Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, άλλοτε Κηφισίας, στη συμβολή της με την οδό Κουμπάρη, σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1920. Δεξιά, στον αριθμό 17 της Βασ. Σοφίας, η οικία Χαροκόπου-Εμμανουήλ Μπενάκη (σήμερα Μουσείο Μπενάκη), έργο του αρχιτέκτονα Αναστάση Μεταξά. Δίπλα, στον αριθμό 15, η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (πιθανόν έργο του Αριστοτέλη Ζάχου), είναι από τα τελευταία μέγαρα που κτίστηκαν στην οδό Βασ. Σοφίας. Κατεδαφίσθηκε το 1955 και στη θέση του κτίστηκε πολυώροφο κτήριο, που στεγάζει σήμερα το Υπουργείο Εσωτερικών.
Θανάσης Γιοχάλας -
Τόνια Καφετζάκη
«Αθήνα
Ιχνηλατώντας την πόλη
με οδηγό την ιστορία
και τη λογοτεχνία»
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον
της Εστίας
Δεκέμβριος 2012
Είναι δύσκολος ο ειδολογικός χαρακτηρισμός ενός βιβλίου, όπως αυτό που συνέθεσαν ο Θανάσης Γιοχάλας και η Τόνια Καφετζάκη για την πόλη της Αθήνας, αξιοποιώντας ένα ποικιλόμορφο και πλούσιο σε πληροφορίες υλικό. Δεν θα χαρακτηριζόταν οδηγός της πόλης, παρόλο που η δομή του κατά περιοχή το εντάσσει, εκ πρώτης όψεως, στους οδηγούς. Στο τελικό αποτέλεσμα, όμως, υπερισχύει η ανάπτυξη των επί μέρους ενοτήτων υπό τη μορφή λημμάτων, που το φέρνει πλησιέστερα σε έναν τύπο εγκυκλοπαιδικού λεξικού της πόλης. Άλλωστε, τη χρήση του βιβλίου ως οδηγού τη δυσχεραίνει το μεγάλο σχήμα του και η απουσία χαρτογραφικής εικόνας των συνοικιών, που δεν υποκαθίσταται από την αναφορά των οδών που τις περικλείουν. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τους σκολιούς δρομίσκους των παλαιών, εξαφανισμένων σήμερα, τουλάχιστον κατ’ όνομα, συνοικιών.
Αλλά ούτε για μελέτη πρόκειται, καθώς, σε αυτήν την περίπτωση, απαιτείται, πέραν της συγκέντρωσης του υλικού, πρωτογενής έρευνα και έλεγχος της αξιοπιστίας των πηγών, ιδίως των πιο πρόσφατων. Είναι γνωστή η τάση των νεότερων αθηναιογράφων να επιλέγουν το παράδοξο περιστατικό και να καταφεύγουν στην καθ’ υπερβολήν περιγραφή του, επιδιώκοντας μάλλον τον εντυπωσιασμό. Από την άλλη, ο πλούτος των αφηγήσεων για το κλεινόν άστυ είναι τόσο μεγάλος, που αυτή η αφθονία αποτελεί μάλλον δυσχεραντικό παρά βοηθητικό στοιχείο. Γι’ αυτό και χρειάζεται προσεκτικό ξεδιάλεγμα εκείνων των ψηφίδων, που με την συνένωσή τους θα δώσουν γνήσια εικόνα των παλαιότερων όψεων της πόλης και όχι μια μεταγενέστερη αντανάκλαση. Εκείνο από το οποίο κινδυνεύει ένα παρόμοιο εγχείρημα είναι ο αναγνώστης να το αντιμετωπίσει σαν ένα παιχνίδι ερωταπαντήσεων, όπως το “trivial pursuit”, που ήρθε προσφάτως από την αμερικανική ήπειρο και πολύ αγαπήθηκε. Προς τα εκεί, μάλιστα, έγειρε η δημοσιογραφική υποδοχή του βιβλίου.
Είναι το πρώτο βιβλίο των δυο συγγραφέων για την Αθήνα. Κερκυραίος ο Γιοχάλας, γνώρισε την πόλη ως φοιτητής στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Από την ίδια εποχή είναι και οι πρώτες εντυπώσεις της Καφετζάκη, αυτή Αθηναία αλλά αρκετά νεότερη. Όπως αναφέρουν στον πρόλογο, χωρίς μνήμες από την Αθήνα παλαιότερων δεκαετιών, συνθέτουν τις διαδοχικές εικόνες της από τις προσιτές σε αυτούς ψηφίδες. Αυτό προσδίδει μια καθοριστική χροιά στο πόνημά τους. Για παράδειγμα, η Ομορφοκκλησιά της συλλογικής μνήμης αναφέρεται ως η Όμορφη Εκκλησιά των σχετικών μελετών. Ή, ακόμη, για να δοθεί η ατμόσφαιρα στη γειτονιά του Κυπριάδη, επιλέγεται απόσπασμα από το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Τα σακκιά», που δεν προϊδεάζει για την ιδιαιτερότητα αυτής της μοναδικής κάποτε κηπούπολης και θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια οποιαδήποτε άλλη συνοικία με οδωνύμια ονόματα ποιητών. Κατά τα άλλα, οι νεότερες πηγές συχνά συμφύρουν λάθη, όπως, λ.χ., το ότι αυτή η πρώτη κηπούπολη δημιουργήθηκε στο Μεσοπόλεμο από τον επιχειρηματία Μίνωα Κυπριάδη. Εκείνος, όμως, την είχε αγοράσει στα τέλη του 19ου και αρχές του Μεσοπολέμου, είχε πεθάνει. Στο Μεσοπόλεμο, την δημιούργησε ο αρχιτέκτονας γιος του, Επαμεινώνδας Κυπριάδης.
Πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας και ερασιτέχνης ιστοριοδίφης της Αθήνας είναι ο Γιοχάλας, σύμφωνα με το βιογραφικό του. Ενώ, για την Καφετζάκη είναι το δεύτερο βιβλίο, μετά την προ δεκαετίας μελέτη της «Προσφυγιά και λογοτεχνία. Εικόνες του Μικρασιάτη πρόσφυγα στη μεσοπολεμική πεζογραφία». Ίσως, αν έφτιαχνε μόνη της το βιβλίο της Αθήνας, να ακολουθούσε την ίδια μεθοδολογία. Δηλαδή, να αναζητούσε τις εικόνες της πόλης στη λογοτεχνία και να συνέθετε μια λογοτεχνική περιδιάβαση, όπως εκείνη που πρότεινε προ τριετίας η συνομήλική της Δώρα Μέντη, «Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ως τη σημερινή εικόνα της πόλης». Αντ’ αυτής, στο βιβλίο, που συνυπογράφει, προτάσσεται η περιήγηση στην πόλη και σαν προσθήκη –στα εκτενή λήμματα και όταν η εποπτεία των συγγραφέων το επιτρέπει– έρχεται ο “λογοτεχνικός περίπατος”.
Αυτός ο “παράλληλος” περίπατος διαφέρει από εκείνον της Μέντη. Κατ’ αρχάς, δεν περιορίζεται στα λογοτεχνικά κείμενα, αλλά απλώνεται και σε αναγνώσματα, όπως τα αστυνομικά του Γιάννη Μαρή, τα βιβλία του Δημήτρη Ψαθά, τα παλαιότερα μπεστ σέλερ του Φρέντυ Γερμανού και της Λιλής Ζωγράφου, ή και κάποια πρόσφατα, καθώς το μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου, που διακρίθηκε με το Βραβείο των Αναγνωστών. Όσο για το λογοτεχνικότερο τμήμα του “περιπάτου”, αυτό, σε σύγκριση με το ανθολόγημα της Μέντη, είναι μικρότερης έκτασης, καθώς οι μνημονευόμενοι συγγραφείς είναι περίπου κατά δυο τρίτα λιγότεροι. Τα παραθέματα είναι κυρίως από τα πεζά των παλαιότερων, στα οποία προστίθενται και λιγοστές αφηγήσεις των επιφανέστερων της γενιάς του Μεσοπολέμου, με προεξάρχοντες τον Θεοτοκά και τον Μυριβήλη. Ουσιαστικά απουσιάζουν, εκτός από δυο τρεις εξαιρέσεις, όπως ο Μ. Κουμανταρέας ή ο Κ. Ταχτσής, οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι, που οι αφηγήσεις τους θα μπορούσαν να πλουτίσουν τις πιο πρόσφατες εικόνες της πόλης. Η ουσιαστική, όμως, διαφοροποίηση εντοπίζεται στην κυριαρχία της αφήγησης. Λιγότεροι οι ποιητές αλλά και από αυτούς, οι περισσότεροι ανθολογούνται με αποσπάσματα από τα πεζά τους κείμενα.
Με μια μοναδική εξαίρεση, τον Γεώργιο Σουρή. Οι στίχοι του, με τον Φασουλή, τον Περικλέτο και τον Ρωμηό, έρχονται ως διάνθισμα και επωδός πολλών λημμάτων, προσθέτοντας φαιδρούς τόνους, κάποτε ιδιαίτερα ταιριαστούς με τη σημερινή κατάσταση της πόλης. Δίκην παραδείγματος, προ 130 ετών, δημοσιεύονται οι στίχοι: «Χαίρε, λοιπόν, Αθήνα μου, με όλη σου τη βρώμα, // Χαίρε, ω γη των ψοφιμιών και των ουροδοχείων, // Χαίρε, ω πόλις βρωμερών και λυσσασμένω σκύλων, // Χαίρε, ω πόλις τεμπελιάς, βλακείας και μαλάκας...». Δυστυχώς, ο δαίμων του τυπογραφείου παρεμβαίνει στη μνημόνευση της προτομής του στον κατάλογο των γλυπτών του Ζαππείου, όπου αναφέρεται ότι αυτή τοποθετήθηκε το 1934. Συγκεκριμένα, δεκατρία χρόνια μετά θάνατον, στις 12 Μαΐου 1932, έγιναν τα αποκαλυπτήρια, με τους επισήμους σε απαρτία και τη Φιλαρμονική του Δήμου να ανακρούει τον Εθνικό Ύμνο. Αλλά και στο λήμμα του Πρώτου Νεκροταφείου, τον λησμονούν, παρόλο που η προτομή του, από τα καλύτερα έργα του Νικολάου Γεωργαντή, συγκαταλέγεται στα αξιόλογα ταφικά μνημεία του Νεκροταφείου.
Κατά τα άλλα, και αυτό το “αφήγημα” της Αθήνας, από την Αθήνα ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ξεκινάει και φθάνει μέχρι σήμερα. Για την πληρότητα ενός οδηγού, προστίθεται ένα πρώτο κεφάλαιο σύντομης αναδρομής στην ιστορία της πόλης και παράρτημα για μια πληρέστερη παρουσίαση του Δήμου Αθηναίων. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο, η “λογοτεχνική περιδιάβαση” πρωτοτυπεί, ανθολογώντας για την περίοδο των Τριάκοντα Τυράννων απόσπασμα από «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντος» του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ενώ, για την Αθήνα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στίχους του Σουρή. Ο κυρίως κορμός του βιβλίου αφιερώνεται σε δέκα περιοχές της πόλης, όπου η σειρά παράταξης ορίζεται από τη χρονική παράμετρο. Κατά κάποιο τρόπο, ακολουθεί τις μετατοπίσεις “της καρδιάς της πόλης”, από την παλαιά πόλη και τις συνοικίες γύρω από την Ακρόπολη στο πρώτο εμπορικό κέντρο και τη Νεάπολη. Έπονται το άνοιγμα της πόλης προς τον Πειραιά και αντίστοιχα, προς τα Φάληρα, τον Υμηττό και τα Πατήσια. Όσο παλαιότερη η περιοχή, τόσο υπερισχύει η αφήγηση και περιορίζεται ο λεξικογραφικός χαρακτήρας. Σε αυτό συμβάλλει ο μακρύτερος και πιο επίλεκτος λογοτεχνικός περίπλους. Μπορεί στην κατοπινή Αθήνα να μνημονεύονται τόποι συνάντησης, όπως καφενεία και τα πρώτα αστικά ή και λογοτεχνικά σαλόνια, αλλά η αναφορά όσων μετείχαν σε αυτά με την παράθεση ονομαστικών καταλόγων, χωρίς αντίστοιχη αξιοποίηση των λογοτεχνικών κειμένων, αποδυναμώνει αυτό το κομμάτι.
Στη μνημόνευση βιογραφικών στοιχείων συγγραφέων και καλλιτεχνών, θα αναμενόταν, παρά τον αναγκαστικά επιλεκτικό της χαρακτήρα, να υπάρχει μέριμνα για μια πιο συστηματική αναφορά. Για παράδειγμα, ενώ αναφέρονται οι δυο διαδοχικές κατοικίες Καραγάτση, δεν καταγράφονται οι αντίστοιχες του Τερζάκη, παρόλο που βρίσκονται στις ίδιες συνοικίες. Τον δεύτερο τον αδίκησε και ο δαίμων του τυπογραφείου, αλλάζοντας το έτος του θανάτου του. Επίσης, μια κάπως αξιολογική καταγραφή θα χρειαζόταν στα εργαστήρια καλλιτεχνών και τους διάφορους επαγγελματικούς χώρους. Τόσα γλυπτά του Θωμά Θωμόπουλου αναφέρονται, θα μπορούσε να μνημονεύεται και το εργαστήριό του, όπως και κάποιων νεότερων.
Σημαντικότερα τα υπάρχοντα εργαστήρια, όπως της Ναταλίας Μελά στην πάροδο της οδού Ηρώδου Αττικού, την οδό Μουρούζη. Σε αυτήν, ο Οδηγός αναφέρει την Πυροσβεστική Υπηρεσία και το Μουσείο-Αρχείο της Ε.Ρ.Τ., αλλά λησμονεί το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, όπου στεγάζονται τα Αρχεία Κ. Θ. Δημαρά και Γ. Π. Σαββίδη, και, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το εργαστήριο της Μελά από τη δεκαετία του ’40. Η καημένη η Μελά καταχωρείται στο Ευρετήριο μαζί με τη συνονόματη γιαγιά της, την Ναταλία Δραγούμη-Μελά. Από την Βιβλιονέτ μέχρι τα Ευρετήρια, οι συνονόματοι φαίνεται ότι είναι καταδικασμένοι να συστεγάζονται. Ύστερα, δεν υπήρξαν μόνο δυο φωτογραφεία στην Αθήνα. Μπορεί του Φίλιππου Μαργαρίτη να στάθηκε το πρώτο της πόλης και εκείνο του Γεωργίου Μπούκα, ένα από τα γνωστά του Μεσοπολέμου, αλλά υπήρχαν και άλλα εξίσου διάσημων φωτογράφων. Για παράδειγμα, κατά τον 19ο αιώνα, στην οδό Ερμού βρίσκονταν τα φωτογραφεία του Πέτρου Μωραΐτη, των Αδελφών Ρωμαΐδη και στο Μεσοπόλεμο, εκείνο της Nelly’s. Παρεμπιπτόντως, η φωτογραφία εξωφύλλου είναι του Μωραΐτη, αλλά, στο βιβλίο, αναφέρεται μόνο ο συνονόματός του γλύπτης, δημιουργώντας σύγχυση.
Εδώ, όμως, θα πρέπει να σταματήσουμε τις επιμέρους παρατηρήσεις. Όταν το βιβλίο είναι έτοιμο, εύκολα ασκείται κριτική. Το δύσκολο είναι να στήσεις ένα παρόμοιο βιβλίο. Υπήρχαν τουριστικοί οδηγοί, “λογοτεχνικές περιδιαβάσεις”, βιβλία για επιμέρους συνοικίες, ακόμη και βιβλία με περιπάτους σε ολόκληρη την περιοχή του κέντρου της Αθήνας, όπως του Διονύση Ηλιόπουλου, «Εν Αθήναις, Κάποτε... Η Πόλις και οι Δρόμοι της διηγούνται την Ιστορία τους», που έχει παραπλήσια με το πρόσφατο δομή, ωστόσο έλειπε ο μεθοδικός και επαυξημένος συνδυασμός, που να προσφέρει πλούτο πληροφοριών και να διαθέτει αφηγηματική γλαφυρότητα. Κι αυτό το κατόρθωσαν οι δυο πρωτοεμφανιζόμενοι ιστοριοδίφες της Αθήνας.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/2/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου