Ιωάννης Ν. Γρυπάρης
«Σκαραβαίοι και τερρακόττες»
Φιλολογική επιμέλεια
Αθηνά Κοβάνη
Νεοελληνική Βιβλιοθήκη
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
Αθήνα, 2001
Ο Γρυπάρης
σε σκιτσογραφικό πορτρέτο
του Ανατολή Λαζαρίδη.
Επανερχόμαστε στο θέμα της προηγούμενης Κυριακής, τον Ιωάννη Γρυπάρη, που πέθανε σαν σήμερα πριν 70 χρόνια, στα 72 του. Ανασύραμε την φιλολογική έκδοση, που εισήγαγε στον νέο αιώνα τη μόνη ποιητική του συλλογή. Η επιλογή ήταν του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, που είχε αναλάβει, μετά το θάνατο του Απόστολου Σαχίνη, “γενικός φιλολογικός επόπτης” της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Ουράνη. Ο Σαχίνης, που, ως Ακαδημαϊκός, έστησε τη σειρά το 1988, είχε τη γενική εποπτεία της μέχρι το θάνατό του, το 1997. Συνολικά επέλεξε 31 βιβλία, από τα οποία δυο, της παλαιότερης πεζογραφίας, τα επιμελήθηκε ο ίδιος. Ο Αθανασόπουλος ανέλαβε νεότερος, το 1998, και μέχρι το θάνατό του, στις 27 Νοεμβρίου 2011, επέλεξε επίσης 31 βιβλία, από τα οποία επιμελήθηκε πέντε, ενώ είχε επιμεληθεί και ένα πρώτο βιβλίο, το 1991, «Τα Διηγήματα» του Βιζυηνού. Τόσο τα βιβλία όσο και οι δικές του επιμέλειες θα ήταν περισσότερες, αν οι εκδόσεις τους δεν είχαν προσκρούσει, την τελευταία στιγμή, στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων.
Και ερχόμαστε στο ερώτημα του τίτλου μας. Τελικά, αξίζει να διαβάσουμε Γρυπάρη; Ή και εναλλακτικά, τι κομίζει, την σήμερον, ο ποιητής Γρυπάρης; Ένα βασικό χαρακτηριστικό είναι η σημαντική διαφοροποίησή του από την ομάδα των ποιητών, στην οποία κατατάσσεται. Ο Γρυπάρης φρόντισε περισσότερο από κάθε άλλον τη δημοτική, λειτουργώντας όχι μόνο ως ποιητής αλλά και ως φιλόλογος. Την πλούτισε και την λείανε, διατηρώντας τη ζωτικότητά της. Ποιος, όμως, έχει σήμερα ανάγκη αυτόν τον πλούτο, αλλά και πόσοι μπορούν να αντιληφθούν την πλαστικότητα της γλώσσας του; Έπλασε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά, ξεπερνώντας ακόμη και τον Παλαμά. Ήδη, όμως, η πρώτη μεταπολεμική γενιά επαινεί τον Σεφέρη, γιατί κατήργησε το σύνθετο επίθετο, που περίσσευε σε Παλαμά και Γρυπάρη. Έδωσε βαρύτητα στη μορφή, κατά μια εκτίμηση, ανάλογη με εκείνη που έδωσε ο Καρυωτάκης. Όχι τυχαία, τον αποκάλεσαν “μορφοκρατικό του λυρισμού”. Η Αθηνά Κοβάνη, που έχει τη φιλολογική επιμέλεια του τόμου, παρατηρεί ότι δεν έχουν συστηματικά μελετηθεί οι μορφικές καινοτομίες του και η συμβολή του στον νεοελληνικό λυρισμό.
Παραθέτουμε, επιλεκτικά, μερικά σχόλια για όσους θα είχαν τη διάθεση να διαβάσουν Γρυπάρη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τίτλος της συλλογής του, «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες», παραπέμπει στον τίτλο της συλλογής «Σμάλτα και Καμέες» του Θεόφιλου Γκωτιέ. Και στις δυο περιπτώσεις, επιλέγονται ζεύγη ουσιαστικών, που αναφέρονται σε λεπτοδουλεμένα αντικείμενα διακοσμητικού χαρακτήρα, με ανάγλυφες ή έγγλυφες παραστάσεις συμβολικού φορτίου και μυθολογικών αναφορών. Όσο για τις επιλογές των δυο ουσιαστικών, του Γρυπάρη παραπέμπουν στους αλεξανδρινούς επιγραμματοποιούς της «Παλατινής Ανθολογίας», που είχε μελετήσει πριν να γνωρίσει τους γάλλους παρνασσιστές. Αυτό, βεβαίως, δεν αναιρεί τις επιρροές του από τα γαλλικά ρεύματα, αλλά δηλώνει ένα είδος σύμμιξης των δύο. Άλλωστε, ο ίδιος υποστήριζε ότι “για τα έθνη που, σαν το δικό μας, προσπαθούν απελπισμένα τώρα μόλις, ύστερα από αιώνων καθυστέρηση, να φτάσουν και που σέρνονται όπως όπως πίσω από το σύγχρονο πολιτισμό, είναι και θα είναι για πολύ καιρό δυστυχώς ακόμη ανάγκη να ζητούμε τη γενεαλογία κάθε αξιοσημείωτου τεχνίτη σε ξενικές και πιο περιωρισμένα για μας σε γαλλικές επιδράσεις.”
Το 1852 εξέδωσε τη συλλογή του ο Γκωτιέ, μετά ένα ταξίδι στην Ελλάδα, όπου σαγηνεύτηκε από την κλασική τέχνη. Τότε, του γεννήθηκε η ιδέα για μια ποίηση απρόσωπη, όπου οι εξωτερικές εντυπώσεις θα υπερισχύουν των ψυχικών διαθέσεων. Η συλλογή του πήρε εμβληματική θέση στο κίνημα του παρνασσισμού. Το 1893, που ο Γρυπάρης γράφει το πρώτο ποίημα της ενότητας «Σκαραβαίοι», οι πρώτες δυο γενιές των παρνασσιστών έχουν ήδη παρέλθει. Εκείνη, όμως, τη χρονιά, ο μεταπαρνασσιστής Ζοζέ Μαρία Ερεντιά συγκέντρωσε και εξέδωσε τα σονέτα του. Η συλλογή του, «Τρόπαια», βρήκε μεγάλη απήχηση στην Ελλάδα. Ο Γρυπάρης μετέφρασε τρία από αυτά. Όσο για το πόσο τον επηρέασε, ο Παλαμάς, που χαιρετίζει δυο χρόνια αργότερα τον νέο ποιητή, είναι πολύ προσεκτικός στην κρίση του. Παρατηρεί ότι οι στίχοι του “θα φανώσιν ίσως και ως ωραία νεοελληνική απήχησις” των γαλλικών σονέτων. Ο ίδιος ο Γρυπάρης θεωρούσε ότι η ποίηση του Ερεντιά στερείται αισθήματος. Ενώ, υποστήριζε, ίσως και με κάποιο παράπονο, ότι εκείνος “έσταξε μέσα στα τραγούδια του και κάτι από την ψυχή του”. Προτιμούσε, πάντως, ως πρόγονο τον πρώιμο Βερλαίν.
Η μόνη συλλογή του Γρυπάρη αποτελείται από έξι ενότητες. Η πρώτη, αυτή των «Σκαραβαίων», είναι μια σειρά από 22 δεκαπεντασύλλαβα σονέτα. Μικρότερη η δεύτερη ενότητα, «Τερρακόττες», με αρχικό τίτλο, «Δειλινά», αποτελείται από 11 εντεκασύλλαβα σονέτα. Η πρώτη είναι στραμμένη προς τους παρνασσιστές, η δεύτερη προς τους συμβολιστές, οι υπόλοιπες αποτολμούν ανοίγματα προς έναν πιο ελεύθερο στίχο. Δεκατετράστιχα ποιήματα, που αφηγούνται μια παλαιά ιστορία, μυθολογικής ή άλλης προέλευσης, για να αναφερθούν πλαγίως στα τρέχοντα. Ο Γρυπάρης άρχισε να μυείται στην ποίηση με Σολωμό. Διάβασε πολύ νωρίς «Τα ευρισκόμενα» του Πολυλά, που ανακάλυψε στο βιβλιοπωλείο του πατέρα του, πρώην Βιβλιοπωλείο Ανδρέα Κορομηλά. Αργότερα, ως μαθητής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, έγραφε στίχους κατ’ ευθείαν στα αρχαία ελληνικά και σε όλη την ποίησή του διακρίνεται ο αρχαιογνώστης φιλόλογος, ζηλωτής των Αλεξανδρινών. Δημοτικιστής ήταν από τα γυμνασιακά του χρόνια και παρέμεινε δια βίου. Ίσως, μάλιστα, να στάθηκε ο πιο συνειδητός της γενιάς του. Όπως ο ίδιος υπερηφανευόταν, πέρασε από τα αρχαία στη δημοτική, χωρίς να πατήσει στην καθαρεύουσα. Ούτε έναν καθαρευουσιάνικο στίχο δεν έγραψε. Σε αυτό, πιθανώς, συνέτεινε εκείνο το επιδοκιμαστικό χαμόγελο του Ψυχάρη και ο έπαινός του στον δεκαεξάχρονο Γρυπάρη για την εκ του προχείρου μετάφραση Αριστοφάνη. Ήταν το 1886, κατά το ταξίδι του Ψυχάρη στην Ελλάδα, όταν, με την ευκαιρία της πεντηκονταετηρίδας του Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, πήγε και στην Πόλη, όπου επισκέφτηκε τη Μεγάλη Σχολή, διαλέγοντας να παρακολουθήσει το μάθημα του γνωστού φιλόλογου Θεμιστοκλή Σαλτέλη και εκείνος, για να βγει ασπροπρόσωπος, σήκωσε τον ταλαντούχο στη μετρική και τη γλώσσα Γρυπάρη.
Το 1892, όντας φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, συμμετείχε στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό με τη συλλογή «Δειλινά». Οι έντονες σολωμικές επιδράσεις επαινέθηκαν, αλλά η γλώσσα ξένισε. Ο Γρυπάρης ήταν ένας από τους πρώτους μαλλιαρούς φοιτητές εκείνων των χρόνων. Τρία χρόνια αργότερα, δημοσιεύτηκαν στην «Εικονογραφημένη Εστία» δώδεκα ποιήματα από τους «Σκαραβαίους». Η θορυβώδης υποδοχή, που του επιφύλαξαν οι Αθηναίοι λόγιοι του 1895, θα μπορούσε να συγκριθεί με την υποδοχή του Εγγονόπουλου το 1938, όταν εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Ο Γρυπάρης κατηγορήθηκε για λεξιθηρία έως και λεξιμανία. Όμως, εκείνος, όπως και ο Εγγονόπουλος, συνέχισε απτόητος. Οι μεταγενέστεροι του αναγνώρισαν ότι απομύζησε χυμούς από τη δημώδη μεσαιωνική παράδοση και ότι τράφηκε από το δημοτικό τραγούδι. Μόνο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στάθηκε κατηγορηματικός. Κατασκευή τεχνητή θεώρησε τη συλλογή του Γρυπάρη και δεν την αποδέχτηκε ως “ξαναφανέρωμα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης ανανεωμένης”. Σε αντίθεση προς τον Γιώργο Κοτζιούλα, που επέμενε ότι κρατάει γερά από την παράδοση.
Περισσότερο ελεύθερος και μουσικός χαρακτηρίζεται ο στίχος του ώριμου Γρυπάρη. Η τρίτη ενότητα, «Ιντερμέδια», παίρνει τον τίτλο της από την «Ερωφίλη». Αποτελείται από δεκατέσσερα ποιήματα, ένα δίπτυχο και ένα πενταμερές. Από αυτήν την ενότητα, όλοι, ακόμη και οι πλέον απορριπτικοί, όπως ο Ηλίας Λάγιος, ξεχωρίζουν το πενταμερές, που τιτλοφορείται «Στον ήσκιο της καρυδιάς». Θεωρείται η εντελέστερη έκφανση του γρυπαρικού αισθησιασμού, τόσο έκδηλου, ώστε να ερεθίσει, έστω και άρρητα, την ηδονιστική φαντασία του Εμπειρίκου. Η επόμενη ενότητα, «Δικαιοσύνη», αντιπαραθέτει στον “ποιητή του πάθους” τον “ποιητή του πόνου”. Εδώ, είναι σημαντική η μορφική διαφοροποίηση, καθώς στα πέντε ποιήματα αυτής της ενότητας δεν υπάρχει η μετρική ομοιομορφία των προηγούμενων. Αντ’ αυτής σημειώνεται ποικιλία στιχουργικών μέτρων, για να ακολουθήσει ο ελευθερωμένος στίχος ορισμένων από τα επτά ποιήματα της επόμενης ενότητας, με τις ερωτικές μπαλάντες, «Από το ερωτικό βιβλίο του Τρύφωνος και της Χρυσοφρύδης». Η ποιητική συλλογή κλείνει με τα τρία ποιήματα της τελευταίας ενότητας, «Ελεγεία».
Από μιας αρχής, ο Γρυπάρης δημιούργησε την αίσθηση του δυσνόητου, με αφορμή, μάλιστα, ορισμένα ποιήματα χαρακτηρίστηκε μέχρι και σκοτεινός. Αυτήν την εντύπωση την συνοψίζει απορριπτικά ο Κατσίμπαλης, το 1932, σε επιστολή του προς τον Σεφέρη, παρόλο που συχνά αναφέρει στίχους του: «...Ο Γρυπάρης λέει πως προσπάθησε αλλά δεν κατάλαβε γρυ από τα γραφόμενά σου. Σπολλάτη του! Ποιος κατάλαβε τίποτε από δικά του όταν πρωτοβγήκαν...» Τα σκοτεινά ποιήματά του, οι εκάστοτε μελετητές προσπάθησαν να τα προσεγγίσουν μέσω του βιογραφισμού, περιορίζοντας την ερμηνεία τους στο ατομικό πεδίο. Μόνο σε ορισμένα διείδαν αναφορά στην ποιητική γενιά του. Ο Γρυπάρης, όμως, εκτός από δημοτικιστής, χαρακτηριζόταν στην εποχή του πατριώτης, καθώς η έννοια αυτής της λέξης δεν είχε ακόμη περιέλθει σε ανυποληψία. Κατά τις μαρτυρίες, υπήρξε φανατικός βενιζελικός. «Ζήτω ο Βενιζέλαρος!», έγραφε στη γυναίκα του. Οι ιδεολογικές του πεποιθήσεις αντανακλώνται στις ταλαιπωρίες και τα σκαμπανεβάσματα της εκπαιδευτικής του θητείας. Αυτήν την πλευρά του φαίνεται να την παραβλέπουν στην ερμηνεία των συχνά δυσεξήγητων, όπως έχουν χαρακτηριστεί, στίχων του. Έχουμε, ωστόσο, την εντύπωση ότι υπάρχουν ποιήματα μιας ευρύτερης οπτικής, που υποδηλώνουν την ταραγμένη εποχή της κυοφορίας τους.
Παράδειγμα, το «Αντέρωτες», γραμμένο τέλη Φεβρουαρίου του 1897, τις παραμονές του κωμικοτραγικού - του λεγόμενου και ατυχούς - πολέμου των τριάντα ημερών. Αρχικά το ποίημα είχε μότο από την Πολιτεία του Πλάτωνα, «τους παίδας εις τον πόλεμον ακτέον και γευστέον αίματος, ώσπερ τους σκύλακας...» Ο Γρυπάρης, αγανακτισμένος με εκείνους που έφεραν την χρεωκοπία του Τρικούπη και τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, καλεί σε αντίσταση. Ένα άλλο ποίημα, όμοια φορτισμένο, είναι το «Συναποθανούμενοι», με πρώτη γραφή το 1899 και πρώτο τίτλο «Τα επτά θανάσιμα», που δημοσιεύτηκε Δεκέμβριο 1907. Αυτή τη φορά, ο τίτλος δεν είναι μυθολογικής καταβολής, αλλά έρχεται από τους παρηκμασμένους Αλεξανδρινούς. Ένα τρίτο είναι το «Εστιάδες», που ερμηνεύθηκε κάπως στενά ως αναφορά στη γενιά του και τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του. Κι όμως, γραφόταν και ξαναγραφόταν για ένα χρόνο, από τον Οκτώβριο του 1908 μέχρι τον Οκτώβριο του 1909. Μήπως η κρίσιμη πολιτική συγκυρία εκείνης της εποχής στάθηκε καθοριστική; Μήπως το ξαναδιάβασμα θα δείξει έναν Γρυπάρη επίκαιρο στη σημερινή, επίσης, κρίσιμη συγκυρία;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/3/2012.