Επιστολικές επαφές
Την ευχαρίστηση της γνωριμίας, ο Καβάφης την διατήρησε, επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, ενώ του Ξενόπουλου την έσβησαν οι βιοτικές μέριμνες. Αυτό τουλάχιστον τεκμαίρεται από την αλληλογραφία τους, που ο Σαββίδης αναδημοσιεύει στο βιβλίο του. Ακόμη μία αλληλογραφία του Καβάφη, μετά εκείνη με τον Φόρστερ, που διασώθηκε χάρις στην επιμέλειά του. Ισχνή, περιορίζεται στην περίοδο 1901-1908, με μόνο μία επιστολή του Καβάφη και ένα ευχαριστήριο σημείωμα του Ξενόπουλου στα μεταγενέστερα χρόνια. Σε αυτήν την περίοδο, σώζονται τέσσερις επιστολές Ξενόπουλου, η μία προ της δημοσίευσης του πρώτου άρθρου του και τρεις μετά (26/1/1906, 21/2/1906, 14/2/1907), και τέσσερα σχέδια επιστολών του Καβάφη, όλα μετά τη δημοσίευση. Στην πρώτη επιστολή Ξενόπουλου, αναφέρονται δυο, μη σωζόμενες, επιστολές Καβάφη. Η αλληλογραφία περιορίζεται στις συγγραφικές ενασχολήσεις τους και την εκατέρωθεν αποστολή των πονημάτων τους, κυρίως των συλλογών του Ξενόπουλου και των συνδρομών που ο Καβάφης μπορεί να εξασφαλίσει γι’ αυτές. Όπως και στην αλληλογραφία με τον Φόρστερ, πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα απουσιάζουν. Ενδεικτικά, ο Ξενόπουλος, στην πρώτη επιστολή του, με ημερομηνία 23 Φεβ. 1902, δεν αναφέρει τη γέννηση της κόρης του, στις 5 Φεβρ.
Η πρώτη επιστολή Καβάφη θα πρέπει να στάλθηκε κοντά στην ημερομηνία επιστροφής του στην Αλεξάνδρεια, η δεύτερη προς το τέλος του 1901, όταν αρχίζει να απογοητεύεται με τη σιωπή του νέου του φίλου. Σε αυτές εσωκλείει χειρόγραφα ποιήματα, καθώς και αντίτιμο 12 φράγκων για 4 συνδρομές της δεύτερης συλλογής διηγημάτων του Ξενόπουλου. Στην επιστολή του, ο Ξενόπουλος δικαιολογείται για τη σιωπή του, διαβεβαιώνοντας για τον θαυμασμό του. Για το αληθές του λόγου, αναφέρει ότι έχει ήδη παραδώσει στον Μιχαηλίδη άρθρο για την ποίησή του, που θα δημοσιευτεί στα «Παναθήναια». Οι δικαιολογίες, πως κωλυσιέργησε να δώσει το άρθρο, γιατί φοβόταν άρνηση του εκδότη, δείχνουν μάλλον προσχηματικές. Το γεγονός ότι το άρθρο δημοσιεύθηκε πολύ αργότερα, στις 30 Νοε. 1903, αφήνει το ενδεχόμενο να μην είχε καν γραφεί. Ενδιαμέσως, μπορεί να υπήρξαν κι άλλες επιστολές Καβάφη, ενώ πραγματοποιείται το δεύτερο ταξίδι του στην Αθήνα (Αυγ.-Οκτ. 1903), και μία δεύτερη επίσκεψη στην καινούρια κατοικία του Ξενόπουλου, που ενδέχεται να μην ήταν η μοναδική.
Αμέσως μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ο Καβάφης τον ευχαριστεί με ένα ολιγόλογο δελτάριο, στο οποίο απαντά ο Ξενόπουλος κι αυτός με δελτάριο. Αμφότερα μη σωζόμενα. Σώζεται, όμως, σχέδιο αχρονολόγητης επιστολής του Καβάφη, όπου διαβεβαιώνει τον Ξενόπουλο ότι “του ήρεσε πολύ” το άρθρο, αλλά “ηρκέσθην εις δυο λέξεις” δια να μη τον ενοχλήσει με επιστολή. Αυτές οι επιστολικές επαφές τους καθρεφτίζουν τις σχέσεις συγγραφέα-κριτικού. Το άρθρο μάλλον απογοήτευσε τον ποιητή, που θα το ανέμενε, όπως το είχε προαναγγείλει ο Ξενόπουλος, στο ύψος των εγκωμίων του. Από την πλευρά του ο κριτικός, πρέπει να θεώρησε ότι στάθηκε γενναιόδωρος και να περίμενε αντίστοιχες ευχαριστίες. Πάντως, ο Καβάφης, είτε από ευγένεια είτε από σκοπιμότητα, διατηρεί το φιλικό κλίμα. Αν και η φράση “να σας επαναλάβω πόσην χαράν με προξενεί το ότι εκτιμάτε – το ότι εκτιμά κριτικός ως σείς – τα ποιήματά μου”, μάλλον ενέχει ειρωνική απόχρωση.
Το δεύτερο ταξίδι
Οι πληροφορίες για το δεύτερο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα είναι λιγοστές. Στο χρονολόγιο του Τσίρκα αναφέρεται ότι στις 22 Ιουν. 1903 ζήτησε άδεια για ταξίδι στο εξωτερικό και του δόθηκε τρίμηνη, αρχόμενη στις 3 Αυγ. Όπως και στο πρώτο ταξίδι, έρχεται με τον αδελφό του Αλέξανδρο. Γνωρίζεται με τον Λάμπρο Πορφύρα. Συνάντηση για την οποία δεν δίνεται κανένα στοιχείο. Ενδεχομένως, ο Ξενόπουλος να παρευρισκόταν, καθώς στο άρθρο του αναφέρει τον Πορφύρα ως παράδειγμα λογίου των Αθηνών με τον οποίο συγκρίνει τον Καβάφη. Πάντως, τον Ξενόπουλο “τον επισκέφθηκε παρά την περιπαθή εμπλοκή του με τον ελάσσονα ποιητή, και συνεργάτη των «Παναθηναίων», Αλέξανδρο Μαυρουδή”, όπως σχολιάζει ο Σαββίδης. Μήπως θα ήταν ακριβέστερο ότι τον επισκέφθηκε ακριβώς λόγω του Μαυρουδή ή έστω, λόγω και εκείνου;
Ο Μαυρουδής, ως συνεργάτης των «Παναθηναίων», παρουσιάζεται μόλις το 1905. Ως εκκολαπτόμενος, όμως, θεατρικός συγγραφέας, είναι από νωρίς μέλος της συντροφιάς Ξενόπουλου-Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Αργότερα, “σταδιοδρόμησε ως εφήμερος δραματουργός στο Παρίσι”, όπως αναφέρει στο Χρονολόγιο ο Δασκαλόπουλος. Όχι και τόσο εφήμερος, αφού, επί μία εικοσαετία, θεατρικά έργα του παρουσιάζονταν στη σκηνή και κάποια γυρίζονταν ταινίες σε δικό του σενάριο. Ο Ξενόπουλος αναφέρει την επίσκεψη του Καβάφη σπίτι του σε επιφυλλίδα, που δημοσιεύει μία εβδομάδα μετά το θάνατό του: “Ύστερα ήλθε κ’ εκείνος στο σπίτι μου, στο ίδιο σπίτι, που ήξερε και θυμόταν... Τι αναμνήσεις, τι σπαραγμός, μα και τι ευτυχία! Έβλεπα τον άνθρωπο που είχε ζήσει τόσο δυνατά...” Ένα ταξίδι και ένας έρωτας, λοιπόν, που έδωσαν αφορμή για ποικίλες εικασίες. Θα συμφωνούσαμε με την παρατήρηση του Κώστα Ουράνη πως “ο Ξενόπουλος δεν έζησε δυνατά” και ίσως, η φράση του να κρύβει και κάποιο φθόνο.
Αφανείς θιασώτες
Ο Ξενόπουλος αναφέρεται για πρώτη φορά στον Καβάφη με την ευκαιρία της παρουσίασης του Ημερολογίου του Σκόκου του 1903, στο τεύχος της 30ης Νοεμ. 1902 των «Παναθηναίων». Τον χαρακτηρίζει “ιδιόρρυθμο”, “καινότροπο” και “βαθύ ποιητή”, ενώ το δημοσιευμένο ποίημα, «Το πρώτο σκαλί», “θαυμάσιον” μεν αλλά “μαλλιαρόν”. Κοντά ένα μήνα αργότερα, στις 25 Σεπ. 1903, δημοσιεύεται το ποίημα, «Δέησις», του Καβάφη στην εφημερίδα του Δημήτρη Κακλαμάνου «Το Νέον Άστυ» και μετά δυο μέρες, ακολουθεί ανυπόγραφο δημοσίευμα, με τίτλο «Η σπανία ποίησις». Ο Σαββίδης θεωρεί “την απόδοση της πατρότητάς του στον Ξενόπουλο εύλογη”, καθώς εκείνος, στην πρώτη επιστολή του, διατείνεται πως το άρθρο του ήθελε αρχικά να το δημοσιεύσει σε κάποια εφημερίδα. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι ο Ξενόπουλος δεν θα το δημοσίευε ανυπόγραφο. Ανεπιφύλακτα εγκωμιαστικό αυτό το δημοσίευμα, διαφοροποιείται από το γνωστό άρθρο του Ξενόπουλου στα «Παναθήναια» σε ορισμένες επιμέρους παρατηρήσεις: Εκείνος εγκωμιάζει τον Πορφύρα, το δημοσίευμα τον ειρωνεύεται – εκείνος αποκαλεί έμπορο τον Καβάφη, το δημοσίευμα φιλόλογο – εκείνος αποφεύγει τους υπερθετικούς επιθετικούς προσδιορισμούς, το δημοσίευμα χαρακτηρίζει τον Καβάφη “εξαιρετικόν ποιητήν” και τα ποιήματά του “τέλεια”. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Ξενόπουλου, ακολουθεί δεύτερο ανυπόγραφο σημείωμα στο «Νέον Άστυ», στις 6 Δεκ. 1903, αναφερόμενο στο άρθρο, το πιθανότερο από τον ίδιο συντάκτη. Πιστεύουμε πως και τις δυο φορές πρόκειται για τον Κακλαμάνο, που γνώριζε τα ποιήματα του Καβάφη τουλάχιστον από το 1896, που δημοσιεύθηκαν δυο στο «Άστυ».
Ενίοτε, ακόμη και ένας επιθετικός προσδιορισμός μπορεί να είναι ενδεικτικός του συγγραφικού ύφους. Ο Ξενόπουλος, από το πρώτο σημείωμα μέχρι και την πρώτη παρουσίαση στη «Νέα Εστία» 28 χρόνια αργότερα, χαρακτηρίζει τον Καβάφη “ιδιόρρυθμο”, και αλλού, εναλλακτικά,“περίεργο”. Ενώ, στο δημοσίευμα αναφέρεται ως “παράδοξος ποιητική προσωπικότης”. Όπως και να έχει, ο Κακλαμάνος, μαζί με τους Μιχαηλίδη και Σκόκο, είναι από τους πρώτους θιασώτες του Καβάφη στην Αθήνα. Ο Μιχαηλίδης, στα «Παναθήναια», δημοσιεύει ποίημα του Καβάφη στο τεύχος της 31ης Αυγ. 1901, δηλαδή ένα μήνα μετά την αναχώρησή του ποιητή από την Αθήνα, δυο ποιήματα μέσα στο 1904 και στην τετραετία, 1905-1908, ένα ποίημα κατ’ έτος. Αντίστοιχα, στο Ημερολόγιο του Σκόκου δημοσιεύονται ποιήματά του μέχρι και τον τόμο του 1907. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε μία κοντά δεκαετή συνεργασία του Καβάφη (στα «Παναθήναια» 1901-1908, Σκόκου 1898-1907). Σε αντίθεση, όμως, με τον Ξενόπουλο, αυτοί οι τρεις δεν το διαλάλησαν και η Καβαφολογία τους προσπέρασε. Όπως προσπέρασε και τους διευθυντές δυο άλλων περιοδικών, που τον καλοσυσταίνουν στις αναμνήσεις τους από την Αίγυπτο. Το 1894 ο Φραγκίσκος Πρίντεζης, το 1896, ο Γεώργιος Τσοκόπουλος.
Βιβλιογραφικά
Στο Γενικό Ευρετήριο της Βιβλιογραφίας Καβάφη, το όνομα του Ξενόπουλου, από το 1902 μέχρι τον θάνατό του, 24 Ιαν. 1951, αναφέρεται σε 32 λήμματα. Αν επεκταθούμε μέχρι και το επετειακό 1953, συμπεριλαμβάνουμε τέσσερις αναδρομικές αναφορές (το άρθρο του Δημαρά, «Ο τεχνικός της κριτικής», στο μεταθανάτιο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» στον Ξενόπουλο, Χριστούγεννα 1951, επιστολή του Ξενόπουλου προς την Κατίνα Παπά με ημερομηνία 12/5/1922, αναδημοσίευση του πρώτου άρθρου του στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» του 1953 και ένα δημοσίευμα, που αμφισβητεί τα πρωτεία του στην ανακάλυψη του Καβάφη). Τα λήμματα φτάνουν τα 36. Σε 24 από αυτά, ο Ξενόπουλος είναι ο συγγραφέας, ενώ στα υπόλοιπα μνημονεύεται.
Θα προσθέταμε μία νεκρολογία του Καβάφη από τον Ξενόπουλο, στη «Διάπλαση των παίδων», που υποδεικνύει ο Σαββίδης, αλλά παραμένει αβιβλιογράφητη. Ακόμη, 12 ανυπόγραφα κείμενα στη «Νέα Εστία» (το εισαγωγικό σημείωμα στο πρώτο ποίημα Καβάφη, που δημοσιεύεται στις 1/1/1930, και 11 σημειώματα της στήλης «Περιοδικά και εφημερίδες» κατά την πρώτη περίοδο, με διευθυντή τον Ξενόπουλο, στα οποία αναφέρεται ο Καβάφης και οι σύγχρονοί τους τα απέδιδαν στον Ξενόπουλο). Συνολικά, 37 είναι του Ξενόπουλου. Αριθμός που, σε συνδυασμό με την χρονολογική κατανομή τους, δημιουργεί την εντύπωση διαρκούς ενασχόλησης με τον Καβάφη. Εν μέρει, αυτό αληθεύει. Το άρθρο του 1903 τον εμπλέκει στην υπόθεση Καβάφη, ιδίως στις επιθέσεις εναντίον του. Είναι ενδεικτικό ότι επτά κείμενα (από το 1906 έως το 1944) συνιστούν απαντήσεις σε δημοσιεύματα εχθρικά ή και απλώς αυστηρά για τον Καβάφη, στις οποίες εκείνος υπερασπίζεται τον Καβάφη ή και εαυτόν, όπου αναφέρεται.
Μετά το πρώτο άρθρο του Ξενόπουλου, την επομένη του εγκωμιαστικού σημειώματος στο «Νέον Άστυ», δημοσιεύεται το πρώτο περιγελαστικό σχόλιο για την ποίηση του Καβάφη στο περιοδικό «Ο Νουμάς». Ένα τετράστιχο του εκδότη Δ. Ταγκόπουλου: “Θαυμάζει ο Ξερνόπουλος / τον Κώστα τον Καβάφη / γιατί ένα ποίημα / τον κάθε χρόνο γράφει”. Το θυμάται ο Ξενόπουλος 40 χρόνια αργότερα, απαντώντας σε δημοσίευμα του Γ. Ι. Φουσάρα. Μέσα στην επόμενη τριετία, μετρούμε δυο παρόμοια σχόλια, με έναυσμα ποιήματα του Καβάφη στα «Παναθήναια»: Στις 15/8/1904 δημοσιεύεται το «Φωνές», στις 17/8/1904, στην εφημερίδα του Γεωργίου Πωπ «Αθήναι» υπάρχει ανώνυμο σχόλιο, εστιασμένο στη γλώσσα, “Τόσον μαλλιαρή πλέον, ώστε και να μη κτενίζεται καν εις ομοιοκαταληξίας και μέτρον”. Στις 15/6/1906, το «Bασιλεύς Δημήτριος», στις 24/9/1906, ψευδώνυμο κοροϊδευτικό σχόλιο στο «Νουμά», στο οποίο σπεύδει να απαντήσει, υπό μορφή επιστολής, ο Ξενόπουλος, καθόσον αναφέρεται ονομαστικά ως εκείνος που ανακήρυξε τον Καβάφη “βαρβάτο ποιητή”. Ο Σαββίδης χαρακτηρίζει την απάντηση μειλίχια, επικαλούμενος επαινετικό σχόλιο του Δημαρά για τον Ξενόπουλο, ότι “μας διδάσκει πως να λέμε το σωστό χωρίς να γινόμαστε χυδαίοι”. Η απάντηση δείχνει περισσότερο σαν αναδίπλωση. Αρχικά, συμπλέει με τους χλευαστές, επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια το επιχείρημα του άρθρου του, ότι ο Καβάφης έχει γράψει πέντε-έξη ποιήματα “μεγάλα”, με κορυφαίο, τα «Τείχη».
Αραιότερα, όποτε δίνεται αφορμή από δημοσίευμα ή βιβλίο, επανέρχεται. Τη συνεχή ανάμιξή του στην υπόθεση Καβάφη δείχνουν και άλλες ενέργειες, όπως η υπογραφή του σε διαμαρτυρία διανοουμένων (11/4/1924), αλλά και τρεις συνεντεύξεις του (σε έρευνα για τον Καβάφη του Μ. Βαϊάνου 21/5/1924, στο περιοδικό «Παναιγύπτια» 29/2/1936, στην Τερέντσιο 1/5/1949), που έχουν κύριο θέμα τον Καβάφη. Ενδεικτική είναι και η καβαφική σχολιογραφία στο περιοδικό του. Με εξαίρεση ένα ειρωνικό σχόλιο γενικώς για τους λογίους της Αλεξάνδρειας, όπου οι βολές πιάνουν και τον Καβάφη, τα υπόλοιπα τάσσονται στο πλευρό όσων τον θαυμάζουν, στρεφόμενα κατά υβριστών του, όπως ο Ταγκόπουλος, ή και διορθώνοντας αυστηρές κριτικές για επιμέρους ποιήματα όπως του Μαλάνου.
Ο Ξενόπουλος δεν δηλώνει μόνο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Προβάλλει την προσωπική τους σχέση, με κείμενα συναισθηματικά φορτισμένα, όπως εκείνο για το τελευταίο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα και οι τρεις νεκρολογίες. Ενδεικτική σχετικά είναι και η επιστολή στην φίλη του Κατίνα Παπά. Όσο για τα κείμενα του κριτικού Ξενόπουλου, καταλαμβάνουν 11 λήμματα: Το πρώτο σχόλιο του 1902, δυο γενικόλογες αναφορές περί νεοελληνικής ποίησης και αλεξανδρινής λογοτεχνίας, το εισαγωγικό σημείωμα για το πρώτο ποίημα Καβάφη στη «Νέα Εστία», υπογεγραμμένο από την σύνταξη του περιοδικού, και επτά λήμματα, που αντιστοιχούν σε τρία κείμενα. Αυτά είναι το πρώτο άρθρο και δυο ομιλίες, με τις αναδημοσιεύσεις τους (τρεις φορές δημοσιεύτηκε το πρώτο άρθρο, 1903, 1933 και 1953 στα αντίστοιχα αφιερώματα της «Νέας Εστίας», άπαξ η δεύτερη ομιλία και τρις η τρίτη). Το ειδολογικό φάσμα των κειμένων συμπληρώνεται με μία αφιέρωση διηγήματος του Ξενόπουλου στον Καβάφη.
Λανθάνον Ιωβηλαίο
Θυμίζουμε πως η πρώτη ομιλία προοριζόταν για τιμητική εκδήλωση στην Αλεξάνδρεια, το “Ιωβηλαίο” του κατά τον Ξενόπουλο, πιθανώς Απρ. 1923. Λανθάνει στα Χρονολόγια. Ίσως την ματαίωσε ο θάνατος του αδελφού του, Τζων, στις 9 Φεβρ. 1923. Παρότι ο Ξενόπουλος είχε προσκληθεί από την οργανωτική επιτροπή, δεν σκόπευε να παρευρεθεί. Έστειλε το κείμενο της ομιλίας του, που δημοσιεύθηκε δυο χρόνια αργότερα στο περιοδικό του Βαϊάνου «Νέα Τέχνη». Φόρτος εργασίας ή συντηρητική στάση; Ενώ, η δεύτερη, με τίτλο, «Το ανθρώπινο στην ποίηση του Καβάφη», πραγματοποιήθηκε στο Ελληνικό Ωδείο στις 29/11/1933, επαναλήφθηκε με αλλαγές στις 30/4/1940 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στις 8/6/1943 στο Θέατρο Κυβέλη. Δημοσιεύθηκαν τα κείμενα της πρώτης και της τρίτης μορφής, για την ενδιάμεση υπάρχουν αναφορές στον Τύπο.
Ο Ξενόπουλος, στην πρώτη συναγωγή κριτικών κειμένων του, το 1923, δεν περιλαμβάνει το άρθρο του 1903. Στην δεύτερη, το 1937, περιλαμβάνει το πρώτο και εκείνο της δεύτερης ομιλίας. Και πράγματι, το κείμενο της πρώτης ομιλίας δεν συνιστά κριτική αποτίμηση. Μνημονεύει το πρώτο άρθρο του, εξομολογούμενος τους αλλοτινούς φόβους του για το πώς θα αντιδρούσε ο κύκλος του περιοδικού, οι αναγνώστες, ακόμη και ο ίδιος ο ποιητής, αλλά και για το κατά πόσο ο χρόνος θα δικαίωνε την κρίση του. Αυτή η περιπόθητη δικαίωση ήρθε, όπως αναφέρει, σε μία γιορτή προς τιμή του Καβάφη, που έγινε προ δυο χρόνων στην Αθήνα. Τον δικαίωσαν όσα είπε ο ομιλητής αλλά κυρίως η αντίδραση του νεαρού ακροατηρίου. Δεν ονοματίζει τον ομιλητή, μόνο τον περιγράφει: “Νέος λογοτέχνης, από τους καλύτερους, τους κριτικώτερους της γενεάς του, – αγέννητος ίσως όταν πρωτόγραφα εγώ στα «Παναθήναια»”. Αγέννητος όχι, αλλά μόλις τετραετής. Πρόκειται για τον Τέλλο Άγρα και την διάλεξή του στο Ελληνικό Ωδείο στις 30 Μαρ. 1921. Συμπληρώνει την εικόνα με την απαγγελία ποιημάτων: “Δίπλα του, μια νέα κοπέλα, αισθαντική, φιλολογικά μορφωμένη και γυμνασμένη στη θεατρική τέχνη, τ’ απάγγειλε θαυμάσια.” Είναι η Μπατιστάτου του θιάσου του Βασιλικού Θεάτρου. Σε κρεσέντο η κατακλείδα: “Α, τι χαρά που μπορώ τώρα να φωνάζω ως τ’ αστέρια την αγάπη μου και τον θαυμασμό μου για τον Καβάφη!”
Το αξιοπερίεργο για τους δύο αυτούς κριτικούς της καβαφικής ποίησης είναι το εξής: Λίγο αργότερα, στο καβαφικό περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη» (1926 - 1931), ενώ ο Ξενόπουλος απουσιάζει ως συνεργάτης, ο Άγρας, αντιστρόφως, συναντάται ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες. Η απάντηση στο γιατί ο Ξενόπουλος εξαιρείται, μένει μετέωρη.
Συνέχεια και τέλος την επόμενη Κυριακή.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/6/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου