"Το Νόημα"
Κωμωδία
Πράξη πρώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη
Νοέμβριος 2007
Eνα πρώτο βιβλίο πεζογραφίας, σαράντα χρόνια μετά την "Ενηλικίωση" και αφού, ενδιαμέσως, εκδόθηκαν δέκα ποιητικά και δυο θεατρικά. Αν και, από μια άποψη, ως μονόλογος, όπως και εκείνος ο παλαιός "Κλόουν", θα μπορούσε κι αυτό να ενταχθεί στα θεατρικά, άλλωστε φέρει τον, υποτίθεται, διευκρινιστικό υπότιτλο, "κωμωδία", ωστόσο, η προσθήκη, "πράξη πρώτη", προϊδεάζει για την ειρωνική διάθεση. Ένας μονόλογος, που εκκινεί από την αναζήτηση νοήματος στη ζωή, για να καταλήξει σε σαρωτικό ξέσπασμα, που δηλώνει θυμό. Τελικά, ένας ακόμη τρόπος για να εκφραστεί η υπαρξιακή αγωνία, που ριζώνει στο φόβο του θανάτου, και ως συνέχεια στο διάλογο με φίλη τού, προ διετίας, "Κήπου", εξαιρετικά αφιερωμένου, μέσω του μότο και των χωνεμένων στίχων, στην ποιήτρια Αλόη Σιδέρη, γραμμένο μετά το θάνατό της. Να θυμίσουμε, παρεμπιπτόντως, πως η Αλόη Σιδέρη, που έμεινε στα παραλειπόμενα της ιστορίας της λογοτεχνίας, υπήρξε μια ιδιόρρυθμη φεμινίστρια, που έφερε στην καθομιλουμένη την Άννα Κομνηνή και μαζί, κάποια σημαντικά κείμενα της ξένης λογοτεχνίας. Πέθανε πριν τέσσερα χρόνια, στις 8 Μαρτίου 2004, συμπτωματικά, κατά την ημέρα την εορταζόμενη ως ημέρα των γυναικών.
Από το "Επέκεινα" και το θάνατο των προσφιλών άρχεται η νεαρή Λαϊνά, για να φθάσει, ώριμη πλέον, στην άρνηση της άλλης ζωής και την αποδοχή του θανάτου του ανθρώπου, "του σκέτου θανάτου", με την άλλοτε λυρική φωνή να γίνεται κοροϊδευτική, αγγίζοντας, στις κορυφώσεις της, τη χλεύη. Πάσχον το υποκείμενο του μονολόγου, υφαίνει έναν ρέοντα λόγο, με αντιστίξεις και διακυμάνσεις έντασης, με ιλαρές αποστροφές και οργισμένες εκτονώσεις. Λόγος φαινομενικά πλατειαστικός, εντέχνως, ωστόσο, εστιασμένος, με επαναλήψεις και ποικίλα παραθέματα βιβλικά και δυτικής σοφίας, με λεξιλόγιο καθημερινό, κάποτε και λαϊκότροπο, όταν επιζητά να λειτουργήσει ως αστεϊσμός.
Εκ προοιμίου, η Μαρία Λαϊνά δηλώνει πως ο μονόλογος γράφεται με τον τρόπο του Τόμας Μπέρνχαρντ, που χαρακτηρίστηκε αρνητικός συγγραφέας, όπερ μεθερμηνευόμενο, μηδενιστής και απαισιόδοξος. 1/4ντας Αυστριακός ο Μπέρνχαρντ, έβρισε την Αυστρία και τους Αυστριακούς, αν και μέσω αυτών "έβρισε τη μοχθηρία και την υποκρισία και τη χυδαιότητα και την αμβλύνοια σ' όλο τον κόσμο". Ενώ, η Λαϊνά, όντας Ελληνίδα, περιλαβαίνει τους Έλληνες, "με τις σαγιονάρες και τη φόρμα", "με το συρματόπλεγμα και το οπλισμένο σκυρόδεμα", "με το υπερυψούμενο χυδαίο τριώροφο στην κορυφογραμμή και στην ακροθαλασσιά".
Αν και πολύ περισσότερο την οργίζουν ή μάλλον ακριβέστερα, οργίζουν τον αφηγητή του μονολόγου οι αποκαλούμενοι πνευματικοί άνθρωποι και εν μέσω αυτών, οι απροκάλυπτα επιδειξιομανείς γραφιάδες. 1/4πως σαρκαστικά παρατηρεί, οι συγγραφείς ζουν με τη φιλοδοξία, ολόκληρη η ανθρωπότητα κάποτε να αποθεώσει το έργο τους. Αν και παριστάνουν πως γράφουν, αναζητώντας το νόημα της ζωής, το μόνο που στην πραγματικότητα τους ενδιαφέρει είναι να εντυπωσιάσουν, αποκαλύπτοντας στο κοινό τον εσωτερικό κόσμο τους, γι' αυτό και βυθίζονται εις εαυτόν προς εντοπισμό των παιδικών τους τραυμάτων. Οπότε, μαζί με τους πολλούς και οι συγγραφείς καταλήγουν στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή. Κάπως έτσι, συνειρμικά και πλαγίως, φθάνει ο αφηγητής στο κομβικό σημείο του μονολόγου, που είναι η ψυχανάλυση. Ίσως και πρωταρχικός στόχος του, κι ας θολώνει εισαγωγικά και ακόμη, εν κατακλείδι, τα νερά.
Τον Σεπτέμβριο του 2005, εκδόθηκε στο Παρίσι "Η Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης", η οποία μεταφράστηκε στα ελληνικά τάχιστα και κυκλοφόρησε πέρυσι τον Ιανουάριο, κατά την εκπνοή του έτους Φρόϋντ, όπως είχε ανακηρυχθεί το 2006, διεθνώς ή ορθότερα παγκοσμίως, δεδομένου ότι η ψυχανάλυση έχει πλέον εισχωρήσει ακόμη και στον αραβικό κόσμο και έπεται συνέχεια. Μετά τη γνωστή "Μαύρη Βίβλο του κομμουνισμού", αυτή της ψυχανάλυσης έρχεται να αμφισβητήσει στο ίδιο της το λίκνο, τη Γαλλία, το κύρος της μεθόδου, χωρίς, ωστόσο, να κλείνει τα παράθυρα σε σύμπασες τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, όπως πράττει ο ανελέητος αφηγητής του μονολόγου. Ένα πεζό καταπέλτης κατά της ψυχανάλυσης, που θα άξιζε να συμπεριληφθεί στη "Μαύρη Βίβλο", ως κατ' εξοχήν κείμενο "μαύρης" αντίδρασης, όπως αναμφιβόλως θα το χαρακτήριζαν οι πολυπληθείς θιασώτες του Φρόϋντ και γενικότερα, της μεθόδου του.
Απολαυστικές οι σελίδες, που σατιρίζουν τις συνεδρίες ψυχανάλυσης, τον προκαθορισμένο τρόπο που κάθονται ψυχαναλυόμενος και ψυχαναλυτής, το αυστηρό τυπικό που διέπει την απεραντολογία του ενός και την εσκεμμένη σιωπή του άλλου, το ακριβές της διάρκειας εκάστης συνεδρίας, το σαρανταπεντάλεπτο έναντι του μακροχρόνιου και ακριβοπληρωμένου της όλης θεραπευτικής διαδικασίας, κυρίως, όμως, τις φρούδες ελπίδες και τον χαμένο χρόνο. Ωστόσο, ο ίδιος ο Φρόϋντ μνημονεύεται με συγκατάβαση, ενώ οι τόνοι ανεβαίνουν όταν ανακαλείται η περίπτωση ενός Ιβάν Γιάλομ, τον οποίο το πανελλήνιο υποδέχτηκε μετά φανών και λαμπάδων, όπως, άλλωστε, συνηθίζεται για κάθε εισαγόμενη αυθεντία. Εν κατακλείδι, ο αφηγητής ξεσπαθώνει εναντίον ψυχαναλυτών, σχολών και ποικιλώνυμων εταιρειών. Δεν πρόκειται, όμως, για έναν Δον Κιχώτη, όπως εκείνον στο πεζό της Αλόης Σιδέρη, που πάσχιζε να σώσει όσα χάθηκαν για πάντα. Ο αφηγητής, που πλάθει η Λαϊνά, είναι ένας απελπισμένος, που κατοικεί σε μια ρημαγμένη χώρα, οργισμένος με την απανθρωπιά των συμπατριωτών του, τελικά, όμως, μάλλον γενικότερα, με την κατάντια του έμβιου όντος που αποκαλείται άνθρωπος και που από πρωτεύον θηλαστικό, homo erectus, homo faber, homo sapiens, κατέληξε homullus στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή ή έστω, της τηλεόρασης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου