με φόντο
το Βιβλιοπωλείο
της Εστίας,
στη Σόλωνος.
31 Αυγούστου 1885, ο Γεώργιος Σουρής, τότε 32 ετών και σε μεγάλη στιχουργική φόρμα, έγραφε στο εβδομαδιαίο και έμμετρο σατιρικό φύλλο του, τον «Ρωμηό», που εξέδιδε ήδη επί τριετία, τους στίχους: «Σύστασις δι’ εν ωραίον / Βιβλιοπωλείον νέον. / Όστις ανάγκην έχει παντοδαπών βιβλίων, / ας τρέξη στης Εστίας το βιβλιοπωλείον, / εις την οδόν Σταδίου, στου Λάμπρου από κάτω, / μ’ Ελληνικά και ξένα συγγράμματα γεμάτο. / Μεγάλως συνίσταται εις όλους παρ’ ημών, / διότι κι ευθηνίαν θα εύρετε τιμών.»
Στου Λάμπρου από κάτω, λοιπόν, δεν είναι παρά η οικία, επί της οδού Σταδίου 32, του κερκυραίου, ηπειρωτικής καταγωγής, αρχαιολάτρη και νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου, που πέθανε δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 67 ετών. Στο ίδιο οίκημα λειτουργούσε, από το 1860, το κατάστημα αρχαιοτήτων του ιδίου, με ιδιαίτερο τμήμα βιβλίων.
Όταν ο Σουρής αναφέρεται στην Εστία, δεν εννοεί πλέον τις βιβλιοεμπορικές δραστηριότητες του εβδομαδιαίου περιοδικού, που κυκλοφορούσε ήδη από τις 4 Ιαν. 1876, αρχικά, με διευθυντή τον Παύλο Διομήδη και από την 1η Ιαν. 1881, τον Γεώργιο Κασδόνη, αλλά το βιβλιοπωλείο που είχε την έμπνευση να ιδρύσει ο Κασδόνης, με συνεταίρο τον τζιώτη Ιωάννη Βρετό, που αποχώρησε δυο χρόνια αργότερα. Τότε, το Βιβλιοπωλείο της Εστίας εξ ανάγκης μεταφέρθηκε στην απέναντι γωνία των οδών Σταδίου και Πεσματζόγλου, καθώς, στη θέση της οικίας Λάμπρου, ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Νικολούδης θα έχτιζε ένα μέγαρο καταστημάτων, γραφείων και κατοικίας του. Προέκυψε όντως μέγαρο και μία από τις γνωστότερες στοές των Αθηνών, η Στοά Νικολούδη, έχοντας διπλή πρόσοψη και δίοδο Πανεπιστημίου - Σταδίου. Εδώ μια λεπτομέρεια: Η Στοά προς την πλευρά της Σταδίου σχημάτιζε διακλάδωση με διπλή έξοδο. Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας επανήλθε εκεί, στο δεξιό σκέλος, το 1936.
Πιάτσα βιβλιοπωλείων
Ενδιαμέσως, λόγω έτερης αγοραπωλησίας, το Βιβλιοπωλείο της Εστίας αναγκάστηκε να μεταφερθεί για δεύτερη φορά, από το γωνιακό κατάστημα στο διπλανό, Σταδίου 44, που ήταν και η διεύθυνση του περιοδικού «Νέα Εστία», όταν πρωτοεκδόθηκε τον Απρίλιο του 1927. Ταυτόχρονα, διατηρούσε κατάστημα στην Ιπποκράτους, απέναντι από το σημερινό βιβλιοπωλείο του Παπαδήμα, όπου τότε ήταν το Ληξιαρχείο. Πόλος έλξης, πάντως, ήταν η Σταδίου. Άλλα βιβλιοπωλεία και εκδοτικοί οίκοι εκείνης της εποχής ήταν του Μιχαήλ Σαλίβερου, Σταδίου 14, απέναντι από το άγαλμα Κολοκοτρώνη, καθώς και το παλαιότερο Βιβλιοπωλείο Σαλίβερου, ο Ερμής, που το διηύθυνε ο αδελφός του, Χρήστος Σαλίβερος. Ακόμη, το Βιβλιοπωλείο Δημήτρη Δημητράκου, Σταδίου 4, στο νεόκτιστο, εν έτει 1931, κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, και από το 1934, στην πλατεία Συντάγματος. Επίσης, του Σιδέρη, του Τζάκα και του Δελαγραμμάτικα, του Γεωργίου Βασιλείου, Σταδίου 42, και, από το 1901, το Βιβλιοπωλείο του Κώστα Ελευθερουδάκη, Σταδίου και πλατεία Συντάγματος. Το τελευταίο, στο Μεσοπόλεμο, αναφέρεται ως το πιο εντυπωσιακό. Το πληρέστερο, ωστόσο, ήταν της Εστίας. Και όχι μόνο το πληρέστερο, αλλά και τόπος συνάντησης του λογοτεχνικού σιναφιού. Από τότε, όποιος ήθελε να αφήσει για κάποιον ένα βιβλίο, στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας το εμπιστευόταν.
Οι Τηνιακοί της Εστίας
Αυτές ήταν οι διαδοχικές μετοικεσίες επί της οδού Σταδίου του πρώτου καταστήματος του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, ενώ ο άνθρωπος που κρατούσε το πηδάλιο της επιχείρησης άλλαξε τέσσερις φορές μέσα σε 93 έτη, 1885-1978. Δεκαπέντε χρόνια μετά τα εγκαίνια, που διαφημίζει εμμέτρως ο Σουρής, στις 4 Νοε. 1900, πέθανε από φυματίωση ο Κασδόνης. Τη διεύθυνση του Βιβλιοπωλείου ανέλαβε ο ανιψιός του Ιωάννης Δ. Κολλάρος, τότε τριάντα ετών. Και οι δύο από τον Πύργο της Τήνου. Τηνιακής καταγωγής, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν και ο μακροβιότερος υπάλληλος του Βιβλιοπωλείου. Ο Νίκος Παντελάκης, που, προ δεκαετίας, αφηγήθηκε την ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Μιας μορφής απομνημονεύματα, με τίτλο, «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο». Χάρις στις γνωριμίες της μητέρας του, βρέθηκε, μόλις δεκάχρονος, υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, το 1923. Στην Εστία παρέμεινε μέχρι τον Ιαν. του 2001. Τα 90α γενέθλιά του τα γιόρτασε στο Βιβλιοπωλείο σε εκδήλωση για το βιβλίο του, όπου του απονεμήθηκε τιμητικό δίπλωμα. Τότε, ο Κυριάκος Ντελόπουλος τον είχε χαρακτηρίσει “προηλεκτρονική βάση δεδομένων”. Πέθανε στις 20 Απρ. 2008.
Το 2011, το βιβλίο του Παντελάκη συμπλήρωσε η μελέτη της Άννας Καρακατσούλη, «Στη χώρα των βιβλίων. Η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας 1885-2010». Επί τροχάδην, η γενεαλογία της Εστίας διαγράφεται ως εξής: Ο Ιωάννης Δ. Κολλάρος είχε ένα μοναχοπαίδι, την Ευτυχία. Αρσακειάδα η Ευτυχία, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Σαραντόπουλο, αξιωματικό του Πυροβολικού. Δεν αναφέρεται χρονολογία γάμου, πάντως άρχισε να εργάζεται στην Εστία το 1925, συμπτωματικά τριαντάχρονος, όπως και ο πεθερός του όταν ξεκίνησε. Λόγω της συμμετοχής του στο αντεπαναστατικό κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, Οκτ. 1923, είχε αποταχθεί με το βαθμό του ταγματάρχη. Επωμίστηκε μέρος από τις ευθύνες της Εστίας, ενώ ο Κολλάρος κράτησε τα τυποτεχνικά. Ο Κολλάρος πέθανε το 1956, σε ηλικία 86 ετών, και μάλλον θα είχε πολύ νωρίτερα αποτραβηχτεί από την επιχείρηση.
Νέα μετακίνηση
Το ζεύγος Σαραντόπουλου, όπως και το ζεύγος Κολλάρου, απέκτησε ένα μοναχοπαίδι, την Μαρίνα Σαραντοπούλου, κατόπιν σύζυγο του γιατρού Λεωνίδα Καραϊτίδη. Ο Σαραντόπουλος πέθανε Δεκ. 1972, η Μαρίνα, γνωστή ως Μάνια, Καραϊτίδη πήρε το πηδάλιο σε ηλικία 44 ετών. Με την αγορά, το 1977, του Μεγάρου Νικολούδη από την Τράπεζα Πίστεως, το Βιβλιοπωλείο της Εστίας εξαναγκάστηκε, για άλλη μια φορά, σε αλλαγή στέγης. Η καινούρια διευθύντρια βρέθηκε στα δύσκολα. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στα σχετικά μικρά διαθέσιμα καταστήματα του κέντρου και τα απόμερα αλλά ευρύχωρα προς το Λυκαβηττό. Η Καραϊτίδη βρήκε ένα “γιαπί” Σόλωνος 60, ανάμεσα σε Σίνα και Μαντζάρου. Στη γωνία της Σίνας είχε εγκατασταθεί από το 1972 το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Μοσχονά «Ενδοχώρα». Αργότερα ήρθε και σφηνώθηκε, ανάμεσα σε «Ενδοχώρα» και Εστία, το παλαιοβιβλιοπωλείο του Σωτήρη Νασιώτη, με μόνο υπάλληλο την κόρη του. Εκείνος κρατούσε πάντα το αχανές υπόγειο στην Ηφαίστου, σωστή σπηλιά του Αλί Μπαμπά για το παλαιό βιβλίο, που έκλεισε τέτοια εποχή πριν τέσσερα χρόνια.
Το βασικό προσόν της ανεγειρόμενης πολυκατοικίας ήταν ότι το μεγάλο κατάστημα του ισογείου συνοδευόταν από ένα ίδιων διαστάσεων υπόγειο. Τα εγκαίνια έγιναν το 1978. Κρίμα να μην σώζεται ούτε καν στις φωτογραφίες η ημερομηνία. Ας την ανακαλύψει στα αναμνηστικά της η Μάνια Καραϊτίδη, αφού, έτσι κι αλλιώς, η επιλογή του καταστήματος της Σόλωνος καταγράφτηκε σαν προσωπικός της θρίαμβος. Κατάφερε, πάντως, να μεταφέρει την πιάτσα του βιβλίου. Μόλις το 2005, η Σταδίου πήρε και πάλι κεφάλι με το άνοιγμα του Βιβλιοπωλείου Ιανός. Ας θυμίσουμε, αφού το θέμα μας είναι το κλείσιμο βιβλιοπωλείων, ότι το 1978 άνοιξε το δικό του βιβλιοπωλείο ένας άλλος Τηνιακός, ο Στρατής Φιλιππότης, βαφτισιμιός του Κολλάρου. Είχε ξεκινήσει ως υπάλληλος του Βιβλιοπωλείου της Εστίας και διάλεξε για το βιβλιοπωλείο του τη γωνία Ακαδημίας και Ασκληπιού. Από το 1981 μεταφέρθηκε Σόλωνος 69. Έκλεισε 2 Φεβρουαρίου 2013.
Η Εστία στα δύο
Το 1998, η Μάνια Καραϊτίδη, συμπληρώνοντας 25 χρόνια στο τιμόνι της Εστίας, αποφάσισε να το εγκαταλείψει, καίτοι μόλις 70χρονη και περισσότερο παρά ποτέ μάχιμη, χάρις και στη μακρόχρονη εμπειρία. Το ζεύγος Καραϊτίδη δεν συνέχισε την οικογενειακή παράδοση του ενός μονάκριβου τέκνου. Ευτύχησε να αποκτήσει δυο. Πρώτα, το γιο, το 1951, και τέσσερα χρόνια αργότερα, την κόρη. Ήδη, από το θάνατο του Σαραντόπουλου, το 1972, ο εγγονός, με την ενηλικίωσή του, είχε πάρει το μερίδιο εκείνου. Έτσι, το 1998, η Εστία μοιράστηκε στα δυο. Δέκα χρόνια νωρίτερα, είχαν δημιουργηθεί δυο εταιρείες: η εκδοτική και το βιβλιοπωλείο. Άλλο, όμως, μια διαίρεση, που επιβάλλουν λόγοι νομικοί και οικονομικοί, και άλλο ο ουσιαστικός τεμαχισμός. Στις ορεινές περιοχές και στα νησιά, τότε που η γη ήταν πολύτιμη, νουνεχείς οι αρχηγοί οικογενειών, άφηναν ολόκληρη την περιουσία στον πρωτότοκο. Τις κόρες τις προίκιζαν, πάντως γη σπάνια μοίραζαν. Η Καραϊτίδη δεν ακολούθησε τους σοφούς πρόγονους, παραγνωρίζοντας ότι ο διαιρεμένος κλήρος εμφανίζεται πιο ευάλωτος στις αντίξοες συνθήκες. Το 1998, ο Γιάννης Καραϊτίδης πήρε την επιχείρηση του Βιβλιοπωλείου της Εστίας και η Εύα Καραϊτίδη τον εκδοτικό οίκο, του οποίου την έδρα μετέφερε στην οδό Ευριπίδου 84. Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας έκλεισε οριστικά, στις 30 Μαρ. 2013. Συμπληρώθηκε μια ακέραια 35ετία για το κατάστημα της Σόλωνος και κοντά 128 έτη από το άνοιγμά του, στις 31 Αυγ. του 1885.
Γράφτηκε στον Τύπο, ότι η Πολιτεία δεν συγκινήθηκε για το κλείσιμο του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Καλά η Πολιτεία, αλλά η οικογένεια της Εστίας, η στενή εξ αίματος, δεν θα αναμενόταν να φανεί αλληλέγγυος! Αλγεινή εντύπωση μας προκάλεσαν οι δηλώσεις της εγγονής του Κολλάρου στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων: “Απρόσκοπτα θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους οι εκδόσεις της «Εστίας», που δεν επηρεάζονται κατά το παραμικρό από το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου. Οι εκδόσεις της «Εστίας» ετοιμάζονται να υποδεχθούν στην Ελλάδα σημαντικούς συγγραφείς που έχουν μεταφράσει και κυκλοφορούν ήδη ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα. Μεταξύ αυτών θα είναι ο Μάρτιν Βάλζερ, κορυφαίο όνομα της σύγχρονης γερμανικής πεζογραφίας, και ο πολυβραβευμένος αμερικανός μυθιστοριογράφος Ρίτσαρντ Πάουερς... Ο ομώνυμος εκδοτικός οίκος συνεχίζει ακάθεκτος προς τα 130 έτη”.
Αυτά δήλωσε η Εύα Καραϊτίδη, εκδότρια της «Εστίας», με αφορμή το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου της «Εστίας» το περασμένο Σάββατο, συμπληρώνει ο δημοσιογράφος. Ειρωνεία της τύχης, οι εκδόσεις δεν φέρουν την ονομασία της «Εστίας» αλλά... «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».
Υποτίμηση ή λάθος εκτίμηση
Για όλα φταίει η οικονομική κρίση και οι χαλεποί καιροί, όπως λένε. Τα αίτια, όμως, είναι συνήθως πολλαπλά και κάποια ερωτήματα μένουν. Πώς θα διαμορφωνόταν η κατάσταση εάν η Μάνια Καραϊτίδη δεν αποχωρούσε και αν η Εστία δεν κοβόταν στα δυο και μάλιστα, κατά τόσο απόλυτο τρόπο; Σύμφωνα με τον Κωστή Καναράκη, τον τελευταίο διευθυντή του βιβλιοπωλείου της Εστίας: “Καιρό τώρα, το κατάστημα της οδού Σόλωνος είχε πάψει να είναι προνομιακό σημείο πώλησης των εκδόσεων που γίνονταν από το εκδοτικό στρατηγείο της οδού Ευριπίδου. Από το 2010, μάλιστα, δεν γινόταν καν πίστωση, η προμήθεια των εκδόσεων της «Εστίας» γινόταν πλέον τοις μετρητοίς”.
Όπως φαίνεται, οι κληρονόμοι υποτιμούν ή δεν εκτιμούν σωστά τα ατού της Εστίας και, κυρίως, το κοινό της. Το δείχνουν οι δηλώσεις της εκδότριας που ετοιμάζεται να υποδεχθεί τα μεγάλα ονόματα της ξένης λογοτεχνίας. Μόνο που τον πολυβραβευμένο αμερικανό μυθιστοριογράφο τον λανσάρει καλύτερα ένας Καστανιώτης για παράδειγμα. Άλλα είναι τα δικά της “μετερίζια”, που θα της έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας, ο μόνος πολιτικός αρχηγός, που εξέφρασε τη θλίψη του για το κλείσιμο του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Επίσης, οι διευθύνοντες του Βιβλιοπωλείου, με την κάθοδο των “βιβλιοπωλείων αλυσίδων”, προσπάθησαν να του αλλάξουν φυσιογνωμία για να γίνει χώρος φιλικότερος σε ένα νεότερο κοινό. Λησμόνησαν, λ.χ., πως το συγκεκριμένο κατάστημα επιλέχτηκε κάποτε για το μεγάλο υπόγειο. Εκεί ήταν ο τοίχος με τα θεατρικά και οι άλλοι με τη νεοελληνική λογοτεχνία: μυθιστορήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικά, της παλαιότερης, του Μεσοπολέμου και της νεότερης. Σχεδόν ολόκληρη η πεζογραφία της γενιάς του Τριάντα, κτήμα του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Ακόμη και μετά την χρονική περίοδο των αποκλειστικών δικαιωμάτων, 50 ή 70 χρόνια, ο μύθος της ανήκει στην Εστία, εκδόσεις και βιβλιοπωλείο. Στο υπόγειο, όπως και στο πατάρι με τα ιστορικά, λαογραφικά και λοιπά δοκιμιακά, εκεί πιο στριμωγμένα γύρω από το μπαλκονάτο άνοιγμα, υπήρχαν εκδόσεις ηλικίας 20, 30 ή και περισσότερων χρόνων. Ακόμη υπήρχε ο πίσω τοίχος του ισογείου με τα περιοδικά, εκτός από τα αθηναϊκά, της επαρχίας, και πέραν του τρέχοντος τεύχους τουλάχιστον δυο, τρία ή και περισσότερα παλαιότερα. Τέλος, υπήρχε σε κεντρική θέση η τράπεζα για τα ορφανά βιβλία. Με άλλα λόγια, εκείνα που βγήκαν ιδίοις αναλώμασιν, όχι τα ποιητικά αλλά τα πιο παραγκωνισμένα δοκιμιακά από ελάσσονες, επαρχιώτες και Ιδρύματα, που κανένα βιβλιοπωλείο δεν τους παραχωρεί μια θέση. Και επρόκειτο για θέση στον ήλιο, καθώς οι πελάτες ειδικών ενδιαφερόντων πήγαιναν κατ’ ευθείαν εκεί.
Συνήθεις κοινοτοπίες
Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας μάλλον πρώτα υποβαθμίστηκε, προσπαθώντας να ανανεωθεί, και μετά έκλεισε. Όσο για τους συγγραφείς, καλλιτέχνες και εν γένει, πνευματικούς ανθρώπους, οι δηλώσεις τους δείχνουν ότι μάλλον συνέβαλαν κι αυτοί με τον τρόπο τους. Κατ’ αρχάς, τα μεγάλα λόγια, που καταντούν χωρίς νόημα, όπως εκείνα, περί συμβολικής απώλειας και κοπής στα δυο του αθηναϊκού τοπίου, ή περί τραυματισμού της εθνικής συνείδησης και πλήγματος της δημοκρατίας. Δείχνουν κοινότοπα, λίγο πολύ ταιριαστά σε όλους τους φορείς πολιτισμού που κλείνουν και τους θεσμούς που δύουν. Η ουσιαστική σχέση με το χώρο φαίνεται ανύπαρκτη. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι πήγαιναν στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας για δημόσιες σχέσεις τα Σάββατα ή σε άλλες εκδηλώσεις ως τιμώμενοι και τιμητές. Το μόνο συγκεκριμένο χώρο που μνημονεύουν από το Βιβλιοπωλείο είναι το γραφείο της Μάνιας Καραϊτίδη. “Μετά ρακοποσίας”, κατά δημοσιογραφική εκδοχή. Στο μέλλον, που θα κλείνουν τα “βιβλιοπωλεία αλυσίδες”, λιγότερο εστέτ πελάτες θα αναφέρονται με θλίψη στο κλείσιμο της καφετέριας.
Και οι διαδικτυωμένοι
Υπάρχει, πάντως, και η αντίδραση των διαδικτυωμένων, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πραγματίστικη στα όρια του κυνισμού. Καταλογίζουν την απουσία προσφορών, μειωμένων τιμών και ελπίζουν στη θέση του, Σόλωνος 60, να προκύψει ένα καλό ίντερνετ καφέ. όπως στη θέση της «Ενδοχώρας» προέκυψε κατάστημα “αλυσίδας φούρνων”. Στον Τύπο, την άποψή της διαδικτυακής πλειοψηφίας και μάλλον όχι μόνο, αναπτύσσει άρθρο στο ΒΗΜagazino της Λώρης Κέζα, δημοσιογράφου που ασχολήθηκε περισσότερο από δέκα χρόνια με το βιβλίο, ως κριτικός, εκδότης λογοτεχνικού περιοδικού, συγγραφέας παιδικών βιβλίων: “Οι πελάτες σαν και του λόγου μου περνάμε από τα βιβλιοπωλεία αλλά δεν ανοίγουμε το πορτοφόλι. Οι αγορές γίνονται συστηματικά μέσω ίντερνετ. Χωρίς να σηκωθούμε από την καρέκλα, χωρίς να πάμε στο κέντρο της πόλης, χωρίς να μιλήσουμε σε άνθρωπο διαλέγουμε τους τίτλους, πληρώνουμε με paypal και περιμένουμε τον ταχυδρόμο να φέρει την πραμάτεια στην πόρτα. Δεκάδες δικαιολογητικά για τον νέο τρόπο προμήθειας βιβλίων. Μια προτίμηση στα ξενόγλωσσα και οι εξωφρενικά χαμηλές τιμές στα μεταχειρισμένα του διαδικτίου – όταν λέμε «μεταχειρισμένα» εννοούμε «διαβασμένα», σε άριστη κατάσταση, με τιμές από 1,5 ευρώ.... Έχω εκπαιδεύσει τα παιδιά μου στο ψηφιακό εμπόριο. Δεν τα έχω μάθει να ξεφυλλίζουν μέσα σε ένα κατάστημα αλλά να επιλέγουν βιβλία μέσα από την οθόνη του υπολογιστή.” Αν δεν σφάλλουμε, πρόκειται για παιδιά πέντε ή έξι χρόνων.
Μάλλον άδοξο το τέλος του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Άδοξο γιατί φάνταζε ως τέμενος βιβλίου σε μια πόλη πάσχουσα από βιβλιοθήκες και σε μια εποχή που το καλό βιβλίο πολτοποιείται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/4/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου