Γιώργης Γιατρομανωλάκης
«Τρία απρόσεκτα διηγήματα»
Εκδόσεις Άγρα
Οκτώβριος 2012
Ο τίτλος του δωδέκατου βιβλίου του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, όπως άλλωστε και οι έντεκα προηγούμενοι, εκ πρώτης όψεως ξενίζει. Οι αναγνώστες, τουλάχιστον όσοι από αυτούς κατέχονται από την διαστροφή της κυριολεξίας, θα προσπαθήσουν να διευρύνουν τη σημασία του απρόσεκτος, που αναφέρεται μόνο σε πρόσωπα, και να το ερμηνεύσουν ως το αντίθετο του προσεκτικός, που αποδίδεται και σε πράξεις, δηλώνοντας το μετά προσοχής γινόμενο, ακόμη επί λόγων, όπου σημαίνει την αγόρευση, την έχουσα την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή του ακροατή. Οπότε, κατ’ επέκταση, το απρόσεκτο διήγημα θα είναι εκείνο, που δεν προσελκύει τον αναγνώστη. Σπεύδει, βεβαίως, ο συντάκτης του κειμένου στο οπισθόφυλλο να διευκρινίσει ότι το συγκεκριμένο επίθετο δεν αναφέρεται στα διηγήματα αλλά στους ήρωές τους και τον τρόπο που εκείνοι έπραξαν κατά μια δεδομένη περίσταση ή στιγμή. Λες και ένα επίθετο και δη, επίθετο σε τίτλο, έχει την ελευθερία να αποκλίνει και να λειτουργεί ποιητική αδεία.
Όπως και να έχει, εμείς παρακάμπτουμε την εξήγηση του συντάκτη του οπισθόφυλλου, διαβλέποντας στον τίτλο διάθεση αυτοσαρκασμού εκ μέρους του συγγραφέα, που χαρακτηρίζει απρόσεκτο το λόγο του. Γνωρίζοντας αυτός τις προτιμήσεις των σημερινών αναγνωστών για αστυνομικά και νεοηθογραφικά ρομάντσα, γιατί να μην αμφιβάλλει για το κατά πόσο η αφήγησή του θα μπορέσει να κερδίσει την προσοχή τους. Άλλωστε, την έκδοση την σχεδίασε ο εκδότης. Πιθανώς, λοιπόν, εκείνος, προς άγραν αναγνωστών, να έγραψε το κείμενο του οπισθόφυλλου, όπως επέλεξε και το ζωγραφικό έργο του εξώφυλλου, που πιστεύουμε ότι δίνει μονομερή εντύπωση για τα διηγήματα. Το ερωτικό σχεδίασμα του Γουσταύου Κλιμτ προϊδεάζει μεν για το έντονο ερωτικό στοιχείο του βιβλίου, αλλά το εικαστικό σύμπαν του αυστριακού ζωγράφου, σε αντίθεση με εκείνο του συγγραφέα, είναι εστιασμένο στο γυναικείο φύλο. Βεβαίως, υπήρξε ευφάνταστος βιβλιοπαρουσιαστής, που αντιλήφθηκε ως βαθύτερο νόημα του διηγηματικού τρίπτυχου τον πίνακα ενός άλλου Γουσταύου, του Γάλλου Κουρμπέ, «L’ origine du monde». Μόνο που ο ωμός ρεαλισμός του δεύτερου δεν αποδίδει τον διάχυτο όσο και παρεκκλίνοντα ερωτισμό των ηρώων του βιβλίου.
Και για να παραμείνουμε στον τίτλο, θυμίζουμε ότι είναι η δεύτερη φορά, που ειδολογικός προσδιορισμός και δη, ο συγκεκριμένος, “διήγημα”, υπάρχει σε τίτλο βιβλίου του Γιατρομανωλάκη. Η πρώτη ήταν στο τέταρτο πεζογραφικό του, «Το ανωφελές διήγημα». Κι αυτός ένας τίτλος που ξενίζει, καθώς πρόκειται για το πρώτο πολυσέλιδο βιβλίο του και συνάμα, εκείνο που πλησιάζει περισσότερο προς το είδος του μυθιστορήματος. Αυτό το τελευταίο, σε σύγκριση με τα τρία πεζογραφικά που είχαν προηγηθεί, όπου δυο («Λειμωνάριο», «Ιστορία») χαρακτηρίζονταν μυθιστορήματα και το ενδιάμεσο («Η Αρραβωνιαστικιά») μυθιστορία. Όσο αφορά γενικότερα τις επιδόσεις του στο είδος διήγημα, να σημειώσουμε ότι με διήγημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως πεζογράφος σε συλλογικό τόμο μετά άλλων ομηλίκων του και από τότε δίνει το παρών σε κατά καιρούς παραγγελίες συγγραφής διηγήματος. Έχοντας, όμως, επί συνόλου εννέα πεζογραφικών, έξι μυθιστορήματα, μια μυθιστορία και ένα αποκαλούμενο βιβλίο, που εντάχθηκε στα μυθιστορήματα, θα χαρακτηριζόταν μυθιστοριογράφος. Αν και όχι της σειράς, καθώς διαθέτει διακριτά και μάλλον σπανίζοντα χαρακτηριστικά, χάρις στη φιλολογική και γλωσσική του περιουσία, την οποία συνδυάζει με ευρεία γκάμα ειρωνικών τρόπων. Παραμένει, όμως, και ποιητής στη χρήση ενός μετωνυμικού λόγου, όπως άλλωστε και ξεκίνησε, ανεξάρτητα αν εξέδωσε μόλις τρεις ποιητικές συλλογές και οι γραμματολόγοι, δέσμιοι ποσοτικών κυρίως κριτήριων, δεν τον συμπεριλαμβάνουν στους ποιητές.
Τα συστεγαζόμενα
Τα συγκεκριμένα τρία διηγήματα γράφτηκαν κατά παραγγελία και μάλιστα, δεσμευτική για τη συγγραφική έμπνευση. Τα δυο πρώτα ήταν για τον δεύτερο και τον τέταρτο τόμο της σειράς, «Κείμενα και εικόνες», που επιμελείτο ο Μισέλ Φάϊς. Για το πρώτο, ως θέμα είχε ορισθεί το “γεύση και λογοτεχνία”, ενώ, για το δεύτερο, το “βιβλίο και βιβλιοθήκες”. Το τρίτο διήγημα προοριζόταν για αφιέρωμα στο “ελληνικό διήγημα” του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη». Άρα το θέμα ήταν ελεύθερο. Δεσμευόταν, όμως, ο συγγραφέας ως προς τη μορφή, για όσους τουλάχιστον επιμένουν στη διάκριση διηγήματος και ιστορίας. Το σίγουρο είναι ότι διαφοροποιείται από τα δυο άλλα, όντας πλησιέστερο προς τη δομή ενός ρεαλιστικού διηγήματος. Αν και η διαφορά μπορεί να οφείλεται στη χρονική απόσταση μιας δεκαετίας από τα δυο πρώτα, που είχαν γραφτεί στον απόηχο εκείνου του μοναδικού «Βιβλίον καλούμενον Ερωτικόν», το έκτο στη σειρά πεζογράφημα του Γιατρομανωλάκη, το οποίο παραλείφθηκε από τον κατάλογο των έργων του συγγραφέα στην αριστερή σελίδα εκείνης του τίτλου. Αντιθέτως, το τρίτο γράφτηκε στο διάστημα αναμεταξύ δυο μυθιστορημάτων, ιστορικό το πρώτο, «Ο παππούς μου και το κακό», παρωδιακό το δεύτερο, «Το χρονικό του Δαρείου».
Το πρώτο απρόσεκτο
Αισθησιακό και βλάσφημο το πρώτο διήγημα, αφορά πλαγίως τη σύζευξη γευστικών απολαύσεων και αμαρτίας, καθώς ξεκινάει από την υπογλυκαιμία, που προκαλεί η έμμηνος ρύση. Είναι γνωστόν ότι η περίοδος φέρνει στη γυναίκα “άγρια όρεξη και λαχτάρα φοβερή” για πάσης φύσεως γλυκίσματα. Η γαστριμαργία συγκαταλέγεται στα επτά, ή και οκτώ κατά τους Δυτικούς, θανάσιμα αμαρτήματα, ταξινομημένη σε σειρά αύξουσας σοβαρότητας πέμπτη, με επιτετραμμένο διάβολο έναν από τους άρχοντες του Κάτω Κόσμου, τον μέγα Βελζεβούλ. Την εμφάνιση του αίματος της δεκατριάχρονης και δυο μηνών Ειρήνης ακολούθησε “άγνωστος πόνος μέσα στο κορμί της”. Τότε, ακριβώς, εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο φύλακας άγγελός της, όπως ακριβώς τον περιγράφει ο συντάκτης του «Βιβλίου καλούμενου Ερωτικόν», στο τρίτο κεφάλαιο, «Περί των αγγελικών φύλων»: “Παν σώμα γήινον είναι πανομοιότυπον με την ουσίαν του αγγέλου του, εισέ τούτο μόνον διαφέρει: ότι ενώ τα αιδοία του ανθρώπου είναι ωρισμένα και διακριτικά, το φύλον του αγγελικού προστάτου είναι αδιάκριτον και αόριστον.” Εκείνος της απηύθυνε το λόγο, όπως ο αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία, με τον οποίο και εκκινεί το διήγημα, αφού το κακό βρήκε την κορασίδα την ώρα που θυμιάτιζε το εικόνισμα του Ευαγγελισμού και ασύνειδα αμάρτανε θαυμάζοντας την ωραιότητα του Αγγέλου. Με την εμφάνιση, όμως, της λαίμαργης διάθεσης και ενώ ο άγγελός της συνέχιζε τις νουθεσίες, παρουσιάστηκε “ο πειρασμός του γλυκού”, τουτέστιν αυτοπροσώπως ο δαίμονας, όμοιος και απαράλλαχτος στην εμφάνιση με τον άγγελό της. Αυτός την αποπλάνησε, προσφέροντάς της όλων των ειδών τα γλυκίσματα, με πρώτο εκείνο των αρραβωνιασμένων και αποχαιρετιστήριο, την άγνωστη στην Κρήτη, τουλάχιστον την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία, τούρτα.
Στα πρώτα έμμηνα της δεκατριάχρονης, ο Βελζεβούλ της λαιμαργίας νικά τον προστάτη άγγελο. Μετά είκοσι έξι μέρες, όμως, στα δεύτερα, εκείνος παίρνει τη ρεβάνς κρατώντας την για τέσσερις μέρες ξαπλωμένη στην αγκάλη του. Στο διήγημα, που έχει παραμυθική χροιά, στο τέλος όλα βαίνουν κατ’ ευχήν. Είναι προφανές, ωστόσο, το σκοτεινό της κατάληξης, καθώς η έφηβη μετακύλησε σε έτερη βαρύτερη αμαρτία, εκείνη της λαγνείας. Μόνο που όταν αυτή λαμβάνει χώρα κατ’ όναρ και δη, με τον άφυλο φύλακα άγγελό της, συνιστά αφέσιμο παράπτωμα. Οι κακές συνέπειες θα φανούν πολύ αργότερα, όταν, όπως της προφήτεψε ο άγγελός της, έρθει η ώρα που “ο γαμπρός θα πιάσει τον λαγό” και εκείνος, που έχει στις δικές της θωπείες συνηθίσει, αντί “να αφρίσει”, θα μείνει να κοιμάται “βαθιά στα σκέλη μέσα”, με το λαγόχειλο κλειστό. Αλλά παρόμοιες συνέπειες εφηβικών παρεκτροπών είναι το θέμα του δεύτερου διηγήματος.
Για να ολοκληρώσουμε τα του πρώτου διηγήματος, θα πρέπει να αναφερθούμε στο χρόνο που επέλεξε ο συγγραφέας να το τοποθετήσει, καθώς η προτίμηση του γενέθλιου τόπου είναι αυτονόητη για έναν Κρητικό. Η επιλογή του Σαββάτου, παραμονή της Σταυροπροσκυνήσεως, για την εμφάνιση του πρώτου αίματος, όταν ο Σταυρός μεταφέρεται στο κέντρο της Εκκλησίας για προσκύνηση και άρχεται η τρίτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η εβδομάδα του Σταυρού, ως προετοιμασία για τον πόνο της Σταύρωσης, μπορεί να εκληφθεί ως αλληγορική για την τύχη της γυναίκας. Μεγάλη Παρασκευή, την ημέρα της Αποκαθήλωσης, βλάσφημη η αφήγηση, τοποθετεί την ερωτική ενύπνια φαντασίωση με έναν αγγελικά “ζαχαρένιο εραστή”. Ο συγγραφέας προειδοποιεί ότι τα διηγήματα υπέστησαν την απαραίτητη επεξεργασία. Αυτή, όπως διαπιστώνουμε, είναι πρωτίστως λεκτική. Μένει, ωστόσο, η απορία ως προς τις συνδηλώσεις μιας συγκεκριμένης αλλαγής. Στην αρχική εκδοχή, η ιστορία τοποθετείται “το σωτήριον έτος 19...”, ενώ, στο βιβλίο, ο χρόνος γίνεται συγκεκριμένος, το 1913. Μήπως ο ποιητής θυμίζει στους Παλαιοελλαδίτες το Πάσχα του 1913, το πρώτο Πάσχα που η Μεγαλόνησος το γιόρτασε σαν κομμάτι της Ελλάδας. Παρότι δεν είχαν ακόμη υπογραφεί οι επίσημες συνθήκες, η μόνη κυματίζουσα σημαία ήταν η γαλανόλευκη. Εκ των υστέρων, μάλιστα, τόσο το όνομα όσο και η ηλικία της κορασίδας μπορούν να εκληφθούν ως αλληγορική παραπομπή “στην Πολιτεία του Κρητός”.
Το δεύτερο απρόσεκτο
Όσο ευθύς είναι ο τίτλος του πρώτου διηγήματος, «Η περίοδος της Ειρήνης», τόσο ακατάληπτος εικάζουμε ότι θα φανεί αυτός του δεύτερου, «Τελχίνες σήτες βίβλων». Στην πρώτη δημοσίευση του διηγήματος στην ανθολογία, «Άρωμα βιβλίου», ο Άρης Μπερλής, που γράφει τον πρόλογο, τον μεταφράζει ως “κακά σκουλήκια των βιβλίων”, προσδιορίζοντας ότι είναι από σκωπτικό ποίημα της Παλατινής Ανθολογίας. Ακριβέστερα, οι “κακοήθεις βιβλιοσκώληκες” του αλεξανδρινού ποιητή δείχνουν μάλλον ως πονηροί δαίμονες. Όσο αφορά, πάντως, το νόημα του διηγήματος, δεν φταίει η βιβλιοφιλία του αφηγητή, ούτε η μακρά παραμονή του στις βιβλιοθήκες, για τις ποικίλες διαστροφές που εξομολογείται. Και αυτό το διήγημα στρέφεται γύρω από τις σοβαρές συνέπειες, που μπορεί να έχουν οι εφηβικές παρεκτροπές. Ιδιαίτερα, όταν εγγράφονται στο υποσυνείδητο ως παραβάσεις από το λόγο εκείνων που εξουσιάζουν τη νεαρά ύπαρξη, όπως γονείς, δάσκαλοι, Κατηχητικό, Εκκλησία. Σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις των μεγάλων, την “ιδιωτεία” φοβόταν ο αφηγητής σαν επακόλουθο “της κατά μόνας αμαρτίας”, την οποία προκαλούσε η ανάγνωση μιας εκλαϊκευμένης Σεξολογίας, καθώς και συγκεκριμένων λημμάτων ενός εγκυκλοπαιδικού λεξικού. Δεν τον είχαν, δυστυχώς, προειδοποιήσει για τον πραγματικό κίνδυνο. Πόσο δεσμευτικός στέκεται ο αρχικός τρόπος ικανοποίησης για τις συνευρέσεις του ενήλικα. Καθόλου τυχαία, στη γυναίκα της ζωής του απευθύνει ο αφηγητής τη διήγηση του ιστορικού της διαστροφής του, της μοναδικής που συμβιβάστηκε με την ανάγκη του για υποκατάστατα και συνυπήρξε μαζί τους.
Σε αυτό το διήγημα, οι παρεμβάσεις στη δεύτερη εκδοχή ευρύνουν το φάσμα των εφηβικών φαντασιώσεων. Η λέξη αιδοίο εμφανίζεται και στον πληθυντικό, όπως στο δεύτερο κεφάλαιο του «Βιβλίου καλούμενου Ερωτικόν», «Περί αιδοίων και ερωτοπαθών οργάνων», όπου και διευκρινίζεται ότι αυτά είναι “τρία κατά το είδος των: τα άρρενα, τα θήλεα και τα επίκοινα”. Άλλωστε και η Σεξολογία δεν είναι μια οποιαδήποτε εκλαϊκευμένη, που παρουσιάζει τις παραδοσιακές θέσεις, αλλά “του Havelock Ellis πιθανότατα”, του πρώτου Βρετανού, που υπεραμύνθηκε της “ισοτιμίας” των αιδοίων. Ακόμη, η λέξη “αιδοιολείκτης” αποκτά βάθος χρόνου με την προσθήκη της φράσης, “αυτός ο άθλιος σκερός του Ησυχίου”. Όπου εννοείται ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, ο σημαντικότερος των Ελλήνων λεξικογράφων, που συγκέντρωσε σπάνιες λέξεις και τύπους λέξεων. Όπως παρατηρεί ο αφηγητής οι λέξεις συχνά χάνουν τη δύναμή τους κατά τη μεταγλώττιση. Λ.χ., η μεταφορά του «Μεγάλου Ανατολικού» στη δημοτική θα μπορούσε να αποτρέψει, αν όχι ολοσχερώς, πάντως σε μεγάλο βαθμό, “τις κατά μόνας αμαρτίες” εφήβων τε και ενηλίκων. Αντιστοίχως, τα δυο πρώτα διηγήματα του βιβλίου θα έχαναν την ερεθιστικότητά τους χωρίς την γλωσσική ευφορία, που τους προσδίδει η ανάμιξη του λόγιου λεκτικού του αφηγητή με εδάφια από θεολογικά και επιστημονικά κείμενα.
Το τρίτο και τραγικότερο
Τελικά, τα τρία διηγήματα, με τη συστέγαση, πέραν του τίτλου και του εξώφυλλου, αποκτούν, με τη σειρά που τοποθετούνται, ενωτικό νήμα και νόημα. Το “πιπίλισμα” της έφηβης Ειρήνης συνιστά την απαρχή του αυτοερωτισμού. Ο ερεθισμός του έφηβου στην οικογενειακή κρεβατοκάμαρα κατά την ανάγνωση ορισμένων λέξεων και πράξεων, αποτελεί την πρώτη μεταβιβαστική επένδυση της περιβόητης λίμπιντο, που γίνεται μεν τυχαία, ανάλογα με συμπτωματική, εξωτερικά ερχόμενη, διέγερση, φέρνει, όμως, την καθήλωση σε συγκεκριμένο τρόπο. Αργά ή γρήγορα, για να θυμηθούμε και “τα μαθήματα” του Μισέλ Φουκώ, το “μη κανονικό” άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη και τον ιδρυματικό εγκλεισμό, όπως συνέβη στον αφηγητή.
Τέλος, το τρίτο διήγημα, «Νυχτερινές πτήσεις του κυρίου Χάρη», εισάγει στο παιχνίδι, ευκρινέστερα από ότι τα αλλά δυο, το Υπερεγώ, που σημαίνει οδυνηρότερο εγκλεισμό από εκείνον των έξωθεν επιβαλλόμενων απαιτήσεων και απαγορεύσεων. Ο ήρωας της ιστορίας είναι ένας επιστήμονας, τύπος και υπογραμμός. Κυρίως αποφεύγει τα σκοτεινά μέρη, που συνιστούν σημειολογική παραπομπή στις σκοτεινές πράξεις. Ακριβώς, όπως, μετά υπομονής και επιμονής, τον έφτιαξε η μητέρα του. Το φανταστικό τέλος, που δίνεται στη ρεαλιστική υπόθεση του διηγήματος, μπορεί να εκληφθεί σαν φαντασίωση πετάγματος του δέσμιου Δαίδαλου, όπου το τσάκισμά του δηλώνει το αδύνατο της αποδέσμευσης.
Πέραν αυτής της παράταιρης, πιθανότατα και απρόσεκτης, ανάγνωσης, σημειώνουμε, ότι ο ήρωας του τρίτου διηγήματος ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στα Κύθηρα, άλλοτε ποτέ τόπο εκτοπισμού των ιδεολογικά ανεπιθύμητων. Σε εκείνο το νησί γράφτηκε το «Λειμωνάριο», όχι του Ιωάννου Μόσχου του Ευκρατά, αλλά του Γιώργη Γιατρομανωλάκη του Κρητός, δεκατρείς αιώνες μεταγενέστερου του βυζαντινού θεολόγου, από το οποίο σαφώς προοιωνιζόταν το ιδιαίτερο της περίπτωσής του.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 31/3/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου