Νάσος Βαγενάς
«Γκιόστρα
Κείμενα κριτικής διαμάχης»
Εκδόσεις Μικρή Άρκτος
Νοέμβριος 2012
Ενας επιτυχημένος τίτλος ως αρχή, είναι το ήμισυ του παντός. Πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για συναγωγή κειμένων, που αντιμετωπίζεται κατά κανόνα μεμψίμοιρα από κριτικούς και επιτροπές βραβεύσεων. Όπως φαίνεται και από τη μορφή λήμματος που έχουν συνήθως οι αντίστοιχες βιβλιοπαρουσιάσεις, τους δυσχεραίνει ο αποσπασματικός χαρακτήρας αυτών των βιβλίων, που απαιτεί προσεκτικότερη ανάγνωση. Ενώ, ο συχνός αποκλεισμός παρόμοιων βιβλίων από τα βραβεία δοκιμίου γίνεται με αιτιολογία την ανυπαρξία ισχυρού θεματικού ιστού. Ανεξάρτητα τού κατά πόσο αυτή ευσταθεί και δεν αποτελεί προσχηματική δικαιολογία απόρριψης. Αυτήν την καλή αρχή εξασφάλισε ο Νάσος Βαγενάς με τον ιδιαίτερα επιτυχημένο τίτλο του καινούριου βιβλίου του. Είναι ιδιαίτερα επιτυχημένος, ακριβώς γιατί αναδεικνύει το ισχυρό ενοποιό στοιχείο των κειμένων. Σύμφωνα και με τον υπότιτλο, πρόκειται για “κριτικές διαμάχες” μεταξύ δυο, κάποτε και τριών, συγγραφέων, που εκτυλίσσονται σε σειρά δυο ή και περισσότερων δημοσιευμάτων. Συνολικά, παρακολουθούμε επτά θεαματικές “γκιόστρες”, που έλαβαν χώρα εντός της τελευταίας δεκαετίας, σε πείσμα της κρατούσας αντίληψης, που θεωρεί ως πλέον αποδοτική, άρα και ενδεδειγμένη, συμπεριφορά για πανεπιστημιακούς αλλά και λοιπούς συγγραφείς, την αποφυγή παρόμοιων αντιπαραθέσεων.
Μάχη του Σαν Ρομάνο
Ο συγκεκριμένος τίτλος φέρει το πρόσθετο πλεονέκτημα της παραστατικότητας του μεταφορικού λόγου, που συμπληρώνεται με την εικόνα του εξωφύλλου. Κατά κανόνα, οι συγγραφείς παραμελούν τη μακέτα εξωφύλλου, αφήνοντας τη φροντίδα της στον εκδότη. Εδώ, εικονοποιεί, κατά μοναδικό τρόπο, τον τίτλο. Πρόκειται για το μεσαίο τμήμα από το ζωγραφικό τρίπτυχο του Φλωρεντίνου Πάολο Ουτσέλο, «Μάχη του Σαν Ρομάνο». Το τρίπτυχο απαθανατίζει την αναμέτρηση Φλωρεντίνων και Σιενέζων στη μάχη του 1432 και το θρίαμβο των πρώτων, που σήμανε την άνοδο της δυναστείας των Μεδίκων. Το πρώτο τμήμα δείχνει τον αρχηγό των Φλωρεντίνων με το στράτευμά του να προσέρχεται στην αναμέτρηση, το τρίτο απεικονίζει τον σύμμαχό του, τον οποίο είχε εσπευσμένως καλέσει σε βοήθεια, αλλά εκείνος έφτασε με καθυστέρηση στο τέλος της μάχης, ενώ το μεσαίο εστιάζει στο γκρέμισμα από το άλογο του αρχηγού των Σιενέζων, δείχνοντας μόνο το μακρύ δόρυ του νικητή. Δείγμα πρώιμης αναγεννησιακής τέχνης το τρίπτυχο, χρονολογημένο περί το 1438, δίνει στη μάχη το χαρακτήρα αγωνίσματος. Ιδίως το μεσαίο που επιλέγεται ως εξώφυλλο, με τον πεσμένο ιππέα και σε πρώτο πλάνο τα ακόντια, θυμίζει σκήνη από ισχυρό κονταροχτύπημα.
Απώλεια γοήτρου
Για αιώνες, η γκιόστρα συνιστούσε έναν ιδιαίτερο τύπο κονταρομαχίας. Η σύγκρουση των δυο έφιππων αντιπάλων αντιστοιχεί θαυμάσια στην δια της γραφίδας αντιπαράθεση. Μακράν των χειροδικιών, με τις οποίες εκφράζουν καμιά φορά τη δυσαρέσκειά τους οι συγγραφείς απέναντι στους κριτικούς. Άλλωστε, η γκιόστρα στάθηκε ανέκαθεν αγώνισμα των ευγενών. Και πράγματι, στις τέσσερις “γκιόστρες” του βιβλίου, κονταροχτυπιούνται πανεπιστημιακοί, ημεδαποί ή και της αλλοδαπής, που σημαίνει ανθρώποι από την άρχουσα πνευματική τάξη. Αλλά και στις τρεις, που ο πανεπιστημιακός συγγραφέας δεν μάχεται απόψεις και θέσεις συναδέλφων του, οι αντίπαλοι διαθέτουν επαρκείς τίτλους ευγενείας, κυρίως στον επίμαχο χώρο της κριτικής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του εν λόγω ιππικού αγωνίσματος, με βαρύνουσα μεταφορική σημασία, είναι ο επιδιωκόμενος στόχος. Δεν αποσκοπεί στον τραυματισμό του αντιπάλου ούτε στη θανάτωσή του, παρά μόνο στο κρήμνισμά του από το άλογο, που αλληγορικά θα μπορούσε να υπαινίσσεται την απώλεια του γοήτρου της αυθεντίας. Εξ ου το άνευ αιχμής δόρυ, που βρίσκει το ισοδύναμό του σε μια γραφίδα χωρίς εμπάθεια και κακοβουλία. Μόνη εξαίρεση η τελευταία “γκιόστρα”, όπου ο αντίπαλος, ερχόμενος από τη Θεσσαλία και Αφέντης του Αναλάτου, δεν φαίνεται να σέβεται τους ιπποτικούς κανόνες και προκαλεί με αιχμές λιβελογραφίας τον Άρχοντα από τη Μακεδονία. Γι’ αυτό και εκείνος αντεπιτίθεται και “ωσάν τον είδεν ανοικτό στής κεφαλής τα μέρη,/ και μπήχνει του όλο το σπαθί εις το λαιμό αποκάτω”.
Οι στίχοι είναι από τη γκιόστρα με “αφέντες και αρχοντόπουλα” του «Ερωτόκριτου», όπως και το δίστιχο, που επιλέγεται ως μότο του βιβλίου. Σε εκείνο, ο Βιτσέντζος Κορνάρος αποκαλεί παιχνίδι τη γκιόστρα, που καταλαμβάνει ολόκληρο το δεύτερο μέρος του πενταμερούς έμμετρου ερωτικού μυθιστορήματος. Αποτελεί και αυτή έναν από τους τολμηρούς αναχρονισμούς του ποιητή. Την έφεραν από τη φραγκική Δύση οι Σταυροφόροι, την υιοθέτησαν και την ονόμασαν τζιούστρα οι Ρωμαίοι της Κωνσταντινούπολης, την διατήρησαν σαν εορταστική τελετουργία οι Κερκυραίοι κατά τη βενετική κυριαρχία. Η αιματηρή “giostre a outrance” μεταμορφώθηκε σε “giostre a plaisance”, με τονισμένα τα θεατρικά στοιχεία προς τέρψη ενός φιλοθεάμονος κοινού.
Αυτό, ακριβώς, κατορθώνει και η εκδοχή της “γκιόστρας” ως ανάγνωσμα, που προτείνει ο Βαγενάς. Μπορεί στις “γκιόστρες” της γραφίδας να μην προβλέπεται ως έπαθλο νύφη από αρχοντική γενιά ούτε καν πολυποίκιλτος στέφανος, ωστόσο, στον πνευματικό στίβο η υπερίσχυση μιας πρότασης σε ένα θεματικό πεδίο αποτελεί υψηλή επιβράβευση. Ανεξάρτητα αν η νίκη σπανίως αναγνωρίζεται από τον αντίπαλο, όπως γίνεται στις ιπποτικές αναμετρήσεις. Εξάλλου ουδέποτε στα ελληνικά πράγματα υπήρξε παράδοση διαλόγου. Με άλλα λόγια, απουσιάζει η ιδιαίτερη αγωγή αληθινού διαλόγου ή, σωστότερα, ο διάλογος είναι τέχνη, την οποία αγνοούμε, ενώ, κατά τα άλλα, φερόμαστε πρώτοι κληρονόμοι των πλατωνικών διαλόγων. Έτσι, η απονομή ή όχι του κοτίνου απομένει στον αναγνώστη.
Ο Άρχοντας από τη Μακεδονία
Στις “γκιόστρες” του βιβλίου, παρότι ο Άρχοντας από τη Μακεδονία φαίνεται να διαθέτει όλες τις πολεμικές αρετές, κανένα κονταροχτύπημα δεν κρίνεται οριστικά. Ας όψεται ο εξοπλισμός των έφιππων αντιπάλων του, που προβλέπει, εκτός από το στομωμένο δόρυ, βαριά πανοπλία. Είναι προφανές ότι οι νικημένοι φέρουν σαν βαριά πανοπλία την περισσή αυτοπεποίθησή τους, χάρις στην οποία, όχι μόνο προφυλάσσονται από τραυματισμούς, αλλά και επανέρχονται δριμύτεροι. Ακόμη και σε μια “γκιόστρα”, τόσο περίτεχνή ώστε η αφήγησή της να καταλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο των σελίδων του βιβλίου, εκεί που όλα δείχνουν ότι ο Άρχοντας νικάει κατά κράτος, καθώς ο αντίπαλος, που έρχεται από την Ήπειρο και αφεντεύει στην γηραιά Αλβιώνα, είναι έτοιμος να κατακρημνισθεί, εμφανίζεται δεύτερος αντίπαλος, Αφέντης της Κρήτης αυτός, που σπεύδει να τον συνδράμει, χωρίς καλά καλά να προλάβει να φορέσει την αρματωσιά του. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει στο τρίπτυχο του Φλωρεντίνου ζωγράφου. Μόνο που εδώ, ο ερχόμενος με καθυστέρηση Άρχοντας θεωρεί πως η μάχη δεν έχει κριθεί και την ξεκινάει εκ νέου, σαν ένα δεύτερο γύρο.
Ο αναγνώστης, όλες τις γκιόστρες, από του «Ερωτόκριτου» μέχρι τις επτά του βιβλίου, τις παρακολουθεί μέσα από το λόγο των ποιητών-αφηγητών. Στην περίπτωση του βιβλίου, χρειάζεται να δείξει εμπιστοσύνη στον αφηγητή, καθώς δημοσιεύονται τα κείμενα της μιας μόνο πλευράς. Στην πύκνωση του αντίπαλου λόγου, δοκιμάζεται η δεξιότητα καθώς και η εντιμότητα του ποιητή-αφηγητή. Ο Βαγενάς αποφεύγει την περιληπτική απόδοση, καθώς γνωρίζει ότι η επιλογή από τον αντίπαλο μιας συγκεκριμένης λέξης συχνά φωτίζει υπεκφυγές και λανθάνουσες προθέσεις. Γι’ αυτό παραθέτει αυτούσια τα κομβικά και επίμαχα αποσπάσματα, τα οποία γεφυρώνει με συνόψεις των ενδιάμεσων περικοπών. Έλεγχος των πρωτότυπων κειμένων στις προσιτές σε εμάς πηγές δείχνει ότι κατορθώνει να τα μεταφέρει χωρίς παραναγνώσεις και παραφράσεις. Ενώ, παράλληλα, διατηρεί στο ακέραιο την αφηγηματικότητα του λόγου, αποφεύγοντας τους σχολαστικισμούς.
Ζητούμενο οι απαρχές
Μια γκιόστρα, όπως εκείνη του «Ερωτόκριτου», μπορεί να διοργανώνεται για να διασκεδάσει η κόρη του Ρήγα, αντιθέτως μια “κριτική διαμάχη” αντλεί, πρωτίστως, το ενδιαφέρον της, καθώς και τα κύρια χαρακτηριστικά της, έκταση και ένταση, από το θέμα της. Οι επτά “κριτικές διαμάχες” του βιβλίου επανέρχονται σε βασικά προβλήματα της νεοελληνικής γραμματείας, τα οποία ο Βαγενάς πολιορκεί συστηματικά εδώ και χρόνια. Αυτές δεν παρατάσσονται σύμφωνα με την ιστορική επαλληλία, εκτός από τις δυο πρώτες, που παρακολουθούν τη ροή των αρχικών κεφαλαίων της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Σε κείμενο προγενέστερου βιβλίου του, ο Βαγενάς παρατηρεί, ότι το σπουδαιότερο ιστοριογραφικό πρόβλημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ο καθορισμός των απαρχών της. Εκεί συνοψίζει τις εναρκτήριες χρονολογίες, που υιοθετούν οι Ιστορίες, για να επικεντρωθεί σε ένα Συνέδριο του 1991, που είχε αυτό το θέμα ως κύριο ζητούμενο. Το γενικότερα αποδεκτό συμπέρασμα εκείνου του Συνεδρίου ήταν ότι, για να εκληφθεί ένα συγκεκριμένο έργο ως σημείο εκκίνησης, δεν αρκεί το κριτήριο της γλώσσας, αλλά απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, που να δείχνουν πως ο συγγραφέας του διέθετε ελληνική συνείδηση. Για ένα από αυτά τα στοιχεία είχε κάνει από νωρίς λόγο ο Κ. Θ. Δημαράς. Αφορά τη σχέση κάθε εποχής με τους Έλληνες των αρχαίων χρόνων. Στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, παρά τη γλωσσική συγγένεια, δεν τους θεωρούσαν προγόνους τους, σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους Γραικούς. Σε αυτό το θέμα επικεντρώνεται η πρώτη “γκιόστρα”, σε δυο γύρους, με αντίπαλο πανεπιστημιακό, που αφεντεύει στη Γερμανία και ο οποίος ξεκινάει την επίθεση.
Εκμεταλλευόμενος ο προκληθείς κενά στην ενημέρωση του αντιπάλου, αλλά και συγκεκριμένες παραναγνώσεις του, τις οποίες λεπτομερώς αναλύει, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει πολύπλευρη επισκόπηση του θέματος. Τα δυο συνεχόμενα κείμενα θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρώτο κεφάλαιο σε μια Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, η οποία, μάλιστα, θα ανταποκρινόταν στο αίτημα των ιστοριογράφων για μια διαφορετική Ιστορία νεοτερικής μορφής. Ούτε ενιαία αφήγηση, ούτε συλλογική λημματογράφηση, αλλά υβριδικής μορφής, με τις αρετές αμφοτέρων και πρόσθετο ατού την αναγνωσιμότητα, χάρις στο νεύρο, μάλλον τον οίστρο, που διαθέτει μια “γκιόστρα”. Μένουμε με την απορία, κατά πόσο ο Βαγενάς συνειδητοποιεί αυτήν την πλευρά του εν προόδω δημοσιευμένου έργου του. Όπως και να έχει, αυτός ο πρώτος αντιρρητικός λόγος συμβάλλει στην ανάδειξη της παλαιότερης πρότασής του για έναν πρώτο ποιητή, που να είναι και ελληνόγλωσσος και με ελληνική συνείδηση και ο οποίος αναζητείται στη μακρά χρονική περίοδο από τον 11ο αι. μέχρι και τα μέσα του 17ου.
Ξαρμάτωτος Αφέντης
Η δεύτερη “γκιόστρα”, η θεαματικότερη, εκτυλίσσεται σε τρεις γύρους και με δυο αντιπάλους. Τα τρία συνεχόμενα κείμενα του βιβλίου θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα δεύτερο κεφάλαιο της Ιστορίας Βαγενά, που θα αφορούσε την πεζογραφία της πρώτης πεντηκονταετίας του νεοελληνικού κράτους, 1830-1880, εκκινώντας από τα Επτάνησα. Θέμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, που παραμένει ανοιχτό προς περαιτέρω διερεύνηση, καθώς η πεζογραφική παραγωγή, πρωτότυπη και μεταφρασμένη, στο μεγαλύτερο μέρος της εξακολουθεί να λανθάνει σε εφημερίδες και περιοδικά. Γνωρίζουμε μόνο όσα διέσωσαν οι αισθητικές προτιμήσεις των συγχρόνων των συγγραφέων ή έστω, εκείνες των δυο τριών επόμενων γενιών. Μεμονωμένα ευρήματα, ωστόσο, δείχνουν το αυτονόητο, δηλαδή το πόσο αυτές οι αξιολογήσεις απέχουν από τις σημερινές. Γι’ αυτό και είναι μεγάλη η απορία του φιλοθεάμονος κοινού, όταν αιφνιδιαστικά εισβάλλει στον τρίτο γύρο, όπως ήδη αναφέραμε, ο Αφέντης της Κρήτης και ρίχνει το γάντι.
Με τον αέρα του παλαίμαχου, αντιπαρέρχεται την αιτία των διαξιφισμών, που ήταν η ποσότητα εκείνης της πρώτης σοδειάς μυθοπλαστικών πεζών, και ορίζει ως ζητούμενο την ποιότητα των έργων. Στη συνέχεια, προκαλεί με το ρητορικό ερώτημα: «Την αισθητική ή τη στατιστική θα επιλέξουμε;» Ξέθαρρος δεν διστάζει να αποκαλύψει πως ήρθε ξαρμάτωτος: «Δηλώνω από την αρχή ότι, έξω από δύο-τρεις εξαιρέσεις, τα βιβλία αυτά δεν έχουν περάσει από τα χέριά μου» Αυτός ένας πεπειραμένος σε παρόμοια ζητήματα, πώς μπορεί να παραβλέπει ότι η στατιστική δεν ισχύει για τα έργα της τέχνης και κυρίως, ότι η αισθητική είναι στενή συνάρτηση του χρόνου, αλλά και ότι αυτή έρχεται πάντα ως ύστερο στοιχείο.
Παράπλευρες απώλειες
Μένουν πέντε “γκιόστρες”. Σε ιστορική επαλληλία, τρίτη τοποθετείται εκείνη γύρω από τον Κάλβο και έπονται οι “κριτικές διαμάχες” για τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη. Τα κείμενα του Βαγενά επιμένουν στα κοινώς παραδεδεγμένα, σε μια προσπάθεια να ξεκαθαριστεί το τοπίο από παραναγνώσεις και αίολες ερμηνείες. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Σεφέρη, όπου τίθεται προς συζήτηση από τον αντίπαλο ακόμη και η συγγραφική του εντιμότητα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορείται για λογοκλοπή από τον Παπαδιαμάντη και μάλιστα, από κριτικό ξένης λογοτεχνίας, που κατέχει άριστα τα της διακειμενικότητας. Αλλά ο Σεφέρης βρίσκεται στις παράπλευρες απώλειες και της “γκιόστρας” περί τον Καρυωτάκη. Ακόμη και ο Άρχοντας από τη Μακεδονία, με επικεντρωμένη την προσοχή του στους αποτελεσματικότερους για την άμυνά του διαξιφισμούς, εξαναγκάζεται να “απαριθμήσει τα ψεγάδια, που είχε παλαιότερα επισημάνει στο έργο του Σεφέρη”. Κι όμως, από τότε που τα ανέλυσε έχουν παρέλθει τρεις και πλέον δεκαετίες. Ένας “σεφερολάτρης” αναγνώστης, όπως εμείς καλή ώρα, που δεν έχουμε πρόβλημα να το αποδεχτούμε, θα πρότεινε επανεξέταση, ιδίως εκείνης της προ εικοσαετίας μελέτης για τις αιτίες αποτυχίας του πρώτου σεφερικού μυθιστορήματος. Έχει, άλλωστε, ως αβάντα την ελαστικότητα που προσφέρουν τα μετανεωτερικά κριτήρια.
Στις παράπλευρες απώλειες της ίδιας “γκιόστρας” βρίσκεται και ο Γιώργος Κατσίμπαλης. Μέχρι και ο Άρχοντας, συμμεριζόμενος απόψεις νεότερων, του καταφέρνει ξιφισμό. Πόσο, όμως, καλά γνωρίζουμε το τι πρόσφερε στην γενιά του ’30, όταν το μεγαλύτερο μέρος της συχνά σοφής στήριξής του φαίνεται ότι διοχετεύτηκε στις κουβέντες του με τους κύριους εκπροσώπους της; Ποιος αναζήτησε τα λιγοστά γραπτά του; Ακόμη μέχρι πρόσφατα δεν είχε ταυτοποιηθεί ως δικό του το ψευδώνυμο Βουγάς. Με τα σημερινά ισχύοντα μέσα και σταθμά προβολής και χρησιμοθηρίας, μάλλον αδυνατούμε να συλλάβουμε μια φυσιογνωμία όπως εκείνη του Κολοσσού του Μαρουσιού. Τουλάχιστον, λοιπόν, ας υπάρχει το περιθώριο της αμφιβολίας.
Ο Καραμανίτης
Αφήσαμε για το τέλος δυο “γκιόστρες”, στις οποίες ο Άρχοντας από τη Μακεδονία θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να μην εμπλακεί. Δεν αποδέχεσαι κονταροχτύπημα με αντιπάλους που δεν τηρούν τους κανόνες ιπποσύνης. Ο ένας δεν σέβεται ούτε τον πλέον στοιχειώδη, που ορίζει ότι δεν επιτίθεσαι σε κάποιον αναίτια, επειδή, λ.χ., δεν σου αρέσει το παρουσιαστικό του. Κατ’ αναλογία, ποτέ ένας κριτικός δεν αποφαίνεται για βιβλίο, που δεν έχει διαβάσει, επειδή δεν εγκρίνει την ηθική στάση του συγγραφέα του. Αναφερόμαστε στην “γκιόστρα”, που γίνεται για το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, «Αμίλητα, βαθιά νερά», το οποίο απερίσκεπτος Αφέντης χαρακτήρισε “χυδαίο βιογραφισμό”. Το “χυδαίος” σε αντιδιαστολή προς το σκέτο βιογραφισμό, ο οποίος, όπως αναπτύσσει, μπορεί να δικαιολογηθεί, λ.χ., στην περίπτωση που ο συγγραφέας κάνει “λογοτεχνική συμπύκνωση ενός αναγνωρίσιμου προσώπου” προς επίτευξη συγκεκριμένου στόχου. Εδώ, φέρνει ως παράδειγμα τον Τσίρκα, που είχε ως μέλημα την πολιτική κριτική. Αλλά και η Γαλανάκη λογοτεχνική συμπύκνωση κάνει υπαρκτών προσώπων, προς ανάδειξη του δίπτυχου πάθος-πένθος, όπως το βίωνε το ερωτευμένο ζεύγος παλαιότερων εποχών. Πολύ φοβόμαστε ότι ούτε Γαλανάκη ούτε και Τσίρκα έχει διαβάσει ο Αφέντης, ειδάλλως θα μπορούσε να προσάψει την ίδια κατηγορία και στον δεύτερο, όχι μόνο για το Ανθρωπάκι της Τριλογίας αλλά κυρίως για τον ήρωα της «Χαμένης Άνοιξης», που ακούει στο παρωνύμιο Κακομοίρας.
Στην εναπομένουσα γκιόστρα, δεν τίθεται καν θέμα κανόνων, αφού ο αντίπαλος δεν ανήκει στις τάξεις της ιπποσύνης. Αφεντεύει στο Νέο Κόσμο και παρουσιάζεται ως οπαδός του δόγματος του μεταμοντέρνου σχετικισμού. Κατά την εκτίμησή μας, αποτελεί επίβουλο εχθρό, όπως ο Καραμανίτης του «Ερωτόκριτου», μόνο που αυτός δεν είναι εχθρός του έθνους αλλά της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια “γκιόστρα” μαζί του μπορεί να έχει κακό τέλος, καθώς γκρεμισμένος από το άλογο θα αναφωνεί: «The giostre is in fact a metaphysical concept». Πού σημαίνει ότι μπορεί να κείτεται κατά γης ή και να μην κείτεται.
Κατά τα άλλα, ο Άρχοντας από τη Μακεδονία δεν θα πρέπει να έχει αυταπάτες. “Τσή γκιόστρας το παιγνίδι” δεν εσκόλασε. Και τους οκτώ αντιπάλους του, ιδιαίτερα αυτόν τον Καραμανίτη του Νέου Κόσμου, θα τους ξανασυναντήσει στα ίδια ή και παράπλευρα πεδία. Αλλά έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Δική του υποχρέωση είναι να ελέγχει λάθη πραγματολογικά και ερμηνευτικά, να επισημαίνει παραλείψεις, να διαλύει βεβαιότητες και μύθους.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/4/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου