Μαρία Πολυδούρη
«Τα ποιήματα»
Φιλολογική επιμέλεια –επίμετρο
Χριστίνα Ντουνιά
Εκδόσεις Εστίας
Φεβρουάριος 2014
Την τελευταία δεκαετία, η περίπτωση της Χριστίνας Ντουνιά ως μελετήτριας της νεοελληνικής λογοτεχνίας παρουσιάζει ενδιαφέρον, χάρις στις θεματικές μετατοπίσεις που αποτολμά, παρότι παραμένει στην ίδια πάντοτε χρονική περίοδο. Τις εκπλήξεις των πρόσφατων βιβλίων της δεν τις προμήνυε η ακαδημαϊκή της πορεία, που θα χαρακτηριζόταν τυπική. Θέμα της διατριβής της, που εκδόθηκε το 1996, ήταν “τα λογοτεχνικά περιοδικά της αριστεράς στο Μεσοπόλεμο”. Το 2000, μία δεύτερη μελέτη για την πρόσληψη του έργου του Καρυωτάκη απέσπασε βραβείο δοκιμίου. Στη συνέχεια, στράφηκε σε παραγκωνισμένους συγγραφείς, με κοινό χαρακτηριστικό, το εκρηκτικό τους ταμπεραμέντο και τις αιρετικές τους επιλογές, που προκάλεσαν θόρυβο στην εποχή τους. Όπως θόρυβο στον Τύπο του 21ου, προκαλούν τα βιβλία που τους αφιερώνει η Ντουνιά. Η υποδοχή είναι το ίδιο θερμή, με εκείνη που επιφυλάσσεται σε μυθιστορήματα στρεφόμενα γύρω από αμφιλεγόμενα ιστορικά θέματα και πρόσωπα. Και τα μεν και τα δε ανταποκρίνονται στην τρέχουσα διάθεση ανασκευής της Ιστορίας. Την επιτυχία που η Ντουνιά δεν γνώρισε ως πεζογράφος («Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο», 1998), την απολαμβάνει ως μελετήτρια. Καθοριστικό ρόλο παίζει η χρονική περίοδος που έχει επιλέξει· η δεκαετία του ’20, με “τον χαμηλόφωνο λυρισμό των ποιητών της και την αντικομφορμιστική στάση τους απέναντι στη ζωή”, όπως η ίδια συνοψίζει. Συμβάλλει, όμως, και ο τρόπος που χειρίζεται τα πρόσωπα, λίγο σαν Ρομπέν των Δασών, υπερασπιστής των αδυνάτων.
Αρχικά, την απασχόλησε η ιδιότυπη περίπτωση του Νίκου Βέλμου και του περιοδικού του. Μετά, Νοέ. 2005, προκάλεσε σάλο, συγκρινόμενο σε τοπικό επίπεδο με εκείνον της πρόσφατης ταινίας «Η ζωή της Αντέλ», επανεκδίδοντας το μυθιστόρημα «Η ερωμένη της» της Ντόρας Ρωζέττη. Ο σχολιασμός της καλλιέργησε την προσμονή πίσω από το ψευδώνυμο Ρωζέττη να κρύβεται μία γνωστή συγγραφέας, όπως η Μέλπω Αξιώτη ή η Έλλη Παπαδημητρίου. Μέχρι βραδιά διοργανώθηκε, με εξέχοντες ομιλητές, γι’ αυτό το λεσβιακό “ρομάντζο”, που η δημοσιογραφική υπερβολή το ήθελε να διεκδικεί θέση στην ομόλογη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Όταν η Ελένη Μπακοπούλου, γνωστή από τη δεκαετία του 1970 με την αγωνιστική της παρουσία στο φεμινιστικό κίνημα, αποκάλυψε πως δεν πρόκειται για κάποια γνωστή συγγραφέα, ο Τύπος το αντιπαρήλθε, όπως αντιπαρήλθε και την μεταθανάτια έκδοση του βιβλίου της, το 2012.
Δίτομα Άπαντα
Στη διετία 2009-2010, η Ντουνιά επανέφερε στο προσκήνιο τον Πέτρο Πικρό, με επιμέλεια των τριών πρώτων τόμων των Απάντων του. Τέλος, ενώ αναμενόταν η συνέχεια Πικρού, ήρθε η ανακοίνωση δίτομων Απάντων Μαρίας Πολυδούρη, συμπληρωμένα με τη βιογραφία της. Προσώρας εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των Απάντων, με τα ποιήματα, επίμετρο και εκτενές βιογραφικό σχεδίασμα. Μία πρώτη μορφή του σχεδιάσματος, με λιγότερα στοιχεία από το αρχειακό υλικό, είχε δημοσιευτεί στο «Ημερολόγιο 2005: Μαρία Πολυδούρη», που είχε ετοιμάσει η Ντουνιά. Είθε να υπάρξει συνέχεια. Μόνο που η Ντουνιά δίνεται μεν με πάθος στους φιλολογικούς της έρωτες, αλλά έχει δείξει πως είναι μάλλον άστατη. Ούτε στον Βέλμο ούτε στην Ρωζέττη επανήλθε, παρόλο που και στα δυο θέματα υπάρχουν φιλολογικά κενά. Ακόμη και τον Πικρό, φαίνεται να τον εγκατέλειψε.
Οι απαιτήσεις, πάντως, από τον πρόσφατο τόμο είναι υψηλές, αφού η μελετήτρια θέτει ως στόχο “να βγάλει την Πολυδούρη από τη σκιά του Καρυωτάκη”. Αυτό σημαίνει νέα θεώρηση του ποιητικού της έργου, ανεξάρτητη από τον βίο της και από το έργο του Καρυωτάκη. Ο πρόλογος αφήνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα μεγαλύτερο ποιητικό σώμα από το δημοσιευμένο στα προ τριακονταετίας Άπαντα, που είχε καταρτίσει ο Τάκης Μενδράκος. Η σύγκριση, ωστόσο, δείχνει ότι έχουν προστεθεί μόλις δώδεκα ποιήματα, από τα οποία τρία ανήκουν στα “ημιτελή”, και επτά είναι μεταφράσεις. Τα “ημιτελή”, μαζί με ένα από τα υπόλοιπα, «Απ’ τα Σονέτα του Κυνηγού», και πέντε από τις μεταφράσεις, έχουν δημοσιευτεί από τον Κώστα Παπαντωνόπουλο, το 1989, που το Αρχείο Πολυδούρη εναποτέθηκε στο Ε.Λ.Ι.Α., στο περιοδικό του Ιδρύματος. Μένουν οχτώ ποιήματα και δυο μεταφράσεις, που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα. Αθησαύριστα ποιήματα δεν υπάρχουν, καθώς η έρευνα περιορίστηκε στο Αρχείο· το δικό της και εκείνο που βρέθηκε σε συγγενικά ή και φιλικά χέρια. Στα πρόσφατα Άπαντα, η ταξινόμηση είναι αναλυτικότερη, ενώ έχει προστεθεί φιλολογικός σχολιασμός. Στα προηγούμενα, μετά τις δυο ποιητικές συλλογές της, του 1928 «Οι τρίλλιες που σβήνουν», όπου συμπεριλαμβάνονται και μεταφράσεις, και του 1929 «Ηχώ στο χάος», παρατίθενται τα “ανέκδοτα”. Στα πρόσφατα, αυτά καταμερίζονται, στα “πρώιμα (1918-1920)”, σε εκείνα της περιόδου 1922-1927 με τον προσδιορισμό “Αθήνα-Παρίσι”, στα ποιήματα της “«Σωτηρίας»”, όπου νοσηλεύτηκε από την 4η Απρ. 1928 μέχρι την 13η Φεβρ. 1930, στα “ημιτελή” και στις “μεταφράσεις”.
Μια αφήγηση
Αφού, ουσιαστικά, το ποιητικό σώμα είναι δεδομένο, η νέα θεώρηση στηρίζεται στη μελέτη, που δημοσιεύεται ως επίμετρο. Δεν πρόκειται για ένα αμιγώς δοκιμιακό κείμενο, αλλά για μία αφήγηση, με γλαφυρούς τόνους και δομικό στοιχείο τα πολλά και εκτενή αποσπάσματα από δημοσιεύματα άλλων. Η επιλογή των αποσπασμάτων είναι μεν αντιπροσωπευτική, αλλά όχι και αξιολογική. Ξεδιαλέγονται εκείνα που κρίνονται πρόσφορα, ώστε η αφήγηση να ανασκευάσει όσες παλαιότερες απόψεις εκτιμώνται ως εσφαλμένες και να αναδιατυπώσει όσες εξαίρουν πτυχές της ποίησης της Πολυδούρη. Με τη βοήθεια αυτών των ξένων λόγων, η Ντουνιά αρθρώνει τον δικό της. Έτσι δίνει ευκολότερα υπόσταση στη ρηξικέλευθη σύλληψη της Πολυδούρη ως “της πιο συναρπαστικής ποιήτριας του μεσοπολέμου και μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα”.
Η μελέτη χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια μετά εισαγωγής. Το πρώτο περιγράφει τα δυο τελευταία χρόνια στη «Σωτηρία», αποτελώντας κεφάλαιο βιογραφίας. Μέρος του τίτλου, «Ματωμένος λυρισμός», και το στίγμα της εποχής, τα παίρνει από κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, δημοσιευμένο το 1961 για τα πρώτα Άπαντα Πολυδούρη της Λιλής Ζωγράφου. Η αφήγηση συρράπτει και σχολιάζει, με τη σημερινή οπτική, σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα και κυρίως, αποσπάσματα από μαρτυρίες φίλων της Πολυδούρη, όπως ο Ουράνης, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος ή και η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Πάντοτε αυτοβιογραφική στις μυθοπλασίες της η Καζαντζάκη, πλάθει μία συγγενική της Πολυδούρη ηρωίδα στο μυθιστόρημά της «Γυναίκες», που εκδίδει το 1933. Μεγαλύτερο βάρος δίνει η Ντουνιά σε ένα άλλο μυθιστόρημα, την «Εκάτη» του Κοσμά Πολίτη, που εκδίδεται το ίδιο έτος, αφιερώνοντάς του το τέταρτο κεφάλαιο της μελέτης. Σύμφωνα με νεότερους μελετητές, το μυθιστορηματικό πρόσωπο της Έρσης, είναι εμπνευσμένο από την Πολυδούρη. Επισήμανση, που δεν κάνει η Νόρα Αναγνωστάκη στην παλαιότερη διεξοδική ανάλυση του μυθιστορήματος. Μπορεί, όμως, η ομοιότητα Έρσης-Πολυδούρη και οι παραλλαγμένοι ή αυτούσιοι στίχοι της, που χρησιμοποιεί ο Πολίτης, να εκληφθούν ως εγκώμιο για την ποίησή της;
Τα δυο ενδιάμεσα κεφάλαια της μελέτης επικεντρώνονται στην αποτίμηση του έργου της Πολυδούρη από κριτικούς και ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αναφέρονται τα γνωστά περί περιορισμένης αναφοράς των ποιητριών στις Ιστορίες και γενικότερα, η φυλετική συγγραφή της Ιστορίας. Το ζητούμενο είναι η θέση μέσα σε αυτό το πεδίο της Πολυδούρη. Υποτιμημένη τη θεωρεί η Ντουνιά. Θα μπορούσε, όμως, να χαρακτηριστεί και υπερτιμημένη. Λ.χ., μόνο στην Ιστορία του Αρίστου Καμπάνη δεν αναφέρεται, ενώ, σε εκείνη του Ηλία Βουτιερίδη, υπάρχει το όνομά της στον κατάλογο της γενιάς του ’20. Αντιθέτως, στην Ιστορία του Νίκου Παππά, μνημονεύεται ως “η μοναδική αξιόλογη ποιήτρια αυτής της γενιάς”. Επίσης, ο Δημ. Τσάκωνας διατυπώνει την άποψη ότι “η Πολυδούρη εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της”. Αυτές τις Ιστορίες, η Ντουνιά δεν τις αναφέρει. Εμμένει στην υποτίμηση της Πολυδούρη από την τριάδα Δημαράς - Βίττι – Πολίτης, ασχέτως αν σε αυτούς το στοιχείο της παραγνώρισης αφορά γενικότερα τη γενιά του ’20. Δηλωτικοί είναι οι τίτλοι των αντίστοιχων κεφαλαίων: «Το άτολμο ξεκίνημα του μοντερνισμού» στον Βίττι, «Η ποίηση ως το 1930» στον Πολίτη.
Τρεις ιστορικοί
Η Ντουνιά υπερτιμά ορισμένες Ιστορίες, όπως του Πολίτη, που θεωρεί ότι “αποτυπώνει τον λογοτεχνικό κανόνα” ή του Ρόντρικ Μπήτον, ότι συνιστά “μία νεότερη αποτίμηση της λογοτεχνίας μας”. Αντιθέτως, επιτιμά την Ιστορία του Αλέξ. Αργυρίου, με ανακριβείς αναφορές. Λ.χ., στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου δεν αφιερώνει “έναν τόμο 556 σελίδων” αλλά δυο συνολικά 1166 σελίδων. Στον πρώτο, συνοψίζει την άποψή του ως κριτικός για τις δυο συλλογές της Πολυδούρη, την οποία συμπληρώνει στον δεύτερο, όπου “το ίχνος της Πολυδούρη” φτάνει τις δυόμισι σελίδες, με βιογραφικά στοιχεία και παράθεση ποιημάτων παραπλήσιας έκτασης με εκείνη για τους άλλους της ομάδας. Ούτε θα συμφωνούσαμε πως ο λόγος που την κρίνει αυστηρά είναι η σύγκριση με τη γενιά του ’30. Μάλλον αξιολογεί περισσότερο ορισμένους παραγκωνισμένους αντί των προβεβλημένων, Πολυδούρη και Λαπαθιώτη.
Ένα σημαντικό σημείο, που φαίνεται να μη λαβαίνει υπόψη της η μελετήτρια, είναι οι όροι υπό τους οποίους γράφεται μία κριτική αποτίμηση. Για παράδειγμα, αποδέχεται τη θετική γνώμη των τεσσάρων “εγκυρότερων”, όπως τους χαρακτηρίζει, “κριτικών του μεσοπολέμου”, Παράσχου, Άγρα, Ουράνη, Καραντώνη, χωρίς να προσμετρά το στοιχείο, ότι δημοσιεύουν τις αποτιμήσεις τους κοντά στο θάνατο της Πολυδούρη, επηρεασμένοι από την συναισθηματική συγκυρία. Ενώ, τις παρατηρήσεις μίας μεταγενέστερης κριτικής του Καραντώνη, τις παίρνει ως άξονα της μελέτης της, λησμονώντας πως πρόκειται για παρουσίαση των πρώτων Απάντων Πολυδούρη του 1961. Οπότε το συμπέρασμα της βιωσιμότητας της ποίησής της αλλά και η τοποθέτηση του ζεύγους Καρυωτάκη-Πολυδούρη σε εξέχουσα θέση μέσα στη γενιά, έστω και κάπως στανικά για την δεύτερη, έρχονται ως αβρότητα προς υποστήριξη του εγχειρήματος.
Γενικότερα, φαίνεται να μην δίνει την πρέπουσα σημασία στα πρόσωπα που διατυπώνουν μία άποψη, ενδιαφερόμενη περισσότερο για το θετικό ή αρνητικό πρόσημο της κριτικής τους. Ιεραρχεί τους κριτικούς με βάση τις ανάγκες της επιχειρηματολογίας, παραβλέποντας το εκτόπισμά τους. Λ.χ., εξαίρει “τον κριτικό Κώστα Σταματίου”, γιατί αυτός, στα “αναβρύσματα της στιγμής” μέσα στην ποίηση της Πολυδούρη, εντοπίζει νεωτερικά στοιχεία από τον παρισινό ντανταϊσμό και υπερρεαλισμό, ή “τη φεμινίστρια κριτικό Καίτη Ζέγγελη”, γιατί αποφαίνεται πως “η Πολυδούρη έχει στοχαστικό πνεύμα”. Την άποψη, μάλιστα, της κριτικού ότι πρόκειται για “μια διανοούμενη που την κυβερνά το ένστικτο”, την χρησιμοποιεί ως τίτλο στο έκτο κεφάλαιο, με θέμα τη στήριξη της Πολυδούρη από δυο φεμινιστικά περιοδικά, «Ο Αγώνας της γυναίκας» που εξέδιδε ο Σύνδεσμος για τα δικαιώματα της γυναίκας και το «Ελληνίς» του Εθνικού Συμβουλίου Ελληνίδων. Έχουν, όμως, αξία οι απόψεις της εν λόγω κριτικού του δεύτερου περιοδικού; Η Ντουνιά απαντά καταφατικά, με τον μάλλον σαθρό συλλογισμό, ότι “οι γυναίκες κριτικοί γνωρίζουν τον δύσκολο και πολυμέτωπο αγώνα μιας νέας γυναίκας”, χωρίς να λαμβάνει υπόψη πως το 1930 τα εν λόγω περιοδικά ζητούσαν με αγωνιστική διάθεση να αναβαθμίσουν το γυναικείο πρότυπο.
Παραδοσιακή ή μοντέρνα
Παρομοίως, στο όγδοο κεφάλαιο, όπου πολιορκεί το ερώτημα “παραδοσιακή ή μοντέρνα” η ποίηση της Πολυδούρη, αναφέρεται “στον συσχετισμό των ποιημάτων της με την ποίηση του Σολωμού”, που διατυπώνει ο ερωτευμένος μαζί της, αφανής σήμερα, Γιάννης Χονδρογιάννης. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, έχουν εντοπιστεί “εκλεκτικές συγγένειες” της Πολυδούρη με τους Γάλλους “καταραμένους” ποιητές, αν και κάπως έμμεσες. Πιο συγκεκριμένα, η Ζέγγελη αναφέρει ως πρόγονό της την Γαλλίδα ποιήτρια του 19ου αιώνα, Μαρσελίν Βαλμόρ, η οποία, χάρις στο θαυμασμό του Μπωντλαίρ και την μεγάλη εκτίμηση του Ρεμπώ, συμπεριλήφθηκε από τον Βερλαίν στους “καταραμένους” ποιητές. Από εκεί και πέρα, επισημαίνεται συγγένεια στα βιογραφικά Βαλμόρ-Πολυδούρη (ένας μεγάλος έρωτας που τελείωσε γρήγορα αλλά έδωσε το ποιητικό υποκείμενο των στίχων τους), ενώ, στην ποίηση αμφοτέρων, υπάρχει “το χάρισμα της εξομολόγησης”. Κατά τη Ντουνιά, το ότι “η Πολυδούρη περιέλαβε δυο ποιήματα της Βαλμόρ στις λιγοστές μεταφράσεις της έμμεσα υπογραμμίζει τη συγγένειά της”. Ωστόσο, να θυμίσουμε πως αυτές οι μεταφράσεις έγιναν το 1929 και ότι η Πολυδούρη στάθηκε ετερόφωτη στις μεταφραστικές επιλογές της. Επίσης, ότι είχε προηγηθεί η ενθουσιώδης παρουσίαση της Βαλμόρ από τον Απόστολο Μελαχρινό στο «Φραγκέλιο», Ιαν. 1928, με ποίημά της μεταφρασμένο από τον Α. Σκουζέ και την αδελφή του Βέλμου, Τατιανή. Ενώ, στο επόμενο φύλλο, προστίθενται ποιήματα σε μεταφράσεις Ν. Γιοκαρίνη, Μελαχρινού και Μήτσου Παπανικολάου. Αν και ο Βέλμος είχε παρουσιάσει την Βαλμόρ πολύ νωρίτερα, όταν η Πολυδούρη ήταν ακόμη μαθήτρια στην Καλαμάτα.
Μένει το πέμπτο κεφάλαιο, όπου η Ντουνιά παρουσιάζει κριτικά, χωρίς τους λόγους των άλλων, τις δυο ποιητικές συλλογές της Πολυδούρη, επικαλούμενη ωστόσο και το γεγονός ότι η δεύτερη συλλογή “γνώρισε την ομόφωνη κριτική αποδοχή”. Πώς αλλιώς, Δεκ. 1929, όταν κάθε ελπίδα για ανάκαμψη της υγείας της είχε εκλείψει. Εδώ, η μελετήτρια αναφέρει και το μυθιστόρημα της Πολυδούρη, που θα αποτελεί το κυρίως μέρος του δεύτερου τόμου των Απάντων, με τα Πεζά. Η πρώτη δημοσίευσή του έγινε στα Άπαντα του Μενδράκου, η μελλοντική θα παρουσιάζει δυο εναλλακτικές γραφές και θα συνοδεύεται από σχόλια. Το προαναγγέλλει ως “εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο” λόγω “αφηγηματικής τόλμης” και “μοντέρνας δομής”. Όπως παρουσίαζε και εκείνο της Ρωζέττη. Άλλη μία σύμπτωση, στο τέλος του 1926, η Πολυδούρη παραδίδει στον εκδότη Χρυσόστομο Γαννιάρη το μυθιστόρημά της, τέλη 1927 παίρνει την αρνητική απάντηση. Φθινόπωρο 1929, ο Γαννιάρης εκδίδει το μυθιστόρημα της Ρωζέττη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/7/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου