Σωτήρης Δημητρίου
«Το κουμπί και το φόρεμα»
Εκδόσεις Πατάκη
Νοέμβριος 2012
Ο τίτλος του καινούριου βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου και τίτλος ενός από τα 32 πεζά που συγκεντρώθηκαν σε αυτό, βγήκε από μια παροιμία. “Βρήκα ένα κουμπί και για χάρη του έραψα ένα φόρεμα”, λέει “αυτή η ωραία παροιμία”. Δεν την έχουμε ξανασυναντήσει, αλλά για να το διαβεβαιώνει ο συγγραφέας, που έχει το αυτί του παιδιόθεν τεντωμένο στο λαϊκό λόγο, θα υπάρχει. Εκτός κι αν εσκεμμένα μας παραπλανά, επινοώντας την παροιμία έτσι που να ταιριάζει στο αφηγηματικό τέχνασμα, που έχει κατά νου. Όπως εξηγεί στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, το κουμπί είναι ένα οποιοδήποτε στοιχείο από όσα καθημερινά βλέπουμε και ακούμε, που μας εντυπωσιάζει ιδιαίτερα. Μπορεί να είναι ένας τύπος ανθρώπου, μια σκηνή, ακόμη κι ένας λόγος, όπως μια παροιμία. Γυρίζει στο μυαλό μας μέχρι με κάποιο τρόπο να εξωτερικευθεί. Ειδάλλως, ως γνωστόν, καταχωνιάζεται στο υποσυνείδητο μετά άλλων εμμονών, όπου μπορούν να λάβουν χώρα απρόσμενες συγχωνεύσεις και μεταμορφώσεις. Αν, όμως, ανήκεις στην προνομιούχο, τουλάχιστον από ψυχαναλυτικής απόψεως, τάξη των συγγραφέων, του ράβεις ένα φόρεμα, τουτέστιν πλέκεις με αφορμή αυτό μια ιστορία. Τώρα, το κατά πόσο ο συγγραφέας ξεμπερδεύει με ένα φόρεμα και δεν χρειάζεται δεύτερο, καμιά φορά και τρίτο, για να απαλλαγεί από την εμμονή του, μένει ζητούμενο. Απόδειξη ο Δημητρίου και το σακούλι με τα κουμπιά του. Τύποι ανθρώπων, καταστάσεις, παροιμίες, που όλο και επανέρχονται στη διηγηματογραφία του. Το θέμα, στη δική του περίπτωση, είναι τι είδους φόρεμα ράβει κάθε φορά.
Πριν τρία χρόνια, με αφορμή την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του, «Τα ζύγια του προσώπου», είχαμε προσπαθήσει να διακρίνουμε τις στροφές της πορείας του ως διηγηματογράφου, σε παραλληλία με τις συγγραφικές μεταλλάξεις του. Εξαιρώντας την ποιητική συλλογή, «Ψηλαφήσεις», που ήταν και το πρώτο βιβλίο του, το 1985, μετρούμε πέντε συλλογές διηγημάτων, δυο μυθιστορήματα (1993, 2002) και τρεις εκτενείς αφηγήσεις (Δεκ. 2005 - Νοέμ. 2011). Απομονώνοντας τη σοδειά των διηγημάτων, αναφέραμε τρεις περιόδους: τα 30 διηγήματα των δυο πρώτων συλλογών (1987, 1989), τα διηγήματα των δυο επόμενων (1998, 2001) από 18 εκάστη και τα 25 της πέμπτης (Δεκ. 2009). Περίπου στο τέλος κάθε δεκαετίας, εμφανίζονται οι όποιες αλλαγές, σαν να κυοφορούνται στο ενδιάμεσο. Σε εκείνο το σχολιασμό, χαρακτηρίζαμε τα διηγήματα της τελευταίας συλλογής, “διηγήματα της ωριμότητας”, και περιμέναμε τη σοδειά της έκτης συλλογής, που θα τα συμπλήρωνε. Η συλλογή δεν άργησε, εκδόθηκε Νοέμ. 2012, μόνο που τα καινούρια πεζά είναι ετερογενή και ως σύνολο η συλλογή δεν έρχεται σαν συνέχεια των διαφοροποιήσεων που σημειώνονταν στην προηγούμενη.
Συνέβη κάτι που δεν είχαμε προβλέψει ή, ίσως ακριβέστερα, δεν είχαμε θελήσει να δούμε πόσο πιθανό ήταν να συμβεί. Η κειμενική ευρυχωρία που προσφέρουν οι εκτενείς αφηγήσεις, μεγαλύτερη και από εκείνη της μυθιστοριογραφίας, φαίνεται να κερδίζει τον συγγραφέα. Ο βραχύλογος διηγηματογράφος υποχώρησε, παραχωρώντας έδαφος σε έναν λαλίστατο αφηγητή. Έτσι κι αλλιώς, το χαρακτηριστικό που αλλάζει στις τρεις περιόδους της διηγηματογραφίας του Δημητρίου είναι η σχέση αφηγητή και χαρακτήρων. Αρχικά, ο αφηγητής εμφανίζεται αποστασιοποιημένος, για να γίνει στην προηγούμενη συλλογή μέτοχος των παθών τους μέχρι και πρωταγωνιστής. Αλλά ας δούμε στις λεπτομέρειές τους τα καινούρια φορέματα, που έραψε ο Δημητρίου. Τα περισσότερα ολοκαίνουργα, μερικά μεταποιημένα, και κάποια παλαιότερα. Αυτά τα τελευταία είναι οκτώ, ήδη δημοσιευμένα. Δηλαδή, μόλις το ένα τέταρτο της συλλογής, σε αντίθεση με την τρέχουσα συνήθεια, σε μια συλλογή, σχεδόν το σύνολο να αποτελείται από δημοσιευμένα. Όσο για τα μεταποιημένα, πρόκειται για εκείνα που δείχνουν σαν εναλλακτικές εκδοχές παλαιότερων ιστοριών ή και ως κεφάλαια των τριών εκτενών αφηγήσεων.
Πριν τρία χρόνια, με αφορμή την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του, «Τα ζύγια του προσώπου», είχαμε προσπαθήσει να διακρίνουμε τις στροφές της πορείας του ως διηγηματογράφου, σε παραλληλία με τις συγγραφικές μεταλλάξεις του. Εξαιρώντας την ποιητική συλλογή, «Ψηλαφήσεις», που ήταν και το πρώτο βιβλίο του, το 1985, μετρούμε πέντε συλλογές διηγημάτων, δυο μυθιστορήματα (1993, 2002) και τρεις εκτενείς αφηγήσεις (Δεκ. 2005 - Νοέμ. 2011). Απομονώνοντας τη σοδειά των διηγημάτων, αναφέραμε τρεις περιόδους: τα 30 διηγήματα των δυο πρώτων συλλογών (1987, 1989), τα διηγήματα των δυο επόμενων (1998, 2001) από 18 εκάστη και τα 25 της πέμπτης (Δεκ. 2009). Περίπου στο τέλος κάθε δεκαετίας, εμφανίζονται οι όποιες αλλαγές, σαν να κυοφορούνται στο ενδιάμεσο. Σε εκείνο το σχολιασμό, χαρακτηρίζαμε τα διηγήματα της τελευταίας συλλογής, “διηγήματα της ωριμότητας”, και περιμέναμε τη σοδειά της έκτης συλλογής, που θα τα συμπλήρωνε. Η συλλογή δεν άργησε, εκδόθηκε Νοέμ. 2012, μόνο που τα καινούρια πεζά είναι ετερογενή και ως σύνολο η συλλογή δεν έρχεται σαν συνέχεια των διαφοροποιήσεων που σημειώνονταν στην προηγούμενη.
Συνέβη κάτι που δεν είχαμε προβλέψει ή, ίσως ακριβέστερα, δεν είχαμε θελήσει να δούμε πόσο πιθανό ήταν να συμβεί. Η κειμενική ευρυχωρία που προσφέρουν οι εκτενείς αφηγήσεις, μεγαλύτερη και από εκείνη της μυθιστοριογραφίας, φαίνεται να κερδίζει τον συγγραφέα. Ο βραχύλογος διηγηματογράφος υποχώρησε, παραχωρώντας έδαφος σε έναν λαλίστατο αφηγητή. Έτσι κι αλλιώς, το χαρακτηριστικό που αλλάζει στις τρεις περιόδους της διηγηματογραφίας του Δημητρίου είναι η σχέση αφηγητή και χαρακτήρων. Αρχικά, ο αφηγητής εμφανίζεται αποστασιοποιημένος, για να γίνει στην προηγούμενη συλλογή μέτοχος των παθών τους μέχρι και πρωταγωνιστής. Αλλά ας δούμε στις λεπτομέρειές τους τα καινούρια φορέματα, που έραψε ο Δημητρίου. Τα περισσότερα ολοκαίνουργα, μερικά μεταποιημένα, και κάποια παλαιότερα. Αυτά τα τελευταία είναι οκτώ, ήδη δημοσιευμένα. Δηλαδή, μόλις το ένα τέταρτο της συλλογής, σε αντίθεση με την τρέχουσα συνήθεια, σε μια συλλογή, σχεδόν το σύνολο να αποτελείται από δημοσιευμένα. Όσο για τα μεταποιημένα, πρόκειται για εκείνα που δείχνουν σαν εναλλακτικές εκδοχές παλαιότερων ιστοριών ή και ως κεφάλαια των τριών εκτενών αφηγήσεων.
Τ’ αγνάντιο
Το παλαιότερο δημοσιευμένο είναι ένα διήγημα σε συλλογικό τόμο του 2005, με θέμα τη μητέρα. Ο τίτλος βγαίνει από την ευχή μιας γερόντισσας στη γειτονοπούλα που της παραστεκόταν, αφού το μοναδικό παιδί που της είχε απομείνει βρισκόταν κάπου στα ξένα, “Βρύσες να ’χεις στο πλευρό σου και νερά να σου τρέχουν”. Η ευχή έπιασε, η γειτονοπούλα έγινε “μπάμπω μ’ αγγόνια” και μετράει δεκαεννιά βρύσες ένα γύρω στη γειτονιά της. Κι αυτό, μια ένδειξη, ότι το χωριό εκσυγχρονίστηκε. Την ηπειρώτικη, όμως, ντοπιολαλιά την σώζει αλώβητη. Το δείχνει η κουβέντα της γειτονοπούλας με τη φίλη της για τη γερόντισσα, που, στα τελευταία της, ευτύχησε, όχι μόνο να βρει το γιο της, αλλά και να ζήσει με την φαμίλιά του στην Αμερική. Και όλα αυτά, χάρις στο γράμμα που έστειλαν “στην εφημερίδα που έβγαζε στα Γιάννενα ο Χρηστοβασίλης”. Πρόκειται για την «Ελευθερία», που κυκλοφορούσε δυο φορές την εβδομάδα μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου. Ενθουσιασμένος τότε ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, εγκατέλειψε την Αθήνα και την «Ακρόπολη» για να γυρίσει στον τόπο του και να βγάλει τη δική του εφημερίδα, που την εξέδιδε μέχρι το θάνατό του, το 1937.
Στον Χρηστοβασίλη αναφέρεται και το καταληκτικό πεζό της συλλογής, «Θελεσουριά», δημοσιευμένο, Αύγουστο 2011. Συγκεκριμένα ανακαλεί το διήγημα του Χρηστοβασίλη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», ένα από τα πολλά των σχολικών αναγνωστικών, δημοτικού και γυμνασίου, που αποσύρθηκαν ολοσχερώς με τη μεταπολίτευση. Εκεί, “σ’ ένα αγνάντιο” καρτέραγε για χρόνια η μάνα το γιο της να γυρίσει από την ξενιτιά, στο ίδιο μέρος που τον είχε αποχαιρετήσει. Αντίστοιχα, στο πεζό, στη “Θελεσουριά”, που είναι “μια ραχούλα με εικονοστάσι τ’ Αϊ-Θανάση”, αποχαιρετούσαν οι συγγενείς όσους έφευγαν από την Πόβλα της Μουργκάνας, κατά τα λεγόμενα της μάνας του συγγραφέα. Κάθε τόπος και «Τ’ Αγνάντεμά» του, για να θυμηθούμε και το διήγημα του δέκα χρόνια μεγαλύτερου του Χρηστοβασίλη, Παπαδιαμάντη. Ή και τους «Κλαψόδεντρούς» του, στην άκρη των κοζανίτικων χωριών, που απαθανατίζουν με τις πρόσφατες ιστορίες τους, οι συνομήλικοι του συγγραφέα, Κατερίνα Μηλιού και Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Εδώ, πρόκειται για μια από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις της πρόσφατης συλλογής, που παρατίθενται με τη χαλαρή αφηγηματική οικονομία μιας ανάμνησης ή, ακριβέστερα, του μνημονικού συμφυρμού περισσότερων περιστατικών. Μια παρόμοια αφήγηση, αλλά διαφορετικής πνοής, καθώς αντλείται από πιο πρόσφατες εικόνες και συναντήσεις, είναι το «Βόλια – μπαρούτι». Ο τίτλος είναι ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος του Βίκτωρος Ουγκώ, «Ελληνόπουλο», για την καταστροφή της Χίου. “Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.”, όπως απέδωσε ο Παλαμάς την απάντηση του παιδιού, που “καθόταν ξυπόλυτο στις ράχες”, μοναχό και θλιμμένο. Στην αφήγηση, η μαθητική ανάμνηση από σχολικό εορτασμό της εθνικής εορτής δεν συγκρατεί το παραμικρό ίχνος από το πνεύμα εθνικής ανάτασης. Αντιθέτως, διανθίζεται με μια ανάμνηση παιδοφιλικής εξωτερίκευσης δασκάλου. Κατά τα άλλα, στο πεζό προβάλλουν με έμφαση οι γνωστές απόλυτες απόψεις του συγγραφέα για το καταπιεστικό σχολικό σύστημα, που το έχει παρομοιάσει με “κρεατομηχανή” και εδώ, με στρατοκρατικό πειθαναγκασμό.
Υπάρχουν και άλλα πεζά, που τοποθετούνται στα χωριά της Μουργκάνας ή και στην Αθήνα, με πρωταγωνιστές μέτοικους από εκείνα τα μέρη. Σε αυτά, αναβιώνει, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση, η ηπειρώτικη ντοπιολαλιά. Σε τρεις ακόμη ιστορίες, κουβεντιάζουν κοπέλες και γερόντισσες. Δείχνουν σαν πρόσθετα κεφάλαια στη δεύτερη εκτενή αφήγηση, προ πενταετίας, «Σαν το λίγο το νερό». Από τη ντοπιολαλιά, αρκετές είναι οι λέξεις, που η σημασία τους δεν συνάγεται από τα συμφραζόμενα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της αφήγησης το διαφυλάσσει, κυρίως στις μεγαλύτερες ιδιωματικές νησίδες, η ποιητική της γλώσσας. Μαζί με τη γλώσσα, τον τρόπο ζωής, την παρακατιανή θέση της κοπέλας, μέχρι να της δίνουν το παρωνύμιο Διώχνω, όταν τυχαίνει να είναι η τελευταία από έξι κοπέλες πριν το αρσενικό, ο αφηγητής σώζει τα παλαιά ονόματα των χωριών. Πρώτο μεταξύ αυτών, ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα, η Πόβλα, που σήμερα ονομάζεται Αμπελώνας.
Ένα από τα καλύτερα αφηγήματα με επήλυδες εξ επαρχίας είναι «Το νερό της ψυχής». Μπορεί αυτά τα αφηγήματα να μην ράβουν πάντοτε φόρεμα, τουλάχιστον με τα μέτρα και σταθμά ενός αμιγούς διηγήματος, αλλά σκιαγραφούν τύπους παλαιότερων χρόνων. Ένας αντιπροσωπευτικός είναι ο εβδομηντάχρονος, που “πέθανε η γυναίκα του και η κόρη του τον έφερε” από το χωριό εκών άκων στην Αθήνα. Μόνος και έρημος, κρεμασμένος στο τηλέφωνο, επαναλάμβανε: “Το νερό και το ψωμί της ψυχής είναι η επικοινωνία.”
Υπάρχει και ένα πεζό, που θα μπορούσε να είναι κεφάλαιο στο βιβλίο «Τα οπωροφόρα δέντρα της Αθήνας». Ήδη, ο τίτλος του, «Ο καρπουζοκέφαλος σε νέες περιπέτειες», προϊδεάζει για τη διάθεση του συγγραφέα να σπρώξει περαιτέρω τη διακωμώδηση. Όσο, όμως, αυξάνει ο εμπαιγμός του γηγενούς κοινωνικού περίγυρου, τόσο εξωραΐζονται αφηγηματικά, αλλά και προβιβάζονται από κομπάρσοι σε πρωταγωνιστές, οι εξ Αλβανίας ερχόμενοι. Άλλωστε, τέσσερα καινούρια φορέματα, το ένα από αυτά δημοσιευμένο πέρυσι, ράβονται με κουμπιά Αλβανούς. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για συγκεκριμένους τύπους, αλλά μάλλον για κάποιες ψυχολογικές καταστάσεις πίεσης και καταπίεσης. Όπως το πρώτο πέρασμα της συνοριακής γραμμής, το κατά την αντίστροφη πορεία πέρασμα στον επαναπατρισμό, την κακομεταχείριση από Έλληνα αφεντικό ή, ακόμη, τη μεταμφίεση σε Ιταλό προς αποφυγή της απαξίωσης από τη γειτονιά. Φορέματα, που δείχνουν κομμένα και ραμμένα στο πατρόν του πολιτικώς ορθού.
Στον Χρηστοβασίλη αναφέρεται και το καταληκτικό πεζό της συλλογής, «Θελεσουριά», δημοσιευμένο, Αύγουστο 2011. Συγκεκριμένα ανακαλεί το διήγημα του Χρηστοβασίλη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», ένα από τα πολλά των σχολικών αναγνωστικών, δημοτικού και γυμνασίου, που αποσύρθηκαν ολοσχερώς με τη μεταπολίτευση. Εκεί, “σ’ ένα αγνάντιο” καρτέραγε για χρόνια η μάνα το γιο της να γυρίσει από την ξενιτιά, στο ίδιο μέρος που τον είχε αποχαιρετήσει. Αντίστοιχα, στο πεζό, στη “Θελεσουριά”, που είναι “μια ραχούλα με εικονοστάσι τ’ Αϊ-Θανάση”, αποχαιρετούσαν οι συγγενείς όσους έφευγαν από την Πόβλα της Μουργκάνας, κατά τα λεγόμενα της μάνας του συγγραφέα. Κάθε τόπος και «Τ’ Αγνάντεμά» του, για να θυμηθούμε και το διήγημα του δέκα χρόνια μεγαλύτερου του Χρηστοβασίλη, Παπαδιαμάντη. Ή και τους «Κλαψόδεντρούς» του, στην άκρη των κοζανίτικων χωριών, που απαθανατίζουν με τις πρόσφατες ιστορίες τους, οι συνομήλικοι του συγγραφέα, Κατερίνα Μηλιού και Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Εδώ, πρόκειται για μια από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις της πρόσφατης συλλογής, που παρατίθενται με τη χαλαρή αφηγηματική οικονομία μιας ανάμνησης ή, ακριβέστερα, του μνημονικού συμφυρμού περισσότερων περιστατικών. Μια παρόμοια αφήγηση, αλλά διαφορετικής πνοής, καθώς αντλείται από πιο πρόσφατες εικόνες και συναντήσεις, είναι το «Βόλια – μπαρούτι». Ο τίτλος είναι ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος του Βίκτωρος Ουγκώ, «Ελληνόπουλο», για την καταστροφή της Χίου. “Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.”, όπως απέδωσε ο Παλαμάς την απάντηση του παιδιού, που “καθόταν ξυπόλυτο στις ράχες”, μοναχό και θλιμμένο. Στην αφήγηση, η μαθητική ανάμνηση από σχολικό εορτασμό της εθνικής εορτής δεν συγκρατεί το παραμικρό ίχνος από το πνεύμα εθνικής ανάτασης. Αντιθέτως, διανθίζεται με μια ανάμνηση παιδοφιλικής εξωτερίκευσης δασκάλου. Κατά τα άλλα, στο πεζό προβάλλουν με έμφαση οι γνωστές απόλυτες απόψεις του συγγραφέα για το καταπιεστικό σχολικό σύστημα, που το έχει παρομοιάσει με “κρεατομηχανή” και εδώ, με στρατοκρατικό πειθαναγκασμό.
Υπάρχουν και άλλα πεζά, που τοποθετούνται στα χωριά της Μουργκάνας ή και στην Αθήνα, με πρωταγωνιστές μέτοικους από εκείνα τα μέρη. Σε αυτά, αναβιώνει, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση, η ηπειρώτικη ντοπιολαλιά. Σε τρεις ακόμη ιστορίες, κουβεντιάζουν κοπέλες και γερόντισσες. Δείχνουν σαν πρόσθετα κεφάλαια στη δεύτερη εκτενή αφήγηση, προ πενταετίας, «Σαν το λίγο το νερό». Από τη ντοπιολαλιά, αρκετές είναι οι λέξεις, που η σημασία τους δεν συνάγεται από τα συμφραζόμενα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της αφήγησης το διαφυλάσσει, κυρίως στις μεγαλύτερες ιδιωματικές νησίδες, η ποιητική της γλώσσας. Μαζί με τη γλώσσα, τον τρόπο ζωής, την παρακατιανή θέση της κοπέλας, μέχρι να της δίνουν το παρωνύμιο Διώχνω, όταν τυχαίνει να είναι η τελευταία από έξι κοπέλες πριν το αρσενικό, ο αφηγητής σώζει τα παλαιά ονόματα των χωριών. Πρώτο μεταξύ αυτών, ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα, η Πόβλα, που σήμερα ονομάζεται Αμπελώνας.
Ένα από τα καλύτερα αφηγήματα με επήλυδες εξ επαρχίας είναι «Το νερό της ψυχής». Μπορεί αυτά τα αφηγήματα να μην ράβουν πάντοτε φόρεμα, τουλάχιστον με τα μέτρα και σταθμά ενός αμιγούς διηγήματος, αλλά σκιαγραφούν τύπους παλαιότερων χρόνων. Ένας αντιπροσωπευτικός είναι ο εβδομηντάχρονος, που “πέθανε η γυναίκα του και η κόρη του τον έφερε” από το χωριό εκών άκων στην Αθήνα. Μόνος και έρημος, κρεμασμένος στο τηλέφωνο, επαναλάμβανε: “Το νερό και το ψωμί της ψυχής είναι η επικοινωνία.”
Υπάρχει και ένα πεζό, που θα μπορούσε να είναι κεφάλαιο στο βιβλίο «Τα οπωροφόρα δέντρα της Αθήνας». Ήδη, ο τίτλος του, «Ο καρπουζοκέφαλος σε νέες περιπέτειες», προϊδεάζει για τη διάθεση του συγγραφέα να σπρώξει περαιτέρω τη διακωμώδηση. Όσο, όμως, αυξάνει ο εμπαιγμός του γηγενούς κοινωνικού περίγυρου, τόσο εξωραΐζονται αφηγηματικά, αλλά και προβιβάζονται από κομπάρσοι σε πρωταγωνιστές, οι εξ Αλβανίας ερχόμενοι. Άλλωστε, τέσσερα καινούρια φορέματα, το ένα από αυτά δημοσιευμένο πέρυσι, ράβονται με κουμπιά Αλβανούς. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για συγκεκριμένους τύπους, αλλά μάλλον για κάποιες ψυχολογικές καταστάσεις πίεσης και καταπίεσης. Όπως το πρώτο πέρασμα της συνοριακής γραμμής, το κατά την αντίστροφη πορεία πέρασμα στον επαναπατρισμό, την κακομεταχείριση από Έλληνα αφεντικό ή, ακόμη, τη μεταμφίεση σε Ιταλό προς αποφυγή της απαξίωσης από τη γειτονιά. Φορέματα, που δείχνουν κομμένα και ραμμένα στο πατρόν του πολιτικώς ορθού.
Τα πολύτιμα κουμπιά
Απομένει ένα σώμα είκοσι πεζών, με κουμπιά που κερδίζουν το ενδιαφέρον, αλλά, ίσως, μερικά από τα φορέματα που ράφτηκαν για χάρη τους, να απαιτούσαν περισσότερη προσοχή στο φινίρισμα. Θεματικά συγγενεύουν με παλαιότερες ιστορίες του Δημητρίου. Λ.χ., «Ο διορισμός» θυμίζει διηγήματα από τις δυο πρώτες συλλογές διηγημάτων, που αντλούσαν έμπνευση από συμβάντα στον τομέα καθαριότητας του Δήμου Αθηναίων. Το συγκεκριμένο κουμπί είναι και επίκαιρο, καθώς δίνει μια πρωτότυπη εκδοχή στη σεξουαλική πλευρά του δούναι και λαβείν για έναν διορισμό στο Δημόσιο. Με πιο πρόσφατα διηγήματα συγγενεύουν δυο πεζά, που τοποθετούνται παρά θίν’ αλός, στις παράπλευρες παραλίες Φλοίσβου και Αλίμου. Ο αφηγητής του Δημητρίου, εκτός από την τρέλα του για τα οπωροφόρα των αθηναϊκών συνοικιών, νιώθει σχεδόν ερωτικά με τη θάλασσα. Στο διήγημα «Προσφυγάκια», πληθαίνουν οι χαρακτηριστικοί τύποι. Τόσα κουμπιά σε ένα φόρεμα, και ραμμένα κοντά κοντά, μέχρι να μπλέκονται τα μοτίβα τους, και το φόρεμα αδικούν και εκείνα πάνε στράφι. Θα μπορούσε ο συγγραφέας να επανέλθει. Άλλωστε το γκριζογάλαζο ψάρι, που του έδωσε έναν άσχετο θεματικά αλλά τόσο ωραίο τίτλο, μπορεί να του δώσει κι άλλους πρωτότυπους τίτλους, καθώς το αποκαλούν και γουρλομάτα και τσιμπλάκι. Στο δεύτερο διήγημα, ο τίτλος, «Η βαρβαρότητα του γένους», είναι όχι μόνο ωραίος αλλά και πλαγίως περιπαικτικός. Εδώ, το διήγημα επιτεύχθηκε.
Μέσα στη θεματική του συγγραφέα, οι παράξενοι τύποι ανθρώπων, άλλοτε μονόχνοτοι κι άλλοτε αποσυνάγωγοι, κάποτε και τα δυο μαζί, είναι από τα πολύτιμα κουμπιά, ανεξάρτητα του φορέματος που προκύπτει. Στο «Μόσχος και κανέλα» επιτυγχάνεται ο ασυνήθης στη διηγηματογραφία του Δημητρίου συγκερασμός του ιλαρού με το μορφικά εντελές. Ενώ, στο «Ξένο οστούν», τα δάνεια από διαβάσματα και η σώρευση άσχετων παθολογικών συμπτωμάτων θολώνουν το αποτέλεσμα. Ενώ ο χαρισματικός τύπος στο πεζό «Η ομορφιά της απώλειας» μόλις που σκιαγραφείται, παραπέμποντας στον χαρακτηριστικό νάρκισσο ήρωα του Ανδρέα Μήτσου.
Ένα από τα προσφιλή θέματα του Δημητρίου είναι το στενό δέσιμο του γονιού με το παιδί του. Του πατέρα με το γιο αναδεικνύεται στο προτασσόμενο, «Η σημαδούρα», όπου το φόρεμα θα βελτιωνόταν με αφαίρεση ή, έστω, μετριασμό του καταληκτικού δραματικού τόνου. Το δέσιμο μάνας-γιου, μέσα από την οπτική του γιου, είναι το θέμα σε τουλάχιστον δυο διηγήματα, παρεισφρέοντας ως δευτερεύον και σε άλλα. Το ένα, «Η οδοντόβουρτσα», πιθανώς και χάρις στη διαλογική μορφή, αποκτά τη δραστικότητα, που αναμένεται από ένα διήγημα. Το άλλο, «Οι κύκλοι της ζωής», στρέφεται γύρω από το πρόβλημα του άγαμου, που βρίσκεται έρμαιο στο κουτσομπολιό του μικρού περίγυρου. Nα σημειώσουμε πως, για πρώτη φορά, ο Δημητρίου περιγράφει και θαύματα Αγίων στα πεζά του. Μάλιστα, τη δεύτερη φορά, στο διήγημα, «Η λαμπάδα», φαίνεται να πατάει στα βήματα του Παπαδιαμάντη. Όπως σε εκείνου «Το νησί της Ουρανίτσας», έτσι και εδώ, μια νιόπαντρη ζει με την πεθερά, καθώς ο άντρας της στη βδομάδα πάνω μετά το γάμο έφυγε στα ξένα. Και σε αυτήν τυχαίνει ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, χωρίς όμως αυτοκτονία. Γίνεται το θαύμα εγκαίρως, για να έχει η ιστορία χάπυ εντ.
Από τα καινούρια θέματα είναι η αγαμία και με τις δυο όψεις της. Τα πάθη του γεροντοπαλίκαρου διεκτραγωδούνται σε δυο διηγήματα, «Το κουμπί και το φόρεμα» και «Μεγάλε Μπίλυ», προκρίνοντας μορφικά την παράταξη συμβάντων. Στο δεύτερο, η κατάληξη κλείνει τον κύκλο ζωής όχι μόνο του Τσίλυ Δήμου αλλά και ολόκληρου του χωριού. Από ζωντανή κοινότητα, σχεδόν ερημώνει, με τις επόμενες γενιές, σκόρπιες ανά τον κόσμο, να συναντιούνται στο Διαδίκτυο αντί στο καφενείο των παππούδων τους. Σε ένα τρίτο πεζό, «Μην πράττεις ό,τι δεν μπορείς να πεις», το συνοικέσιο φέρνει έστω και με καθυστέρηση τη λύση, μόνο το φόρεμα μένει σαν ημιτελές, με μετέωρη την ψυχογράφηση. Σε αντίστιξη, πάντως, υπάρχουν δυο πεζά γύρω από τα πάθη του συζυγικού ή και γενικώς ερωτικού δεσμού: το «Τοποτηρητής ή πατριάρχης» και το ευρηματικό «Τρεις αυγουλιέρες και παραλίγο τέσσερις». Μένουμε με την εντύπωση πως αυτό το δεύτερο το έχουμε διαβάσει, καίτοι από τα ανέκδοτα. Την ίδια εντύπωση του γνωστού μας δημιουργεί και το «Η βοήθεια της Παναγίας».
Η άλλη όψη της αγαμίας, αυτή της σεξουαλικής στέρησης, κυρίως του ανικανοποίητου, που αναζητά το διαφορετικό, πολιορκείται σε τέσσερα διηγήματα. Το πρώτο, «Καρφί με καρφί», ξεκινά με μια πυκνή σελίδα περί ερωτικής εμμονής, που προετοιμάζει για τα καλύτερα. Όταν, όμως, εστιάζει στη συγκεκριμένη εμμονή του ήρωα, το απίθανο του ευρήματος αποδυναμώνει την αφήγηση. Στο επόμενο, «Γλύκα στα γόνατα», η εμμονή δεν ξενίζει, ενώ η εμπλοκή του ψυχίατρου αναδεικνύει το πόσο δύσκολη είναι η εκλογίκευση των ερωτικών ερεθισμάτων. Κάτι που φανερώνεται ευκρινέστερα στο επόμενο, το «Τι κρίμα». Και απομένει, «Το μένος των σωμάτων», όπου η εμμονή παίρνει την ολοκληρωμένη μορφή του πάθους και το πεζό του διηγήματος.
Να σημειώσουμε ότι οι συγγραφείς, σχολιασμούς σαν τον δικό μας, τους αποκαλούν φιλολογισμούς και τους απορρίπτουν. Ακόμη και οι καλύτεροι θέλουν να τους βαθμολογείς. Δεν αποδέχονται, μάλλον δεν καταδέχονται, τη συνομιλία με τον κριτικό. Αλλά και ο κριτικός, όταν βλέπει παραπαίοντα τον συγγραφέα, νιώθει σχεδόν υποχρέωσή του να το επισημάνει.
Μέσα στη θεματική του συγγραφέα, οι παράξενοι τύποι ανθρώπων, άλλοτε μονόχνοτοι κι άλλοτε αποσυνάγωγοι, κάποτε και τα δυο μαζί, είναι από τα πολύτιμα κουμπιά, ανεξάρτητα του φορέματος που προκύπτει. Στο «Μόσχος και κανέλα» επιτυγχάνεται ο ασυνήθης στη διηγηματογραφία του Δημητρίου συγκερασμός του ιλαρού με το μορφικά εντελές. Ενώ, στο «Ξένο οστούν», τα δάνεια από διαβάσματα και η σώρευση άσχετων παθολογικών συμπτωμάτων θολώνουν το αποτέλεσμα. Ενώ ο χαρισματικός τύπος στο πεζό «Η ομορφιά της απώλειας» μόλις που σκιαγραφείται, παραπέμποντας στον χαρακτηριστικό νάρκισσο ήρωα του Ανδρέα Μήτσου.
Ένα από τα προσφιλή θέματα του Δημητρίου είναι το στενό δέσιμο του γονιού με το παιδί του. Του πατέρα με το γιο αναδεικνύεται στο προτασσόμενο, «Η σημαδούρα», όπου το φόρεμα θα βελτιωνόταν με αφαίρεση ή, έστω, μετριασμό του καταληκτικού δραματικού τόνου. Το δέσιμο μάνας-γιου, μέσα από την οπτική του γιου, είναι το θέμα σε τουλάχιστον δυο διηγήματα, παρεισφρέοντας ως δευτερεύον και σε άλλα. Το ένα, «Η οδοντόβουρτσα», πιθανώς και χάρις στη διαλογική μορφή, αποκτά τη δραστικότητα, που αναμένεται από ένα διήγημα. Το άλλο, «Οι κύκλοι της ζωής», στρέφεται γύρω από το πρόβλημα του άγαμου, που βρίσκεται έρμαιο στο κουτσομπολιό του μικρού περίγυρου. Nα σημειώσουμε πως, για πρώτη φορά, ο Δημητρίου περιγράφει και θαύματα Αγίων στα πεζά του. Μάλιστα, τη δεύτερη φορά, στο διήγημα, «Η λαμπάδα», φαίνεται να πατάει στα βήματα του Παπαδιαμάντη. Όπως σε εκείνου «Το νησί της Ουρανίτσας», έτσι και εδώ, μια νιόπαντρη ζει με την πεθερά, καθώς ο άντρας της στη βδομάδα πάνω μετά το γάμο έφυγε στα ξένα. Και σε αυτήν τυχαίνει ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, χωρίς όμως αυτοκτονία. Γίνεται το θαύμα εγκαίρως, για να έχει η ιστορία χάπυ εντ.
Από τα καινούρια θέματα είναι η αγαμία και με τις δυο όψεις της. Τα πάθη του γεροντοπαλίκαρου διεκτραγωδούνται σε δυο διηγήματα, «Το κουμπί και το φόρεμα» και «Μεγάλε Μπίλυ», προκρίνοντας μορφικά την παράταξη συμβάντων. Στο δεύτερο, η κατάληξη κλείνει τον κύκλο ζωής όχι μόνο του Τσίλυ Δήμου αλλά και ολόκληρου του χωριού. Από ζωντανή κοινότητα, σχεδόν ερημώνει, με τις επόμενες γενιές, σκόρπιες ανά τον κόσμο, να συναντιούνται στο Διαδίκτυο αντί στο καφενείο των παππούδων τους. Σε ένα τρίτο πεζό, «Μην πράττεις ό,τι δεν μπορείς να πεις», το συνοικέσιο φέρνει έστω και με καθυστέρηση τη λύση, μόνο το φόρεμα μένει σαν ημιτελές, με μετέωρη την ψυχογράφηση. Σε αντίστιξη, πάντως, υπάρχουν δυο πεζά γύρω από τα πάθη του συζυγικού ή και γενικώς ερωτικού δεσμού: το «Τοποτηρητής ή πατριάρχης» και το ευρηματικό «Τρεις αυγουλιέρες και παραλίγο τέσσερις». Μένουμε με την εντύπωση πως αυτό το δεύτερο το έχουμε διαβάσει, καίτοι από τα ανέκδοτα. Την ίδια εντύπωση του γνωστού μας δημιουργεί και το «Η βοήθεια της Παναγίας».
Η άλλη όψη της αγαμίας, αυτή της σεξουαλικής στέρησης, κυρίως του ανικανοποίητου, που αναζητά το διαφορετικό, πολιορκείται σε τέσσερα διηγήματα. Το πρώτο, «Καρφί με καρφί», ξεκινά με μια πυκνή σελίδα περί ερωτικής εμμονής, που προετοιμάζει για τα καλύτερα. Όταν, όμως, εστιάζει στη συγκεκριμένη εμμονή του ήρωα, το απίθανο του ευρήματος αποδυναμώνει την αφήγηση. Στο επόμενο, «Γλύκα στα γόνατα», η εμμονή δεν ξενίζει, ενώ η εμπλοκή του ψυχίατρου αναδεικνύει το πόσο δύσκολη είναι η εκλογίκευση των ερωτικών ερεθισμάτων. Κάτι που φανερώνεται ευκρινέστερα στο επόμενο, το «Τι κρίμα». Και απομένει, «Το μένος των σωμάτων», όπου η εμμονή παίρνει την ολοκληρωμένη μορφή του πάθους και το πεζό του διηγήματος.
Να σημειώσουμε ότι οι συγγραφείς, σχολιασμούς σαν τον δικό μας, τους αποκαλούν φιλολογισμούς και τους απορρίπτουν. Ακόμη και οι καλύτεροι θέλουν να τους βαθμολογείς. Δεν αποδέχονται, μάλλον δεν καταδέχονται, τη συνομιλία με τον κριτικό. Αλλά και ο κριτικός, όταν βλέπει παραπαίοντα τον συγγραφέα, νιώθει σχεδόν υποχρέωσή του να το επισημάνει.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/7/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου