Άλφρεντ Νόμπελ
Σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής μας, ανάμεσα στα καλά που προέκυψαν από την παγκοσμιοποίηση είναι η πρόταξη της απομυθοποίησης. Το πόσο ωφέλιμη στάθηκε σε ατομικό, εθνικό και διεθνικό επίπεδο το βλέπουμε στην πράξη με την αποκάθαρση από τους μύθους της Ιστορίας. Καιρός, λοιπόν, είναι να ασχοληθούμε και με τους μύθους, που συσκοτίζουν τα πραγματικά γεγονότα, σε άλλους τομείς ή και θεσμούς. Με αφορμή την τρέχουσα επικαιρότητα, ένας προς εξέταση θεσμός είναι ο προσφιλής θεσμός των βραβείων. Όπως οι περισσότεροι θεσμοί, στηρίζεται κι αυτός στο κύρος του, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συσχετισμένο με τον τρόπο επιλογής των υποψηφίων προς βράβευση. Τα σημαντικά, όπως τα κρατικά σε εθνικό επίπεδο και τα Νόμπελ σε διεθνές, οφείλουν την εγκυρότητά τους στην γενικώς αποδεκτή άποψη, ότι βασίζονται σε αμερόληπτα κριτήρια. Ενδεικτικό του πόσο αντέχει αυτή η θεώρηση είναι όσα γράφονται στον Τύπο πριν και μετά μια βράβευση, από τις προβλέψεις και τα στοιχήματα μέχρι τη διθυραμβική προβολή του έργου του εκάστοτε βραβευμένου.
Κι όμως, όσο καθησυχαστική κι αν είναι η πίστη στην αμεροληψία, συχνά δεν είναι παρά ένας μύθος. Και όπως είναι αναμενόμενο, παρόμοιοι εξωραϊστικοί μύθοι αποβαίνουν ανθεκτικότεροι σε χώρους, που, από τη φύση τους, επιτρέπουν μεγαλύτερα περιθώρια υποκειμενισμού, όπως, για παράδειγμα, αυτός της λογοτεχνίας. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η απόφανση ότι η δαφνοστεφής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας Alice Munro είναι “master of the contemporary short story” δεν διαθέτει τη στέρεα βάση της πειραματικής επιβεβαίωσης, που δίνει η ύπαρξη του σωματιδίου Χιγκς στην εφετινή απονομή του Νόμπελ Φυσικής σε εκείνους που διατύπωσαν, πριν από μισό αιώνα, τη μαθηματική θεωρία που το προέβλεπε. Άλλωστε, η αισθητική είναι δυσπρόσιτος χώρος, σε αντίθεση, λ.χ., με τον ευκολότερα προσβάσιμο ιδεολογικοπολιτικό.
Προπολεμικά
Αρκεί μια ματιά στον πίνακα των δαφνοστεφών κατά τα 113 έτη απονομής των Νόμπελ Λογοτεχνίας, για να φανεί πόσο και από πότε άρχισαν να υποχωρούν τα λογοτεχνικά κριτήρια και να παρεμβάλλονται εξωλογοτεχνικοί παράγοντες. Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, 1901-1939, υπήρξαν 36 βραβεύσεις (1914, 1918, 1935 δεν απονεμήθηκε) και 38 βραβευμένοι (1904 και 1917 μοιράστηκε σε δυο). Χωρισμένοι ανά ήπειρο, προκύπτουν 34 Ευρωπαίοι, τρεις Αμερικανοί και ένας Ινδός. Για πρώτη φορά δίνεται σε μη Ευρωπαίο το 1913. Αντιπροσωπεύεται από τον άλλοτε γνωστό Ινδό ποιητή Ταγκόρ, που συνιστούσε εξαιρετική περίπτωση, διάσημος σε Αγγλία και ΗΠΑ, με την κορυφαία ποιητική συλλογή του να εκδίδεται στα αγγλικά και να μεταφράζεται την επόμενη χρονιά στα γαλλικά από τον Αντρέ Ζιντ. Συνεπώς, τα προπολεμικά Νόμπελ είναι σχεδόν αποκλειστικά ευρωπαϊκά (14 χώρες τιμώνται, μια από αυτές η ΕΣΣΔ αλλά με συγγραφέα εγκατεστημένο στο Παρίσι), με τους τρεις αμερικανούς να έρχονται αργά, μέσα στη δεκαετία του ’30 (1930, 1936, 1938). Παραμένουν, δηλαδή, ευρωπαϊκά όσο, επίσης και ανδρικά, με μόνο τέσσερις γυναίκες. Η πρώτη είναι Σουηδέζα και αποτελεί το πρώτο Νόμπελ της διοργανώτριας χώρας.
Μεταπολεμική γεωγραφία
Μετά τον Πόλεμο (1940-1943 δεν απονεμήθηκε), από το 1944 μέχρι το 2013, υπήρξαν 70 βραβεύσεις και 72 βραβευμένοι ( 1966, 1974 μοιράστηκε). Αυτήν την εβδομηκονταετία έρχεται η πτώση του Τείχους του Βερολίνου να την χωρίσει σε δυο περιόδους: 1944-1989, 1990-2013. Στα πρώτα 46 χρόνια, οι 48 νομπελίστες είναι 32 Ευρωπαίοι (14 χώρες τιμώνται αλλά διαφοροποιούνται από τις ισάριθμες προπολεμικές, απουσιάζουν οι Νορβηγία, Βέλγιο, Φινλανδία, Πολωνία, ενώ προστίθενται οι Ισλανδία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Τσεχία), έντεκα από την αμερικανική ήπειρο (επτά ΗΠΑ, ένας Κεντρική Αμερική και τρεις Λατινική) και πέντε από τις άλλες τρεις ηπείρους, από δυο Αφρική (Νιγηρία, Αίγυπτος) και Ασία (Ισραήλ, Ιαπωνία) και ένας Αυστραλία. Όπως φαίνεται, το Νόμπελ, από τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου μέχρι την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, παραμένει ευρωκεντρικό, με ουσιαστικά αποκλεισμένο το ανατολικό μπλοκ, πλην των τιμώμενων αντιφρονούντων. Η Ελλάδα εισέρχεται στο Πάνθεον του Νόμπελ 17η, το 1963, αλλά βραβεύεται σε σχετικά μικρή απόσταση για δεύτερη φορά το 1979, πριν την είσοδο της 18ης χώρας, της Τσεχίας, το 1984. Δυτικοευρωπαϊκό και έτι περισσότερο ανδρικό, καθώς, σε αυτήν την περίοδο προστίθενται μόλις δυο γυναίκες, μάλιστα, η μια από αυτές μοιράζεται το βραβείο. Το ποσοστό από 10,5% πέφτει σε 4,175% και επί του συνόλου, από το 1901 μέχρι και το 1989, με έξι βραβευμένες υπολείπεται του 7%.
Παγκοσμιοποίηση
Κατά τη δεύτερη περίοδο, αυτήν της παγκοσμιοποίησης, είναι εμφανής η τάση της κριτικής επιτροπής να ανοίξει τη βράβευση και προς τον υπόλοιπο κόσμο, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα και τα δυο φύλλα. Ιδιαίτερα, στο θέμα των γυναικών, η επιτροπή απονομής δείχνει να εφαρμόζει κάτι σαν την ποσόστωση των κομμάτων στην Ελλάδα. Στις έξι δαφνοστεφείς προστέθηκαν, μέσα σε 24 χρόνια, άλλες επτά: τρεις την πρώτη δεκαετία, και στη συνέχεια, από μια κάθε δυο με τέσσερα χρόνια. Με άλλα λόγια, το φύλλο εμφανίζεται ως ο πρώτος εξωλογοτεχνικός παράγοντας. Ένας δεύτερος, είναι η χώρα προέλευσης, με προτίμηση στις εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ. Ενώ, ένας τρίτος, παραμένει ο ιδεολογικοπολιτικός, αν και συν τω χρόνω, διαφοροποιείται. Στους 24 βραβευμένους, οι δέκα έρχονται από επτά νέες χώρες, δυο Νότια Αφρική (μια γυναίκα), δυο μέσα στον τρέχοντα αιώνα από την αναδυόμενη Κίνα, πέντε από την αμερικάνικη ήπειρο (Μεξικό, Ουρουγουάη, Τρινιντάντ, Περού, Καναδά) και ένας από την Τουρκία.
Τα υπόλοιπα 14 πηγαίνουν, ένα δεύτερο στην Ιαπωνία μετά 26 χρόνια από το πρώτο, ένα στις ΗΠΑ σε γυναίκα, που φτάνει τους έντεκα δαφνοστεφείς, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση μετά τη Γαλλία, τρία σε ευρωπαϊκές χώρες που δεν είχαν τιμηθεί (Πορτογαλία, Ουγγαρία, Αυστρία), το ένα από αυτά σε γυναίκα, και εννέα στις ευρωπαϊκές χώρες, που παραμένουν πρώτες σε Νόμπελ: ένα στη Γαλλία, δυο το ένα σε γυναίκα στη Μεγάλη Βρετανία, δυο το ένα σε γυναίκα στη Γερμανία, και από ένα στις Σουηδία, Ιταλία, Ιρλανδία, Πολωνία. Για να μην παραπονιόμαστε, θυμίζουμε ότι, στις 21 ευρωπαϊκές χώρες του Πάνθεον, οκτώ έχουν αποσπάσει ένα Νόμπελ, τρεις (Δανία, Ελβετία, Ελλάδα) διπλό, η Νορβηγία τριπλό, τρεις (Πολωνία, Ιρλανδία, ΕΣΣΔ) τέσσερα, η Ισπανία πέντε, η Ιταλία έξι, Γερμανία και Σουηδία οκτώ, Μεγάλη Βρετανία 10, Γαλλία 13.
Alice Munro
Παρά τα πρωτεία της Γαλλίας, την πρώτη θέση κατέχει η αγγλόφωνη λογοτεχνία, με διπλάσιο αριθμό βραβεύσεων σε σχέση με τη γαλλική και την σχεδόν ισοβαθμούσα γερμανική. Η προτίμηση της επιτροπής στην αγγλόφωνη λογοτεχνία εξηγεί, εν μέρει, την πρόκριση αγγλόφωνου για το πρώτο Νόμπελ του Καναδά. Κατά τα άλλα, η πολιτική γεωγραφία της κατανομής των βραβείων δείχνει πως όσοι διαμορφώνουν τις πιθανότητες των επίδοξων προς βράβευση και κατευθύνουν τον τζόγο των στοιχημάτων παραμένουν στο μύθο των λογοτεχνικών ή και αγοραίων κριτηρίων. Έτσι, προκύπτει ως πρώτο φαβορί ο Χαρούκι Μουρακάμι και επανέρχεται ο Φίλιπ Ροθ. Αντ’ αυτών, όμως, βραβεύεται η Alice Munro, που το όνομά της απουσιάζει από έγκριτες εγκυκλοπαίδειες, όπως η Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα. Ανεξάρτητα, όμως, του σκεπτικού της επιτροπής, η επίσημη ανακοίνωση επικαλείται πάντοτε λογοτεχνικά κριτήρια. Η συγκεκριμένη συγγραφέας επελέγη ως “master of the contemporary short story”.
Εδώ, κρατάμε το όνομα της συγγραφέως, τον χαρακτηρισμό “master” και τον ειδολογικό προσδιορισμό “short story” στα αγγλικά, καθώς έχουν αποδοθεί στα ελληνικά κατά περισσότερους του ενός τρόπους. Το όνομα μεταφέρθηκε ως Μονρό στα μεταφρασμένα βιβλία της, ή και ως Μουνρό σε δημοσιογραφικά άρθρα, ενώ το τρίτο εναλλακτικό Μανρό απαντάται μόνο σε εγκυκλοπαίδειες. Για τον χαρακτηρισμό “master”, δοκιμάστηκαν όλες οι δυνατές αποδόσεις: μαστόρισσα, μετρ, αυθεντία, κορυφαία, βασίλισσα. Όσο για τον ειδολογικό προσδιορισμό “short story”, οι γηγενείς δημοσιογράφοι, μη έχοντας επίγνωση της ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην “short story” και το διήγημα, τον απέδωσαν ως διήγημα. Άγγλοι θεωρητικοί, ωστόσο, δυσανασχετούν με την έλλειψη ενός ιδιαίτερου όρου για την αλά Πόε “short story”, που συνιστά αυτοτελές λογοτεχνικό είδος και θα πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την “short story”. Η ελληνική γλώσσα, ωστόσο, έχει το πλεονέκτημα να διαθέτει, πέραν της περιφραστικής διατύπωσης, τη λέξη διήγημα. Δηλαδή, ένα λεκτικό πλεόνασμα, που μένει αχρησιμοποίητο, ενώ επιτρέπει την ακριβέστερη διάκριση και την πρόκριση των πραγματικών μαστόρων του είδους.
“Our Chekhov”
Οι ιστορίες της Munro δεν εντάσσονται στην κατηγορία του διηγήματος. Πρόκειται για σύντομες ιστορίες, που διαφοροποιούνται από τη νουβέλα και το μυθιστόρημα μόνο ως προς την έκταση. Άλλωστε τις έχουν αποκαλέσει “long short stories” και “novels in miniature”. Οι ιστορίες της επιδέχονται άπλωμα, το οποίο και έγινε κατά το πέρασμα ορισμένων από την πρώτη δημοσίευσή τους σε περιοδικό στη συμπερίληψή τους σε συλλογή. Όσο για τον χαρακτηρισμό της επίσημης ανακοίνωσης της Σουηδικής Ακαδημίας πως πρόκειται για τον Τσέχωφ του Καναδά, αυτός μάλλον στόχευε στη στήριξη του επιχειρήματος της λογοτεχνικότητας, αντλημένος από τις αποφάνσεις των Καναδών κριτικών. Από τα εν λόγω κείμενα, είναι σαφές ότι η σύγκριση αφορά το περιεχόμενο και όχι τη μορφή και την έκταση. Ύστερα διατυπώνεται μέσα στα εθνικά πλαίσια, όπου τα μέτρα σύγκρισης είναι κατά κανόνα διαφορετικά. Εν μέσω μυθιστορηματικών “ποταμών γυναικείας ευαισθησίας”, διακρίνονται σαν “ρυάκια” οι ιστορίες της Munro, επισύροντας θαυμαστικές εκφράσεις εθνικής υπερηφάνειας της μορφής “our Chekhov”.
Δεν ήμασταν παρόντες και σε 50 χρόνια που θα ανοίξουν τα Πρακτικά θα ήμαστε πάλι απόντες. Εικάζουμε, όμως, ότι το όνομα της Munro έπεσε στο τραπέζι σαν πρόταση με περισσότερα του ενός ατού: α) το φύλλο, καθώς είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια από την προηγούμενη βράβευση γυναίκας και η επιτροπή διήνυε τον τρίτο και τελευταίο χρόνο της θητείας της. β) τη χώρα προέλευσης, ο Καναδάς ήταν η μοναδική χώρα από το τέως κλαμπ των οκτώ ισχυρότερων του κόσμου, που είχε μείνει εκτός του Πάνθεου. Και γ) την ηλικία, γιατί μίας μορφής άτυπη επετηρίδα κρατάνε και τα Νόμπελ.
Σε αυτά προστίθεται η υποστήριξη της χώρας της, κάτι που, δυστυχώς, στερούνται όσοι Έλληνες πεζογράφοι θα μπορούσαν να αποτελούν σοβαρές υποψηφιότητες. Αυτό το δείχνουν και οι κατάλογοι υποψηφίων, που καταρτίζονται με βάση τους προτεινόμενους από ανώτατα ιδρύματα και εταιρείες λογοτεχνών. Μόνο ο Βασίλης Αλεξάκης εμφανίζεται, κι αυτός χάρις σε γαλλική μέριμνα. Τέλος, το έργο της δεν έχει πολιτική χροιά, όπως των Ντόρρις Λέσσινγκ και Χέρτα Μίλερ, ούτε είναι προκλητικό καθώς της Ελφρίντε Γέλινεκ, που ανάγκασε δυο μέλη της επιτροπής σε παραίτηση. Παλαιότερα, αυτό το στοιχείο θα λειτουργούσε αρνητικά, σήμερα, όμως, φαίνεται να αποτελεί ατού. Η επιλογή της θα μπορούσε να δηλώνει στροφή προς τους αθόρυβους. Άλλωστε και η απομυθοποίηση της Ιστορίας στον μετριασμό του θορύβου, που προκαλούν άτομα και διενέξεις, δεν αποσκοπεί; Ένα Νόμπελ δεν ισοδυναμεί μόνο με υψηλό χρηματικό έπαθλο, που, από μια ηλικία του βραβευμένου και ύστερα, χάνει μέρος της αξίας του, αλλά και με υψηλό κύρος, τουτέστιν μία μορφή εξουσίας. Στην παγκοσμιοποιημένη εποχή, που θέλει να συγκεντρώσει σε μια ολιγάριθμη ομάδα τον εξουσιαστικό λόγο, η εκχώρηση ενός Νόμπελ χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή.
Εφέτος συμπληρώνονται 180 χρόνια από τη γέννηση του Άλφρεντ Νόμπελ, που πέρασε ολόκληρη τη ζωή του, από έφηβος μέχρι τα 63 που απεβίωσε, μέσα στο θόρυβο, πειραματιζόμενος με εκρηκτικές ύλες. Ποιητής ήθελε να γίνει ο Νόμπελ, αλλά υπερίσχυσε η πατρική θέληση. Παρέμεινε, πάντως, μια ρομαντική ποιητική ιδιοσυγκρασία, ενδοστρεφής και μονήρης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/11/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου