Ανησυχία προκαλεί ο χώρος των λογοτεχνικών περιοδικών, καθώς οι εκδότες τους, ο ένας μετά τον άλλο, ‘‘την κάνουν με μικρά πηδηματάκια’’. Μπορεί να χτυπά άκομψα αυτή η αγοραία διατύπωση, ωστόσο, με τα προβλήματα που έφερε η γενικότερη οικονομική κρίση, όλο και περισσότεροι εκδότες περιοδικών δείχνουν αναποφάσιστοι και αβέβαιοι. Πιθανώς, γιατί είχαν συνηθίσει η έκδοση του περιοδικού να ‘‘τρέχει από μόνη της’’, στηριζόμενοι στην κεκτημένη ταχύτητα. Το κάθε καινούριο τεύχος δεν αντιμετωπιζόταν, παρά ίσως κατ’ εξαίρεση, με μεράκι σαν ένα καινοφανές εγχείρημα, αλλά έγερνε προς την τυποποίηση. Το θεματικό φάσμα της ύλης ήταν κατά κανόνα προσδιορισμένο. Ο κύκλος των συνεργατών είχε προ πολλού επιλεχθεί, δεδομένης της μεγάλης δεξαμενής προσφερόμενων. Οι καταχωρούμενες διαφημίσεις παρέμεναν λίγο-πολύ σταθερές. Η προβολή κάθε τεύχους στις εφημερίδες θεωρείτο δεδομένη χάρις σε ένα κύκλο δημοσιογράφων, για τον οποίο είχε εξ αρχής μεριμνήσει ο εκδότης, καλλιεργώντας προσωπικές σχέσεις μαζί τους, θερμότητας ευθέως ανάλογης με την εμβέλεια του εντύπου, στο οποίο εργάζονταν. Ύστερα, βοηθούσαν οι επιφυλλίδες και τα δημοσιεύματα επώνυμων φίλων του περιοδικού, που λειτουργούσαν πλαγίως, κάτι σαν γκρίζα διαφήμιση. Τέλος, η διάθεση του τεύχους, με συνδρομές και πωλήσεις, ήταν προκαθορισμένη. Υποθέτουμε, χωρίς καμία σχετική γνώση, ότι η έκδοση κάθε τεύχους, σε οικονομικό επίπεδο, δεν θα ήταν απλώς ισοσκελισμένη, αλλά θα απέφερε και κάποιο κέρδος, το οποίο, στη σημερινή συγκυρία, φύρανε.
Τώρα, λοιπόν, απαιτείται οι εκδότες περιοδικών να δραστηριοποιηθούν και να λειτουργήσουν, ως ένα βαθμό, ιδίαις δαπάναις. Κυρίως, χρειάζεται να ξαναβρούν λίγο από τον ενθουσιασμό του ξεκινήματος και να μην κατατρύχονται με το κατά πόσο χρειάζονται τα λογοτεχνικά περιοδικά την εποχή της διαδικτυακής επικοινωνίας. Είναι, όλως διόλου, στρεβλή η άποψη ότι προορισμός και στόχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού είναι να λύνει τα υπαρξιακά προβλήματα μιας παρέας. Στρεβλή όσο και επικίνδυνη, καθώς κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους νεότερους και συχνά επιστρατεύεται από τους ίδιους τους εκδότες σαν δικαιολογία για την απροθυμία τους να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Κατά τη γνώμη μας, από αυτήν τη αντίληψη περί ενός λογοτεχνικού περιοδικού απορρέουν πολλές αδυναμίες, που ανέκυψαν τα τελευταία χρόνια. Από τη δημοσίευση άτεχνων ποιητικών συνθέσεων που αποκαλούνται ποιήματα και σύντομων ιστοριών που εκλαμβάνονται ως διηγήματα μέχρι την κάλυψη των σελίδων κριτικής με εγκωμιαστικές παρουσιάσεις βιβλίων φίλων από φίλους. Αν και το πιο ανεπιθύμητο επακόλουθο είναι η εντύπωση, που έχει καλλιεργηθεί ότι το κύριο έργο των λογοτεχνικών περιοδικών είναι τα αφιερώματα, με αποτέλεσμα, ορισμένα εξ αυτών να καταλήγουν περιοδικές εκδόσεις αφιερωματικών τευχών.
Oλες αυτές οι γενικολογίες ξεκινούν από την έγνοια μην και μείνει το κλεινόν άστυ χωρίς λογοτεχνικά περιοδικά, δεδομένου ότι ήδη τρία από αυτά έχουν καιρό να δώσουν το παρόν. Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του περιοδικού «Διαβάζω» ότι αναστέλλει την κυκλοφορία του μέχρι τον Δεκέμβριο. Υπ’ όψιν ότι το «Διαβάζω» δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό περιοδικό, αλλά η μοναδική “μηνιαία επιθεώρηση βιβλίου”, που στήθηκε φιλόδοξα στο πρότυπο του «Magazine litteraire», Ιανουάριο 1976. Φαίνεται, όμως, πως, μετά από 35 χρόνια, κατέληξε ασύμφορο, ίσως ζημιογόνο, οικονομικά, με αποτέλεσμα να πουληθεί. Μπορεί να συνέτειναν κι άλλοι λόγοι, σχετική πληροφόρηση δεν θεωρήθηκε απαραίτητο να δοθεί. Πάντως, Ιούνιο 2011, προέκυψε νέος εκδότης, ξένος προς το χώρο του βιβλίου. Για να κάνει, ωστόσο, μια επένδυση, όπως η αγορά του πλέον μακρόβιου μεταπολιτευτικού λογοτεχνικού περιοδικού, υπέθετε κανείς ότι είχε συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις. Μόνο ένας επιχειρηματίας, με σοβαρές και πέραν του κέρδους προθέσεις, επενδύει αυτήν την εποχή σε ένα τόσο επισφαλές πολιτιστικό προϊόν. Οπότε η διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού για την εύρεση μιας “ανανεωμένης πρότασης”, όπως ανακοινώθηκε, όταν το αναγνωστικό κοινό δεν είχε καν το χρόνο να καταλάβει την “πρόταση” εκκίνησης, η οποία πρόλαβε κιόλας να παλιώσει τόσο ώστε να χρειάζεται ανανέωση, δημιουργεί ανησυχία μην και προκύψουν παρά φύσιν μεταμορφώσεις. Όταν, μάλιστα, ο νέος ιδιοκτήτης του περιοδικού το χαρακτηρίζει στην ανακοίνωσή του “εκπαιδευτικό-βιβλιογραφικό σύμβουλο”. Έτσι αντιλαμβάνεται μια “μηνιαία επιθεώρηση βιβλίου”, με τις δραστηριότητες που είχε αναπτύξει το «Διαβάζω»;
Συνεχίστηκε η εξαφάνιση του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη», που είχε συμβεί αιφνιδιαστικά και χωρίς καμία σχετική ανακοίνωση. Μέχρι σήμερα, ουδείς γνωρίζει αν πρόκειται για διακοπή της έκδοσης ή μήπως, και σε αυτήν την περίπτωση, για αναστολή. Κι αν συμβαίνει το δεύτερο, πόσο χρόνο προβλέπεται να κρατήσει και από ποιους παράγοντες εξαρτάται. Το σίγουρο είναι ότι δεν το χωράει ο νους, ένα περιοδικό με το κύρος αλλά και την απήχηση της «Λέξης» να κλείνει λόγω οικονομικής στενότητας. Πού είναι όλοι εκείνοι οι επιφανείς συνεργάτες, οι οποίοι το στήριξαν επί μια τριακονταετία; Δεν ανησυχούν; Θυμίζουμε ότι το τελευταίο τεύχος ήταν διπλό, με αύξοντα αριθμό 203-204 και κάλυπτε το εξάμηνο Ιανουάριος-Ιούνιος 2010. Ακόμη δυο τεύχη χρειάζονταν για να κλείσει το 2010 και να συμπληρωθεί αισίως η τριακονταετία. Η περίπτωση της «Λέξης» μας φέρνει στο νου εκείνους τους θανάτους, αν πρόκειται βεβαίως για οριστικό τέλος, που, στο κηδειόσημο, αντί ηλικίας αναγράφεται “πλήρης ημερών”. Πάντως, το εκτενές αφιέρωμα στην κυπριακή λογοτεχνία του τελευταίου τεύχους δεν παρουσίαζε κανένα ίχνος κόπωσης.
Eνα τρίτο λογοτεχνικό περιοδικό, που φαίνεται ‘‘να την κάνει’’, κι αυτό αθόρυβα, είναι το περιοδικό του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Η μακρόβια «Νέα Εστία», που βρίσκεται στο μέσο της ένατης δεκαετίας έκδοσής της. Εδώ, η απορία είναι μεγαλύτερη, γιατί ο εκδότης δεν είναι ένας νεόκοπος στο χώρο του βιβλίου επιχειρηματίας, ούτε ένας ποιητής, αλλά ένας μακρόβιος εκδοτικός οίκος. Και δη, ιστορικός, όπως άλλωστε και το περιοδικό, αυτός της Εστίας. Όμως, ας μην υπερβάλλουμε. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν γίνεται λόγος για διακοπή ούτε για αναστολή κυκλοφορίας. Σύμφωνα με όσα έχουν ανακοινωθεί, αποφασίστηκαν δυο μείζονες αλλαγές. Αλλαγή διευθυντή και αλλαγή συχνότητας κυκλοφορίας. Εκείνο που γεννά απορία είναι γιατί οι συγκεκριμένες αλλαγές αποφασίστηκαν σε μια - κατά την εντύπωσή μας - ανθηρή για το περιοδικό περίοδο. Η προηγούμενη αλλαγή διευθυντή είχε γίνει το 1998, όταν η «Νέα Εστία» βρισκόταν σε φθίνουσα πορεία. Εκείνη η αλλαγή αποδείχθηκε άκρως επιτυχής. Το περιοδικό δεν ξανακέρδισε μόνο σταθερή θέση και εκτίμηση, που λίγο πολύ και υπό άλλες συνθήκες απολάμβανε κατά τον μακρύ μισό αιώνα του Πέτρου Χάρη, αλλά κατέλαβε θέση στην εμπροσθοφυλακή του λογοτεχνικού Τύπου. Μεταμόρφωσε ένα παραδοσιακό, σχεδόν παρακμιακό, περιοδικό σε φορέα σύγχρονων ή, σωστότερα, μετανεωτερικών αντιλήψεων.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα και ενώ δεν υπήρχαν σημεία κάμψης, αντιθέτως, όλο και μεγάλωνε η αίγλη του περιοδικού, ανακοινώθηκε η αντικατάσταση του διευθυντή. Η πρώτη σκέψη μας ήταν μήπως και οι κληρονόμοι του Ξενόπουλου θέλησαν να εναρμονιστούν με το δικό του πνεύμα. Να μειώσουν, δηλαδή, τα ρηξικέλευθα ανοίγματα και να βάλουν στο πηδάλιο κάποιο λογοτέχνη. Με άλλα λόγια, να αναστήσουν τη λογοτεχνική «Νέα Εστία» της πρώτης περιόδου. Τελικά, επρόκειτο για ακριβώς το αντίθετο. Διευθυντής του περιοδικού ανακοινώθηκε ότι αναλαμβάνει ένας ιστορικός. Εδώ, δεν έχει σημασία η στάθμη και το κύρος του επιστήμονα, εκείνο που βαραίνει είναι ο τρόπος σκέψης ενός ιστορικού έναντι ενός λογοτέχνη. Με ποια καλλιεργημένη ευαισθησία και γνώση θα επιλέξει το καλό ποίημα, το άρτιο διήγημα, την μεστή κριτική παρουσίαση, το ενδεικνυόμενο αφιέρωμα; Δεν είμαστε προφήτες κακών, έχουμε, ωστόσο, την εντύπωση ότι θα λειτουργήσει όπως οι υπουργοί μας. Δηλαδή, αυτοσχεδιάζοντας εκ της όποιας λογοτεχνικής περιουσίας και βέβαια, στηριζόμενος σε συμβούλους της επιλογής του.
Ίσως, όμως, η αλλαγή να μην έχει και τόση βαρύτητα, αφού, ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η υποβάθμιση του περιοδικού. Γιατί, βεβαίως, η αλλαγή της συχνότητας έκδοσης, από μηνιαίο σε τριμηνιαίο, υποβάθμιση σημαίνει ως προς το ρόλο, που θέλει να έχει στο χώρο του βιβλίου. Οι λόγοι δεν ανακοινώθηκαν. Αν, πάντως, είναι οι συνήθεις για έναν εκδοτικό οίκο λόγοι οικονομίας, δείχνει αστόχαστο. Δεν ξεκινάς την εξοικονόμηση πόρων από την ατμομηχανή της επιχείρησης. Εκτός κι αν οι κληρονόμοι του Γεωργίου Κασδόνη, ιδρυτή του εκδοτικού οίκου της Εστίας, αλλά και του Ξενόπουλου, δεν έχουν συνειδητοποιήσει το κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει το περιοδικό. Πάντως, προ δυο ετών, Οκτώβριο 2010, σε κοινή συνέντευξη των δυο κυριών του εκδοτικού οίκου, πρεσβύτερης και νεότερης, τονίζεται ότι η φιλοσοφία του εκδοτικού οίκου είναι σεβασμός στην παράδοση και ότι το περιοδικό τους συνιστά θεσμό. Ένας θεσμός, που έφθασε το 1855ο τεύχος. Εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα αναστολής της έκδοσης του περιοδικού, όπως στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, μόνο που ένα περιοδικό-θεσμός δεν μπορεί να έχει την οιαδήποτε συνέχεια.
Τα στενόχωρα αυτά σχόλια, ας μην βιαστεί κανείς να τα ταυτίσει με Σαμαράδες, Βενιζέλους και Κουβέληδες, που γυρεύουν αδιακρίτως οικονομικές θυσίες, γιατί εδώ υπάρχει μια λεπτή, αλλά ουσιώδης, διαφορά. Εάν δεχτούμε ότι η διακοπή της έκδοσης κάποιου λογοτεχνικού περιοδικού συναρτάται ευθέως με την τρέχουσα οικονομική κρίση, τότε όλες οι επισημάνσεις ισχύουν στο ακέραιο. Έχουν, όμως, καταλήξει τόσο αποπνικτικά τα πράγματα ώστε να ορίζουν τη μοίρα των λογοτεχνικών περιοδικών; Μπορεί, ναι, μπορεί και όχι. Εάν, πάντως, δεχτούμε μια κάπως ιδεαλιστική άποψη, τότε τα σχόλια αποκτούν διαφορετική διάσταση, η οποία υπερβαίνει τον ασφυκτικό κλοιό της σημερινής οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την ιδεαλιστική άποψη, ποτέ μέχρι σήμερα – ούτε σε ζόρικες οικονομικά εποχές – δεν είχαν τα λογοτεχνικά περιοδικά αμιγώς εμπορικό χαρακτήρα κι αυτό επειδή συνιστούν απαραίτητη πτυχή του γενικότερου πνευματικού μας βίου. Από τις δύο απόψεις – αυτήν την αμιγώς εμπορική και αυτήν με τα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά – διαλέγει κανείς και κρίνει. Ό,τι, πάντως, εκ των δύο και να διαλέξουμε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάποτε εκδίδονταν περιοδικά, μάλιστα σημαντικά, με οικονομικές θυσίες ή με ρεφενέ μιας μικρής παρέας. Τότε, ούτε διαφημίσεις υπήρχαν, ούτε περιώνυμοι χορηγοί, ούτε προθάλαμοι δημόσιων οργανισμών προς οικονομική ενίσχυση. Μήπως, δηλαδή, λόγω της γενικότερης δυσπραγίας, αντί εμπρός, θα πρέπει να πάμε μερικές δεκαετίες προς τα πίσω, ξαναφέρνοντας στην επιφάνεια εντελώς ξεχασμένους τρόπους. Με τις δυσμενείς σήμερα συνθήκες, τίποτα δεν αποκλείεται. Εκτός κι αν, λόγω οικονομικής κρίσης, φτάσουμε στο σημείο να θεωρούμε γενικώς τον πολιτισμό διακοσμητικό ή, ακόμη, και περιττό στοιχείο. Έχουμε, άλλωστε, κάνει το πρώτο βήμα, καταργώντας το ομώνυμο Υπουργείο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/10/2012.