Αφιερωμένο στον πρώτο συντάκτη του Ex Libris,
Ηλία Κανέλλη, που την έκανε νωρίς και είδε Υψίστου πρόσωπο.
Είναι γνωστή η ευχή να τα χιλιάσεις. Σχήμα λόγου καθ’ υπερβολήν, προς τονισμό ενός χρόνια πολλά. Μια από τις πάμπολλες ευχετικές εκφράσεις, που επαναλαμβάνουμε χωρίς να κυριολεκτούμε. Ένας γλυκός λόγος, που ουδείς τον εννοεί, δεδομένου ότι ανήκει στη σφαίρα του μυθικού, τόσο για πρόσωπα όσο, σήμερα πλέον, και για εγχειρήματα. Να, όμως, που το Ex Libris, παρά πάσαν προσδοκία, τα κατάφερε. Τω όντι, μέγα επίτευγμα, όσο, εν τέλει, και αδιάφορο. Ένας άθλος, που δεν θα καταγραφεί στα χρονικά του Τύπου, ούτε καν θα επισημανθεί ως γενόμενος. Η δράκα των αναγνωστών του μόλις που θα παρατηρήσει τον στρογγυλό αύξοντα αριθμό, αν τον παρατηρήσει. Δυστυχώς, πρόκειται για μια σελίδα βιβλίου, που δεν απέκτησε ευρύ αναγνωστικό κοινό, ούτε καν με τα δεδομένα της εφημερίδας, στις σελίδες της οποίας συναριθμείται χωρίς να κατορθώσει να αποτελέσει οργανικό τμήμα της. Κάτι σαν τη μύγα μες στο γάλα, που κανείς δεν αποφασίζει να την αφαιρέσει. Ακόμη πρόσφατα, η διεύθυνση της εφημερίδας έδειξε ότι δεν διαβάζει την εν λόγω σελίδα, ούτε καν όταν αυτό καθίσταται αναγκαίο προς διαμόρφωση γνώμης, προτιμώντας το ρόλο του Ποντίου Πιλάτου. Κακά τα ψέματα, το χιλιοσέλιδο Ex Libris δεν αρέσει ούτε εντός οικογενείας, ούτε εκτός. Κι αν κάποιοι αντλούν από αυτό έμπνευση ή και δεδομένα, κατά κανόνα, δεν αξιολογούν να το μνημονεύσουν. Τελικά, ο μόνος λόγος της μακροζωίας του είναι γιατί ο συντάκτης του ανέκαθεν διασκέδαζε και εξακολουθεί να διασκεδάζει γράφοντάς το. Αυτόν, ένα μόνο πράγμα τον θλίβει. Οι σκωπτικοί και επιθετικοί υπαινιγμοί, ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι απρόκλητοι.
Για την χιλιοστή σελίδα του Ex Libris, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε μια παλαιότερη βιβλιοπαρουσίαση, που η ματαίωση της δημοσίευσής της μας άφησε μια αίσθηση αδικίας. Γιατί δεν είναι αδικία από τον Θεό, να γράφεται μια βιβλιοπαρουσίαση για βιβλιακό ένθετο εφημερίδας, με την οποία υπάρχει σχέση αμειβόμενης εργασίας, αυτή να σελιδοποιείται και μάλιστα, με περασμένη την ημερομηνία κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας και τελικά, ποτέ να μην δημοσιεύεται. Κάτι σαν τη νύφη, που την εγκαταλείπει ο γαμπρός στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Αρχικά, λόγω κυλιόμενων 48ωρων απεργιών των απλήρωτων εργαζομένων της εφημερίδας, που κράτησαν κοντά ένα χρόνο, και στη συνέχεια, όταν η εφημερίδα επανήλθε, λόγω αιφνιδιαστικής απόφασης των διευθυνόντων να γίνει αλλαγή των συντακτών του ένθετου. Αύτανδρη πήγε η ομάδα, δημοκρατικά, χωρίς επιμεριστικά κριτήρια αξιολόγησης. Ο βιβλιοπαρουσιαστής, ωστόσο, λόγω σχετικής μακροημέρευσής του –μετρούσε 145 βιβλιοπαρουσιάσεις, συμπεριλαμβανομένης της αδημοσίευτης– αλλά και επειδή ανέμενε επί ένα χρόνο στο ακουστικό του, σαν να ψήλωσε ο νους του, είχε την απαίτηση προσωπικής ενημέρωσης - αν είναι ποτέ δυνατόν.
Αναδημοσιεύουμε τη βιβλιοπαρουσίαση, παρότι το βιβλίο εκδόθηκε Οκτώβριο 2011 και από τότε έκανε μια ικανοποιητική πορεία. Δεν μπήκε μεν στις λίστες των μπεστ σέλερ, κάτι που συνιστά πλέον την κυρίαρχη επιδίωξη των συγγραφέων, αλλά προκρίθηκε στις βραχείες λίστες των δυο από τα τέσσερα υπάρχοντα ετήσια βραβεία: στην τελική δεκάδα του «Διαβάζω», στην τελική επτάδα του «The Athens Prize for literature». Έμεινε, ωστόσο, εκτός της τελικής λίστας του Βραβείου των Αναγνωστών, παρόλο που αυτή περιελάμβανε 19 βιβλία, όπως και της τελικής επτάδας των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Τελικά, ο Παναγιωτόπουλος απέσπασε το πρώτο λογοτεχνικό του βραβείο, που ήταν αυτό του Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Να σημειώσουμε, εκ των υστέρων, την απορία μας για την πορεία ενός άλλου μυθιστορήματος, συγγενικού θεματικά, και, κατ’ εμάς, ιδιαίτερα ενδιαφέροντος, το οποίο και αναφέρουμε στη βιβλιοπαρουσίασή μας. Το μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη, «Το όνειρο του Οδυσσέα», που φαίνεται ότι ουδόλως συγκίνησε τις ομάδες των κριτών.
Ο συντάκτης του Ex Libris
Adam raised a Cain
Νίκος Παναγιωτόπουλος
«Τα παιδιά του Κάϊν»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Οκτώβριος 2011
Σαν το μήλο του Νεύτωνα φαίνεται ότι λειτούργησε η πρόσφατη κρίση στους συγγραφείς. Όντας υποψιασμένοι ψυχανεμίζονταν ότι όλα δεν πήγαιναν καλά, αλλά έλα που όλα γι’ αυτούς έβαιναν κατ’ ευχήν. Όμως η χιονοστιβάδα του τελευταίου ενάμισι χρόνου, τους έβγαλε από τη νιρβάνα, ξεμπλοκάροντας την έμπνευση. Την παρομοίωση με το “μήλο” την δανειστήκαμε από το πρώτο βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Η ενοχή των υλικών», τη μοναδική συλλογή διηγημάτων. Έτσι αποκαλεί εκεί κάθε εξαιρετικό γεγονός, που αναγκάζει τους ήρωες να δουν με διαφορετική ματιά τη ζωή τους. Πάντως, το πρώτο “μήλο”, που έπεσε στο δικό του κεφάλι, το 1993, όταν συμπλήρωνε τα τριάντα, ήταν η διάκριση διηγήματός του σε διαγωνισμό περιοδικού. Αμ’ έπος αμ’ έργον, τέσσερα χρόνια αργότερα, εξέδιδε τη συλλογή, και στη σειρά, δυο μυθιστορήματα, από ένα κάθε χρόνο. Με το πρώτο έκλεισε τους λογαριασμούς με τα παιδικά του χρόνια, ενώ με το δεύτερο πέρασε ως διάττων αστήρ από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Γυρνώντας ο αιώνας, επανήλθε στη ρεαλιστική αφήγηση με το νεοηθογραφικό διήγημα «Άμοιρο Μαράκι», δημοσιευμένο στο νεότευκτο τότε περιοδικό της γενιάς του, «Να ένα μήλο», και το μυθιστόρημα «Αγιογραφία» για έναν “αγιοπατέρα”, όχι τον Χριστόφορο Παναγιωτόπουλο, τον επονομαζόμενο Παπουλάκο, αλλά τον φανταστικό Ιωάννη Ορφανό, που βρήκε οικτρό τέλος στα χέρια των πιστών του. Αυτό συνέβη στο φανταστικό χωριό Θερμό της Αρκαδίας. Όπως, όμως, υπαινίσσεται στην τελευταία σελίδα του πρόσφατου μυθιστορήματος, εκείνη την ιστορία, από τα χρόνια των παππούδων του, μπορεί να την εμπνεύστηκε από το Θέρμο της Αιτωλίας. Εκεί τραγουδιέται το δημοτικό «Ρούσα παπαδιά», που οι στίχοι του δένουν με την καινούρια ιστορία, την οποία άρχισε, λέει, να γράφει το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων, για να κλείσει τους εκκρεμείς λογαριασμούς με τη γενιά του. Εκτός κι αν η κρίση φέρει και δεύτερη ή και τρίτη ιστορία, δηλαδή τριλογία, όπως συνέβη στην περίπτωση των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Πέτρου Μάρκαρη. Άλλωστε, και ο Παναγιωτόπουλος, το δελεαστικό επίχρισμα του αστυνομικού επιχειρεί να δώσει στο μυθιστόρημα.
Η γενιά του, όπως και όλες οι γενιές, έχει τους Κάϊν και τους Άβελ –αμφότεροι παιδιά του Αδάμ: «… You inherit the sins, you inherit the flames…» τραγουδάει ο Αμερικανός Μπρους Σπρίνγκστην στο «Adam raised a Cain», μεταφέροντας στους στίχους του τις ανησυχίες της δεκαετίας του ’70. Ο Παναγιωτόπουλος, μη θέλοντας να αναμίξει στο μυθιστόρημα τις γονικές αμαρτίες, επιλέγει για μότο κάποιους άλλους στίχους από το ίδιο τραγούδι. Τους ζευγαρώνει, μάλιστα, με στίχους από τον «Μπάλο» του Σαββόπουλου, της ίδιας δεκαετίας. Πάντως, ο συγγραφέας και η παρέα του είναι παιδιά του αγαθού Άβελ, όπως περίλαμπρα αποδεικνύει ο τίτλος που διάλεξαν για το περιοδικό τους («Να ένα μήλο»).
Σε αντίθεση με τον κεντρικό χαρακτήρα στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη «Το όνειρο του Οδυσσέα», οι ήρωες του Παναγιωτόπουλου δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάποιο σκάνδαλο. Αυτός προτιμάει μια παρέα από το θίασο των βολεμένων κομπάρσων. Τρεις γυναίκες και δυο άντρες, όχι σε σχηματισμό ερωτικών ζευγαριών, αλλά σε κάτι σαν γαϊτανάκι γύρω από έναν αντιπροσωπευτικό τύπο όσων κινήθηκαν στο κοινωνικό περιθώριο. Αν αυτός προβάλλει σαν Άβελ, ο Κάϊν είναι ο κλασικός τύπος, που πουλάει ακόμη και τη μάνα του για να επιτύχει τους σκοπούς του. Παντρεύεται κόρη μεγαλόσχημου του τότε κυβερνώντος κόμματος και μεταπηδά στο χώρο της διαφήμισης, στον οποίο εργάζονται και οι υπόλοιποι της παρέας. Εύστοχα ο Παναγιωτόπουλος χρησιμοποιεί το χώρο της διαφήμισης ως καθρέφτη της μεταλλαγής που υπέστη η ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, ούτε αυτός ούτε ο Καραγιάννης εμπλέκουν συγγραφείς και εκδότες, παρότι η γενιά τους συνετέλεσε στη μεταμόρφωση του βιβλίου σε καταναλωτικό αγαθό. Συμπίπτουν, όμως, σε άλλες επιλογές, όπως στον χαρακτήρα της ωραίας, που βρίσκει ανοιχτές, μαζί με τις ανδρικές αγκάλες, και τις πόρτες υψηλών θέσεων, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημιακών εδρών. Επίσης, ταυτίζονται στην πρόκριση ως αφηγητή ενός δημοσιογράφου. Ο Παναγιωτόπουλος προτιμάει, όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημα, δυο αλληλοκαλυπτόμενες αφηγήσεις. Ως δεύτερο αφηγητή επιλέγει μια διορθώτρια κειμένων, που κρατά κριτική στάση απέναντι στους υπόλοιπους της παρέας, έστω και αν βολεύεται με τις γνωριμίες τους.
Ο Κάϊν, για πολλά επαίρεται, την πρώτη, όμως, θέση κατέχει η βίλα του, που προέκυψε από την αναστήλωση διατηρητέου μύλου. Εδώ βρίσκεται η δεύτερη εύστοχη επιλογή του συγγραφέα. Για πλείστες όσες μεταλλαγές, που συνέβησαν στην Ελλάδα, κάνουν λόγο οι ήρωες στο μυθιστόρημα, αλλά μόνο μια δείχνεται δια της πλοκής. Κι αυτή είναι η πολιτιστική, όπως εκφράστηκε με τις επεμβάσεις στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Το βασικό, όμως, χαρακτηριστικό της είναι, ότι συνιστά τη μοναδική μεταλλαγή που μπορούν να διεκδικήσουν, σχεδόν καθ’ ολοκληρία, οι λεγόμενοι κουλτουριάρηδες. Δικό τους κατόρθωμα είναι η καταστρατήγηση της έννοιας του διατηρητέου εντός και εκτός άστεως, ώστε να προσαρμοστεί η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με το γούστο και τις ανέσεις τους. Ακόμη και η όψιμη φροντίδα τους για τα παλαιά μονοπάτια δεν γίνεται για το ελληνικό τοπίο, αλλά για τον πλουτισμό τους μέσω του τουρισμού. Ως παράδειγμα, ο Παναγιωτόπουλος επιλέγει ένα μοναδικό θαλάσσιο τοπίο από τα Επτάνησα, όπου και έλαβαν χώρα τα πρώτα οικιστικά εγκλήματα, ήδη, από τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής. Τον Άγιο Νικήτα της Λευκάδας, που από ψαροχώρι μεταμορφώθηκε σε τουριστικό θέρετρο. Ο συγκεκριμένος τόπος προσφέρεται και για έναν επιπλέον λόγο. Έχει την “κρυφή” παραλία του Μύλου, στην οποία πηγαίνεις, όπως σε όλες τις “κρυφές” παραλίες, με βαρκάκι, αλλά και με μονοπάτι, ανοιγμένο στα βράχια, που την χωρίζουν από την παραλία του Αγίου Νικήτα. Ο μύλος και το δύσβατο μονοπάτι στο φρύδι του βράχου στάθηκαν πρόσφορα στοιχεία για το μαγείρεμα του αστυνομικού.
Oλα αυτά τα γνωρίζει ο Κάϊν του μυθιστορήματος, όμως, έχει τον τρόπο να τα εξωραΐζει, πείθοντας τους ντόπιους, που, έτσι κι αλλιώς, τον ευγνωμονούν για τα σεμινάρια σεναρίου, τα οποία διοργανώνει στο νησί κάθε καλοκαίρι με ευρωπαϊκή υποστήριξη. Είναι η τρίτη ιδιοφυής ιδέα του Παναγιωτόπουλου, αντλημένη από την προσωπική του εμπειρία, καθώς, από το 2003, διδάσκει στα σεμινάρια σεναρίου, που γίνονται στην Νίσυρο. Για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, μεταφέρονται στον Άγιο Νικήτα, που μετονομάζεται σε Καινούριο. Στο τέταρτο κεφάλαιο, από τα συνολικά 57 του βιβλίου, ανιστορείται το πώς η πινακίδα του χωριού κατέληξε να αναγράφει ΚΑΙΝ αντί για ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ, που μπορεί να διαβαστεί και Κάϊν, το οποίο γερμανιστί σημαίνει το ομηρικό Ούτις. Ένα ευρηματικό όσο και παρατραβηγμένο λογοπαίγνιο. Αν πάσχει από κάτι το καινούριο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου, αυτό είναι η πληθώρα ευρημάτων και δανείων. Κυρίως, από το χώρο του κινηματογράφου, καθώς οι αμερικανοί καθηγητές των σεμιναρίων λαμβάνονται αυτούσιοι από την πραγματικότητα.
Αδιάκοπα ειρωνευόμενος ο συγγραφέας, κλείνει συνεχώς το μάτι στον αναγνώστη, προσπαθώντας να καλύψει μια τριακονταετία. Η αφήγηση σταθμεύει στα δυο ακραία χρονικά σημεία της, στα οποία και μοιράζεται άνισα. Μόλις τέσσερα κεφάλαια για τις διακοπές της παρέας στο Καινούριο, Ιούλιο 1979, και ένα πέμπτο για το καλοκαίρι του 1983. Σαράντα για την εκδρομή της παρέας στο ίδιο μέρος, του Αγίου Πνεύματος, 5 με 8 Ιουνίου 2009, όπου το τετραήμερο λόγω ενός θανάτου επιμηκύνεται. Υπάρχει, ωστόσο, μυθοπλαστική συμμετρία: μια ερωτική συνεύρεση και μια αναχώρηση κλείνουν τα κεφάλαια του παρελθόντος, ενώ μια απρόσμενη συνάντηση και μια δεύτερη αναχώρηση του ίδιου προσώπου, αλλά αυτή τη φορά για τον Άλλο Κόσμο, εκείνα του παρόντος. Κατά τα άλλα, σε έξι κεφάλαια δίνονται τα βιογραφικά των ηρώων, τα οποία μένουν ασύνδετες παράλληλες ιστορίες. Ούτε το πώς προέκυψε η εφηβική παρέα μαθαίνουμε, ούτε λεπτομέρειες για τις σχέσεις τους, πέραν των ερωτικών. Περισσότερο απασχολούν οι γενικότερης φύσεως αλλαγές, που αναπτύσσονται στις συζητήσεις των άλλοτε ποτέ εφήβων του ’79 με τους καθηγητές ή και τους μόνιμους τουρίστες.
Τελικά, όπως ο Καραγιάννης, έτσι και ο Παναγιωτόπουλος, τη γενιά του προσπαθεί να απενοχοποιήσει. Ο πρώτος την αποκαλεί “χαμένη γενιά”. Ο δεύτερος, αντίστοιχα, κάνει λόγο για τον “φόνο” του Άβελ. Με άλλα λόγια, για να τη λυτρώσει εξιδανικεύει πρόσωπα, που κινήθηκαν στο περιθώριο χωρίς ποτέ να κρατήσουν μπαγκέτα πρώτου μαέστρου στις μεταπολιτευτικές παραχορδίες.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/1/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου