Δημήτρης Νόλλας
«Το ταξίδι στην Ελλάδα»
Εκδόσεις Ίκαρος
Μάρτιος 2013
Τον περασμένο Δεκέμβριο, στον σχολιασμό του προηγούμενου πεζογραφικού βιβλίου του Δημήτρη Νόλλα, αναφέραμε το πεζό που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Οδός Πανός», στο τεύχος του τριμήνου Οκτ.-Δεκ. 2011, αφήνοντας ανοικτό τον ειδολογικό χαρακτηρισμό του. Δηλαδή, το κατά πόσο επρόκειτο για απόσπασμα μυθιστορήματος, δεδομένου ότι έφερε, πέραν του τίτλου, τον προσδιορισμό “απόσπασμα”, λατινική αρίθμηση και επιμέρους υπότιτλο, ή μήπως, για διήγημα, όπου αυτά τα περικείμενα στοιχεία συνιστούσαν μια μεταμοντέρνας έμπνευσης μεταμφίεση. Μέχρι την έκδοση του πρόσφατου, 18ου στη σειρά, πεζογραφικού του βιβλίου, η Βιβλιοθήκη Δ. Νόλλα απαρτιζόταν από 5 συλλογές διηγημάτων, 5 νουβέλες, 5 μυθιστορήματα, συν δυο συλλογές μικρών πεζών. Άρα, οι τρεις ειδολογικές κατηγορίες ισοβαθμούσαν. Αυτό, με μια επιφύλαξη: Τα δυο πρώτα βιβλία, τα οποία είχαν μεν εκδοθεί την ίδια χρονιά, σε απόσταση μηνών, αλλά τους τόπους έκδοσής τους, Άμστερνταμ-Αθήνα, τους χώριζε η μισή Ευρώπη, αφού, στο αναμεταξύ, συνέβη η πτώση της Δικτατορίας, δεν έφεραν, κατά τις εκδόσεις και επανεκδόσεις τους, ειδολογικό χαρακτηρισμό, όπως τα κατοπινά. Μέχρι προ τριετίας, ωστόσο, στον κατάλογο έργων του συγγραφέα, χαρακτηρίζονταν αμφότερα νουβέλες. Με την αλλαγή εκδότη, προ διετίας, ο κατάλογος φαίνεται ότι αναθεωρήθηκε και το δεύτερο χαρακτηρίστηκε συλλογή διηγημάτων. Εμείς, για λόγους που θα απαιτούσαν μεγαλύτερη ανάπτυξη, συγκρατούμε ως προσφυέστερο τον παλαιότερο.
Με βραχεία κεφαλή
Την απάντηση στο εκκρεμές ερώτημά μας την έδωσε το πρόσφατο βιβλίο, το οποίο φαίνεται να παίρνει ιδιαίτερη θέση στη Βιβλιοθήκη του συγγραφέα. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η προβολή του, με προ της κυκλοφορίας του παρουσιάσεις αλλά και με επιλογή ως ημέρα κυκλοφορίας τη συμβολική της εαρινής ισημερίας, ορισμένη ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και εσχάτως, Εξάλειψης των Φυλετικών Διακρίσεων. Τελικά, μακράν του συγγραφέα τα μεταμοντέρνα τερτίπια. Επρόκειτο, πράγματι, για απόσπασμα από το καινούριό του μυθιστόρημα. Αλλάζει μόνο η αρίθμηση και ο επιμέρους υπότιτλος που αναφέρονται στο συγκεκριμένο κεφάλαιο. Είναι το τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Πριγκιπικά κάτοπτρα» αντί «Εδώδιμα-Αποικιακά». Θα εικάζαμε, δεδομένου του περιεχομένου του κεφαλαίου, ότι ο νέος τίτλος είναι εμπνευσμένος από τη λογοτεχνική επικαιρότητα του 2011, αλλά κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν επίσης μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ακριβέστερα, πρόκειται για απόσπασμα του εν λόγω κεφαλαίου, κάτι περισσότερο από το πρώτο μισό. Παραλείπονται ή μεταφέρονται παράγραφοι, αλλάζουν φράσεις και κυρίως λέξεις. Αναμενόμενες οι αλλαγές από ένα συγγραφέα τύπου Νόλλα, ο οποίος δεν γράφει μια και έξω. Όπως πληροφορεί, το μυθιστόρημα το ολοκλήρωσε Νοέμβριο 2012 και το πεζό στο περιοδικό θα πρέπει να το παρέδωσε Σεπτέμβριο 2011, που σημαίνει πως υπήρχε κοντά ένας χρόνος για περαιτέρω επεξεργασία.
Έτσι το είδος του μυθιστορήματος πήρε το προβάδισμα με βραχεία κεφαλή έναντι της σύντομης φόρμας, που αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης αλλά και την αποκλειστική σοδειά για τα πρώτα δέκα οκτώ έτη. Το μυθιστόρημα άργησε να έλθει, αλλά και στη δεύτερη περίοδο, που υπερίσχυσε, οι διαχωριστικές γραμμές δεν έμειναν απαραβίαστες. Παραδόξως, το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του διηγήματος, η πύκνωση, είναι περισσότερο αισθητή στα μυθιστορήματα του Νόλλα, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για οιονεί μυθιστορήματα. Απόδειξη, ο υβριδικός χαρακτήρας εκείνου του δεύτερου βιβλίου που αναφέραμε, αλλά και η προγραμματιζόμενη τριλογία, όπου το πρώτο μέρος είναι η περσινή συλλογή διηγημάτων, το δεύτερο είναι το πρόσφατο μυθιστόρημα, ενώ το είδος του τρίτου, ίσως να μένει ακόμη αδιευκρίνιστο και για τον ίδιο τον συγγραφέα.
Αν, πάντως, υποθέσουμε ότι η τριλογία θα ολοκληρωθεί μέχρι την Άνοιξη του 2014, καθώς ο ρυθμός συγγραφής έγινε ταχύτερος, δηλαδή τότε που συμπληρώνεται τεσσαρακονταετία συγγραφικής παρουσίας, με το τρίτο μέρος, στην περίπτωση που προκύψει νουβέλα, θα αποκατασταθεί συμμετρία, ίσως και βαθύτερη σχέση, με το πρώτο του 1974, τη νουβέλα, με τίτλο, «Νεράιδα της Αθήνας». Να παρατηρήσουμε, ότι σε κανέναν από τους τίτλους των ενδιάμεσων βιβλίων δεν υπάρχει τοπωνύμιο. Ο τόπος σε τίτλο επανέρχεται στην τριλογία. Στο πρώτο βιβλίο, με τίτλο, «Στον τόπο», ο τόπος στα δέκα διηγήματα δηλώνει, ευθέως ή και εμμέσως, τον τόπο της πατρίδας. Στο πρόσφατο δεύτερο, αντί επιμέρους τοπωνυμίου, κατονομάζεται ο ευρύτερος ελλαδικός χώρος.
Πρόκειται, προφανώς, για λεπτομέρειες. Εμείς, πάντως, με αυτές θα ασχοληθούμε, αφού όλα τα σημαντικά γύρω από το βιβλίο, του τα ’παν με το πρώτο του το γάλα, τουτέστιν μέχρι να συμπληρωθεί μήνας από την ημέρα κυκλοφορίας του.
Επανερχόμαστε στον κυρίως τίτλο του προδημοσιευμένου αποσπάσματος, «Ταξίδι στην Ελλάδα», που σημαίνει εναλλακτικά, χωρίς νοηματική διαφοροποίηση, «Ένα ταξίδι στην Ελλάδα». Σε αντίθεση με τον τίτλο του μυθιστορήματος που είναι «Το ταξίδι στην Ελλάδα». “Το μόνο της ζωής του ταξίδι στην Ελλάδα”, θα το χαρακτηρίσει ο αφηγητής, ήδη στο πρώτο κεφάλαιο, προς προϊδεασμό του αναγνώστη. Μπορεί να μην πρόκειται για το μοναδικό, όπως εκείνο του παππού του Βιζυηνού, το οποίο έχει δεν έχει κατά νου ο συγγραφέας, με την ολοκλήρωση της τριλογίας, όμως, δεν αποκλείεται να είναι το μοναδικό ταξίδι, με έδρα τη Γερμανία, ερχομό στην Ελλάδα και επιστροφή, σε αντίθεση με τα μονής κατεύθυνσης ταξίδια του ξενιτεμού ή του επαναπατρισμού. Κι αυτό, γιατί ο ήρωας του βιβλίου είναι αριστερών φρονημάτων, με φάκελο, και το ανιστορούμενο ταξίδι γίνεται το 1963, οπότε, το πιθανότερο, να βρεθεί στη συνέχεια αποκλεισμένος στην αλλοδαπή, τουλάχιστον για την επταετία, και η επιστροφή στην Ελλάδα να αργήσει. Καθώς, μάλιστα, υπάρχει και στη δική του περίπτωση, η Γερμανίδα σύντροφος, “καλόγνωμη”, όπως την χαρακτηρίζει, αλλά και αποφασισμένη να νομιμοποιήσει την παρουσία της δίπλα του και να επιμηκύνει τη δική του στη χώρα της.
Ο επινοημένος αφηγητής
Αυτές τις μελλοντικές προεκτάσεις τις επιτρέπει ο συγγραφέας, καθώς, στο καταληκτικό κεφάλαιο, παίρνει αυτός το λόγο, παρουσιάζοντας τον αφηγητή του. Το τριαδικό σχήμα, ήρωας-αφηγητής-συγγραφέας, το έχει εισαγάγει ο Νόλλας στην τελευταία του νουβέλα, «Ναυαγίων πλάσματα», όπου, στο δεύτερο κεφάλαιο, ενθέτει στη μυθοπλασία την εξομολόγηση: «Το έπαθε ο Ρ..., ο Ι... το αφηγήθηκε, κι εγώ το έγραψα.» Εδώ, καταφεύγει και πάλι σε αυτό το αφηγηματικό τέχνασμα. “Ο επινοημένος αφηγητής” ανήκει στο χορό των ηρώων. Υπάρχει, ωστόσο, μια ουσιαστική διαφορά με τον αφηγητή της νουβέλας. Εκεί, ήρωας και αφηγητής συνυπάρχουν χρονικά, με τον δεύτερο να παρακολουθεί τον πρώτο. Εδώ, ο αφηγητής τοποθετείται στις σημερινές χωροχρονικές συντεταγμένες. Οπότε, κατά μια βιαστική ανάγνωση, ενδέχεται να ταυτιστεί με τον παντεπόπτη αφηγητή, που λειτουργεί ως ο Θεός του μυθιστορηματικού κόσμου. Ακόμη, οι πρωτοπρόσωπες παρεμβάσεις του για “τα προηγηθέντα” και “τα μελλούμενα”, έτσι όπως γίνονται συχνά απροσδόκητα, χωρίς αφηγηματική προετοιμασία, πιθανόν να προκαλέσουν σύγχυση στον αναγνώστη. Διότι, πέραν του επαρκούς ή “πραγματικού”, με την έννοια του γνησίου, αναγνώστη ή του “ευαίσθητου”, στους οποίους εξομολογείται ότι προσβλέπει ο συγγραφέας, υπάρχει και ο χαλαρός, που, στις απότομες αφηγηματικές στροφές, ενδέχεται να απωλέσει τον μίτο της αφήγησης.
Αυτός “ο επινοημένος αφηγητής” συχνά εκφράζει πολιτικές απόψεις που δείχνουν απόλυτες. Αντανακλούν, όμως, την οργισμένη αντίδραση στις σημερινές συνθήκες. Μέσα από την ίδια σημερινή οπτική γωνία, ερμηνεύει τη δεκαετία του ’40. Είναι η τρέχουσα αναθεωρητική τάση, που, κατά τη γνώμη μας, τον ωθεί σε κατηγορηματικές αποφάνσεις για τα αίτια όσων συνέβησαν και σε ολιστικούς παραλληλισμούς με τις δυο επόμενες δεκαετίες, οι οποίοι παρακάμπτουν τις ειδοποιούς διαφορές. Παρομοίως, κάποια τωρινά ιδεολογήματα τον κάνουν να παραβλέπει την αλλοτινή πραγματικότητα. Λ.χ., όταν ο Μακεδόνας της Σερβίας, ένας χωρικός που τα βγάζει δύσκολα πέρα, στην ερώτηση, γιατί δεν πάει να δουλέψει στη Γερμανία, απαντά, “εμείς ψωμί και κρεμμύδι να τρώμε, εδώ θα μείνουμε”, ο αναγνώστης τον θεωρεί περισσότερο δεμένο με τον τόπο από τον Έλληνα γκασταρμπάϊτερ. Λησμονεί, πως άλλο Τίτο και άλλο Καραμανλής, που, στις 30 Μαρτίου 1960, υπέγραψε τη σύμβαση εργασίας Ελλάδας-Γερμανίας και διευκόλυνε την έξοδο. Ανεξάρτητα αν, σήμερα, έχουμε τη διακριτική ευχέρεια να αποφανθούμε ότι κακώς την υπέγραψε. Σε αυτόν τον αφηγητή, επινοημένο σε στενή συνάρτηση με το χρόνο γραφής, στηρίζεται το στοχαστικό μέρος του μυθιστορήματος.
Εναλλακτικός τίτλος
Στο άλλο μέρος, το εκτενέστερο, εκτυλίσσεται το ταξίδι στην Ελλάδα του 1963, από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι “λίγες μέρες” μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, στις οποίες κέρδισε με 42% η Ένωση Κέντρου με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου, τις προγενέστερες αμαρτίες του οποίου αποφεύγει να σχολιάσει ο αφηγητής. Το ταξίδι, με πληρωμένα τα έξοδα, είχε ως σκοπό τη συνόδευση μιας γυναίκας. «Τα κατά Αρίστον και Χρυσάνθην» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου, διαιρεμένου σε δέκα τέσσερα κεφάλαια. 43 ετών η Χρυσάνθη, μετανάστρια στη Γερμανία από το 1943, εθελόντρια και όχι επιστρατευμένη των Χιτλερικών, 23 ο Αρίστος, τριών ετών γκασταρμπάϊτερ και ταυτόχρονα ρέμπελος σπουδαστής. Του κίνησε το ενδιαφέρον ο αντισυμβατικός χαρακτήρας της, άναψε και ο ερωτικός σπινθήρας μέσα στο Acropolis Express κοιτώντας “τις καλοφτιαγμένες γάμπες της”, και τέλος, με την εξαφάνισή της, ήρθε και έδεσε κάτι σαν ρομάντσο. Ακριβολογώντας, τις διαστάσεις ρομάντσου τις δίνει, προ πάντων, η ηδύτητα της αφήγησης.
Κατά τα άλλα, ανιστορούνται οι συναντήσεις του Αρίστου με τον αδελφό του, που θα αποκαλυφθεί ότι δεν ήταν και τόσο αδελφική η φροντίδα του, με τον τοκογλύφο από την Τραπεζούντα, πλασμένο σύμφωνα με το κλισέ του ανθρώπου που θησαύρισε επί Κατοχής, και ακόμη, με τον χωροφύλακα, αυτός στο στερεότυπο καλούπι εκείνης της πρώιμης, ίσως και γι’ αυτό, χαμένης Άνοιξης. Συναντήσεις στη Θεσσαλονίκη, όπου το προεξάρχον στοιχείο στις διαψεύσεις μιας εξιδανικευμένης πατρίδας αποτελεί η πόλη της ταχείας ανοικοδόμησης δια της αντιπαροχής. Αυτά, στα πρώτα και τα τελευταία κεφάλαια, ενώ, στα ενδιάμεσα, εκτυλίσσεται ένα ταξίδι μέσα στο ταξίδι. Γίνεται “σε χωριό κάτω απ’ το Σινιάτσικο”, το γενέθλιο τόπο της Χρυσάνθης, με οδηγό αλλά και ερωτικό υποκατάστατο την αδελφή της. Συναντήσεις με διαφορετικούς ανθρώπους. Άλλες ηλικίες, οι περισσότεροι της υπαίθρου, μια αντιθετική εικόνα προς εκείνη των ανθρώπων της πόλης, για να σκιαγραφηθεί το άλλο άκρο του δίπολου. Είναι μάλλον απαραίτητο για την αναδρομή σε Κατοχή και Εμφύλιο, κυρίως όταν πρόκειται για ιστορίες ακραίας βιαιότητας και πάθους. Και εδώ, το φάσμα των προσώπων είναι αντιπροσωπευτικό: ο παπάς, ο σαλεμένος σοσιαλιστής, μέχρι η ηρωοποιημένη φυσιογνωμία του δεμένου με τον τόπο του γέροντα Βλάχου, υποστηρικτή του Αλκιβιάδη Διαμαντή που ήθελε να φτιάξει το πριγκιπάτο της Πίνδου. Συντομευμένες οι αναφορές, τόσο όσο αρκεί για να δοθεί το κλίμα.
Σε συμμετρία με την ανοικοδόμηση της πόλης, παρουσιάζεται “το εγχείρημα της «Ανασυγκρότησης της Ελλάδος»”. Ο αφηγητής έχει την, ίσως ατυχή, έμπνευση να παρομοιάσει όσους κατασπατάλησαν το δημόσιο χρήμα, τότε και τώρα, με τους διαβόητους ληστές του παρελθόντος. Φαίνεται να λησμονεί ότι εκείνοι έκαναν άμα λάχει και καμιά αγαθοεργία, ενώ οι κατοπινοί τους δεν δίνουν ούτε του αγγέλου τους νερό.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, σχολιάζεται ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται αυτός “ο επινοημένος αφηγητής” τη σχέση “της επινοημένης ιστορίας” με “τον κάβο του ρεαλισμού και τις σταθερές του”. Το πώς, δηλαδή, αφηγείται “τα πάθη του Αρίστου Καραμπίνη”, χωρίς να απαληφθεί το πρόσωπο του συγγραφέα, γνωστό και από το alter ego εκείνης της πρώτης νουβέλας, καθώς και από τα άλλα που ακολούθησαν. Ίδια ηλικία, την ίδια εποχή η αναχώρηση για Γερμανία, ίδια τύχη ως προς τις ημιτελείς σπουδές, κυρίως, παρόμοια ιδεολογικά πιστεύω για “το πανεθνικό όραμα, το ομόθυμο και πανελλήνιο ξεσήκωμα της Αντίστασης”, καθώς, κατά τα φαινόμενα, και ίδιες στρατεύσεις, πρώτα στη νεολαία της ΕΔΑ, μετά στο παράνομο ΚΚΕ. Για την ομοιότητα των κομματικών απαγκιστρώσεων, λείπουν οι σχετικές διηγήσεις.
Εκλεκτικές συγγένειες
Σύντομο το ταξίδι στην Ελλάδα, κι όμως, ταξίδι “μαθητείας” το χαρακτηρίζει ο αφηγητής, κλείνοντας το μάτι και στον Βέρθερο, του οποίου η κατά Γκαίτε “μαθητεία” κράτησε χρόνια. Άλλωστε, όπως αναμφίβολα θα φανεί στο τρίτο μέρος, χρόνια θα πρέπει να κράτησε και η “μαθητεία” του Αρίστου Καραμπίνη. Σε εκείνο το ταξίδι έγινε μόνο η αρχή, ξεκίνησε να “κοιτάζει εντός του”. Προηγουμένως, τα τρία πρώτα χρόνια στη Γερμανία, το μόνο που είχε καταλάβει, όπως σχολιάζει ο αφηγητής, ήταν το ότι “Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ”. Αν και ο συγγραφέας το παραθέτει στα ελληνικά, “ο κόσμος είναι μπάλα και γυρίζει”. Όχι σφαίρα, μην και του αποδώσουν και πάλι παπαδιαμαντική επιρροή. Κι όμως, σε αυτό το μυθιστόρημα, έχουμε την εντύπωση ότι η κοινότητα με τον Σκιαθίτη περνά από τον τύπο στην ουσία.
Σχολιάστηκε η εκτεταμένη διακειμενικότητα του καινούριου μυθιστορήματος. Χρειάζεται, ωστόσο, να γίνει διάκριση ανάμεσα σε ένα απλό κλείσιμο του ματιού και μια συνομιλία. Το πρώτο γίνεται εν τη ρύμη του λόγου, με την αναφορά ενός ονόματος ή μιας λέξης, που λειτουργούν ταυτιστικά ως σήμα κατατεθέν, όπως εκείνο στον Μέλβιλ ή τον Σεφέρη, καθώς και σε άλλους της ξένης και ελληνικής λογοτεχνίας. Ενώ, η συνομιλία με έναν συγγραφέα ή ένα σώμα κειμένων δείχνει εκλεκτική συγγένεια, προσδίδοντας στο βιβλίο ένα χαρακτηριστικό πνεύμα. Εδώ, πληθαίνουν τα όνειρα και τα οράματα, όπως εκείνο με τον Προφήτη Ηλία να ζητά μοναστήρι, στο ξεκίνημα της ιστορίας, καθώς και τα σημαδιακά συναπαντήματα έξω από εκκλησίες, όπως το καταληκτικό. Η ενδοσκόπηση για τον Αρίστο αρχίζει, όταν επιστρέφει στη Γερμανία, υπακούοντας στην προτροπή «Φεύγε και σώζου». Ο αφηγητής βάζει τη Χρυσάνθη να εκστομίζει αυτά τα λόγια στην είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου, πρώτου επιφανή ασκητή του χριστιανισμού. Δάνεια από το συναξάρι του ομηλίκου του ασκητή, Αγίου Αρσενίου. Είναι η κατ’ όναρ προσταγή του Θεού να εγκαταλείψει την Αυλή του Μεγάλου Θεοδοσίου και να ασκητεύσει στην έρημο. Αλληγορικά, στην περίπτωση του Αρίστου, την έρημο την υποκαθιστά η συναισθηματική ερημιά αλλά και η γαλήνη της βόρειας χώρας.
Πρόκειται για συνομιλία με βιβλικά και αγιολογικά κείμενα, που δεν περιορίζεται σε φράσεις και τίτλους αλλά δείχνει σαν μετακένωση της ηθικής τους. Όπως θα το διατύπωνε ο Κοραής, “ο πάπας του νεοελληνικού διαφωτισμού”, κατά την ειρωνική απόκληση του αφηγητή, που θα εύρισκε σύμφωνο τον Σκιαθίτη. Η συνομιλία συμπληρώνεται με τα μυθικά κείμενα, που πλέκονται γύρω από τα ιστορικά συμβάντα. Όπως το ηπειρώτικο παραδοσιακό «Ο Κωσταντάκης», άσμα για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που τρία χρόνια αναζητούσε να βρει νύφη “της αρεσκειάς του”, ψηλή, λιγνή, “καγκελοφρύδα”, κι όταν τη βρήκε έτυχε 29 Μαίου, της Αλώσεως. Ή το λαϊκό του 1947, «Πέντε Έλληνες στον Άδη». Κι όταν χρειάζεται συμβολική αναφορά σε ό,τι ξαναγεννιέται, προτιμάται καταφυγή στον μυθολογικό Προμηθέα.
Έχουμε την εντύπωση, ότι, γι’ αυτήν τη συνομιλία με την παράδοση και την Πίστη, προετοιμάζει το εξώφυλλο ή, μάλλον ακριβέστερα, η ιδέα του εξωφύλλου, αφού μόνο αυτή μπορεί να χρεωθεί στον συγγραφέα. Η εκπόνηση της μακέτας προσδιορίζεται ότι έγινε από το καλλιτεχνικό εργαστήριο Espresso Studio, που σημαίνει από τον Δημήτρη Αρβανίτη. Ένα ζευγάρι παπούτσια πόλεως του ’60, υποθέτουμε ότι θα ζήτησε ο συγγραφέας. Αντ’ αυτών, προέκυψε ζεύγος κυριλέ υποδημάτων της τρέχουσας μόδας. Πάντως με λυμένα κορδόνια, κατά τα διάσημα παπούτσια του Βαν Γκογκ. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για ρεαλιστική απεικόνιση, καθώς τα παπούτσια είναι γεμισμένα με χώμα. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης “προτείνει να προσληφθεί ως αλληγορικό σήμα ενός μπλοκαρισμένου δρόμου στο πηγαινέλα”. Αλλά τότε, θα έπρεπε να φαίνονται οι σόλες ταλαιπωρημένες και γεμάτες χώμα. Στο εξώφυλλο, το χώμα - μπορεί και χώμα που ο Αρίστος πήρε φεύγοντας, συναισθηματική χειρονομία που έκαναν πολλοί, μέχρι και ο “κακός” Ζαχαριάδης τέλη Αυγούστου 1949 - είναι πατικωμένο σαν τα παπούτσια του ταξιδιού, μένοντας εκτός χρήσης, να κατέληξαν σε γλάστρα. Δοχείο, με χώμα την παράδοση και την Πίστη, πρόσφορο για την καλλιέργεια της ελληνικής του ταυτότητας.
Λεπτομέρειες, που βεβαίως πόρρω απέχουν από το να δείχνουν “τον μεγάλο πεζογράφο που είναι ο Δημήτρης Νόλλας”, όπως γράφτηκε για ακόμη μια φορά με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του. Αλλά αυτό το έδειξαν άλλοι πολύ καλύτερα. Ας μην επαναλαμβάνουμε.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/4/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου