Γελοιογραφία από εποχή δόξας της Μακρονήσου.
Δημήτρης Φύσσας
«Η Νιλουφέρ στα χρόνια
της κρίσης»
Εκδόσεις Εστίας
Φεβρουάριος 2015
Σύμφωνα με το σύντομο κείμενο στο οπισθόφυλλο, “αν τελικά ένα μέρος της σύγχρονης συγγραφικής παραγωγής θεωρηθεί στο μέλλον λογοτεχνία της κρίσης, τότε το πρόσφατο”, πέμπτο εντός μιας δεκαετίας μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα, “θα διεκδικήσει τη θέση του σ’ αυτήν”. Προς το παρόν, θα μπορούσε να διεκδικήσει θέση στη λογοτεχνία της Μακρονήσου. Παρότι η Μακρόνησος, ως τόπος εξορίας, αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της μεταπολεμικής Ιστορίας, από όσο γνωρίζουμε, δεν έχει καταρτιστεί βιβλιογραφία χρονικών και λογοτεχνικών βιβλίων γύρω από αυτήν. Όσο αφορά, πάντως, χρονικά και μαρτυρίες, μάλλον πλεονάζουν. Για τα καθ’ αυτά λογοτεχνικά, αυτό εξαρτάται από το πόσο ψηλά βάζει κάποιος τον πήχυ. Στη δεύτερη Διημερίδα για τη Μακρόνησο, Μάρ. 1998, ο Αλέξ. Αργυρίου, που είχε αναλάβει να μιλήσει για “την πεζογραφία της Μακρονήσου ή περί αυτής”, πρόβαλε εισαγωγικά τις υψηλές του απαιτήσεις, με τη φράση, “αν και όσο τυχόν υπάρχει”. Έκανε, μάλιστα, διάκριση μεταξύ “λογοτεχνικών βιβλίων και όσων τα υποδύονται”. Μία παρόμοια διάκριση μάλλον θα αποβεί αναγκαία και στην περίπτωση που όσα μυθοπλαστικά βιβλία έχουν ως κυρίως θέμα την κρίση ή και αναφέρονται σε αυτήν, περισσότερο ή λιγότερο επιδερμικά, αυτονομηθούν σε ιδιαίτερη κατηγορία, όπως έχει γίνει με άλλες κρίσιμες περιόδους, λ.χ., εκείνη της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Ακριβέστερα, το μυθιστόρημα του Φύσσα διεκδικεί θέση στο σύνολο της τομής των δυο συνόλων που αναφέραμε, των μυθιστορημάτων της κρίσης και εκείνων της Μακρονήσου. Δηλαδή, σε ένα σύνολο, που παρέμενε κενό, μέχρι τον Φεβ. του 2015, που αυτό κυκλοφόρησε. Γιατί όσοι συνέθεσαν μυθιστορήματα τοποθετημένα μέσα στην πενταετία της κρίσης, επικεντρώθηκαν στα δεινά των ηρώων τους, με αναδρομές στον προηγούμενο, σχετικά τουλάχιστον, άνετο βίο τους. Ο Φύσσας είναι ο πρώτος, που δίνει ιστορικό βάθος, και μάλιστα, όχι μίας 70ετίας, που, για τους πολλούς, θα σηματοδοτούσε η αναφορά στη Μακρόνησο, αλλά ενός αιώνα. Καθόσον ιστορημένος, τοποθετεί τις απαρχές της ιστορίας του στη διάρκεια του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, όταν η Μακρόνησος, μέχρι τότε βοσκότοπος, “χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο Τούρκων αιχμαλώτων”, σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. Λακωνική η αναφορά, όπως και εκείνη της μεσοπολεμικής Εγκυκλοπαίδειας του Δρανδάκη, της οποίας τη συντομία ο αφηγητής του μυθιστορήματος δικαιολογεί, σχολιάζοντας πως “οι Τούρκοι αιχμάλωτοι του ’12- ’13 δεν ενδιαφέρανε και πολύ τους Έλληνες αναγνώστες είκοσι χρόνια μετά”. Όπως φαίνεται, όμως, από την μεταγενέστερη Εγκυκλοπαίδεια, ούτε και τους κατοπινούς ενδιαφέρουν. Μάλλον ακριβέστερα, οι εκάστοτε συντάκτες δεν ενδιαφέρονταν ή και δεν επιθυμούσαν την προβολή τους.
Πολιτικός επιστήμονας ο συγγραφέας, κατά τις αναφερόμενες σπουδές του βιογραφικού στο “αυτάκι” του βιβλίου, με την αντιπαράθεση που κάνει της σχέσης Ελλάδας-Τουρκίας, τότε και σήμερα, όχι σε διακρατικό επίπεδο αλλά όσο αφορά τις επαφές των δυο λαών, σχολιάζει έμμεσα την αλλαγή στις θέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, που κατέληξε σε σχέση οικονομικά προνομιούχου και μειονεκτούντα. Από αυτήν την άποψη, χάρις και στη λανθάνουσα αισθηματική αύρα, που περιβάλλει τον αφηγητή και την συνταξιδιώτισσά του σε οργανωμένη εκδρομή στη Μακρόνησο, την Νιλουφέρ του τίτλου, το μυθιστόρημα παίρνει θέση στην εκκολαπτόμενη λογοτεχνία της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπου τοποθετείται και το προπέρσινο μυθιστόρημα της Ισμήνης Καρυωτάκη, «Απόπειρα συνάντησης».
Κατά τα άλλα, στη συζήτησή τους για τα δεινά των Τούρκων αιχμαλώτων, της δηλώνει ότι “δεν έχει καθόλου σκοπό να υπερασπιστεί τους Έλληνες του 1912”. Αντιθέτως, συγκεντρώνει και της παρουσιάζει μαρτυρίες για τους “χιλιάδες Τούρκους αιχμαλώτους που πέθαναν από την πείνα, τη δίψα και τις αρρώστιες.” “Μια απέραντη σειρά από τάφους Τούρκων και Βουλγάρων αιχμαλώτων”. Κατά μία διαφορετική μυθοπλαστική εκδοχή, θα μπορούσε να της σκιαγραφήσει την ολέθρια οικονομική κατάσταση της Ελλάδας των Βαλκανικών Πολέμων και μετά, να της εξιστορήσει τον αιματηρό αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Οθωμανούς. Την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα για παράδειγμα, όπου, στις 28 Νοε. 1912, σκοτώθηκε ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Πιθανόν, η Νιλουφέρ, δημοσιογράφος μεν, αλλά με διδακτορικό στις Διεθνείς Σχέσεις, δώδεκα χρόνια εγκαταστημένη στην Αθήνα, ως ανταποκρίτρια τουρκικών εντύπων, να τον είχε ακουστά ή και να είχε διαβάσει τα σονέτα του, λ.χ., στην αγγλική.
Ακόμη, να της διηγηθεί την τελευταία, νικηφόρα για τους Έλληνες, μάχη της 20ης Φεβ. 1913, όπου σκοτώθηκαν κοντά 3 000 Τούρκοι, ενώ οι αιχμάλωτοι έφτασαν τους 10 000. Ανάμεσα σε αυτούς και ο προπάππος της, γεννημένος στη Δράμα, “στρατιώτης στα Γιάννενα, αιχμάλωτος στο Μακρονήσι”. Εικοσάρης τότε, άντεξε τις κακουχίες. Άλλωστε, μερικούς μόνο μήνες έμεινε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Όταν γύρισε στη Δράμα, “ήτανε ακόμη καλοκαίρι, πρόλαβε τα σταφύλια”. Έκανε οικογένεια, αλλά, με την ανταλλαγή των πληθυσμών το ’23, βρέθηκε στην Κιουτάχεια. “Οι Τούρκοι πήρανε τα χτήματα που άφησαν οι Ρωμιοί.” Καζάντισε και στα εβδομήντα του, έγραψε το τι πέρασε στη Μακρόνησο.
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος του Φύσσα υιοθετεί την τρέχουσα μετανεοτερική οπτική και στάση. Παρότι πρόκειται για έναν εξηντάρη φιλόλογο, δεν αρκείται στις θηριωδίες Τούρκων και Βουλγάρων, θέλει να δείξει και όσα έγιναν από την πλευρά των Ελλήνων. Μετανεοτερικής δομής θα χαρακτηριζόταν και η μυθοπλασία, την οποία ξεδιπλώνει ως αφηγητής. Συνολικά 18 κεφάλαια, όπου τα 12 αποτελούν κεφάλαια του μυθιστορήματος που ο ίδιος γράφει. Αυτά παρουσιάζονται, είτε ως αυτόνομες μαρτυρίες είτε ως σχεδιάσματα, τα οποία συνοδεύονται από σκέψεις και παρατηρήσεις κατά την εξεύρεση πηγών και τεκμηρίων. Αυτό το, κατά κάποιο τρόπο, εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα δικαιολογεί το φορτίο του πραγματολογικού υλικού. Τα υπόλοιπα κεφάλαια διασκεδάζουν τη μεγάλη, κατά μία εκτίμηση, έκταση πραγματολογικών στοιχείων γύρω από την Μακρόνησο, με τη συναισθηματική εμπλοκή Αφηγητή-Νιλουφέρ. Για πρώτη φορά στη ζωή του, φαίνεται να αναπτύσσει και αυτός μία “σχέση σχεσένια”, σύμφωνα με τον τίτλο του κεφαλαίου γύρω από τον ερωτικό βίο του. Ουσιαστικά, περιγράφει μια ζωή συναισθηματικά άδεια. Ακόμη ένας αφηγητής, όπως εκείνος στο διήγημα του Χρίστου Κυθρεώτη, «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί», που ικανοποιείται με ταινίες. Τσόντες αυτός, πορνοταινίες εκείνος. Διαφορετικές γενιές οι δυο συγγραφείς, όπως και οι αφηγητές τους, αλλά το παρόν των μυθοπλασιών τους συμπίπτει, τοποθετημένο στα σαραντάχρονα του Πολυτεχνείου.
Πρωτότυπη η υπόθεση του βιβλίου του Φύσσα. Ίσως, το μόνο κοινότοπο να είναι το όνομα της Τουρκάλας. Ελληνιστί νούφαρο ή και άνθος του λωτού, το έχουμε συναντήσει στο παιδικό μυθιστόρημα της Αλεξ. Μητσιάλη, «Με λένε Νιλουφέρ» (Πατάκης, 2010), και πάλι, στο πρόσφατο δραματικό τουρκικό σίριαλ «Διαμάντια και έρωτας». Ο Αφηγητής και η Νιλουφέρ, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, θέλουν να γράψουν ένα βιβλίο γύρω από την Μακρόνησο. Εκείνη παρακινήθηκε από τον προπάππο της και “το χαρτί που άφησε”. Εκείνος, από τα ευρήματα του κουμπάρου του, ερασιτέχνη δύτη, στο Νότιο Ευβοϊκό. Επρόκειτο για υπολείμματα δυο νεκρών, εκ πρώτης όψεως, μυστηριώδους προέλευσης. Έτσι ξεκίνησε η “λόξα” του, για να εξελιχθεί στα χρόνια της κρίσης σε μοναδικό του στήριγμα, μία “αχνή ελπίδα” κάτι να αλλάξει στο καθημερινό ζόρισμα. Σε αυτήν την σπονδυλωτή αφήγηση, ένα χαρακτηριστικό που την αντιδιαστέλλει από άλλες, παλαιότερες, είναι η ιδεολογική τοποθέτηση του αφηγητή. Πρώτο στους ανοιχτούς λογαριασμούς του με το παρελθόν δείχνει να έρχεται το ΚΚΕ. Ως επιμύθιο σε αλλοτινά και σημερινά πάθη, ο Αφηγητής προσθέτει: “Αχ, κόκκινη Ρόζα, ποιος θυμάται πως όριζες την ελευθερία, με μέτρο την έκφραση της διαφορετικής σκέψης;”
Το μυθιστόρημα του Αφηγητή, που έμεινε, λόγω κρίσης, ημιτελές, όπως διεκτραγωδείται στο τελευταίο κεφάλαιο, έχει τον τίτλο, «Ένα ΥΓ. Για το Μακρύ Νησί». Εύστοχος τίτλος, αφού, στα κεφάλαια του μυθιστορήματός του, συγκεντρώνει πρόσθετα στοιχεία, που συνήθως παραλείπονται, καθώς τα χρονικά της Μακρονήσου επικεντρώνονται στη δύσκολη ζωή των εξόριστων, κυρίως στα βασανιστήρια που επινοούσαν οι “αναμορφωτές” τους. Εκείνος αφιερώνει ένα από τα πρώτα κεφάλαια στον βίο και την πολιτεία “του αξιωματικού της Μακρονήσου Δημητρίου Ιωαννίδη” και ένα από τα τελευταία σε άλλους “εθνικούς διαφωτιστές”, λιγότερο επιφανείς στα μεταγενέστερα χρόνια. Επίσης, προβλέπει ένα σχετικά σύντομο κεφάλαιο για το μυθιστόρημα «Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά, που “εκθειάζεται” ως υψηλό πρότυπο. Στα περισσότερο εκτενή κεφάλαια, επιμένει στις περιβόητες “δηλώσεις αποκήρυξης του κομουνισμού”, παραθέτοντας το ιστορικό τους, τη χρήση τους και το συμβολικό για έναν κομουνιστή βάρος τους. Αποθησαυρίζει δηλώσεις δημοσιευμένες στο αθηναϊκό Τύπο και στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Αλήθεια» της Τρίπολης. Αυτές τις θέτει σε αντιπαράθεση με προφορικές μαρτυρίες κάποιων που άντεξαν, όσο χρόνο άντεξαν χωρίς να υπογράφουν το χαρτί της μετανοίας.
Σε ένα κεφάλαιο, όπου, στις μαρτυρίες εμπλέκονται και τα “εγκλήματα της ΟΠΛΑ” στα Δεκεμβριανά, του ξεφεύγει και ένας καλός λόγος για τους κομουνιστές. “Μάτια δεν βγάλανε”, κι ας το βεβαίωνε ο ιατροδικαστής στην αυτοψία και στη συνέχεια, το έγραφαν οι εφημερίδες και έτσι μάθαινε ο κόσμος για “τρομερές αγριότητες”. Σε δυο κεφάλαια, πλείστα όσα δεδομένα περί Μακρονήσου παρουσιάζονται δήθεν ατάκτως συρραμμένα, σαν περιδιάβασμα του συγκεντρωμένου υλικού από τον επίδοξο μυθιστοριογράφο. Είναι, ωστόσο, εμφανής η συνειρμική ροή, με την οποία ο αφηγητής-συγγραφέας αποπειράται να αποτυπώσει “την αγριότητα και το παράλογο της πραγματικότητας”. Αυτό που ο Φραγκιάς επέτυχε αφηγηματικά, εκείνος το προσπαθεί με ένα μετανεοτερικό κολλάζ τεκμηρίων. Στο ίδιο ύφος είναι γραμμένο και το καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου. “Και πτωχαλαζών και με καρηβαρίες”, κατά το τίτλο, ο Αφηγητής, εγκαταλείπει, λόγω παντελούς αδυναμίας να πληρώσει τα χρωστούμενα, το διαμέρισμά του, για να εγκατασταθεί “στο ακινητοποιημένο γκολφ” του, ενώ συνειδητοποιεί πως η κρίση τον “τελείωσε” τουλάχιστον ως συγγραφέα.
Κι όμως, υπάρχει μία αύρα χαρωπής διάθεσης. Άντεξε στον πειρασμό, αρνούμενος την πρόσκληση της Νιλουφέρ, που τα είχε καταφέρει και ήταν πλέον μυθιστοριογράφος, για ένα ταξίδι στην Ιστανμπούλ, που θα του άνοιγε πολλές προοπτικές. Έτσι διέσωσε την αξιοπρέπειά του. Και η αξιοπρέπεια γι’ αυτόν “τον ξεπεσμένο Έλληνα διανοούμενο”, όπως τον αποκαλεί σε συνέντευξή του ο Φύσσας, χωρίς να κρύβει πως πρόκειται για προσφιλές alter ego, είναι μεγάλο κεφάλαιο. Διαβάζοντας τα γκράφιτι στους τοίχους και τους τίτλους των εφημερίδων στα περίπτερα, ο Αφηγητής θυμάται ένα αγγλικό “χιτ” από τη δεκαετία του ’70 και την “αλήτικη” φοιτητική ζωή της παρέας των “συντρόφων”, που εξόργιζε τον “Γραμματέα της Σπουδάζουσας Αθήνας”. Το βιβλίο κλείνει με αυτούς τους στίχους, που ταιριάζουν και στα χρόνια της κρίσης: “My words but a whisper, your deafness a shout. / I may make you feel but I can’t make you think. /// you wise men don’t know how it feels to be thick as a brick.” Ίσως, “ο Γραμματέας της Σπουδάζουσας” να μην ενέκρινε το βιβλίο του Αφηγητή. Το βιβλίο όμως του Φύσσα μπορεί και να ερεθίσει το ενδιαφέρον κάποιων νεότερων για τον αναξιοποίητο σήμερα “βοσκότοπο” της Μακρονήσου.
«Η Νιλουφέρ στα χρόνια
της κρίσης»
Εκδόσεις Εστίας
Φεβρουάριος 2015
Σύμφωνα με το σύντομο κείμενο στο οπισθόφυλλο, “αν τελικά ένα μέρος της σύγχρονης συγγραφικής παραγωγής θεωρηθεί στο μέλλον λογοτεχνία της κρίσης, τότε το πρόσφατο”, πέμπτο εντός μιας δεκαετίας μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα, “θα διεκδικήσει τη θέση του σ’ αυτήν”. Προς το παρόν, θα μπορούσε να διεκδικήσει θέση στη λογοτεχνία της Μακρονήσου. Παρότι η Μακρόνησος, ως τόπος εξορίας, αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της μεταπολεμικής Ιστορίας, από όσο γνωρίζουμε, δεν έχει καταρτιστεί βιβλιογραφία χρονικών και λογοτεχνικών βιβλίων γύρω από αυτήν. Όσο αφορά, πάντως, χρονικά και μαρτυρίες, μάλλον πλεονάζουν. Για τα καθ’ αυτά λογοτεχνικά, αυτό εξαρτάται από το πόσο ψηλά βάζει κάποιος τον πήχυ. Στη δεύτερη Διημερίδα για τη Μακρόνησο, Μάρ. 1998, ο Αλέξ. Αργυρίου, που είχε αναλάβει να μιλήσει για “την πεζογραφία της Μακρονήσου ή περί αυτής”, πρόβαλε εισαγωγικά τις υψηλές του απαιτήσεις, με τη φράση, “αν και όσο τυχόν υπάρχει”. Έκανε, μάλιστα, διάκριση μεταξύ “λογοτεχνικών βιβλίων και όσων τα υποδύονται”. Μία παρόμοια διάκριση μάλλον θα αποβεί αναγκαία και στην περίπτωση που όσα μυθοπλαστικά βιβλία έχουν ως κυρίως θέμα την κρίση ή και αναφέρονται σε αυτήν, περισσότερο ή λιγότερο επιδερμικά, αυτονομηθούν σε ιδιαίτερη κατηγορία, όπως έχει γίνει με άλλες κρίσιμες περιόδους, λ.χ., εκείνη της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Ακριβέστερα, το μυθιστόρημα του Φύσσα διεκδικεί θέση στο σύνολο της τομής των δυο συνόλων που αναφέραμε, των μυθιστορημάτων της κρίσης και εκείνων της Μακρονήσου. Δηλαδή, σε ένα σύνολο, που παρέμενε κενό, μέχρι τον Φεβ. του 2015, που αυτό κυκλοφόρησε. Γιατί όσοι συνέθεσαν μυθιστορήματα τοποθετημένα μέσα στην πενταετία της κρίσης, επικεντρώθηκαν στα δεινά των ηρώων τους, με αναδρομές στον προηγούμενο, σχετικά τουλάχιστον, άνετο βίο τους. Ο Φύσσας είναι ο πρώτος, που δίνει ιστορικό βάθος, και μάλιστα, όχι μίας 70ετίας, που, για τους πολλούς, θα σηματοδοτούσε η αναφορά στη Μακρόνησο, αλλά ενός αιώνα. Καθόσον ιστορημένος, τοποθετεί τις απαρχές της ιστορίας του στη διάρκεια του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, όταν η Μακρόνησος, μέχρι τότε βοσκότοπος, “χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο Τούρκων αιχμαλώτων”, σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. Λακωνική η αναφορά, όπως και εκείνη της μεσοπολεμικής Εγκυκλοπαίδειας του Δρανδάκη, της οποίας τη συντομία ο αφηγητής του μυθιστορήματος δικαιολογεί, σχολιάζοντας πως “οι Τούρκοι αιχμάλωτοι του ’12- ’13 δεν ενδιαφέρανε και πολύ τους Έλληνες αναγνώστες είκοσι χρόνια μετά”. Όπως φαίνεται, όμως, από την μεταγενέστερη Εγκυκλοπαίδεια, ούτε και τους κατοπινούς ενδιαφέρουν. Μάλλον ακριβέστερα, οι εκάστοτε συντάκτες δεν ενδιαφέρονταν ή και δεν επιθυμούσαν την προβολή τους.
Πολιτικός επιστήμονας ο συγγραφέας, κατά τις αναφερόμενες σπουδές του βιογραφικού στο “αυτάκι” του βιβλίου, με την αντιπαράθεση που κάνει της σχέσης Ελλάδας-Τουρκίας, τότε και σήμερα, όχι σε διακρατικό επίπεδο αλλά όσο αφορά τις επαφές των δυο λαών, σχολιάζει έμμεσα την αλλαγή στις θέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, που κατέληξε σε σχέση οικονομικά προνομιούχου και μειονεκτούντα. Από αυτήν την άποψη, χάρις και στη λανθάνουσα αισθηματική αύρα, που περιβάλλει τον αφηγητή και την συνταξιδιώτισσά του σε οργανωμένη εκδρομή στη Μακρόνησο, την Νιλουφέρ του τίτλου, το μυθιστόρημα παίρνει θέση στην εκκολαπτόμενη λογοτεχνία της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπου τοποθετείται και το προπέρσινο μυθιστόρημα της Ισμήνης Καρυωτάκη, «Απόπειρα συνάντησης».
Κατά τα άλλα, στη συζήτησή τους για τα δεινά των Τούρκων αιχμαλώτων, της δηλώνει ότι “δεν έχει καθόλου σκοπό να υπερασπιστεί τους Έλληνες του 1912”. Αντιθέτως, συγκεντρώνει και της παρουσιάζει μαρτυρίες για τους “χιλιάδες Τούρκους αιχμαλώτους που πέθαναν από την πείνα, τη δίψα και τις αρρώστιες.” “Μια απέραντη σειρά από τάφους Τούρκων και Βουλγάρων αιχμαλώτων”. Κατά μία διαφορετική μυθοπλαστική εκδοχή, θα μπορούσε να της σκιαγραφήσει την ολέθρια οικονομική κατάσταση της Ελλάδας των Βαλκανικών Πολέμων και μετά, να της εξιστορήσει τον αιματηρό αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Οθωμανούς. Την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα για παράδειγμα, όπου, στις 28 Νοε. 1912, σκοτώθηκε ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Πιθανόν, η Νιλουφέρ, δημοσιογράφος μεν, αλλά με διδακτορικό στις Διεθνείς Σχέσεις, δώδεκα χρόνια εγκαταστημένη στην Αθήνα, ως ανταποκρίτρια τουρκικών εντύπων, να τον είχε ακουστά ή και να είχε διαβάσει τα σονέτα του, λ.χ., στην αγγλική.
Ακόμη, να της διηγηθεί την τελευταία, νικηφόρα για τους Έλληνες, μάχη της 20ης Φεβ. 1913, όπου σκοτώθηκαν κοντά 3 000 Τούρκοι, ενώ οι αιχμάλωτοι έφτασαν τους 10 000. Ανάμεσα σε αυτούς και ο προπάππος της, γεννημένος στη Δράμα, “στρατιώτης στα Γιάννενα, αιχμάλωτος στο Μακρονήσι”. Εικοσάρης τότε, άντεξε τις κακουχίες. Άλλωστε, μερικούς μόνο μήνες έμεινε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Όταν γύρισε στη Δράμα, “ήτανε ακόμη καλοκαίρι, πρόλαβε τα σταφύλια”. Έκανε οικογένεια, αλλά, με την ανταλλαγή των πληθυσμών το ’23, βρέθηκε στην Κιουτάχεια. “Οι Τούρκοι πήρανε τα χτήματα που άφησαν οι Ρωμιοί.” Καζάντισε και στα εβδομήντα του, έγραψε το τι πέρασε στη Μακρόνησο.
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος του Φύσσα υιοθετεί την τρέχουσα μετανεοτερική οπτική και στάση. Παρότι πρόκειται για έναν εξηντάρη φιλόλογο, δεν αρκείται στις θηριωδίες Τούρκων και Βουλγάρων, θέλει να δείξει και όσα έγιναν από την πλευρά των Ελλήνων. Μετανεοτερικής δομής θα χαρακτηριζόταν και η μυθοπλασία, την οποία ξεδιπλώνει ως αφηγητής. Συνολικά 18 κεφάλαια, όπου τα 12 αποτελούν κεφάλαια του μυθιστορήματος που ο ίδιος γράφει. Αυτά παρουσιάζονται, είτε ως αυτόνομες μαρτυρίες είτε ως σχεδιάσματα, τα οποία συνοδεύονται από σκέψεις και παρατηρήσεις κατά την εξεύρεση πηγών και τεκμηρίων. Αυτό το, κατά κάποιο τρόπο, εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα δικαιολογεί το φορτίο του πραγματολογικού υλικού. Τα υπόλοιπα κεφάλαια διασκεδάζουν τη μεγάλη, κατά μία εκτίμηση, έκταση πραγματολογικών στοιχείων γύρω από την Μακρόνησο, με τη συναισθηματική εμπλοκή Αφηγητή-Νιλουφέρ. Για πρώτη φορά στη ζωή του, φαίνεται να αναπτύσσει και αυτός μία “σχέση σχεσένια”, σύμφωνα με τον τίτλο του κεφαλαίου γύρω από τον ερωτικό βίο του. Ουσιαστικά, περιγράφει μια ζωή συναισθηματικά άδεια. Ακόμη ένας αφηγητής, όπως εκείνος στο διήγημα του Χρίστου Κυθρεώτη, «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί», που ικανοποιείται με ταινίες. Τσόντες αυτός, πορνοταινίες εκείνος. Διαφορετικές γενιές οι δυο συγγραφείς, όπως και οι αφηγητές τους, αλλά το παρόν των μυθοπλασιών τους συμπίπτει, τοποθετημένο στα σαραντάχρονα του Πολυτεχνείου.
Πρωτότυπη η υπόθεση του βιβλίου του Φύσσα. Ίσως, το μόνο κοινότοπο να είναι το όνομα της Τουρκάλας. Ελληνιστί νούφαρο ή και άνθος του λωτού, το έχουμε συναντήσει στο παιδικό μυθιστόρημα της Αλεξ. Μητσιάλη, «Με λένε Νιλουφέρ» (Πατάκης, 2010), και πάλι, στο πρόσφατο δραματικό τουρκικό σίριαλ «Διαμάντια και έρωτας». Ο Αφηγητής και η Νιλουφέρ, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, θέλουν να γράψουν ένα βιβλίο γύρω από την Μακρόνησο. Εκείνη παρακινήθηκε από τον προπάππο της και “το χαρτί που άφησε”. Εκείνος, από τα ευρήματα του κουμπάρου του, ερασιτέχνη δύτη, στο Νότιο Ευβοϊκό. Επρόκειτο για υπολείμματα δυο νεκρών, εκ πρώτης όψεως, μυστηριώδους προέλευσης. Έτσι ξεκίνησε η “λόξα” του, για να εξελιχθεί στα χρόνια της κρίσης σε μοναδικό του στήριγμα, μία “αχνή ελπίδα” κάτι να αλλάξει στο καθημερινό ζόρισμα. Σε αυτήν την σπονδυλωτή αφήγηση, ένα χαρακτηριστικό που την αντιδιαστέλλει από άλλες, παλαιότερες, είναι η ιδεολογική τοποθέτηση του αφηγητή. Πρώτο στους ανοιχτούς λογαριασμούς του με το παρελθόν δείχνει να έρχεται το ΚΚΕ. Ως επιμύθιο σε αλλοτινά και σημερινά πάθη, ο Αφηγητής προσθέτει: “Αχ, κόκκινη Ρόζα, ποιος θυμάται πως όριζες την ελευθερία, με μέτρο την έκφραση της διαφορετικής σκέψης;”
Το μυθιστόρημα του Αφηγητή, που έμεινε, λόγω κρίσης, ημιτελές, όπως διεκτραγωδείται στο τελευταίο κεφάλαιο, έχει τον τίτλο, «Ένα ΥΓ. Για το Μακρύ Νησί». Εύστοχος τίτλος, αφού, στα κεφάλαια του μυθιστορήματός του, συγκεντρώνει πρόσθετα στοιχεία, που συνήθως παραλείπονται, καθώς τα χρονικά της Μακρονήσου επικεντρώνονται στη δύσκολη ζωή των εξόριστων, κυρίως στα βασανιστήρια που επινοούσαν οι “αναμορφωτές” τους. Εκείνος αφιερώνει ένα από τα πρώτα κεφάλαια στον βίο και την πολιτεία “του αξιωματικού της Μακρονήσου Δημητρίου Ιωαννίδη” και ένα από τα τελευταία σε άλλους “εθνικούς διαφωτιστές”, λιγότερο επιφανείς στα μεταγενέστερα χρόνια. Επίσης, προβλέπει ένα σχετικά σύντομο κεφάλαιο για το μυθιστόρημα «Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά, που “εκθειάζεται” ως υψηλό πρότυπο. Στα περισσότερο εκτενή κεφάλαια, επιμένει στις περιβόητες “δηλώσεις αποκήρυξης του κομουνισμού”, παραθέτοντας το ιστορικό τους, τη χρήση τους και το συμβολικό για έναν κομουνιστή βάρος τους. Αποθησαυρίζει δηλώσεις δημοσιευμένες στο αθηναϊκό Τύπο και στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Αλήθεια» της Τρίπολης. Αυτές τις θέτει σε αντιπαράθεση με προφορικές μαρτυρίες κάποιων που άντεξαν, όσο χρόνο άντεξαν χωρίς να υπογράφουν το χαρτί της μετανοίας.
Σε ένα κεφάλαιο, όπου, στις μαρτυρίες εμπλέκονται και τα “εγκλήματα της ΟΠΛΑ” στα Δεκεμβριανά, του ξεφεύγει και ένας καλός λόγος για τους κομουνιστές. “Μάτια δεν βγάλανε”, κι ας το βεβαίωνε ο ιατροδικαστής στην αυτοψία και στη συνέχεια, το έγραφαν οι εφημερίδες και έτσι μάθαινε ο κόσμος για “τρομερές αγριότητες”. Σε δυο κεφάλαια, πλείστα όσα δεδομένα περί Μακρονήσου παρουσιάζονται δήθεν ατάκτως συρραμμένα, σαν περιδιάβασμα του συγκεντρωμένου υλικού από τον επίδοξο μυθιστοριογράφο. Είναι, ωστόσο, εμφανής η συνειρμική ροή, με την οποία ο αφηγητής-συγγραφέας αποπειράται να αποτυπώσει “την αγριότητα και το παράλογο της πραγματικότητας”. Αυτό που ο Φραγκιάς επέτυχε αφηγηματικά, εκείνος το προσπαθεί με ένα μετανεοτερικό κολλάζ τεκμηρίων. Στο ίδιο ύφος είναι γραμμένο και το καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου. “Και πτωχαλαζών και με καρηβαρίες”, κατά το τίτλο, ο Αφηγητής, εγκαταλείπει, λόγω παντελούς αδυναμίας να πληρώσει τα χρωστούμενα, το διαμέρισμά του, για να εγκατασταθεί “στο ακινητοποιημένο γκολφ” του, ενώ συνειδητοποιεί πως η κρίση τον “τελείωσε” τουλάχιστον ως συγγραφέα.
Κι όμως, υπάρχει μία αύρα χαρωπής διάθεσης. Άντεξε στον πειρασμό, αρνούμενος την πρόσκληση της Νιλουφέρ, που τα είχε καταφέρει και ήταν πλέον μυθιστοριογράφος, για ένα ταξίδι στην Ιστανμπούλ, που θα του άνοιγε πολλές προοπτικές. Έτσι διέσωσε την αξιοπρέπειά του. Και η αξιοπρέπεια γι’ αυτόν “τον ξεπεσμένο Έλληνα διανοούμενο”, όπως τον αποκαλεί σε συνέντευξή του ο Φύσσας, χωρίς να κρύβει πως πρόκειται για προσφιλές alter ego, είναι μεγάλο κεφάλαιο. Διαβάζοντας τα γκράφιτι στους τοίχους και τους τίτλους των εφημερίδων στα περίπτερα, ο Αφηγητής θυμάται ένα αγγλικό “χιτ” από τη δεκαετία του ’70 και την “αλήτικη” φοιτητική ζωή της παρέας των “συντρόφων”, που εξόργιζε τον “Γραμματέα της Σπουδάζουσας Αθήνας”. Το βιβλίο κλείνει με αυτούς τους στίχους, που ταιριάζουν και στα χρόνια της κρίσης: “My words but a whisper, your deafness a shout. / I may make you feel but I can’t make you think. /// you wise men don’t know how it feels to be thick as a brick.” Ίσως, “ο Γραμματέας της Σπουδάζουσας” να μην ενέκρινε το βιβλίο του Αφηγητή. Το βιβλίο όμως του Φύσσα μπορεί και να ερεθίσει το ενδιαφέρον κάποιων νεότερων για τον αναξιοποίητο σήμερα “βοσκότοπο” της Μακρονήσου.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/4/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου