Τάκης Γιαννούσας,
«Ο Γερμανός».
Γιάννης Παλαβός
«Αστείο»
Εκδόσεις Νεφέλη
Απρίλιος 2012
Ο Γιάννης Παλαβός αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση της νεότερης σήμερα ομάδας συγγραφέων, ενδεικτική, ως ένα βαθμό, των καινούριων τάσεων. Κατ’ αρχήν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είναι πολυβραβευμένος. Ίσως, ορθότερα, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, καθώς, τελευταία, έχουν πληθύνει ανά την επικράτεια τα λογοτεχνικά βραβεία για νέους. Ακόμη και βραβεία, που οι κριτικές επιτροπές απένειμαν σε πρεσβύτερους συγγραφείς, στο σημείο να λέγεται ότι ακολουθούν ατύπως επετηρίδα αρχαιότητας, άρχισαν να δίνονται σε νεότερους.
Αναλυτικότερα, ο Παλαβός έκανε την πρώτη του συγγραφική εμφάνιση το 2005, συμμετέχοντας σε διαγωνισμό διηγήματος για νέους συγγραφείς του Βρετανικού Συμβουλίου, που είχε πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με τις εκδόσεις Περίπλους, οι οποίες και εξέδωσαν το επόμενο έτος σε βιβλίο τις 19 καλύτερες ιστορίες επί συνόλου 197. Η τριμελής επιτροπή, στην οποία συμμετείχε ως πεζογράφος ο Χρήστος Χωμενίδης, του είχε απονείμει το πρώτο βραβείο. Η επιτυχία επαναλήφθηκε δυο χρόνια αργότερα, με την πρωτιά στον 2ο πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του 2007, που είχε διοργανώσει το free press περιοδικό της Άρτας σε συνεργασία με τις εκδόσεις Μεταίχμιο και την υποστήριξη του Ε.ΚΕ.ΒΙ. Αυτήν τη φορά, στην πενταμελή κριτική επιτροπή συμμετείχαν οι πεζογράφοι Βαγγέλης Ραπτόπουλος και Κώστας Κατσουλάρης. Το ίδιο έτος, με την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, ήρθε και μια τρίτη διάκριση. Η συλλογή διηγημάτων του, «Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες», συμπεριλήφθηκε στον βραχύ κατάλογο του Βραβείου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω». Εκείνο το έτος, το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου δόθηκε στην ποιήτρια Κατερίνα Ηλιοπούλου. Η μεγάλη, όμως, διάκριση προέκυψε πέντε χρόνια μετά, με την έκδοση της δεύτερης συλλογής του. Το «Αστείο» επιλέχθηκε για το Βραβείο διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης».
Βραβεία
Να θυμίσουμε ότι τα νεότευκτα Βραβεία του «Αναγνώστη» δεν αποτελούν συνέχεια του Βραβείου Αναγνωστών, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, παρασυρόμενος από τον τίτλο τους, αλλά των Βραβείων του περιοδικού «Διαβάζω», που ανέκοψε την κυκλοφορία του τον Ιούνιο του 2012, μετά την απονομή των Βραβείων για τις εκδόσεις του 2011. Μια πρωτοτυπία αυτών των πρώτων βραβεύσεων του ηλεκτρονικού περιοδικού στάθηκε ο παραμερισμός των εκδοτικών οίκων, που έχουν τις μεγάλες μερίδες της ελληνικής πεζογραφίας. Τα πέντε βραβεία που απονεμήθηκαν μοιράστηκαν σε τρεις εκδότες, με μικρό αριθμό ετησίως βιβλίων ελληνικής λογοτεχνίας: από δυο οι εκδόσεις Πόλις και Νεφέλη, ένα οι εκδόσεις Κίχλη.
Μια δεύτερη πρωτοτυπία ήταν η επιλογή ενός νεότερου για το Βραβείο διηγήματος. Το 2012, ο Παλαβός ήταν 32 ετών και είναι ο νεότερος που τιμάται με αυτό το βραβείο, το οποίο, ως συνέχεια του αντίστοιχου βραβείου του «Διαβάζω», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορικό. Από το 1995, που ξεκίνησαν τα βραβεία του «Διαβάζω», το Βραβείο διηγήματος, ακολουθώντας την πρακτική του αντίστοιχου Κρατικού Βραβείου, απονεμόταν σε συγγραφείς με πολυετή πορεία στο χώρο του διηγήματος. Το πρώτο, του 1995, δόθηκε στον Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλο, που τιμήθηκε για δεύτερη φορά το 2010. Δυο φορές απονεμήθηκε το βραβείο και στον Σωτήρη Δημητρίου. Την πρώτη φορά, το 1998, εκείνος ήταν 43 ετών, πρωτοεμφανιζόμενος το 1987. Κατ’ εξαίρεση, το 2007, δόθηκε στην 36χρονη τότε Λένα Κιτσοπούλου.
Γενικότερα, τα βραβεία πεζογραφίας του «Διαβάζω» απονέμονταν σε συγγραφείς μεγαλύτερης ηλικίας, ακόμη και το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου. Παράδειγμα, η φετινή βραβευμένη με το Βραβείο μυθιστορήματος του «Αναγνώστη» Νίκη Αναστασέα, που, το 1998, πατημένα τα πενήντα, είχε πάρει το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου. Ήταν η τρίτη χρονιά του εν λόγω Βραβείου, την πρώτη δεν είχε απονεμηθεί και τη δεύτερη είχε τιμηθεί ο ομήλικός της Τάσος Χατζητάτσης. Και έτσι συνέχισαν. Αυτά για το ιστορικό του θεσμού. Γιατί, κατά τα άλλα, τόσο το εκτόπισμα του εκδότη όσο και η ηλικία του συγγραφέα συνιστούν εξωλογοτεχνικά κριτήρια.
Όσο αφορά τα εξωλογοτεχνικά κριτήρια, να σημειώσουμε ότι τα καινούρια Βραβεία του «Αναγνώστη» κοινοποίησαν βραχείς καταλόγους από τους οποίους έγινε η τελική επιλογή. Αυτή η τακτική των δυο γύρων κατά το αγγλοαμερικανικό πρότυπο, που υιοθετήθηκε τα τελευταία χρόνια από τις γηγενείς βραβεύσεις, έχει θεσπιστεί με το σκεπτικό να προωθούνται περισσότερα βιβλία. Οπότε, όπως είναι γνωστό, παρεμβαίνουν αλλότριοι παράγοντες σχετικοί με την αγοραστική εμβέλεια ενός βιβλίου. Η κριτική επιτροπή των Βραβείων του «Αναγνώστη» πρωτοτύπησε και στην κατάρτιση του βραχέος καταλόγου του Βραβείου διηγήματος. Στη δεκάδα από την οποία επελέγη ο Παλαβός, υπήρχαν και δυο νεότεροί του (Δ. Παπαμάρκος, Β. Πέτσα), ενώ, στους δέκα υποψηφίους, οι μισοί θα μπορούσαν να αποτελούν προτάσεις για το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, αν δεν είχαν ήδη εκδώσει μια πρώτη συλλογή. Αντιθέτως, φαίνεται σαν να έχουν εξαιρεθεί οι συγγραφείς μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας. Αν, όμως, οι βραχείς κατάλογοι δεν έχουν μόνο αγοραστική σκοπιμότητα αλλά επιζητούν να δώσουν και εικόνα της λογοτεχνικής σκηνής, τότε αυτή καταλήγει ελλιπής όταν απουσιάζουν οι συλλογές διηγημάτων των Δ. Νόλλα, Γ. Γιατρομανωλάκη, Δ. Πετσετίδη, Σ. Δημητρίου.
Τόπο στα νιάτα
Στην προώθηση των νέων, γενικότερα, σε όλα τα Βραβεία, φαίνεται ότι λειτούργησε καθοριστικά η πολιτική που θέλησε να εφαρμόσει ο προηγούμενος Υπουργός Πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος, και η οποία θα μπορούσε να συνοψισθεί με το σύνθημα, ‘‘Τόπο στα νιάτα’’. Σε ανταπόκριση, μάλιστα, προς το κέλευσμα του Υπουργού, το 2011, το Ε.ΚΕ.ΒΙ. διοργάνωσε το 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, με τίτλο, «Κόμικς και Λογοτεχνία». Πρώτο και μάλλον μοναδικό, αφού οι δυο οργανωτικές Αρχές υπολειτουργούν. Ο Παλαβός, πάντως, συμμετείχε στο Φεστιβάλ με την ανάγνωση ενός διηγήματος της κατόπιν βραβευμένης συλλογής του. Καθώς, μάλιστα, το 2011 είχε γράψει το σενάριο για το πρώτο του κόμικς, συμμετείχε και στη στρογγυλή τράπεζα περί κόμικς. Με άλλα λόγια, πατούσε και στις δυο βάρκες. Η πολυπραγμοσύνη φαίνεται να προβάλλει ως ίδιον των νεότερων. Ο Παλαβός, ταυτόχρονα, με την πρώτη συλλογή διηγημάτων, έγραψε το σενάριο μικρού μήκους ταινίας, που συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών, το 2008, όταν η συλλογή του προκρινόταν στον βραχύ κατάλογο της γηγενούς βράβευσης.
Η πολυπραγμοσύνη συνήθως συνδυάζεται με μεταμοντερνίστικη εξωστρέφεια. Για παράδειγμα, ο Παλαβός επέλεξε αρχικά ως σκηνικό των ιστοριών του την αμερικανική επαρχία και μετά την ελληνική, που εναλλάσσει με το αστικό τοπίο. Με την ίδια άνεση, αναμιγνύει αναγνωστικές εμπειρίες ξένης και ελληνικής λογοτεχνίας με βιωματικές. Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα ως προς την έμπνευση αφήνει ευδιάκριτα ίχνη στις ιστορίες του. Πολυσυλλεκτικότητα χαρακτηρίζει και τα παρακειμενικά στοιχεία του βιβλίου του, που είναι εμπνευσμένα από την ξένη λογοτεχνία, την κυπριακή και τη γενέτειρά του, το Βελβεντό Κοζάνης. Ως τίτλο επιλέγει ένα επίρρημα αντί του συνηθέστερου που είναι το ουσιαστικό, με ή και χωρίς προσδιοριστικό επίθετο. Η διαφορά θα γίνει εμφανέστερη κατά τη μετάφραση του βιβλίου, λ.χ. στην αγγλική, οπότε ο τίτλος θα πρέπει να αποδοθεί ως funny και όχι ως the joke. Στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα, ωστόσο, θα ταίριαζε περισσότερο το ουσιαστικό, αφού τίποτα το αστείο δεν συμβαίνει στη ζωή του ήρωα, ενώ του αρέσει να κάνει αστεία. Μόνο που το γνωστό μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα δεν άφηνε περιθώρια επιλογής. Εκτός του τίτλου, εκπλήσσει και το μότο του βιβλίου, που είναι ένα δίστιχο του κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη, με τίτλο «Ζωή»: “Καθίστε ήρεμα στο τραπεζάκι της / και παραγγείλετε ένα βαρύγλυκο”. Υπάρχει και ένα άλλο δίστιχο του Μόντη, με τον ίδιο τίτλο, που θα ταίριαζε στους κακοπαθημένους ήρωες του Παλαβού: “Δεν τη νοιάζει αν μας δυσαρεστεί /Ξέρει πως δεν θα ξανασυναντηθούμε”. Τέλος, ο συγγραφέας κατόρθωσε να έρθει στην επικαιρότητα και με την επιλογή της εικόνας του εξωφύλλου. Είναι έργο του συντοπίτη του Τάκη Γιαννούσα, με τίτλο, «Ο Γερμανός», που εκτέθηκε εφέτος στην παρισινή έκθεση ελληνικής τέχνης, «Hell as Pavillon». Χάρις στο εξώφυλλο του βιβλίου, βρέθηκε ο άγνωστος λαϊκός ζωγράφος δίπλα σε Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Πεντζίκη, Ακριθάκη.
Οι τίτλοι των 17 διηγημάτων της συλλογής δεν είναι πρωτότυποι. Με μια ή δυο λέξεις, σε δυο περιπτώσεις περιφραστικά, σηματοδοτούν το κορυφαίο γεγονός ή πρόσωπο της ιστορίας. Απουσιάζουν οι αφιερώσεις, ενώ υπάρχουν μόνο τρία μότο από Παπαδιαμάντη, Βικέλα και Φρανσουά Βιγιόν, που πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία, τη μοναδική που διαδραματίζεται εκτός Ελλάδος και σε παλαιότερο αιώνα και η οποία ανασυνθέτει το βίο του ποιητή μετά το 1453, που τα ίχνη του χάνονται. Πέραν του μότο, αντί του Βιγιόν θα μπορούσε να είναι και ο τυχών άλλος σύγχρονός του. Επτά διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά. Εδώ, το καινοφανές είναι η ειδολογική ποικιλία των εντύπων. Τέσσερα δημοσιεύτηκαν το 2008, τα δυο σε δυο καινούρια περιοδικά ποικίλης ύλης, ένα ηλεκτρονικό και ένα έντυπο, με κόμικς και ιστορίες, το διήγημα που βραβεύτηκε από το free press περιοδικό της Άρτας φιλοξενήθηκε σε αυτό και εκείνο που διαβάστηκε στο Φεστιβάλ είχε προηγουμένως δημοσιευτεί στο «Δέντρο». Τα άλλα τρία δημοσιεύτηκαν το 2011, σε αμιγώς λογοτεχνικά περιοδικά.
Ο συγγραφέας μοιράζει τις ιστορίες του στο χωριό και την πόλη, που δεν κατονομάζονται. Σε μια μόνο, ονοματίζεται ο γενέθλιος τόπος, ενώ, σε δυο ιστορίες της πόλης, προσδιορίζεται ότι πρόκειται για τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Σε αντίθεση, πάντως, με ηλικιακά μεγαλύτερους συγγραφείς, απουσιάζει το αίσθημα της νοσταλγίας. Επίσης, η γλώσσα δεν διαφοροποιείται, ούτε οι νοοτροπίες παραλλάσσουν. Βασική μέριμνα του Παλαβού και, ως ένα βαθμό, ολόκληρης της νεότερης ομάδας συγγραφέων είναι να προκαλέσουν με το μύθο το ξάφνιασμα του αναγνώστη, συχνά συνδυάζοντας την έκπληξη με την πρόκληση. Όλες οι ιστορίες της συλλογής θα χαρακτηρίζονταν ευρηματικές, αν και ως προς την εκμετάλλευση του ευρήματος δείχνουν άνισες. Το εύρημα λειτουργεί μεν ως κινητήριος μοχλός, αλλά η περαιτέρω ανάπτυξη μερικές φορές δεν έχει την ίδια πνοή πρωτοτυπίας.
Ύστερα, ένα θεματικό εύρημα, ιδίως όταν εστιάζει σε μια εξαιρετική κατάσταση, ατονεί με την επανάληψή του σε διαφορετικές ιστορίες. Παράδειγμα, το εντυπωσιακότερο από τα ευρήματα, που επαναλαμβάνεται παραλλασσόμενο σε τέσσερις ιστορίες. Ο Παλαβός κάνει ένα άνοιγμα προς το χώρο του φανταστικού. Ή, κατά μια διαφορετική ανάγνωση, διευρύνει το ρεαλιστικό πλαίσιο των ιστοριών του με τις παραισθήσεις ενός λιπόθυμου μετά από χτύπημα ή κάποιου βαριά τραυματισμένου. Η πιο ολοκληρωμένη είναι η αδημοσίευτη ομότιτλη ιστορία, που διαθέτει όχι μόνο εύρημα αλλά και τη συνεκτική δομή παρακολουθώντας μια τριαδική ερωτική σχέση. Στην δεύτερη και παλαιότερη ιστορία, δημοσιευμένη το 2008, ο εγγονός συνομιλεί με τη γιαγιά του. Μαζί γλίστρησαν στο μπάνιο, για εκείνη το χτύπημα στάθηκε μοιραίο, ενώ εκείνος μόνο λιποθύμησε και φαντασιώνεται τη συνομιλία τους. Μια παρόμοια συνομιλία ζώντος και αποθανόντος στήνει ο συγγραφέας και στο κόμικς. Νεαρή κοπέλα η γιαγιά, πρώιμη φεμινίστρια, καπνίζοντας, εκμυστηρεύεται πως, στην Κατοχή, όντας παντρεμένη, πήγε μ’ έναν Ιταλό, ‘‘Ανθυπολοχαγό του Πυροβολικού’’. Και όχι μόνο πήγε, αλλά ήταν ‘‘η καλύτερη στιγμή της ζωής της’’. Το γεγονός ότι βρήκε Ιταλό στο Βελβεντό, και όχι κανένα Γερμανό ή Βούλγαρο, μπορεί να δείχνει ανιστόρητο τον εγγονό, έτσι, όμως, το εύρημα γίνεται προκλητικότερο.
Μπου ντουνιά...
Στην επόμενη ιστορία με το ίδιο εύρημα κι αυτή από τη σοδειά του 2008, ο ήρωας, ευρισκόμενος στην εντατική μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα, φαντασιώνεται ότι στην άλλη ζωή έχει μεταμορφωθεί σε συρραπτικό. Οι περιπέτειες του συρραπτικού δείχνουν σαν τυχαίες επινοήσεις, όχι πάντοτε εύστοχες και χωρίς συνάρτηση με τη συγκεκριμένη μεταμόρφωση. Η χαλαρή πλοκή θα ταίριαζε περισσότερο σε κόμικς. Στην τέταρτη ιστορία παρακολουθούμε τις παραισθήσεις ενός πιτσιρικά που πέφτει από το ποδήλατο και χτυπάει. Το παιδί συνομιλεί μ’ έναν ‘‘γουλιανό ενάμισι μέτρο μήκος’’ που βγήκε από την παρακείμενη τεχνητή λίμνη Πολυφύτου του Αλιάκμονα και αποφθέγγεται: ‘‘Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ’’. Είναι φράση από το παπαδιαμαντικό διήγημα «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». Την απάντηση του σαλεπτσή στο εν λόγω διήγημα, ‘‘Ασκ ολσουν τσιβιρινέκ’’, ο Παλαβός την τοποθετεί ως μότο στην ιστορία του. Εκ των ων ουκ άνευ, η αναφορά στον Παπαδιαμάντη, αφού το διήγημα δημοσιεύτηκε το επετειακό 2011. Εκείνο, που θα μπορούσε να αποφύγει ο συγγραφέας, είναι ‘‘τον γουλιανό κοντά στην ακτή’’, ένα από τα εντυπωσιακότερα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαμπαρδώνη. Μπροστά του ωχριά η εξορθολογισμένη αφήγηση του τραυματισμένου πιτσιρικά.
Γενικότερα, τα δάνεια από την εγχώρια πεζογραφία και μάλιστα, την πρόσφατη, όσο δελεαστικά κι αν εμφανίζονται, δείχνουν απευκταία, καθώς επιφέρουν συγκρίσεις. Για παράδειγμα, το δεύτερο διήγημα με επιρρηματικό τίτλο, το «Όπισθεν», περιγράφει την παλινδρόμηση ενός 33χρονου, παντρεμένου με μωρό, σε μικρότερες ηλικίες, την εφηβική, την παιδική, μέχρι ολικής εξαφάνισης, που αποδίδεται αφηγηματικά με ένα κομικίστικο ‘‘παφ’’. Ηθελημένη η απόσυρση, καθώς λέει ότι αισθάνεται ‘‘το μέλλον κλειστό’’, μόνο που η αφήγηση δεν κατορθώνει να δείξει αυτό το αδιέξοδο. Το εύρημα παραπέμπει στο διήγημα «Ο Δημητράκης» του Σπύρου Γιανναρά από τη δεύτερη συλλογή του «Ζωή χαρισάμενη», όπου, όμως, η ψυχογράφηση του ήρωα και η σχέση με τη μητέρα του προετοιμάζουν για τη συμβολική κατάληξη. Αλλά η ψυχογράφηση δεν είναι από τα δυνατά σημεία του Παλαβού. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ένα άλλο διήγημα, το «Λένα», όπου ένα ερωτευμένο ζεύγος παρά λίγο να χωρίσει, όταν αποκαλύπτεται πως ο σύζυγος από εφηβικής ηλικίας εύρισκε τη μεγίστη σεξουαλική ικανοποίηση αυνανιζόμενος με τη φωτογραφία ενός φωτομοντέλου. Ούτε στα λεγόμενα ροζ μυθιστορήματα οι σεξουαλικές σχέσεις και οι τυχόν αποκλίσεις τους δεν παρουσιάζονται τόσο απλουστευμένες. Περισσότερο πειστικές είναι οι ερωτικές καταστάσεις εξάρτησης και περιστασιακού σεξ που περιγράφονται στο διήγημα «Μια ανάσα».
Εκτός από τα δάνεια και τις κρυπτομνησίες, υπάρχουν και οι ‘‘συνομιλίες’’, αφού οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν συγκεχυμένες. Και πάλι δίκην παραδείγματος, σε διηγήματα πολλών συγγραφέων, ιδίως παλαιότερων, στις αγροτικές δουλειές, μια οικογένεια ή μόνο η μητέρα έπαιρναν μαζί τους το μωρό και το άφηναν παραδίπλα μέσα σε αυτοσχέδια κούνια. Ο δραματικός θάνατος του βρέφους από πεινασμένα σκυλιά στο διήγημα, «Φώτα», του Παλαβού θυμίζει το διήγημα του Στάθη Κοψαχείλη «Η Ματσάγγος». Σε εκείνο πρόκειται για κοπάδι καρακάξες, τη διαφορά όμως την κάνει ο αφηγηματικός τρόπος. Οι νεότεροι σαν να αδυνατούν με τα λεξιλογικά και συντακτικά μέσα που διαθέτουν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τους απασχολεί η μορφή. Προφανώς όχι όσο η υπόθεση και κυρίως όχι ως συνάρτηση με το θέμα. Περισσότερο σαν άσκηση. Στη συλλογή του Παλαβού, σε ένα διήγημα, το «Τιμής ένεκεν», επιλέγεται η μορφή προφορικού μονολόγου προς βουβό αποδέκτη, με σημείο στίξεως μόνο το κόμμα.
Ένα παραλήσιο χαρακτηριστικό των νεότερων αφηγήσεων είναι η απογύμνωση της αφήγησης από το μεταφυσικό στοιχείο, ακόμη κι όταν αυτό είναι αναγκαίο για να χωνευτεί το φανταστικό στο ρεαλιστικό πλαίσιο, όπως στο διήγημα «Στο δάσος». Στο μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ «Η καρδιά ενός σκύλου», όπως και στο διήγημα του Γιανναρά «Ο Φατσέας», ο σκύλος μεταμορφώνεται σε άνθρωπο, στου Παλαβού, αντιστρόφως, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε σκύλο, χωρίς αλληγορική ή μεταφυσική αφηγηματική προετοιμασία. Η ίδια αδυναμία εμφανίζεται και στις αφηγήσεις ονείρων, όπως εκείνη που ο Παλαβός αποπειράται στο «Ο Σαράντος Ζουργός δεν μπορεί να το εξηγήσει». Αντί μιας ελλειπτικής και αποσπασματικής αφήγησης, επιστρατεύει αφηγηματικούς τρόπους παραμυθικούς ή και του κόμικς. Ενώ επιφυλάσσει για την καταληκτική έξοδο από το όνειρο μια σκηνή συγκινησιακά φορτισμένη. Παρόμοιες σκηνές υπάρχουν και σε άλλα βιωματικά και κοινωνικής κριτικής διηγήματα, όπως το «Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη», «Νίκος Τσούμπας», «Φαγητό».
Το συγκινητικότερο διήγημα για τη φιλόζωη εποχή μας είναι το «Μαρία», με το οποίο κλείνει η συλλογή. Σε αυτό πρωταγωνιστεί ένα γουρουνάκι, με μάτια εμπνευσμένα από «Το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη, ‘‘το ένα μαύρο το άλλο γαλάζιο’’, το οποίο εξανθρωπίζεται, καθώς περιμένει τη σφαγή του δέσμιο σε υπερσύγχρονο χοιροτροφείο, όπου η θανάτωση γίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα και όχι με μάχαιρα. Κάτι σαν ηλεκτρική καρέκλα αντί της καρμανιόλας, αλλά όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, αφού πρόκειται για ζώο και δη, χοίρο, αλλά για την υγιεινή διατροφή όσων δεν μπορούν να στερηθούν το γουρουνόπουλο. Σε αντίστιξη, το βιβλίο ανοίγει με ένα από τα ευρηματικότερα ‘‘48 Ελληνικά Μπονζάϊ’’, που δημοσιεύτηκαν στο αποχαιρετιστήριο τεύχος του περιοδικού «Πλανόδιον». Και μάλιστα, στοχαστικής διάθεσης, καθώς υποτονθορύζει το Ματαιότης Ματαιοτήτων. Κατά τα άλλα, βρίσκουμε και στις ιστορίες του Παλαβού την προφορικότητα και τον μικροπερίοδο λόγο, που αποτελεί τον κυρίως τρόπο έκφρασης αυτής της ομάδας συγγραφέων. Και η δική του αφήγηση παρουσιάζει αδυναμία στην εικονοπλασία και έφεση στις παρομοιώσεις, που δείχνουν συνήθως το χιούμορ του συγγραφέα. Του Παλαβού έχουμε την εντύπωση ότι παραπέμπει στα κόμικς. Επειδή δεν έχουμε σε αυτά και μεγάλη αναγνωστική εμπειρία, ενδεικτικά αντιγράφουμε δυο: ‘‘Το μωρό ήταν ήσυχο σαν αρνάκι στο φούρνο’’. ‘‘Ο Σάββας άφησε τη γυναίκα και γυμνός, μ’ έναν πούτσο σα μαρκαδόρο με κόκκινο καπάκι, έπιασε να κυνηγάει το σκυλί’’.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/9/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου