυμάζει τις “ιστορίες” του (αγγλιστί, “contes”). Τίθεται το ερώτημα, κατά πόσο πρόκειται για φιλοφρονήσεις κατά το εθιμοτυπικό ευγενείας μεταξύ ομοτέχνων. Ο Καβάφης, πάντως, συμπληρώνει, “And I sincerely do”. Σε ποια, όμως, έντυπα τα διάβασαν; Κατ’ αρχήν, σε εκείνα που αμφότεροι δημοσιεύουν. Αυτά, κατά την δεκαπενταετία (εικοσαετία στην περίπτωση του Ξενόπουλου) από την πρώτη δημοσίευσή τους μέχρι την γνωριμία τους, είναι τέσσερα: Το Ημερολόγιο του Σκόκου, όπου ο Ξενόπουλος δημοσιεύει διηγήματα και μελετήματα από τον δεύτερο τόμο, του 1887, ενώ ο Καβάφης, από τον 13ο, του 1898. Στη Βιβλιοθήκη του δεύτερου υπάρχουν, εκτός από τους τόμους της περιόδου που συνεργάζεται και στους οποίους ο Ξενόπουλος δεν δημοσιεύει διηγήματα, οι τόμοι του 1892 και 1894. Στον πρώτο, ο Ξενόπουλος δημοσιεύει μελέτη για τον Γεράσιμο Μαρκορά, όπου το αντίτυπο της Βιβλιοθήκης “φέρει περιθωριακές μολυβιές και υπογραμμίσεις”. Στον δεύτερο, την “ιστορία” «Το όνειρον», η οποία συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του. Μετά είναι η εφημερίδα «Το Άστυ», στην οποία ο Ξενόπουλος πρωτοεμφανίζεται με άρθρο στις 2/12/1890 και ως έμμισθος συνεργάτης, αναλαμβάνει το χρονογράφημα, αλλά δεν δημοσιεύει διηγήματα, ενώ ο Καβάφης δημοσιεύει δυο ποιήματα το 1896. Ακόμη το περιοδικό «Τα Ολύμπια», στο οποίο και οι δυο εμφανίζονται μέσα στο 1896. Ο Ξενόπουλος, όμως, με θεατρικό, «Ο Τρίτος», σε συνέχειες (27/1-28/4/1896), ο Καβάφης με ποίημα (8/9/1896). Απομένει το περιοδικό, «Αττικόν Μουσείον», στο οποίο για πρώτη φορά διασταυρώθηκαν, στο ίδιο τεύχος, τα ονόματά τους. Στο εν λόγω περιοδικό, μέσα στη διετία 1891-92, ο Ξενόπουλος δημοσιεύει τέσσερα διηγήματα και ο Καβάφης τρία ποιήματα.
Βεβαίως, ο Καβάφης μπορεί να είχε διαβάσει “ιστορίες” του Ξενόπουλου σε τόμους του Ημερολογίου του Σκόκου, που δεν διασώθηκαν στη Βιβλιοθήκη του, ακόμη να παρακολουθούσε την «Εστία», όπου ο Ξενόπουλος δημοσίευε κυρίως τα διηγήματά του. Σε κάθε περίπτωση, μάλλον είχε μείνει με τις εντυπώσεις μίας ανάγνωσης “διαγωνίως”, όπως θα έλεγαν οι αγγλόφωνοι μελετητές του.
Συμπτώματα κρυπτομνησίας
Ο Ξενόπουλος, στο πρώτο άρθρο του για τον Καβάφη, αναφέρει ποια ποιήματα είχε διαβάσει. Παρότι πρόκειται για άρθρο, που υποτίθεται πως ετοίμαζε από καιρό, είναι προφανές ότι στηρίζεται στη μνήμη του, μη ανατρέχοντας στις πηγές. Στην περίπτωση του περιοδικού «Αττικόν Μουσείον», που στάθηκε γι’ αυτόν σημαντικό, καθώς εκεί, εκτός από τα διηγήματά του, δημοσιεύτηκαν η αυστηρή κριτική Μητσάκη για το πρώτο μυθιστόρημά του και η δική του απάντηση, εμφανίζει συμπτώματα κρυπτομνησίας, συγχέοντας παραστάσεις από διαφορετικά έντυπα. Ξεκινάει, αναφερόμενος αόριστα στο πρώτο ποίημα του Καβάφη που είχε διαβάσει: “Είναι πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου διάβασα εις κάποιον Ημερολόγιον το πρώτον του ποίημα. Επεγράφετο «Ταραντίνοι».” Ακριβολογεί ως προς τα 12 χρόνια, μόνο που δεν επρόκειτο για Ημερολόγιο αλλά για το περιοδικό «Αττικόν Μουσείον». Ούτε για το ποίημα «Οι Ταραντίνοι διασκεδάζουν». Αυτό είχε πράγματι δημοσιευτεί σε Ημερολόγιο, εκείνο του Σκόκου, αλλά πολύ αργότερα, στον τόμο του έτους 1899.
Και συνεχίζει: “Το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον – Κωνσταντίνος Π. Καβάφης – μου εκαρφώθη από τότε.” Μόνο που σε όλα τα ποιήματα στο Ημερολόγιο του Σκόκου, στην υπογραφή, το μικρό όνομα συγκόπτεται σε Κωνστ. Ολογράφως το μικρό όνομα υπάρχει μόνο στο δεύτερο και το τρίτο ποίημα του περιοδικού «Αττικόν Μουσείον». Τέλος, τονίζει πως “ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι’ αυτόν εις εφημερίδα, και ποτέ δεν εφάνη τ’ όνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.” Κι όμως, αυτό συνέβη στο «Αττικόν Μουσείον» και μάλιστα, σε τεύχος που ανοίγει με δικό του διήγημα, υπογεγραμμένο με ακέραιο το όνομά του, ούτε ψευδώνυμο ούτε συγκεκομμένο. Είναι το τεύχος της 30ης Σεπ. 1891, όπου δημοσιεύεται η πρώτη κριτική αποτίμηση για τον Καβάφη από τον Πολέμη. Εκεί το όνομά του εμφανίζεται συγκεκομμένο (Κ. Φ. Καβ.), καθώς καταχωρείται στη στήλη «Συζητήσεις». Ήδη, από αυτήν την πρώτη “συνάντηση”, ο Καβάφης υστερεί σε αναγνωρισιμότητα, όπως λένε σήμερα.
Η πρώτη συνάντηση
Στην πρώτη τους δια ζώσης συνάντηση, θα πρέπει να είχαν θολή εικόνα ο ένας για το λογοτεχνικό έργο του άλλου, με κάποιες δεύτερες σκέψεις. Ο Καβάφης αποκαλεί μεν τον Ξενόπουλο “conteur”, αλλά μάλλον σκέφτεται τον κριτικό. Ενώ ο Ξενόπουλος μπορεί να αναφέρεται στον ποιητή, αλλά έχει κατά νου περισσότερο τον Αιγυπτιώτη, που σημαίνει τον δίαυλο προς “μία πολυπληθή και φιλόμουσο κοινότητα”. Και βεβαίως, πάντοτε υπεισέρχονται οι αυθόρμητες αντιδράσεις. Ο Καβάφης, στο Ημερολόγιό του, συνοψίζει την πρώτη εντύπωση με τη φράση, “A very nice man”. Να σημειώσουμε πως, στο Ημερολόγιο, είναι φειδωλός στους χαρακτηρισμούς προσώπων. Για άλλες γνωριμίες, όπως του Σκόκου και του Μιχαηλίδη, δεν κάνει κανένα σχόλιο. Μόνο για τον Πολέμη σημειώνει: “He looks a serious man, a little pompous. About 60.” Επειδή οι ηλικίες και συνακόλουθα το παρουσιαστικό συμβάλλουν καθοριστικά στην πρώτη εντύπωση, θυμίζουμε ότι ο 38ετής Καβάφης έχει απέναντί του τον 47ετή Σκόκο (σύμφωνα με παλαιότερη περιγραφή του Ξενόπουλου, “στρογγυλό, κοντό, με γενάκια και γυαλιά”), τον 37ετή Μιχαηλίδη (πάλι κατά Ξενόπουλο, “ωραίο μελαχρινό άντρα, ψηλό, στιβαρό, με γενάκεια, που τραβούσε τις γυναίκες όπως τον τραβούσαν και εκείνες”), τον 39ετή Πολέμη, όπως τον περιγράφει παραπάνω ο Καβάφης, και τον 34ετή Ξενόπουλο.
Κατά τον Μποέμ, οκτώ χρόνια νωρίτερα, ο Ξενόπουλος είναι “υψηλός, συμπαθούς φυσιογνωμίας, με ζωηρούς οφθαλμούς, με ξανθίζοντα μύστακα...το μειδίαμα δεν του λείπει από τα χείλη και η φυσιογνωμία του ενέχει τι το ανθηρόν”. Είναι προφανές ότι τον Καβάφη τον γοητεύει η προσωπικότητα του Ζακύνθιου, αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη, ότι τον γνωρίζει ταυτόχρονα με τον Μιχαηλίδη, έχουμε μία ένδειξη τι τον ελκύει σε μία αντρική παρουσία. Είναι και η μόνη κατ’ οίκον “βίζιτα”, που κάνει σε εκείνο το ταξίδι, εξαιρουμένων των συγγενικών του προσώπων. Και μάλιστα, προγραμματισμένη κατά τη συνάντησή τους. Τρίτη έγινε η γνωριμία, Σάββατο η επίσκεψη. Βεβαίως, η κατοικία του Ξενόπουλου ταυτίζεται με τα γραφεία της «Διαπλάσεως». Αλλά για το περιοδικό “των παίδων”, ο Καβάφης ουδέν ενδιαφέρον είχε.
Τις εντυπώσεις του Ξενόπουλου από τη γνωριμία του με τον Καβάφη τις έχουμε μόνο από το πρώτο άρθρο του. Εκεί, όμως, με την περιγραφή του προσώπου επιζητά να ελκύσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, πιθανώς και γιατί, ως κριτής των ποιημάτων του, αισθάνεται μάλλον ανασφαλής. Τον παρουσιάζει σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Τακτική που ακολουθεί και ο Ε. Μ. Φόρστερ στο πρώτο του άρθρο. Αυτά τα δυο άρθρα, που σήμερα αποκαλούνται “ιστορικά”, σκιαγραφούν τον Καβάφη ως μία εκκεντρική παρουσία. Ασχέτως αν η διατύπωση του Άγγλου είναι ποιητική, ενώ, του Ζακύνθιου στοχεύει στον εντυπωσιασμό με εκφράσεις του συρμού, καθόλου κολακευτικές για το πρόσωπο του Καβάφη.
Ο Σαββίδης παρατηρεί ότι δίνει “άφθαρτο το πορταίτο του ανθρώπου Καβάφη”. Αυτό μπορεί να ισχύει, ωστόσο ο Ξενόπουλος ποτέ δεν θα αποτολμούσε παρόμοια περιγραφή για έναν Ελλαδίτη. Ο Δασκαλόπουλος παρατηρεί ότι ο Ξενόπουλος “διανθίζει με ανάλογες περιγραφές τις κρίσεις του για λογοτέχνες που γνώρισε προσωπικώς”. Ακριβέστερα, αντιστρόφως ανάλογες, καθώς τους Ελλαδίτες τους εξωραΐζει, ακόμη και τον “ασχημάνθρωπο” Κονδυλάκη. Αντιστικτικά ως προς τη συμπεριφορά του Καβάφη, αποδίδει στους “λογίους μας” “σεμνήν απλότητα, δειλήν αφέλειαν και αγαθήν αδεξιότητα”. Πριν, όμως, φτάσει στη συμπεριφορά του Καβάφη, σκιαγραφεί το παρουσιαστικό. Ως προς την ηλικία, χρησιμοποιεί την ειρωνικής χροιάς έκφραση “όχι εις την πρώτην νεότητα”, ως προς τα φυλετικά χαρακτηριστικά με το “βαθειά μελαχρινός ως γηγενής της Αιγύπτου” υπαινίσσεται επιμιξίες μάλλον μειωτικές για έναν αμφίπλευρα Κωνσταντινουπολίτη, προσθέτοντας, “φυσιογνωμία που δεν λέγει πολλά πράγματα”, κοινώς αδιάφορη. Τέλος, ως προς την περιβολή χρησιμοποιεί την λέξη “κομψευόμενος”, τονίζοντας τον επιτηδευμένο χαρακτήρα. Όσο αφορά την συμπεριφορά του Καβάφη, συγκρατούμε τους επιθετικούς προσδιορισμούς, που έχουν ως κοινό παρονομαστή την προσποίηση. Χαρακτηρίζει την ομιλία του “σχεδόν στομφώδη και υπερβολική”, τους τρόπους του “πάρα πολύ αβρούς”, ενώ σχολιάζει “όλες εκείνες τις ευγένειές του και τις τσιριμόνιες”. Βεβαίως, αποβλέπει στο ρητορικό σχήμα της αντίθεσης, καταλήγοντας με τις “αστραπές των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που προδίδουν τον άνθρωπο της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας”. Και συνεχίζει, περιγράφοντας με μία φράση το πώς ο ίδιος είχε αντιμετωπίσει τον Καβάφη: “Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν.” Προφανώς, χαριτολογεί. Γεννά, ωστόσο, στον σημερινό αναγνώστη την απορία κατά πόσο είχε διαισθανθεί, σε εκείνη την πρώτη συνάντηση, τις ομοφυλόφιλες προτιμήσεις “του ποιητή του”.
Συνέχεια στο φύλλο της μεθεπόμενης Κυριακής.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/6/2014.