Γιάννης Μακριδάκης
«Αντί Στεφάνου»
Εκδόσεις Εστίας
Φεβρ. 2015
Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται συχνότερα νέοι Έλληνες συγγραφείς ερχόμενοι από την Αγγλία ή και τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας, της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης. Σήμερα, ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας που προβάλλεται στον Τύπο είναι κατά κανόνα Αθηναίος. Από αυτήν την άποψη, ο Γιάννης Μακριδάκης, που γεννήθηκε στη Χίο και εξακολουθεί να κατοικεί εκεί, με διακοπή μόνο στα χρόνια των σπουδών, αποτελεί εξαίρεση. Αλλά κι αυτός, την ανάδειξή του την οφείλει στον Αθηναίο εκδότη που εξασφάλισε. Τα δυο πρώτα βιβλία του, που ήταν τοπικές εκδόσεις, έμειναν στην αφάνεια. Το πρώτο σχολιάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν επανεκδόθηκε από τον Αθηναίο εκδότη, στον οποίο και έχει μείνει, μέχρι σήμερα, πιστός. Δεν επέδειξε την κινητικότητα των συνομηλίκων του, που, μόλις φανούν τα πρώτα σημεία κάποιας πλατύτερης αποδοχής, αποσκιρτούν από τον αρχικό εκδοτικό οίκο, αναζητώντας άλλον με αποτελεσματικότερο μηχανισμό προώθησης στο περιορισμένης μεν κλίμακας αλλά περιωπής “σταρ σύστεμ” του χώρου του βιβλίου. Υιοθέτησε, ωστόσο, τους δικούς τους ρυθμούς έκδοσης, που θα χαρακτηρίζονταν ταχείς, δίνοντας πρόσφατα και την εντύπωση του εσπευσμένου. Αν και κατά μια διαφορετική οπτική, αποκαλούνται απλώς επαγγελματικοί. Ο Μακριδάκης, που συγκαταλέγεται στους πιο παραγωγικούς, εκδίδει ένα βιβλίο τον χρόνο, που είναι η συνήθης παραγωγική δραστηριότητα των συγγραφέων πολυσέλιδων μυθιστορημάτων, αισθηματικών και αστυνομικών. Η διαφορά είναι ότι εκείνοι δεν ανήκουν στη λογοτεχνική ενδοχώρα, όπου, εξαρχής, η κριτική τοποθέτησε τον Μακριδάκη. Ουσιαστική διαφορά, αλλά, ως φαίνεται, τόσο λεπτή, ώστε να μην γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο, αλλά ούτε από το σώμα των κριτών, όπως παρουσιάζεται σήμερα, διευρυμένο με τους επώνυμους και ανώνυμους κατόχους βιβλιοφιλικών μπλογκ.
Ο Μακριδάκης, με σπουδές μαθηματικού, έκανε την πρώτη του εμφάνιση πριν εννιά χρόνια, με βιβλίο εντασσόμενο στο χώρο της Ιστορίας, που ακολούθησε και ένα δεύτερο. Το πρώτο βιβλίο μυθοπλασίας ήταν το τρίτο, το 2008. Σε ολόκληρη την επόμενη επταετία εκδίδει ένα βιβλίο μυθοπλασίας ανά έτος, με εξαίρεση το 2010, που εξέδωσε δυο, και πέρυσι, που δεν έδωσε το εκδοτικό παρόν. Συνολικά, μαζί με το πρόσφατο, οκτώ. Εξαρχής, εναλλάσσει τον χαρακτηρισμό των πεζογραφικών του βιβλίων. Ξεκίνησε με μυθιστόρημα, ακολούθησε νουβέλα, μετά πάλι μυθιστόρημα και ούτω καθεξής. Μέχρι το έβδομο, που το χαρακτήρισε νουβέλα, ενώ ήταν η σειρά μυθιστορήματος, και ακολούθησε το πρόσφατο, επίσης με τον χαρακτηρισμό νουβέλα. Όπως φαίνεται, κριτήριο αποβαίνει ο αριθμός σελίδων, όπου το όριο μεταξύ νουβέλας και μυθιστορήματος τοποθετείται περίπου στις 150 σελίδες. Ωστόσο, στα μυθιστορήματα, ιδιαίτερα στα δυο πρώτα, η ύπαρξη κάποιας πλοκής και η περιγραφή επεισοδίων, στα οποία εμπλέκονται περισσότερα μυθοπλαστικά πρόσωπα, αιτιολογούν ως ένα βαθμό τον χαρακτηρισμό. Όπως και να έχει, σε αυτήν την τακτικότητα λανθάνει ένας μηχανιστικός τρόπος.
Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι ότι ενώ γέρνει ως συγγραφέας προς τη σύντομη φόρμα, δεν έχει δημοσιεύσει διήγημα. Τελικά, θα πρέπει να συμπεράνουμε πως το πεζογραφικό είδος, που ταιριάζει στο συγγραφικό ταμπεραμέντο του είναι το αφήγημα. Άλλωστε, πριν γίνει συγγραφέας, ασχολήθηκε με την έρευνα της Ιστορίας της Χίου, ως συλλέκτης τεκμηρίων και καταγραφέας προσωπικών μαρτυριών. Το πρώτο βιβλίο του είναι συλλογή μαρτυριών και εντάσσεται στην προφορική Ιστορία του νησιού. Από αυτό το ερευνητικό απόθεμα, προέκυψαν και τα δυο πρώτα μυθιστορήματά του. Παρόλο που εγκατέλειψε το στάδιο του ερευνητή για εκείνο του συγγραφέα, η μαθητεία του στις προφορικές αφηγήσεις στάθηκε μάλλον καθοριστική. Ακόμη και όταν έχει μία υπόθεση, που επιδέχεται μυθιστορηματική ανάπτυξη, αυτός, με τον αφηγηματικό τρόπο που υιοθετεί, δημιουργεί επίφαση ενιαίας αφήγησης.
Όπως σχολιάζαμε στην παρουσίαση της δεύτερης νουβέλας του, εκείνο που αποδυναμώνει τη μυθοπλαστική σύνθεση, πολύ περισσότερο από το χιώτικο ιδιόλεκτο, είναι η εν μέρει κατάργηση της τελείας και η απόδοση μιας πολυεστιακής αφήγησης ως έναν ενιαίο μακροπερίοδο λόγο. Στην επόμενη νουβέλα, περιόρισε ακόμη περισσότερο τη χρήση της τελείας, για να την επαναφέρει ως ένα βαθμό στο πρόσφατο. Τα σημεία στίξεως, όμως, προέκυψαν λόγω ανάγκης του γραπτού λόγου, και αντίστοιχα, η κατάργησή τους ορίζεται από τις ανάγκες της αφήγησης και όχι από τη διάθεση για μορφικούς πειραματισμούς. Σχηματοποιώντας, αν η συγγραφή του μυθιστορήματος απαιτεί το πλάσιμο ενός αριθμού χαρακτήρων και της νουβέλας ενός βασικού, η αφήγηση αυτής της μορφής είναι δεμένη με τον φορέα της, ο οποίος καθορίζει την προοπτική και μέσω αυτού αναπτύσσει τις απόψεις του.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ορισμένοι συγγραφείς, ακολουθώντας ξενόγλωσσα πρότυπα, επιδόθηκαν σε αφηγήσεις με φιλοσοφίζοντα χαρακτήρα. Σε αυτές αναμιγνύουν μετανεοτερικά διαβάσματα, κυρίως αγγλόφωνης προέλευσης, με ακούσματα από στόματα χωρικών παλαιότερων εποχών. Έτσι προκύπτουν διδακτικής φύσεως βιβλία, στα οποία αναπτύσσονται θεωρίες περί του ευ ζην και τρόποι αντιμετώπισης των προβλημάτων σε ατομική, κοινοτική ή και σε πλανητική κλίμακα. Παρόμοια βιβλία διαβάζονται από ένα πλατύτερο κοινό, με αποτέλεσμα να γνωρίζουν επανεκδόσεις και τα πιο επιτυχημένα να φτάνουν σε πωλήσεις, αριθμούς πολλαπλάσιους των χιλίων αντιτύπων, όριο, που μετά βίας προσεγγίζει ένα πεζογράφημα. Μαζί με τα εκλαϊκευτικά αναγνώσματα, τύπου εγχειριδίου με συμβουλές προς επιβίωση, αυτές οι σωτηριολογικού χαρακτήρα αφηγήσεις καλύπτουν τη ζήτηση που δημιούργησαν οι δυσκολίες των σημερινών περιστάσεων.
Ο Μακριδάκης στράφηκε στα μυθοπλαστικά πεζά λίγο πριν το ξεκίνημα της κρίσης και, αντλώντας από αυτήν ιδέες, πορεύεται. Συνδυάζει σημαδιακά γεγονότα με μυθοπλαστικές καταστάσεις, που, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, πλάθει από τις ιστορίες που του αφηγούνται οι συντοπίτες του. Άλλωστε, το σκηνικό και ο χορός των προσώπων παραμένουν αμιγώς χιώτικα. Ένα χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων του είναι η απουσία του έρωτα. Αντιθέτως, ο θάνατος, στα πιο επιτυχημένα, αποβαίνει το βασικό θέμα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για τραγικές αποβιώσεις, όπως θα αναμενόταν σε ιστορίες που εκτυλίσσονται εν καιρώ οικονομικής κρίσης. Κατά κανόνα, ο τρόπος και ο χρόνος του θανάτου συνιστούν το εύρημα για το στήσιμο μίας ιστορίας με αδόκητη κατάληξη, καθώς ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη σημασία στην έκπληξη του τέλους, την περιβόητη ανατροπή των αναγνωστικών προσδοκιών κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Αυτοί ίσως να πρόσθεταν ότι προοικονομεί το ξάφνιασμα με έναν τίτλο, που διεγείρει την περιέργεια. Εκείνο, πάντως, που φαίνεται να τον εμπνέει συγγραφικά σε έναν θάνατο είναι η νεκρώσιμη τελετή, αλλά και γενικότερα το τελετουργικό του πένθους μετά την ταφή με την τέλεση των μνημοσύνων. Στο πρόσφατο, μάλιστα, το νεκροταφείο αποβαίνει ο κυρίως χώρος εκτύλιξης της ιστορίας.
Αυτή τη φορά, δεν ξεκινάει από την τρέχουσα επικαιρότητα σε ελλαδικό επίπεδο, αλλά αποφασίζει να στραφεί στα δικά του, οικολογικής φύσης, ενδιαφέροντα και να τα προβάλλει μέσω και της λογοτεχνίας. Στο επίκεντρο βρίσκεται και πάλι η κρίση, αλλά σαν ένα γενικότερο πρόβλημα, που απαιτεί ριζοσπαστικές λύσεις. Όπως είναι η εγκατάλειψη του καταναλωτισμού και η υιοθέτηση φυσικού τρόπου ζωής, φυσικής διατροφής και “φυσικής καλλιέργειας” της γης. Ξεκινάει από το πρότυπο του οικολογικού χωριού, με “το σπίτι μέσα στο χωράφι”. Είναι το αποκαλούμενο και “πρότυπο της Χίου”, που αναφέρεται σε μια κοινωνία, όπου το 80% του πληθυσμού θα είναι αγρότες, με το σπίτι τους μέσα στο χωράφι τους. Ως ιδανική έκταση του χωραφιού ορίζονται τα πέντε στρέμματα, ενώ, ως μαρξιστική επιταγή, όλα τα χωράφια θα πρέπει να έχουν την ίδια έκταση. Τα βασικά πλεονεκτήματα είναι η εξοικονόμηση ενέργειας και η αξιοποίηση των απορριμμάτων, των κοπράνων συμπεριλαμβανομένων. Αν δώσουμε βάση στην πρόσφατη νουβέλα, τα ανθρώπινα κόπρανα δεν εξαιρούνται, υπό την προϋπόθεση ο αγρότης, από μια ηλικία και ύστερα, να είναι χορτοφάγος. Επιστημονικώς, αυτό ειδικά το σημείο της όλης σύλληψης, αν δεν σφάλλουμε, ελέγχεται ως ανακριβές.
Όπως και να έχει, σε αυτό το βιβλίο, ο συγγραφέας γίνεται αυτοβιογραφικός, καθώς ο κεντρικός ήρωας αποτελεί, ως ένα βαθμό, alter ego του. Ενδιαφέρεται για την αποανάπτυξη και τις “φυσικές καλλιέργειες”, τις οποίες και θέτει σε εφαρμογή στο χωράφι του. Δεν είναι, όμως, ένας διανοούμενος λογοτέχνης αλλά έχει καταλήξει νεκροθάφτης, που δεν εφαρμόζει το χιώτικο πρότυπο καλλιέργειας της γης μόνο στο χωράφι του, αλλά και στον τάφο της άρτι αποθανούσης μητέρας του. Ο Μακριδάκης, από την πρώτη του νουβέλα, με την οποία απέσπασε το ενδιαφέρον της κριτικής, εκπλήσσει με την ευρηματικότητά του. Στην πρόσφατη, επέκτεινε τη δραστηριότητα του μπλόγκερ σε εκείνη του συγγραφέα, προβάλλοντας τις ιδέες του και μέσω της πεζογραφίας. Αλλά, μάλλον, έπεσε θύμα υπερβάλλουσας πρωτοτυπίας.
Το εύρημα για την ανάδειξη της ιδεολογικής αντιπαράθεσης των δυο τρόπων επιβίωσης και ευημερίας ταυτίζεται με τη φροντίδα της νεκρής μητέρας του νεκροθάφτη. Ο γιος θέλει έναν απέριττο τάφο κοντά στη μάντρα, όπου θάβονται οι παρακατιανοί, αντιθέτως ο μετανάστης στην Αμερική αδελφός επιθυμεί ένα μαυσωλείο σε περίοπτη θέση, όπου εν καιρώ θα αναπαυθεί και αυτός μαζί με την οικογένειά του. Πρόσφορο έδαφος για σάτιρα η δουλοπρέπεια των ντόπιων μέχρι και του ιερέα απέναντι στον ζάμπλουτο εξ Αμερικής, όπως και η ακαλαισθησία αλλά και η βαρβαρότητα εκείνου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Φωτεινό προβάλλει το παράδειγμα του γιου, που δεν θέλει να πληγώνει ούτε καν τη γη, αλλά και των φίλων του, που συμμερίζονται τις καινοτόμες απόψεις του. Μεταξύ αυτών είναι και ο καθηγητής Θεολογίας του Γυμνασίου. Μέχρις εδώ, μέσα από μια σάτιρα νεοηθογραφικού τύπου, με κάποιες πλατειάζουσες επαναλήψεις, περιγράφονται, κάπως σχηματικά λόγω τραγελαφικής διόγκωσης, νοοτροπίες και στάσεις ζωής.
Μόνο που ο συγγραφέας, στο πλάσιμο του νεκροθάφτη ως ουμανιστή χορτοφάγου, δεν εξαίρεσε τους προσωπικούς του θεολογικούς προβληματισμούς γύρω από το φθαρτό σαρκίο και τις μεταθανάτιες τύχες του. Πλάθει, όμως, έναν ήρωα, που τιμά τους αρχέγονους τρόπους αντιμετώπισης του ζωικού και φυτικού σύμπαντος. Οπότε, θα αναμενόταν να σέβεται τα ιερά και όσια μίας αρχέγονης κοινωνίας. Όπου, υπεράνω πάντων τοποθετείται η μνήμη των νεκρών, ο τάφος και ο ιερός τόπος αναπαύσεώς τους, το νεκροταφείο. Η βεβήλωσή τους είθισται να αποδίδεται σε σατανιστές και λοιπούς μιαρούς. Και βεβαίως, πέραν από τις όποιες μετανεοτερικές απόψεις, βεβήλωση συνιστά το να κοπρίζει ο νεκροθάφτης έναν τάφο, πόσω μάλλον της μητέρας του. Ακόμη, κι αν δεχτούμε πως τα κόπρανα του χορτοφάγου, άνευ περαιτέρω επεξεργασίας, συνιστούν λίπασμα. Ύστερα, το να αποδέχεται την πράξη ο θεολόγος, όσο ιδιόρρυθμος και αν παρουσιάζεται, το να την συγκαλύπτει ο ιερέας, έστω και προς αποτροπή του σκανδάλου, βάλλουν ως μυθοπλαστικά ευρήματα την αληθοφάνεια της σάτιρας. Όταν, βεβαίως, η σάτιρα είναι τοποθετημένη σε ρεαλιστικά πλαίσια. Αντιθέτως, καθώς η σάτιρα δεν γνωρίζει ιερά και όσια, αν κινείται στο χώρο της ουτοπίας, όπως εκείνες του Σωτήρη Δημητρίου, όλα μπορούν να συμβούν. Όπως και να έχει, άλλο μετακαταναλωτική κοινωνία, κι άλλο το αίσθημα του ιερού και οι ηθικές αναστολές. Αυτά βρίσκονται πέραν αρνησιθεΐας και όποιας άλλης εκλογίκευσης.
Ο Μακριδάκης, σε παλαιότερη συνέντευξή του, έχει εξομολογηθεί πως τον απωθούν “οι τελειωμένοι, του τύπου διορίστηκα, παντρεύτηκα και τελείωσε η ζωή μου”. Αντιθέτως, τον ελκύουν αυτοί που έχουν “ανοικτούς λογαριασμούς με τη ζωή”. Που σημαίνει όσοι θεωρούν ότι δεν έχουν ολοκληρώσει σχέδια και προοπτικές. Περισσότερο, όμως, θα αναμενόταν να τον απασχολούν οι τελειωμένοι με τη λογοτεχνία. Αυτοί που έχουν βρει τη συνταγή και ξεφουρνίζουν βιβλία. Αν άφηνε το πρόσφατο να κρυώσει, ίσως να το παράλλασσε ή και να το σέρβιρε σε έκδοση εκτός εμπορίου. Προφανώς, αυτή είναι η δική μας άποψη. Σε αντίθεση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επικρατεί ενθουσιασμός μετά την “μονορούφι” ανάγνωσή του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/3/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου