Ψαρόβαρκες
στον Κεράτιο κόλπο, 1962. Φωτογραφία του
αρμενικής καταγωγής Τούρκου φωτογράφου
Αρά Γκιουλέ (Μουσείο Μπενάκη)
Ισμήνη Καρυωτάκη
«Απόπειρα συνάντησης»
Εκδόσεις Το Ροδακιό
Αύγουστος 2012
Απορία προκαλεί η απουσία του νέου βιβλίου της Ισμήνης Καρυωτάκη από τις πρόσφατες εορταστικές προτάσεις των βιβλιακών ένθετων στις εφημερίδες. Σε ποιόν, άραγε, χρεώνεται; Στον εκδοτικό οίκο, στην συγγραφέα, ή και στους δυο, που δεν το προώθησαν; Γιατί αποκλείουμε να μην άρεσε στους συγκεκριμένους ανθρώπους, που καταρτίζουν τα ένθετα. Κρίνοντας, ωστόσο, από ορισμένες επιλογές, τα γούστα φαίνεται με την κρίση να έχουν υποστεί κι αυτά κάποια μεταβολή.
Όπως και να έχει, επτά χρόνια μετά την έκδοση του προηγούμενου, τρίτου στη σειρά, βιβλίου της Καρυωτάκη, «Μετατροπή, Αντλιοστάσιο, Γιάλοβα», ας πιάσουμε το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει. Τότε, σημειώναμε, ότι τα δυο πρώτα βιβλία της είναι υβριδικής σύνθεσης. Στο πρώτο, «Στο σκοτάδι και το φως λάμνει η ψυχή μου», λιμναίες εικόνες ιστορούνται με λέξεις, ενώ, στο δεύτερο, «Το νησί», η αφήγηση περιπλέει τις εικόνες. Αντιθέτως, στο τρίτο, η αφήγηση παίρνει την πρωτοκαθεδρία, με τις “φωτογραφίες, ζωγραφιές και σχέδια” σε θέση απλού διάκοσμου. Καταλήγαμε, πάντως, με την παρατήρηση, ότι τα λογοτεχνικά φτερουγίσματα της συγγραφέως άφηναν την εντύπωση του φευγαλέου. Αυτήν, λοιπόν, την εντύπωση, όχι μόνο την διασκεδάζει αλλά την διαλύει, μάλλον οριστικά, το τέταρτο εκδοτικό της εγχείρημα. Δεκαπέντε χρόνια μετά το πρώτο, αυτό αμιγώς λογοτεχνικό, την συστήνει ως πρωτοεμφανιζόμενη του 2012. Ώριμη και έτοιμη να δρέψει τις αντιστοιχούσες δάφνες.
Ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος της τριλογίας, που ξεκινάει το 2001 με το δεύτερο βιβλίο της. Σε εκείνο, εστιάζει στην “απόπειρα συνάντησης” δυο προσώπων στον περιορισμένο χώρο ενός νησιού. Στο επόμενο, μετά τέσσερα χρόνια, στην “απόπειρα συνάντησης” της αρχιτέκτονος αφηγήτριας με έναν τόπο, τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Ενώ, το πρόσφατο, μια επταετία αργότερα, πλέκεται γύρω από συναντήσεις της ηρωίδας, και πάλι μιας αρχιτέκτονος, αμφοτέρων των τύπων. Ο τίτλος αναφέρεται τόσο στη συνάντησή της με έναν άνδρα, όσο και με έναν τόπο. Μόνο που αυτή τη φορά, πρόκειται για ένα αστικό τοπίο, την πόλη της Ίστανμπουλ.
Πειραγμένη πραγματικότητα
Αν στο προηγούμενο βιβλίο την αφορμή για το ταξίδι στο Ναυαρίνο και την παρακείμενη λιμνοθάλασσα την προσφέρει η ανάθεση ενός αρχιτεκτονικού έργου, στο πρόσφατο την δίνει ένα συνέδριο, στο οποίο η ηρωίδα προσκλήθηκε να συμμετάσχει. Κατά την αφήγηση, αυτό είναι το 20ό Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχιτεκτονικής, που έγινε στην Ίστανμπουλ 3-7 Ιουλίου 2005. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχιτεκτονικής, που πράγματι έλαβε χώρα στην Ίστανμπουλ εκείνη την εβδομάδα. Το 20ό, έξι χρόνια νωρίτερα, αφού τα εν λόγω συνέδρια της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων διοργανώνονται ανά τριετία, πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο.
Η αλλαγή θα πρέπει να είναι μέρος της λεγόμενης “πειραγμένης πραγματικότητας”, δεδομένου ότι αποκλείεται να πρόκειται περί lapsus calami, αφού, στο εξώφυλλο του βιβλίου, αναφέρεται ότι πρόκειται για το 22ο. Ευκαιρία να αναφερθούμε σε αυτό το σχετικά νέο είδος μεταλλαγμένης πραγματικότητας, που κερδίζει συνεχώς έδαφος στο μεταμοντέρνο τοπίο της λογοτεχνίας. Ο όρος “πειραγμένο” χρησιμοποιείται για τις τροποποιητικές παρεμβάσεις σε μηχανήματα και μουσικά όργανα προς βελτίωση της αποδόσεώς τους. Επίσης, για τις αλλαγές σε οικονομικά δεδομένα προς νόθευσή τους. Από εκεί τον δανείστηκαν οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας για να ονοματίσουν μια μορφή ψευδούς πραγματικότητας, που συνίσταται σε μικρές, δυσδιάκριτες στον μη καλό γνώστη, διαφοροποιήσεις των πραγματολογικών δεδομένων. Όσοι συγγραφείς καταφεύγουν σε παρόμοια αφηγηματικά τεχνάσματα, διατείνονται ότι, με αυτόν τον τρόπο, η πραγματικότητα αποκτά διαφορετική διάσταση και δυναμική. Από την πλευρά μας, διατηρούμε επιφυλάξεις για το λογοτεχνικό αποτέλεσμα αυτής της “πειραγμένης πραγματικότητας” στη μυθοπλασία. Πέραν της στρεβλής εικόνας που δίνει στον αναγνώστη, παρασύρει σε λάθος συμπεράσματα τους ειδικούς διαφόρων επιστημονικών κλάδων, κυρίως ιστορικούς και κοινωνιολόγους, που, τα τελευταία χρόνια, αντλούν όλο και συχνότερα στοιχεία από τα λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία συναριθμούν στα υπόλοιπα τεκμήρια.
Επανερχόμενοι στο πρόσφατο βιβλίο της Καρυωτάκη, στην αλληλογραφία της ηρωίδας, συγκεκριμένα σε επιστολή προς αυτήν της υπευθύνου της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, αναφέρεται ως χρονολογία το έτος 2009 αντί του 2005, που έλαβε χώρα το Συνέδριο. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο “πειραγμένης πραγματικότητας”, όσο και τυπογραφικό λάθος. Κατά κανόνα, περισσότερο προβληματικές αποβαίνουν οι τροποποιήσεις σε δάνεια αποσπάσματα κειμένων. Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς πρόκειται για συνέδριο αρχιτεκτονικής, στις ομιλίες γνωστών αρχιτεκτόνων. Για παράδειγμα, ο Ιάπωνας Ταντάο Άντο αφηγείται το πώς υιοθέτησε έναν αδέσποτο σκύλο και του έδωσε το όνομα του σημαντικότερου αρχιτέκτονα της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, του Κένζο Τάνγκε. Αυτή η ιστορία είναι γνωστή, αλλά σε μια διαφορετική εκδοχή, που δείχνει τα πρότυπα που έχει ο αυτοδίδαχτος Άντο. Τον σκύλο σκέφτηκε μεν να τον ονομάσει Κένζο, αλλά, τελικά, τον αποκάλεσε Λε Κορμπυζιέ.
Εμφανής διακειμενικότητα
Αυτή, ωστόσο, η παραλλαγή μάλλον εντάσσεται στις “συνομιλίες” με ξένα κείμενα, που στήνει ένας συγγραφέας και οι οποίες, στο πρόσφατο βιβλίο της Καρυωτάκη, είναι εκτεταμένες. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για τη συνήθη λανθάνουσα διακειμενικότητα. Εδώ, τα δάνεια από τους επιφανείς της λογοτεχνίας δηλώνονται, καθώς παρουσιάζονται ως διαβάσματα της ηρωίδας, ενώ εκείνα από τους διαπρεπείς της αρχιτεκτονικής δικαιολογούνται ως ακούσματα από ομιλίες τους. Μόνο στην περίπτωση ενός νεότερου Έλληνα αρχιτέκτονα, το όνομά του δεν ενσωματώνεται στην αφήγηση, αλλά καταχωρείται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. Είναι ο Γιώργος Σημαιοφορίδης, περίπου συνομήλικος της ηρωίδας, που θα μπορούσε να πάρει θέση στον μυθοπλαστικό κόσμο της σαν ένας οραματιστής, που έφυγε πρόωρα, το 2002, δηλαδή, σχετικά κοντά στο χρόνο του Συνεδρίου. Όσο για το αισθητικό όφελος από αυτήν την εκτεταμένη διακειμενικότητα, μένει κι αυτό ζητούμενο. Οφείλουμε, ωστόσο, να την συγκρατήσουμε ως δομικό στοιχείο της συγγραφικής αισθητικής.
Για το εξώφυλλο, η συγγραφέας επιλέγει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από την ταινία, «Σταθμός αποχαιρετισμού», του Κρις Μαρκέρ, γυρισμένη πριν από μισό αιώνα. Πιθανώς και ως έμμεση υπενθύμιση του πρόσφατου θανάτου του Γάλλου κινηματογραφιστή, συμπτωματικά την επομένη των γενεθλίων του, στις 30 Ιουλίου, κλείνοντας τα 91. Η συγγραφέας, πάντως, στο εισαγωγικό σημείωμα, εξηγεί την προτίμησή της: “Τα πλάνα της τυχαίας συνάντησης του ζευγαριού και της περιπλάνησής του στην πόλη είναι ό,τι ακριβώς είχα πλάσει με τη φαντασία μου.” Παρεμπιπτόντως, δεν πρόκειται ακριβώς για πλάνα, αφού ο Μαρκέρ είχε φτιάξει σχεδόν ολόκληρη την 28λεπτη ταινία του, μοντάροντας σειρά φωτογραφιών. Και βεβαίως, η πόλη δεν είναι η Ίστανμπουλ αλλά το Παρίσι, σύμφωνα και με τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας «Η αποβάθρα του Ορλύ». Εκεί, ο ήρωας, ένας ταξιδευτής στο χρόνο κατά ανάστροφη φορά, ξανασυναντά τη σύζυγό του και τον αλλοτινό εαυτό του. Εξ ου οι φασματώδεις σιλουέτες της φωτογραφίας, που, στην περίπτωση της ιστορίας της Καρυωτάκη, δημιουργούν, ευθύς εξ αρχής, την επιθυμητή αίσθηση μυστηρίου για τον άγνωστο, που η αρχιτεκτόνισσα συναντάει στα σοκάκια της Ίστανμπουλ. Τον Ορχάν, όπως τον αποκαλεί, αφού ποτέ δεν έμαθε το πραγματικό όνομά του.
Στο ερώτημα γιατί του έδωσε “αυτό το μυστήριο όνομα”, η ηρωίδα απαντά πως το διάλεξε τυχαία, καθώς χρειαζόταν ένα όνομα για να μπορεί να αφηγείται την ιστορία που έζησε. Καθόλου τυχαία, ωστόσο, δεν πρέπει να φάνηκε στους φίλους της, η επιλογή του ονόματος, αφού μόλις είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά, Οκτώβριο 2005, η «Ίστανμπουλ» του Ορχάν Παμούκ. Άλλωστε, μέσα από τις επιλογές για ονόματα και πρόσωπα, προβάλλει το προφίλ της διανοούμενης ηρωίδας, αντί των εκτενών σχολίων, που θα προβλέπονταν σε ένα συμβατικό μυθιστόρημα. Παρόλο που ο τίτλος της εισήγησής της στο Συνέδριο είναι «Απόπειρα συνάντησης με την πόλη», ούτε μια φορά δεν αναφέρεται στην Ίστανμπουλ “τότε που ήταν” Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και όταν καταφεύγει στη λέξη πόλη, δεν επιστρατεύει, ως έμμεση αναφορά, ένα κεφαλαίο πι. Γενικώς, εκτός από τον Βόσπορο, τον Γαλατά και τα Πριγκιπόνησα, δεν μνημονεύονται τοπωνύμια στα ελληνικά. Μόνο ο Ορχάν της θυμίζει ότι “η Istiklal τότε ήταν το Πέραν”.
Συναρπαστικές
αφηγηματικές νησίδες
Η αφήγηση της συνάντησής της με την Ίστανμπουλ αποτυπώνεται με εικόνες από τα ανόθευτα μέρη μιας πόλης, που διατηρεί ακόμη ανατολίτικο αέρα. Ενώ, τα αφηγηματικά “ενσταντανέ” από τους χώρους του Συνεδρίου τονίζουν τις διαφορετικές εθνότητες, που συγκεντρώνονται σε παρόμοιες διεθνούς χαρακτήρα εκδηλώσεις, σε όποιες μεγαλουπόλεις Δύσης και Ανατολής κι αν διοργανώνονται. Από την πλευρά της η συγγραφέας, δεν “συνομιλεί” με τους συγγραφείς της Κωνσταντινούπολης, αλλά με τους σύγχρονους της Ίστανμπουλ. Ωστόσο, “το διακείμενο”, όπως το αποκαλούν, στο οποίο εντάσσει το βιβλίο της, δεν είναι εκείνο των ταξιδιωτικών κειμένων. Οι επιδιώξεις είναι υψηλότερες, καθώς τα βιβλία με τα οποία “συνομιλεί” η αφήγηση στρέφονται γύρω από “τον πλάνητα” των πόλεων. Είναι τα βιβλία, που αναφέρεται ότι διάβασε η ηρωίδα πριν την αναχώρησή της για την Ίστανμπουλ. Κι όμως, όχι ακριβώς. Για παράδειγμα, δεν υπήρξε ποτέ βιβλίο του Βάλτερ Μπένγιαμιν με τίτλο «Ο πλάνης». Μόνο κεφάλαιο βιβλίου του, που εκδόθηκε μετά θάνατο και όπου συγκεντρώθηκαν δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενά του γύρω από τον Σαρλ Μπωντλαίρ “έναν λυρικό στην ακμή του καπιταλισμού”, σύμφωνα και με τον τίτλο του βιβλίου. Οπότε θα χρειαζόταν σημείωση του αφηγητή με την ορθή παραπομπή προς διαφώτιση του αναγνώστη, ιδίως του μη εξοικειωμένου με τα “πειραγμένα” πραγματολογικά στοιχεία. Το σημαντικό, όμως, είναι η πράγματι συναρπαστική “συνομιλία” της αφήγησης με τον «Άνθρωπο του πλήθους» του Πόε, όσο και με τον αργόσχολο περιπατητή του Μπένγιαμιν.
Η Καρυωτάκη χαρακτηρίζει το βιβλίο της νουβέλα, μάλλον με την ευρύτερη σημασία που έχει ο όρος στην αγγλική λογοτεχνία, παρά σαν το ενδιάμεσο, από απόψεως έκτασης, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος. Επιλέγει την αποσπασματική μορφή, συμπεριλαμβάνοντας κεφάλαια ή και τμήματα κεφαλαίων, που ανήκουν σε τέσσερις διαφορετικές αφηγηματικές φόρμες: ημερολογιακές σημειώσεις, επιστολές, ομιλίες σε συνέδριο, ελεύθερος πλάγιος λόγος. Κατορθώνει, ωστόσο, σε αυτόν τον πολυειδή κατακερματισμό, να υπερτερεί η τελευταία μορφή και τελικά, να υπερισχύει η εντύπωση μιας αφήγησης συνεχούς ροής. Κι αυτό, χάρις σε ένα τρίτο πρόσωπο, που παρακολουθεί νοερά το ζευγάρι στις περιπλανήσεις του στην πόλη. Είναι ο αφηγητής της ιστορίας τους, “ο Α”, όπως αυτοσυστήνεται, ο οποίος παρεμβαίνει στα προσωπικά κείμενα της ηρωίδας, ημερολόγια και επιστολές. Μέρος μόνο από αυτά παραθέτει αυτούσιο, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι τους το αναδιατάσσει σε συνειρμική αλληλουχία. Σχολιάζει ό,τι διαβάζει και φαντασιώνεται τα διατρέξαντα.
Η συγγραφέας φροντίζει τις λεκτικές αποχρώσεις στο λόγο του αφηγητή, έτσι ώστε να περιγράφονται μεν οι διαθέσεις της ηρωίδας, αλλά να διατηρείται η δική του ιδιοπροσωπία. Μόνο ο επίλογός του, με τις συναισθηματικά φορτισμένες φαντασιώσεις, μένει κάπως μετέωρος. Το κορυφαίο, πάντως, συμβάν, δεδομένου ότι όλα τα άλλα συνιστούν δικά του προεόρτια και μεθεόρτια, η συνάντηση της ηρωίδας με τον άγνωστο άντρα, τον επονομαζόμενο Ορχάν, το αφηγείται η ίδια σε μια εγκιβωτισμένη στη νουβέλα μίνι νουβέλα. Αυτή την novelette την εκφωνεί υπό μορφή ομιλίας στο Συνέδριο αντί της προετοιμασμένης εισήγησης. Θα φαινόταν πρωτότυπο ως εύρημα, αν δεν είχε προηγηθεί η εκφώνηση της νουβέλας «Ο τελευταίος Βαρλάμης» από τον Θανάση Βαλτινό αντί ομιλίας στην Ακαδημία κατά την επίσημη τελετή υποδοχής του ως νέου τακτικού μέλους, στις 27 Απριλίου 2010.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο της Καρυωτάκη είναι διττά ενδιαφέρον. Κυρίως, ως επίλεκτο πεζό επιλεκτικού συγγραφέα για την ισχνή μερίδα επιλεκτικών αναγνωστών και δευτερευόντως, ωφέλιμο για ένα ευρύτερο κοινό, ως παρακίνηση για την ανάγνωση νεοτερικών κειμένων, που σήμερα πλέον θεωρούνται κλασικά.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/1/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου