Ο κριτικός Ξενόπουλος
Ο Ξενόπουλος ακολουθεί σε όλα τα κείμενά του, συντομότερα και εκτενέστερα, συγκινησιακής ή κριτικής διάθεσης, την ίδια ρητορική. Αρχικά συμφωνεί με τον αυστηρό κριτή, αν πρόκειται για απαντήσεις σε σχόλια, ή με τις διατυπωμένες επικρίσεις για την ποίηση του Καβάφη, αν πρόκειται για τα κριτικά κείμενα, παραθέτοντας παρελκυστικά σχόλια και επιμέρους υπερασπιστικές ενστάσεις. Στη συνέχεια, περιορίζει το καβαφικό σώμα σε ένα μικρό αριθμό ποιημάτων. Απαραίτητη σε αυτό το σημείο, αν δεν έχει αποτελέσει το ξεκίνημα, είναι η υπόμνηση της δικής του συμβολής με εκείνο το πρώτο άρθρο του. Στα συναισθηματικής φύσης κείμενα, αναφέρεται και στις δυο πρώτες συναντήσεις τους. Ως προς τα ποιήματα, είναι πάντοτε τα ίδια. Τα οκτώ, που παραθέτει στο πρώτο άρθρο του, και τα άλλα εννέα στη δεύτερη ομιλία, 30 χρόνια αργότερα, όπου τέσσερα επαναλαμβάνονται. Σύνολο 13, γραμμένα τα 8 στην περίοδο 1893-1901, δυο το 1910 και ένα το 1917. Όσα ψευδοϊστορικά και ιστορικοφανή, τα προσλαμβάνει, από κοινού με τα υπόλοιπα που ξεχωρίζει, ως ποιήματα υπαρξιακής αγωνίας. Αυτά εγκωμιάζει, αλλά και πάλι, μετά επιφυλάξεων.
Στα εν λόγω δυο κείμενα, παραθέτει τα ποιήματα με συνοδευτικό σχολιασμό. Έτσι παρακάμπτει την πάγια δυσκολία της κριτικής να εκφραστεί επί του συνολικού έργου. Δεν παραλείπει να σχολιάσει ρυθμό, στιχουργία και γλώσσα, αλλά ως πεδία στα οποία ο Καβάφης δεν διεκδικεί μια αξιόλογη θέση. Αρετές βρίσκει στην εικονοποιία και την οικονομία του ποιήματος. Από εκεί και πέρα, διαβάζει τα ποιήματα ως δοκίμια, αναλύοντας θαυμαστικά το στοχαστικό τους περιεχόμενο. Το πρώτο άρθρο, που υποτίθεται ότι στοχεύει στην ανάδειξη του ποιητή, καταλήγει με την απόφανση: “Θα ήτο δικαιωματικώτερα πολίτης εις των Ιδεών την Πόλιν.” Και 30 χρόνια αργότερα, ξεκινά τη μία και μοναδική μετά το θάνατο του Καβάφη, επαναλαμβανόμενη ομιλία του, ακριβώς από το σημείο που τελείωνε το άρθρο, από τη φιλοσοφία και το σκοπό της, “να συνδιαλλάξη τον Άνθρωπο με το Θάνατο.” Ο τίτλος της διάλεξης, «Το ανθρώπινο στην ποίηση του Καβάφη», αναφέρεται στην ανθρώπινη δυστυχία, που, όπως αναπτύσσει, αντέχουμε είτε με τους λογικούς τρόπους της φιλοσοφίας είτε με τους συγκινησιακούς της ποίησης. Να θυμίσουμε ότι το Αριστείο του απονεμήθηκε για το θεατρικό έργο του, «Το ανθρώπινο», που είχε γράψει επηρεασμένος από την αρρώστια και το θάνατο του φίλου του Δημητρακόπουλου από καρκίνο (28/7/1922). Μετά μακριά εισαγωγή, με συγκαταβατική, χαλαρά υπερασπιστική, αναφορά στα “ανήθικα” και τα ιστορικά ποιήματα, έρχεται στο ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκουμε στην ποίησή του. Στα ποιήματα που παραθέτει υποδεικνύει την ανθρώπινη δυστυχία, στην οποία έκαστο αναφέρεται. Επιμένει σε εκείνα που τον αγγίζουν προσωπικά, επανερχόμενος για πολλοστή φορά στα περίφημα «Τείχη».
Μία αφιέρωση
Κατ’ εξαίρεση, ένα λήμμα της Βιβλιογραφίας αφορά αφιέρωση του Ξενόπουλου στον Καβάφη. Στη συλλογή διηγημάτων, «Ο Μινώταυρος κι άλλα νέα διηγήματα (1921-1924)», του αφιερώνει το ομότιτλο (στα Άπαντα Ξενόπουλου από τις εκδ. Βλάσση η αφιέρωση έχει απαλειφθεί). Στομφώδης η αφιέρωση, “Στον ποιητή Κ. Π. Καβάφη, τον μεγάλο και αγαπημένο μου, αφιέρωμα”, γεννά το ερώτημα, τυχόν σκοπιμότητας. Η συλλογή εκδόθηκε το 1925, όταν ο Καβάφης είναι το πρόσωπο της ημέρας σε Αλεξάνδρεια και Αθήνα, με πολλούς νέους Αποστόλους του έργου του. Αναμενόμενο, ο Ξενόπουλος να διεκδικεί δάφνες για την πρωτιά της “ανακάλυψής” του. Ιδιαίτερα, όταν πρόκειται για μία έκδοση από οίκο της Αλεξάνδρειας, τα Γράμματα, που έχει ως πρώτο κοινό τους Αιγυπτιώτες. Ο κτητικός χαρακτήρας της αφιέρωσης συνιστά κι αυτός έναν τρόπο διεκδίκησης των οφειλόμενων στο κριτικό του αισθητήριο. Ύστερα, δεν αποκλείεται ο Καβάφης να είχε μεσολαβήσει στον εκδότη Στέφανο Πάργα για την έκδοση, καθώς ο αιγυπτιώτικος κύκλος γνωριμιών του Ξενόπουλου μάλλον περιοριζόταν σε κάποιες αθηναϊκές φιλίες. Δυο ακόμη βιβλία, που τύπωσε στην Αλεξάνδρεια, το 1923 το μυθιστόρημα «Ισαβέλλα» και το 1926 «Ο τρελλός με τους κόκκινους κρίνους» είναι από τον εκδοτικό οίκο του Άγγελου Κασιγόνη, τον οποίο γνώριζε πριν εκείνος εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια.
Σχετικά με το διήγημα, ο Σαββίδης σχολιάζει πως πρόκειται για “το πιο τολμηρό από κοινωνιολογική, ψυχογραφική, μα και σεξουαλικήν άποψη”, παροτρύνοντας “να εξεταστεί κριτικά ως ποιόν βαθμό ο Ξενόπουλος μπορεί να ταύτιζε τον πρωταγωνιστή του διηγήματός του με τον Καβάφη.” Στη συλλογή συγκεντρώνονται 12 διηγήματα, όπου το ομότιτλο είναι το εκτενέστερο. Το διήγημα «Ο Μινώταυρος» έχει μία μικρή προϊστορία. Πρωτοεκδόθηκε σε συνέχειες στην πρωινή καθημερινή εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος», που ξεκίνησε στις 17 Ιουν. 1923, με τον Ξενόπουλο να γράφει το φιλολογικό χρονογράφημα. Συνολικά, 22 συνέχειες, 26/9/1923-17/10/1923, όπου, στην τελευταία, υπάρχει σημείωση ότι “γράφτηκε τον Γενάρη του 1922”. Παρότι στην εφημερίδα δημοσιεύονται, από τον πρώτο χρόνο, ποιήματα του Καβάφη και άρθρα που κάνουν αναφορά στην ποίησή του, τα οποία βιβλιογραφούνται, το διήγημα διαφεύγει. Και δικαίως, αφού σε αυτήν την πρώτη δημοσίευση δεν υπάρχει η αφιέρωση στον Καβάφη. Σε αντίθεση με άλλα διηγήματα της συλλογής, καθώς και της τακτικής του Ξενόπουλου να ανθολογεί το ίδιο διήγημα σε περισσότερες συλλογές, αυτό δεν αναδημοσιεύτηκε. Ίσως, ακριβώς, λόγω του τολμηρού του χαρακτήρα. Το γεγονός, πάντως, ότι γράφτηκε τρία χρόνια πριν την έκδοση της συλλογής, επιτρέπει την εικασία, με άλλες διαθέσεις ο Ξενόπουλος να έστησε την υπόθεση του διηγήματος και με άλλες να πρόσθεσε την αφιέρωση. Στις αρχές του 1922, είναι νωπή η διάλεξη του Άγρα, που, αρχικά, θα πρέπει να τον δυσαρέστησε, καθώς ένας νεότερος τον παραγκώνιζε προβάλλοντας πρώτος σε ένα νεότερο κοινό τον Καβάφη. Ασχέτως αν στο κείμενο της ομιλίας του, άνοιξη 1923, την παρουσιάζει ενθουσιωδώς, δράττοντας της ευκαιρίας να υπενθυμίσει το πρώτο άρθρο του. Άλλωστε, λειτουργώντας με περίσκεψη, δεν θα παρευρισκόταν στην εκδήλωση. Δεν είχε πάρει ακόμη το πολυπόθητο Αριστείο, πρώτο βήμα προς τον ακαδημαϊκό θώκο.
Το διήγημα φέρει τον υπότιτλο «Μια πολύ παλιά ζακυθινή ιστορία» και “αντί προλόγου”, σημείωμα, που τοποθετεί την ιστορία 130 χρόνια πίσω, δηλαδή στα 1792. Αλληγορικός ο τίτλος, παραπέμπει στο μύθο του Μινώταυρου και του Θησέα, ενώ, για το στήσιμο της υπόθεσης, ο συγγραφέας πορίζεται και από το μύθο του Δούρειου Ίππου και του πονηρού Οδυσσέα. Ο Μινώταυρος του διηγήματος είναι “ο άρχοντας Κούρπας”, που ορίζει μία ολόκληρη γειτονιά. Το παλάτι του φράζει με τον ψηλό τοίχο του περιβολιού το κεντρικό καντούνι. “Αμποδάει τον αέρα, τον ήλιο, το φως, τη λευτεριά...”. “Απ’ ό,τι έκαναν, ό,τι έβγαζαν ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν και στο παλάτι...”. “Άμα δεν έδινε κανείς το πράμα του ή το κορίτσι του με το καλό, του το ’παιρνε με τη βία.” “Ήταν εν’ άγραφο αρχοντικό δικαίωμα, ένα προνόμιο παλιό, ένα φέουδο αλλιώτικο, που η αρχή του χανόταν στα σκοτάδια του μεσαίωνα: ένας φόρος αίματος παρθενικού.”
Σε αντίθεση με τη θυσία στον Μινώταυρο, που ήταν 14 αγόρια και κορίτσια ευγενών οικογενειών, ο Ζακύνθιος άρχοντας αρκείτο σε “κορασιδούλες, δεκατεσσάρω χρονώ”, άντε δεκαπέντε. Με “πρόσωπο πολύ παιδιάτικο, αγνό, αθώο”, που έδειχναν ακόμη μικρότερες. Ειδάλλως, ο συγγραφέας θα ξεπερνούσε τα όρια της ελευθεριότητας, που επιτρέπει “η παλιά ζακυθινή ιστορία”. Τον Αφέντη τον περιγράφει με τους χαρακτηρισμούς, “ένας έκφυλος, άσωτος, λάγνος”. Στο ερώτημα του Σαββίδη, απαντάει η περιγραφή του: “Ήταν ψηλός, μάλλον αδύνατος, άσπρος σα φιλντισένιος, γεμάτος φλεβίτες γαλάζιες και μαβιές, με μαύρα μάτια κάτω από πυκνά φρύδια και με μακρουλό πρόσωπο ολωσδιόλου ξυρισμένο... Η λαγνεία – το κυριότερό του χαρακτηριστικό – ενέδρευε θα ’λεγες στη μύτη, την πελώρια, ευκολοκίνητη και φουσκωμένη στα πλάγια...” Η μύτη του Καβάφη αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του, που ενέπνευσε τους γελοιογράφους.
Αντιμέτωπος με τον Αφέντη βρίσκεται ένας νιόπαντρος “σκαφτιάς”, ο Τζώρτζης, που δεν βρήκε τη γυναίκα του παρθένα και θέλει να εκδικηθεί. Ο συγγραφέας δίνει διδακτικό επίχρισμα στην ιστορία του. “Τρακόσια χρόνια πλακωμένοι”, που σημαίνει αναδρομή στην αρχή της Ενετοκρατίας, “οποια αντίσταση κάποιος αποτολμά καταπνίγεται σαν ανταρσία κι επανάσταση.” Το 1792, όμως, έρχονται τα νέα από τη Φράντζα. “Στα Παρίσια, οι ξυπόλυτοι σηκώσανε μεγάλο ρεμπελιό. Κάνανε γιουρούσι στην Μπαστίλλια”. Στην Ζάκυνθο, οι Γάλλοι έρχονται πέντε χρόνια αργότερα και γίνονται δεκτοί ως ελευθερωτές. Ο “σκαφτιάς” θα βάλει σε πράξη το παράδειγμά τους. Ως άλλος Οδυσσέας, θα μπει με δόλο στο παλάτι και θα βάλει φωτιά. Ο ψηλός τοίχος θα γκρεμιστεί. Όλοι οι φοβισμένοι της γειτονιάς θα πιστέψουν ότι είναι Θεού έργο. Κατά τα άλλα, και τον Τζώρτζη τον βάζουν σε πειρασμό οι κορασίδες. “Τις καθίζει στα γόνατά του.” “Το θερμό, το πονηρό σωματάκι που κρατούσε, δεν του ’κανε καρδιά να τ’ αφήσει.” Πιστεύει, όμως, πως μόνο αν βρει τη δύναμη να αντισταθεί στον πειρασμό, θα μπορέσει να εκδικηθεί, να κάψει το παλάτι και να γκρεμίσει τον τοίχο που φράζει το καντούνι.
Άραγε, ως ποιο βαθμό ο “σκαφτιάς” μπορεί να αντανακλά βιώματα του συγγραφέα. Μήπως ο Ξενόπουλος, με το δίπολο των ηρώων, συνομιλεί με τον ποιητή, διαγκωνιζόμενος μαζί του στο πεδίο της ελευθεριότητας. Ο Αφέντης έχει αφεθεί στην ασέλγεια. Ο Τζώρτζης πολεμάει τον Διάβολο. Τελικά, νικάει, ρίχνει τα “Τείχη”. Ένας εναλλακτικός τίτλος του διηγήματος θα μπορούσε να είναι, τα “Τείχη”, οπότε και η αναφορά στον Καβάφη θα γινόταν ευθεία. Μένει ερώτημα το πώς “ταίριαζε” στη ζωή του Ξενόπουλου το εν λόγω ποίημα. Σύμφωνα με “κουσέλια της δεκαετίας του ’60, που πρόλαβε” ο Σαββίδης, ο Ξενόπουλος “έχει τη φήμη του παιδεραστή”. Βεβαίως, οι φήμες για τους συγγραφείς αποτελούν συχνά απόρροια άκρατου ή, καμιά φορά και ψευδούς βιογραφισμού. Όσο για σήμερα, η σημασία ορισμένων λέξεων με σεξουαλικό περιεχόμενο έχει μετακυλίσει μάλλον σκοπίμως. Έτσι, ο παιδόφιλος, που σημαίνει ο αγαπών τα παιδιά, ταυτίστηκε με τον παιδεραστή, και η ομοφυλία με την ομοφυλοφιλία, για να αποκαθαρθούν του κακόσημου φορτίου τους οι δεύτερες. Μόνο που έτσι, οι πρώτες έμειναν χωρίς εννοιολογικό αντίκρισμα. Διατηρώντας τις λέξεις μακριά από στρεβλωτικές σκοπιμότητες, θα λέγαμε ότι ο Ξενόπουλος στάθηκε δια βίου παιδόφιλος, από τα 27 του αρχισυντάκτης της «Διάπλασης των παίδων» και μετά το 1941 εκδότης. Μοναδική παραχώρηση προς μία οιονεί παιδεραστία, ο έρωτάς του για την μικρούλα Τίτα, “το κοριτσάκι της Διαπλάσεως”, που κατέληξε σε γάμο με την απόλυτα συμβατή διαφορά ηλικίας των 13 χρόνων.
Ένα πρόχειρο συμπέρασμα θα ήταν πως ο Ξενόπουλος ως κριτικός του Καβάφη δείχνει ανεπαρκής. Ένα δεύτερο, πιο ενδιαφέρον για εμάς σήμερα, είναι πως η γνωριμία συγγραφέα-κριτικού καθιστά αδύνατη την ανασύνθεση της σχέσης τους με βάση μόνο τα κριτικά κείμενα. Στοιχεία δευτερογενή, συχνά εξωλογοτεχνικά, όχι μόνο συμπληρώνουν την εικόνα, αλλά επιτρέπουν σωστότερη στάθμιση των κριτικών κειμένων. Αν ο Ξενόπουλος ασχολείτο με τον Καβάφη αργότερα, χωρίς γνωριμία και επιστολικές επαφές, απηλλαγμένος από τη διεκδίκηση κριτικών πρωτείων, η κριτική του θα κόμιζε παρατηρήσεις με αντοχή στο χρόνο. Ιδίως, αν δεν διηύθυνε το περιοδικό “των παίδων” και αν δεν ήταν Ακαδημαϊκός, δηλαδή αν μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα για το σύνολο των καβαφικών ποιημάτων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/6/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου