Τα τελευταία χρόνια οι εκδόσεις «Πόλις» λειτουργούν και ως φυτώριο πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων. Μάλιστα, φυτώριο με την εννοιολογική σημασία που είχε κάποτε αυτή η λέξη, όταν την χρησιμοποιούσαν ως χαρακτηρισμό λογοτεχνικών περιοδικών. Κι αυτό, γιατί οι εν λόγω εκδόσεις δεν φιλοξενούν μόνο το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα, που είναι συνήθως μια συλλογή διηγημάτων, αλλά συνιστούν και το χώρο της πρώτης εμφάνισής του, δεδομένου ότι δεν υπάρχει, κατά κανόνα, κάποια προηγούμενη δημοσίευση σε περιοδικό. Με άλλα λόγια, σε αυτήν την περίπτωση, ο εκδότης επιτελεί έργο αντίστοιχο με εκείνο του αλλοτινού διευθυντή λογοτεχνικού περιοδικού. Στην περίπτωση, μάλιστα, του συγκεκριμένου εκδότη, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, με τα ίδια ποιοτικά και όχι εμπορικά κριτήρια. Κι αυτός οσμίζεται τον ταλαντούχο ή, έστω, τον υποσχόμενο εν μέσω των επίδοξων συγγραφέων. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, στο διάστημα μιας περίπου δεκαετίας, θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν σφάλλει στην κρίση του. Βεβαίως, το αποτέλεσμα, που συνίσταται στην υποδοχή του βιβλίου, την κριτική αντιμετώπιση και τις βραβεύσεις, επηρεάζεται από το όνομα, που έχει αποκτήσει στο ενδιάμεσο ο εκδοτικός οίκος. Αυτό αποτελεί κάτι σαν εγγύηση και λειτουργεί καθοριστικά, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση προβολής, που αντιστοιχεί και στην προτεραιότητα που δίνεται στα βιβλία ενός εκδοτικού οίκου. Ακόμη και μόνο αυτό, αν δεχτούμε ότι ο εκδότης δεν επηρεάζει την περαιτέρω πορεία τους, δεν είναι αμελητέος παράγων, όταν, για αρκετά βιβλία, δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στον Τύπο.
Παρατηρούμε ότι τα βιβλία της πεζογραφικής βιβλιοθήκης των εκδόσεων «Πόλις» παρουσιάζουν κάποια ομοιογένεια, χωρίς να λείπουν οι εξαιρέσεις. Είναι το στοιχείο που αποτελούσε παλαιότερα και χαρακτηριστικό του φυτωρίου ενός περιοδικού. Από μια άποψη, αναμενόμενο, αφού και στις δυο περιπτώσεις οι επιλογές ακολουθούν τα κριτήρια ενός προσώπου. Η υπόθεση των βιβλίων είναι σύγχρονη, επικεντρωμένη στο άτομο της μεταμοντέρνας κοινωνίας, με προτίμηση στα ακραία συμβάντα και τη βίαια συμπεριφορά. Η αφηγηματική οπτική εκφράζει τη στάση της προοδευτικής σήμερα διανόησης στα τρέχοντα φυλετικά προβλήματα και την αναθεωρητική ερμηνεία της Ιστορίας. Η γραφή δεν είναι εργαστηριακή. Δημιουργεί την αίσθηση του αυθόρμητου ξεσπάσματος, προσομοιάζοντας συχνά και σε καταγγελία όσων υφίσταται ο πιο αδύναμος μιας σχέσης ή και της οποιασδήποτε συνύπαρξης. Η γλώσσα προφορική συνταιριάζει με τον συχνά συναισθηματικά φορτισμένο αφηγητή. Παρά αυτήν την ομότροπη εικόνα, οι συγγραφείς καλύπτουν ένα σχετικά ευρύ ηλικιακό φάσμα, περίπου μιας εικοσαετίας, ξεκινώντας σχετικά μεγάλοι, γύρω στα 35. Ευρύ είναι και το επαγγελματικό άνοιγμα, παραμένοντας, ωστόσο, στην μεσοαστική τάξη και στους καλλιεργημένους, από δημοσιογράφους μέχρι ανθρώπους της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, αλλά και της οικονομίας. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγγραφικής ομάδας, σημειώνουμε την αριθμητική υπερτέρηση των γυναικών, καθώς και την απουσία συγγραφέων που να μαθήτευσαν σε σχολές δημιουργικής γραφής.
Παρατηρούμε ότι τα βιβλία της πεζογραφικής βιβλιοθήκης των εκδόσεων «Πόλις» παρουσιάζουν κάποια ομοιογένεια, χωρίς να λείπουν οι εξαιρέσεις. Είναι το στοιχείο που αποτελούσε παλαιότερα και χαρακτηριστικό του φυτωρίου ενός περιοδικού. Από μια άποψη, αναμενόμενο, αφού και στις δυο περιπτώσεις οι επιλογές ακολουθούν τα κριτήρια ενός προσώπου. Η υπόθεση των βιβλίων είναι σύγχρονη, επικεντρωμένη στο άτομο της μεταμοντέρνας κοινωνίας, με προτίμηση στα ακραία συμβάντα και τη βίαια συμπεριφορά. Η αφηγηματική οπτική εκφράζει τη στάση της προοδευτικής σήμερα διανόησης στα τρέχοντα φυλετικά προβλήματα και την αναθεωρητική ερμηνεία της Ιστορίας. Η γραφή δεν είναι εργαστηριακή. Δημιουργεί την αίσθηση του αυθόρμητου ξεσπάσματος, προσομοιάζοντας συχνά και σε καταγγελία όσων υφίσταται ο πιο αδύναμος μιας σχέσης ή και της οποιασδήποτε συνύπαρξης. Η γλώσσα προφορική συνταιριάζει με τον συχνά συναισθηματικά φορτισμένο αφηγητή. Παρά αυτήν την ομότροπη εικόνα, οι συγγραφείς καλύπτουν ένα σχετικά ευρύ ηλικιακό φάσμα, περίπου μιας εικοσαετίας, ξεκινώντας σχετικά μεγάλοι, γύρω στα 35. Ευρύ είναι και το επαγγελματικό άνοιγμα, παραμένοντας, ωστόσο, στην μεσοαστική τάξη και στους καλλιεργημένους, από δημοσιογράφους μέχρι ανθρώπους της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, αλλά και της οικονομίας. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγγραφικής ομάδας, σημειώνουμε την αριθμητική υπερτέρηση των γυναικών, καθώς και την απουσία συγγραφέων που να μαθήτευσαν σε σχολές δημιουργικής γραφής.
Μακρύς πρόλογος, καθώς η πρώτη πρωτοεμφανιζόμενη του 2013 από τις εν λόγω εκδόσεις, Ελισάβετ Χρονοπούλου, δείχνει να αποτελεί μια αντιπροσωπευτική περίπτωση. Έρχεται από το χώρο του κινηματογράφου, όπως και η Βασιλική Ηλιοπούλου, όντας κι αυτή σκηνοθέτις. Παρουσιάζεται με συλλογή διηγημάτων, όλα σε πρώτη δημοσίευση. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας της αφήγησης αποδόθηκε παραστατικά από την ίδια τη συγγραφέα, σε συνέντευξή της, με τη διατύπωση ότι κάποιες ιστορίες της “βγήκαν σαν εμετός”. Συνολικά οκτώ ιστορίες, με την αφήγηση σταθερά σε πρώτο πρόσωπο. Στη θέση του αφηγητή, έξι άνδρες και μια γυναίκα, που είναι και οι κεντρικοί ήρωες των αντίστοιχων ιστοριών. Μόνο μια την αφηγείται πρόσωπο, που μένει εκτός δράσης και επέχει ρόλο παρατηρητή. Οι διαφορετικές συντεταγμένες τους, φύλο-ηλικία-επάγγελμα, δεν επηρεάζουν το λεκτικό τους. Παραμένει σχεδόν αδιαφοροποίητο. Διαθέτει, πάντως, τη ζωντάνια της σήμερα καθομιλουμένης. Στην περίπτωση έφηβων αφηγητών, πληθαίνουν οι ελευθεριάζουσες εκφράσεις και οι συνήθεις κωδικές λέξεις, που επικρατούν στην επικοινωνία των νέων.
Όσο για την προοδευτική οπτική της αφήγησης, αυτή φαίνεται σε κάποια διηγήματα να δοκιμάζει τα όρια της αληθοφάνειας ή, μάλλον ακριβέστερα, περιορίζει τις πραγματικές καταστάσεις, που επιζητά να περιγράψει, στον μικρόκοσμο μιας αριθμητικά μικρής κοινωνικής ομάδας. Παρόλο που η συγγραφέας διατείνεται ότι “παθαίνει ασφυξία με το πολιτικώς ορθό”, η ίδια προβάλλει στις μυθοπλασίες της ένα προωθημένο πολιτικώς ορθό, που εκφράζει τη μεταμοντέρνα πρωτοπορία. Παράδειγμα, το διήγημα, με τίτλο, «Το μοτόρι», όπου το κύριο πρόσωπο είναι ένας Αλβανός έφηβος. Ενώ, ως αφηγητής αναλαμβάνει ο Έλληνας συμμαθητής και καρδιακός φίλος του στο δημοτικό, που έγινε αφορμή να διωχθεί εκείνος από το σχολείο, καίτοι “γαμάτος σε όλα του”. Ο ενδιάθετος μονόλογος φανερώνει τις ενοχές του, επειδή στάθηκε δειλός και δεν ξεδιάλυνε από την αρχή στο δάσκαλο ότι αυτός είχε στήσει την κλοπή, για την οποία κατηγορήθηκε ο Αλβανός, “σαν πλάκα για να γελάσουν”. Ενοχές που έρχονται εκ των υστέρων, καθώς οξύνονται από τη στάση του παλαιού φίλου του. Παρόλο που δεν μιλιούνται, εκείνος αποδεικνύεται υπεράνω, εξακολουθώντας να τον προστατεύει από τις μαφιόζικες παρέες των συμπατριωτών του, που τρομοκρατούν τη γειτονιά του Γκύζη. Και η μητέρα του αφηγητή, όχι μόνο εγκρίνει τη φιλία του γιου της με τον Αλβανό, αλλά, με κάθε τρόπο, την ευνοεί. Μετά χαράς, τον κοιμίζει τα σαββατόβραδα στο σπίτι της και τον υποστηρίζει ακόμη και όταν τον κατηγορούν για κλοπή.
Μπορεί το συγκεκριμένο διήγημα να είναι εμπνευσμένο από την προσωπική εμπειρία της Χρονοπούλου, όπως εξομολογείται, αλλά μάλλον δεν αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι η λογοτεχνία δεν δικαιούται να ηρωοποιεί τον Αλβανό ή και τον οιονδήποτε που ανήκει σε φυλετική ή άλλη μειοψηφία, με στόχο να ανοίξει το δρόμο προς την εξάλειψη των ρατσιστικών προκαταλήψεων. Σε αυτό το πνεύμα, άλλωστε, κινείτο και η άλλοτε ποτέ περιώνυμη σχολή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, μόνο που δεν είχε και τα καλύτερα αποτελέσματα. Σε αντίστιξη, θυμίζουμε το διήγημα, «Σαββατιάτικες δουλειές», της Ηλιοπούλου, που σκιαγραφεί τη δύσκολη συνύπαρξη με τον ξένο και ειδικότερα, με τον Αλβανό. Εκείνη, όμως, ανήκει σε μια ηλικιακά λίγο μεγαλύτερη ομάδα πεζογράφων, όπως και κινηματογραφιστών, ανεξάρτητα από το χρόνο που πρωτοπαρουσιάστηκε.
Αυτή η διαφορά φαίνεται και σε άλλες θεματικές ζώνες, που, τα τελευταία χρόνια, αναθεωρούνται και αποτυπώνονται αφηγηματικά μέσα από σημερινές οπτικές. Ενδεικτικό παράδειγμα, ο Εμφύλιος, που αποτελεί το φόντο στο προηγούμενο μυθιστόρημα της Ηλιοπούλου, το «Σμιθ», το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2010. Σε αντίθεση, η Χρονοπούλου, στο ένα διήγημα, που επικεντρώνεται στον Εμφύλιο, το «Αμαλία», επιλέγει τους υψηλούς τόνους. Προβάλλει σαν μια ιστορία ωμής βίας, που απεικονίζει τους κομουνιστές ως φρικαλέους σφαγείς. Μάλλον μένει ζητούμενο το πόσο εποικοδομητική αποβαίνει αυτή η ακραία πρόσληψη της αναθεώρησης της Ιστορίας του Εμφυλίου, προς επίτευξη της επιδιωκόμενης αποκάθαρσης από το πρότυπο του καλού αντάρτη. Έχουμε, πάντως, την εντύπωση, ότι, τοποθετώντας η συγγραφέας την ιστορία σε συγκεκριμένο τόπο της Πελοποννήσου, το Σκοτάνι Καλαβρύτων, η αφήγησή της αποκτά το βάρος μαρτυρίας, παρόλο που αποκρύβονται τα πραγματικά ονόματα. Κατά τα άλλα, θα χαρακτηρίζαμε αδόκιμο τον τρόπο που ξεκινάει η ιστορία με επιστολή προς την κόρη του καταδότη μπακάλη του χωριού, την οποία στέλνει νεαρός, υποτίθεται και ψυχοπονιάρης, αντάρτης, που στάθηκε μάρτυρας στη σφαγή της μάνας της από τον καπετάνιό του.
Άλλα ευαίσθητα θέματα, που πολιορκεί μυθοπλαστικά η Χρονοπούλου, είναι ο βιασμός, η βάναυση συμπεριφορά στη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, η ομοφυλοφιλία με έφηβο σύντροφο, οι νεαροί ναρκομανείς αλλά και οι ‘‘καθυστερημένοι’’ ως απόκληροι της κοινωνίας. Παρόμοια θέματα έχουν δώσει τροφή σε μια νέα ομάδα κινηματογραφιστών, στην οποία ανήκει και η ίδια, βρίσκοντας ευρωπαϊκή απήχηση. Η εκτενέστερη ιστορία, από την οποία αντλείται ο πρωτότυπος τίτλος της συλλογής, δείχνει σαν έτοιμη για τη μεταμόρφωσή της σε ταινία. Θεματικά πρόσφορη, έτσι όπως περιπλέκει τις διάστροφες προτιμήσεις του θύτη ενός άγριου ξυλοδαρμού, και μορφικά προσφυώς σχεδιασμένη, με την εκ των έσω αφήγηση να ξεδιπλώνεται εκ των υστέρων, πίσω από της φυλακής τα σίδερα, ενσωματώνοντας στιχομυθίες και περιγραφές των σκηνών δράσης. Πιθανώς, και μια δεύτερη ιστορία να προσφερόταν. Αυτή μπορεί και να έδειχνε πιο συναρπαστική σε κινηματογραφική εκδοχή παρά στην πεζογραφική. Στρέφεται γύρω από τον βιασμό νεαράς τουρίστριας από ηλικιωμένο νησιώτη, θέμα που παραμένει εσαεί επίκαιρο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Έχει την ίδια μορφή με την προηγούμενη. Μόνο που σε αυτήν, δεν απασχολεί η ψυχολογία του θύτη αλλά το ηθικό δίλημμα του γιου του δράστη, που προβάλλει ως πιο επίμαχο σε μια κοινωνία με παραδοσιακά κατάλοιπα. Να καταθέσει όσα παρακολούθησε εκ του μακρόθεν ή να τα αρνηθεί; Ποιό ήταν “το σωστό”;
Σαν γενικότερη εντύπωση, οι ιστορίες της Χρονοπούλου υστερούν στους αφηγηματικούς τρόπους για το ξεκίνημα της αφήγησης, ενώ οι καλύτερες σελίδες τους είναι εκείνες που περιγράφουν ακραίες σκηνές ψυχολογικών κρίσεων. Τρεις ιστορίες, οι δυο που προτάσσονται και η καταληκτική, με λιγότερο επίμαχα θέματα και μικρότερες διακυμάνσεις στην ψυχική κατάσταση του αφηγητή, αντανακλούν τις δεξιότητες της συγγραφέως. Στην πρώτη, παρακολουθούμε το πώς οι ενδόμυχες σκέψεις του αφηγητή παίρνουν συγκεκριμένη μορφή, μέσα από τη συζήτηση με στενό φίλο του, που μπορεί να είναι και ερωτικός σύντροφος. Αποτυπώνονται η αμφίθυμη διάθεση κάποιου, που νιώθει αποτυχημένος, απέναντι σε έναν άλλοτε ποτέ φίλο του που έκανε καριέρα, ο δισταγμός να προστρέξει σε εκείνον για βοήθεια και το πόσο τονώνει το ηθικό ένας φιλοφρονητικός λόγος. Στο δεύτερο διήγημα, με μια μόνο σκηνή, δίνεται η αναστάτωση, που μπορεί να προξενήσει η παρουσία ενός διανοητικά πάσχοντα, όταν εισχωρεί απροειδοποίητα σε έναν κοινωνικό μικρόκοσμο. Εδώ, σκιαγραφείται ο τρόμος, που προκαλεί το διαφορετικό παρά την πρόδηλη αδυναμία του. Όσο για το τελευταίο διήγημα, με τίτλο «Σήμερα πέθανες», διαθέτει την μεγάλη αρετή ενός διηγήματος. Παραμένει υπαινικτικό, κερδίζοντας όσα χάνουν κάποιες άλλες ιστορίες του βιβλίου, οι οποίες υιοθετούν τις ωμές και αναπτυγμένες σε μάκρος περιγραφές.
Όσο για την προοδευτική οπτική της αφήγησης, αυτή φαίνεται σε κάποια διηγήματα να δοκιμάζει τα όρια της αληθοφάνειας ή, μάλλον ακριβέστερα, περιορίζει τις πραγματικές καταστάσεις, που επιζητά να περιγράψει, στον μικρόκοσμο μιας αριθμητικά μικρής κοινωνικής ομάδας. Παρόλο που η συγγραφέας διατείνεται ότι “παθαίνει ασφυξία με το πολιτικώς ορθό”, η ίδια προβάλλει στις μυθοπλασίες της ένα προωθημένο πολιτικώς ορθό, που εκφράζει τη μεταμοντέρνα πρωτοπορία. Παράδειγμα, το διήγημα, με τίτλο, «Το μοτόρι», όπου το κύριο πρόσωπο είναι ένας Αλβανός έφηβος. Ενώ, ως αφηγητής αναλαμβάνει ο Έλληνας συμμαθητής και καρδιακός φίλος του στο δημοτικό, που έγινε αφορμή να διωχθεί εκείνος από το σχολείο, καίτοι “γαμάτος σε όλα του”. Ο ενδιάθετος μονόλογος φανερώνει τις ενοχές του, επειδή στάθηκε δειλός και δεν ξεδιάλυνε από την αρχή στο δάσκαλο ότι αυτός είχε στήσει την κλοπή, για την οποία κατηγορήθηκε ο Αλβανός, “σαν πλάκα για να γελάσουν”. Ενοχές που έρχονται εκ των υστέρων, καθώς οξύνονται από τη στάση του παλαιού φίλου του. Παρόλο που δεν μιλιούνται, εκείνος αποδεικνύεται υπεράνω, εξακολουθώντας να τον προστατεύει από τις μαφιόζικες παρέες των συμπατριωτών του, που τρομοκρατούν τη γειτονιά του Γκύζη. Και η μητέρα του αφηγητή, όχι μόνο εγκρίνει τη φιλία του γιου της με τον Αλβανό, αλλά, με κάθε τρόπο, την ευνοεί. Μετά χαράς, τον κοιμίζει τα σαββατόβραδα στο σπίτι της και τον υποστηρίζει ακόμη και όταν τον κατηγορούν για κλοπή.
Μπορεί το συγκεκριμένο διήγημα να είναι εμπνευσμένο από την προσωπική εμπειρία της Χρονοπούλου, όπως εξομολογείται, αλλά μάλλον δεν αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι η λογοτεχνία δεν δικαιούται να ηρωοποιεί τον Αλβανό ή και τον οιονδήποτε που ανήκει σε φυλετική ή άλλη μειοψηφία, με στόχο να ανοίξει το δρόμο προς την εξάλειψη των ρατσιστικών προκαταλήψεων. Σε αυτό το πνεύμα, άλλωστε, κινείτο και η άλλοτε ποτέ περιώνυμη σχολή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, μόνο που δεν είχε και τα καλύτερα αποτελέσματα. Σε αντίστιξη, θυμίζουμε το διήγημα, «Σαββατιάτικες δουλειές», της Ηλιοπούλου, που σκιαγραφεί τη δύσκολη συνύπαρξη με τον ξένο και ειδικότερα, με τον Αλβανό. Εκείνη, όμως, ανήκει σε μια ηλικιακά λίγο μεγαλύτερη ομάδα πεζογράφων, όπως και κινηματογραφιστών, ανεξάρτητα από το χρόνο που πρωτοπαρουσιάστηκε.
Αυτή η διαφορά φαίνεται και σε άλλες θεματικές ζώνες, που, τα τελευταία χρόνια, αναθεωρούνται και αποτυπώνονται αφηγηματικά μέσα από σημερινές οπτικές. Ενδεικτικό παράδειγμα, ο Εμφύλιος, που αποτελεί το φόντο στο προηγούμενο μυθιστόρημα της Ηλιοπούλου, το «Σμιθ», το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2010. Σε αντίθεση, η Χρονοπούλου, στο ένα διήγημα, που επικεντρώνεται στον Εμφύλιο, το «Αμαλία», επιλέγει τους υψηλούς τόνους. Προβάλλει σαν μια ιστορία ωμής βίας, που απεικονίζει τους κομουνιστές ως φρικαλέους σφαγείς. Μάλλον μένει ζητούμενο το πόσο εποικοδομητική αποβαίνει αυτή η ακραία πρόσληψη της αναθεώρησης της Ιστορίας του Εμφυλίου, προς επίτευξη της επιδιωκόμενης αποκάθαρσης από το πρότυπο του καλού αντάρτη. Έχουμε, πάντως, την εντύπωση, ότι, τοποθετώντας η συγγραφέας την ιστορία σε συγκεκριμένο τόπο της Πελοποννήσου, το Σκοτάνι Καλαβρύτων, η αφήγησή της αποκτά το βάρος μαρτυρίας, παρόλο που αποκρύβονται τα πραγματικά ονόματα. Κατά τα άλλα, θα χαρακτηρίζαμε αδόκιμο τον τρόπο που ξεκινάει η ιστορία με επιστολή προς την κόρη του καταδότη μπακάλη του χωριού, την οποία στέλνει νεαρός, υποτίθεται και ψυχοπονιάρης, αντάρτης, που στάθηκε μάρτυρας στη σφαγή της μάνας της από τον καπετάνιό του.
Άλλα ευαίσθητα θέματα, που πολιορκεί μυθοπλαστικά η Χρονοπούλου, είναι ο βιασμός, η βάναυση συμπεριφορά στη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, η ομοφυλοφιλία με έφηβο σύντροφο, οι νεαροί ναρκομανείς αλλά και οι ‘‘καθυστερημένοι’’ ως απόκληροι της κοινωνίας. Παρόμοια θέματα έχουν δώσει τροφή σε μια νέα ομάδα κινηματογραφιστών, στην οποία ανήκει και η ίδια, βρίσκοντας ευρωπαϊκή απήχηση. Η εκτενέστερη ιστορία, από την οποία αντλείται ο πρωτότυπος τίτλος της συλλογής, δείχνει σαν έτοιμη για τη μεταμόρφωσή της σε ταινία. Θεματικά πρόσφορη, έτσι όπως περιπλέκει τις διάστροφες προτιμήσεις του θύτη ενός άγριου ξυλοδαρμού, και μορφικά προσφυώς σχεδιασμένη, με την εκ των έσω αφήγηση να ξεδιπλώνεται εκ των υστέρων, πίσω από της φυλακής τα σίδερα, ενσωματώνοντας στιχομυθίες και περιγραφές των σκηνών δράσης. Πιθανώς, και μια δεύτερη ιστορία να προσφερόταν. Αυτή μπορεί και να έδειχνε πιο συναρπαστική σε κινηματογραφική εκδοχή παρά στην πεζογραφική. Στρέφεται γύρω από τον βιασμό νεαράς τουρίστριας από ηλικιωμένο νησιώτη, θέμα που παραμένει εσαεί επίκαιρο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Έχει την ίδια μορφή με την προηγούμενη. Μόνο που σε αυτήν, δεν απασχολεί η ψυχολογία του θύτη αλλά το ηθικό δίλημμα του γιου του δράστη, που προβάλλει ως πιο επίμαχο σε μια κοινωνία με παραδοσιακά κατάλοιπα. Να καταθέσει όσα παρακολούθησε εκ του μακρόθεν ή να τα αρνηθεί; Ποιό ήταν “το σωστό”;
Σαν γενικότερη εντύπωση, οι ιστορίες της Χρονοπούλου υστερούν στους αφηγηματικούς τρόπους για το ξεκίνημα της αφήγησης, ενώ οι καλύτερες σελίδες τους είναι εκείνες που περιγράφουν ακραίες σκηνές ψυχολογικών κρίσεων. Τρεις ιστορίες, οι δυο που προτάσσονται και η καταληκτική, με λιγότερο επίμαχα θέματα και μικρότερες διακυμάνσεις στην ψυχική κατάσταση του αφηγητή, αντανακλούν τις δεξιότητες της συγγραφέως. Στην πρώτη, παρακολουθούμε το πώς οι ενδόμυχες σκέψεις του αφηγητή παίρνουν συγκεκριμένη μορφή, μέσα από τη συζήτηση με στενό φίλο του, που μπορεί να είναι και ερωτικός σύντροφος. Αποτυπώνονται η αμφίθυμη διάθεση κάποιου, που νιώθει αποτυχημένος, απέναντι σε έναν άλλοτε ποτέ φίλο του που έκανε καριέρα, ο δισταγμός να προστρέξει σε εκείνον για βοήθεια και το πόσο τονώνει το ηθικό ένας φιλοφρονητικός λόγος. Στο δεύτερο διήγημα, με μια μόνο σκηνή, δίνεται η αναστάτωση, που μπορεί να προξενήσει η παρουσία ενός διανοητικά πάσχοντα, όταν εισχωρεί απροειδοποίητα σε έναν κοινωνικό μικρόκοσμο. Εδώ, σκιαγραφείται ο τρόμος, που προκαλεί το διαφορετικό παρά την πρόδηλη αδυναμία του. Όσο για το τελευταίο διήγημα, με τίτλο «Σήμερα πέθανες», διαθέτει την μεγάλη αρετή ενός διηγήματος. Παραμένει υπαινικτικό, κερδίζοντας όσα χάνουν κάποιες άλλες ιστορίες του βιβλίου, οι οποίες υιοθετούν τις ωμές και αναπτυγμένες σε μάκρος περιγραφές.
Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια, από τότε που κάναμε λόγο συγκεντρωτικά για τους πεζογράφους συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου. Τότε, επρόκειτο για τις εκδόσεις «Νεφέλη» και τον Γιάννη Δουβίτσα, που εξέδιδε συλλογές διηγημάτων, αδιαφορώντας για την αγοραστική τους απήχηση. Εκτός από τον αιφνίδιο θάνατο του εκδότη, το γεγονός ότι δεν απόμεινε κάτι από αυτήν την εκδοτική προσπάθεια χρεώνεται και στους συγγραφείς, που έσπευσαν σε μεταστέγαση και επανεκδόσεις. Ωστόσο, αν ο εκδότης είχε δημιουργήσει αυτόνομη βιβλιοθήκη, όπως συνηθίζουν να κάνουν εκδότες της αλλοδαπής, θα έμενε, κόντρα στους όποιους αστάθμητους παράγοντες, ένα στέρεο κατάλοιπο από εκείνο το συγγραφικό τοπίο. Αυτή η διαπίστωση ισχύει και σήμερα. Ενισχύεται, μάλιστα, από την κινητικότητα που επιδεικνύουν οι συγγραφείς. Εν καιρώ σοβούσης κρίσης, όταν όλα επιβραδύνονται, όταν δεν ακινητοποιούνται, αυτοί δραστηριοποιούνται. Παρεμπιπτόντως, μένουμε με την απορία γιατί ένας συγγραφέας, που έχει τύχει ιδιαίτερης φροντίδας από τον εκδότη του, τον εγκαταλείπει. Αναφερόμαστε, προφανώς, σε δόκιμους συγγραφείς και παραλείπουμε τα τυχόν οικονομικά κίνητρα, που υποθέτουμε ότι δεν στέκονται καθοριστικά σε βιβλία μικρού τιράζ. Λ.χ., γιατί η Ηλιοπούλου εκδίδει το καινούριο βιβλίο της στις εκδόσεις «Πατάκη» και κατά αντίθετη φορά, ο Χρήστος Αστερίου εγκαταλείπει τις εκδόσεις «Πατάκη» για τις εκδόσεις «Πόλις»; Συνοψίζοντας, αν ήμασταν στη θέση του Νίκου Γκιώνη θα καταρτίζαμε σειρά νεότερης ελληνικής πεζογραφίας με αναγνωρίσιμη τυποτεχνικά φυσιογνωμία.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/5/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου