Αστέρης Ν. Μαυρουδής
«Η κλεψιά»
Εκδόσεις Θερμαϊκός
Ιανουάριος 2014
Το πρώτο βιβλίο του Αστέρη Μαυρουδή είναι μία δεύτερη ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, που περνάει το φράγμα του Ολύμπου. Στο κλεινόν άστυ, παρόμοιες εκπλήξεις δεν φαίνεται να είναι και τόσο ευπρόσδεκτες. Η πρωτεύουσα προτιμά να εμφανίζεται ως αυτάρκης, ασχέτως αν τροφοδοτείται από την επαρχία, εκμεταλλευόμενη την ελκτική δύναμη των Φώτων της δημοσιότητας που συγκεντρώνει. Διότι Τύπος της Ελλάδας σημαίνει αθηναϊκές εφημερίδες, συν τις λοιπές, που είναι μικρής κυκλοφορίας και τοπικής εμβέλειας. Παρομοίως, ο εκδοτικός χώρος είναι οι εκδοτικοί οίκοι με έδρα την Αθήνα, συν οι λοιποί, που είναι μικρής παραγωγής και τοπικής απήχησης. Γι’ αυτό και ισχύει το όσοι πιστοί προσέλθετε. Μόλις ένας κάτοικος της λοιπής Ελλάδας βρει “άκρες” σε αθηναϊκό εκδοτικό οίκο, σπεύδει. Πρόσφατα, με την ευρύτερη διάδοση των εκδόσεων “ιδίοις αναλώμασιν”, σπεύδει και όποιος στερείται διασυνδέσεων. Όπως και ο Αθηναίος συγγραφέας, ζητά κι αυτός να πληροφορηθεί τα “πακέτα προσφορών” των αθηναϊκών οίκων. Σήμερα πλέον, πέραν της εκτύπωσης, ένα πλήρες εκδοτικό “πακέτο” υπόσχεται διαφήμιση του προϊόντος, με ό,τι αυτή προβλέπει, από προβολή στα ΜΜΕ μέχρι βραδιά με επώνυμους ομιλητές. Κάπως έτσι εξαφανίστηκαν οι συλλογικές έννοιες, όπως λογοτεχνία Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Επτανήσου, και έμειναν μόνο συγγραφείς Θεσσαλονικείς, Καβαλιώτες, Επτανήσιοι.
Μέχρι επηρεασμό των κριτικών επιτροπών βραβεύσεων μπορεί να περιλαμβάνει αυτό το “πακέτο”. Παλαιότερα, όταν κατήρτιζαν τις κριτικές επιτροπές των βραβείων λογοτεχνίας, προέβλεπαν και κάποιο Θεσσαλονικιό για να υποστηρίζει Βορειοελλαδίτες. Σήμερα, αυτή η συνήθεια έχει ατονήσει. Ίσως γιατί οι νεότεροι Θεσσαλονικείς είναι μικρότερου βεληνεκούς. Πάντως, η καταγωγή ενός μέλους μίας οιασδήποτε επιτροπής βραβεύσεων ή άλλων επιλογών καθίσταται συχνά ευδιάκριτη από τα αποτελέσματα. Αιφνιδιαστικά, εν μέσω των Αθηναίων, ξεφυτρώνουν κάτοικοι της άλφα ή της βήτα περιοχής, όταν ο λόγος του διαμεσολαβητή διαθέτει κύρος. Αν και ο επιτετραμμένος σε μία οποιαδήποτε επιτροπή βρίσκεται, κατά κανόνα, προ δύσκολων αποφάσεων, καθώς έχει να συμβιβάσει διαφορετικές ροπές. Πέραν της εντοπιότητας, έχουν αυξηθεί οι εκδοτικές δοσοληψίες, ενώ παραμένουν ισχυρές οι ιδεολογικές συνάφειες και προφανώς, οι προσωπικές σχέσεις. Ο τελευταίος αυτός παράγων, πολλές φορές, λειτουργεί εμφανέστερα στις περιπτώσεις αποκλεισμού ενός υποψηφίου. Είναι σχεδόν αποδεδειγμένο, ότι πολλαπλώς ισχυρότερη μίας φιλίας αποβαίνει μία σχέση εμπάθειας. Βεβαίως, υπάρχουν και τα λογοτεχνικά κριτήρια, μόνο που αυτά ακολουθούνται σε ένα μικρότερο σύνολο υποψηφίων, το οποίο έχει προκύψει με βάση όλα τα προηγούμενα.
Τα διηγήματα του Μαυρουδή έρχονται από έναν κάπως ιδιόμορφο εκδοτικό οίκο. Οι εκδόσεις Θερμαϊκός, παρότι παρακλάδι των εκδόσεων Ιανός, παραμένουν τοπική υπόθεση. Στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν και εκεί παρουσιάζονται, με παρουσιαστές μπορεί επώνυμους και για τα αθηναϊκά μέτρα, αλλά Βορειοελλαδίτες. Ούτε αθηναϊκή βραδιά προβλέπεται ούτε προώθηση στους κριτές εφημερίδων και βραβεύσεων. Κι ας συχνάζουν πολλοί από αυτούς στο Καφέ Ιανός, που λέγεται ότι είναι το μεγαλύτερο εν Αθήναις εκδοτικού οίκου. Για παράδειγμα, η συλλογή διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη, που κυκλοφόρησε προ διετίας από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, έμεινε στο ράφι του Ιανού. Ούτε κριτικές έλαβε ούτε σε καμία βραχεία λίστα διηγήματος ή έστω, πρωτοεμφανιζόμενου συμπεριλήφθηκε. Παρότι το 2011 δεν ήταν “μία ιδιαίτερα καρποφόρα χρονιά”, για να αντιγράψουμε μια φράση κλισέ του σκεπτικού κριτικών επιτροπών.
Παρθενική θα χαρακτηριζόταν η πρώτη εμφάνιση του Μαυρουδή, καθώς κανένα από τα 17 πεζά του βιβλίου δεν έχει δημοσιευθεί σε κάποιο έντυπο. Μόνο το πρώτο στη σειρά παράταξης, «Άζυμη καλαμποκίσια πίτα», απέσπασε έπαινο στον 5ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος «Δημήτριος Βικέλας», με έδρα τη Βέροια, του 2012. Στον ίδιο Διαγωνισμό του 2008, το δεύτερο βραβείο είχε απονεμηθεί στον Ιάκωβο Ανυφαντάκη. Τα πεζά της συλλογής, όπως και εκείνα του Κοψαχείλη, τοποθετούνται στον τόπο του. Στα ΝΔ της Θεσσαλονίκης του Κοψαχείλη, που γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας, προς τα ανατολικά του Μαυρουδή, που “μεγάλωσε στο Αδάμ και ζει στη Σουρωτή”, σύμφωνα με τα βιογραφικά στα βιβλία τους. Με αθηναϊκά κριτήρια, αυτό το στοιχείο εντοπιότητας συγκαταλέγεται στα μειονεκτήματα. Και βεβαίως, επιτείνεται, όταν απουσιάζει η διακειμενικότητα με την ξένη λογοτεχνία. Γεγονός μη αναμενόμενο στην περίπτωση του Μαυρουδή, καθώς φοίτησε σε Σχολή Δημιουργικής Γραφής και μάλιστα, τη μόνη πανεπιστημιακού επιπέδου. Ευτυχώς, δεν μολύνθηκε. Ούτε το ύφος δασκάλου μιμήθηκε ούτε θεωρίες προσπάθησε να εφαρμόσει. Τα ίχνη περιορίστηκαν σε τρεις αφιερώσεις και ευχαριστίες, σύγγνωστες ανασφάλειες πρωτοεμφανιζόμενου.
Το κυρίως σώμα του βιβλίου του το αποτελούν διηγήσεις, στις οποίες παρεμβάλλονται τρία ιστορικοφανή πεζά, μάλλον σαν αφηγηματικοί πειραματισμοί πάνω σε γνωστό καμβά. Άλλες διηγήσεις μένουν στη χαλαρή μορφή της ιστορίας κι άλλες αποκτούν την αρτιότητα του διηγήματος. Σε όλες, όμως, υπάρχει αφηγηματική οικονομία. Στις περισσότερες, ο αφηγητής δεν μετέχει στα ανιστορούμενα. Παραμένει στη θέση του αυτόπτη μάρτυρα, που στολίζει την εξιστόρησή του με κάποια παρατήρηση, αλλά χωρίς να προδιαθέτει για τα δίκια των εμπλεκόμενων. Μικρές προτάσεις, κοφτές, με το βάρος στο ρήμα και το ουσιαστικό. Διεξοδικές είναι οι περιγραφές πραγμάτων και καταστάσεων. Ενώ, τα αισθήματα δεν κατονομάζονται, υποδηλώνονται ωστόσο έντονα, καθώς αφορούν ναυαγισμένους έρωτες και θανάτους. Παραστατικός λόγος, αλλά καθόλου γλαφυρός. Λείπουν τα επίθετα. Αντί αυτών, την εικόνα την συμπληρώνουν οι παρομοιώσεις. Το ρυθμό κρατούν οι στιχομυθίες στη ντοπιολαλιά. Ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται τις παρανοήσεις, που αυτή προκαλεί, για να χρωματίσει με νότες ευθυμίας την αφήγηση.
Οι διηγήσεις εστιάζουν σε έναν τόπο μικρής σχετικά έκτασης, ενώ απλώνονται σε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό βάθος. Στις χαμηλές πλαγιές της ορεινής ζώνης ανάμεσα σε Χορτιάτη και Χολομώντα, με κέντρο το χωριό Αδάμ και τον γύρω κάμπο του, μέχρι το βάλτο, που υπήρχε στα βορειοανατολικά. Ένα διήγημα έχει τον τίτλο «Βάλτος» και τοποθετείται στη Βάλτα, όπως αποκαλούσαν τη μοναδική λίμνη του χωριού. Ήταν ο τροφοδότης τους σε ψάρια και πρώτες ύλες για τις ψάθες, που εμπορεύονταν. Ουσιαστικά, πρόκειται για αφήγηση της ζωής στο βάλτο ή, ακριβέστερα, της εκεί δύσκολης δουλειάς. Από τα κάπως πρωτόγονα, με μία σημερινή οπτική, ρούχα που χρησιμοποιούσαν, μέχρι τις ελογενείς ταλαιπωρίες· κουνούπια, βδέλλες, παγωμένο νερό. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να το πει λαογραφικό υλικό. Μάλιστα, το εισαγωγικό μέρος του διηγήματος θα χαρακτηριζόταν μέχρι και ηθογραφικό, καθώς αναφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, που γινόταν ζευγαρωτά με εκείνο της Αγίας Παρασκευής.
Ο συγγραφέας, όμως, ξεδιαλέγει τι θα χρησιμοποιήσει από τον προσφερόμενο πλούτο, που θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε πλατειαστικές, αλλά πιθανώς και ενδιαφέρουσες αφηγήσεις. Μόνο που εκείνες θα είχαν θέση σε συλλογές προφορικής Ιστορίας. Το διήγημα θέλει ακρίβεια στη δοσολογία. Αυτό φαίνεται να το κατορθώνει ο Μαυρουδής. Δημιουργεί ευκρινείς εικόνες, καθόλου στατικές, που δένονται σε μία δυναμική αλληλουχία καταστάσεων. Εκείνο που απουσιάζει, είναι οι εξάρσεις ενός παραμυθά συγγραφέα, όταν, λ.χ., αντικρίζει τα γριβάδια της Βάλτας. Αναφέρουμε τα γριβάδια, γιατί τα έχουμε ταυτίσει, όπως και τους γουλιανούς, με βορειοελλαδίτικες διηγήσεις. Ας όψονται τα διηγήματα του συνομήλικου του Μαυρουδή, Θεσσαλονικιού Γιώργου Σκαμπαρδώνη, αλλά και το πρόσφατο «Αυτοκόλλητο» του νεόκοπου Γιάννη Παλαβού από το Βελβεντό Κοζάνης.
Στο χωριό του Μαυρουδή, το Αδάμ, τοποθετούνται τα περισσότερα διηγήματα, όμως ο τόπος εκτείνεται μακρύτερα, μέχρι τον Αϊ-Αντώνη, ακολουθώντας κατ’ αντίστροφη πορεία την τεθλασμένη Σουρωτή, Ανθεμούντας, Λιβάδι, Πετροκέρασα, Αδάμ. Όπως συμβαίνει στο διήγημα «Το ταξίδι». Είναι η διαδρομή που ακολουθεί ο δωδεκάχρονος Νικολάκης, “προστάτης οικογενείας” από τα εννιά, που ταξιδεύει με τη “γαϊδουρίτσα” του στα γειτονικά χωριά για να πουλήσει τις ψάθες. Τον πιάνει η βροχή και το παράπονο μπαίνοντας στη Σουρωτή. Εκεί τον φιλοξενούν Σαρακατσαναίοι. Ο νοικοκύρης προβάλλει σωστός “γίγαντας” και συμπονετικός, καθώς καταλύει τη νηστεία, παραμονή της Παναγούδας, χάρις στον ξενηστικωμένο Νικολάκη. Ο συγγραφέας και εδώ, δεν απλώνει την αφήγηση με μία παρέκβαση, εκμεταλλευόμενος την αναφορά στην Παναγούδα Σουρωτής. Μένει ελλειπτικός, θυμίζοντας τα διηγήματα με τα οποία ξεκίνησαν κάποιοι άλλοι Βορειοελλαδίτες, όπως, για παράδειγμα, ο Βασίλης Τσιαμπούσης ή ο Χρήστος Χαρτοματσίδης, που τελικά ξανοίχτηκαν στα βαθιά της μυθιστοριογραφίας.
Η λεζάντα της φωτογραφίας του εξωφύλλου του βιβλίου αναφέρει ότι ο εικονιζόμενος άντρας με τη γαϊδουρίτσα είναι “ο πατέρας του συγγραφέα, Νικολάκης”, αφήνοντας εντύπωση βιογραφικής αφήγησης. Όμως, ένα δεύτερο διήγημα τονίζει τη μυθοπλαστική διάσταση. Με τίτλο, «Το μόνον της ζωής του», που συμπληρώνει κατά Βιζυηνό τον τίτλο του προηγούμενου διηγήματος, εξιστορείται ένα άλλο ταξίδι στα ίδια μέρη, παραμονές Χριστουγέννων, που ο Νικολάκης ξεπάγιασε και πέθανε. Σε ένα τρίτο διήγημα, ο πατέρας του Νικολάκη έχει φύγει αντάρτης, ενώ, σε ένα άλλο, έχει πεθάνει. Ο χρόνος των ιστοριών ανατρέχει στην Κατοχή, μετά πηδάει στον Εμφύλιο. Μένει κοινό μοτίβο, το “άγριες εποχές”. Θάνατοι από σφαίρα, αλλά και από κρύο και από πείνα. Τότε ακόμη δεν είχε αποξηρανθεί η Βάλτα και το χωριό επιβίωνε με τις ψάθες και τα καπνά. Ένα δεύτερο διήγημα, συμμετρικό με το «Βάλτος», τιτλοφορείται «Καπνός», κι αυτό εύθυμο κι ας ανιστορεί τα δεινά από εμπόρους, τσιράκια και εφοριακούς. Θεματικά βρίσκεται κοντά στα πεζά του Π. Χ. Μάρκογλου. Από εκείνον, που ταξινομείται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά μέχρι τον Μαυρουδή, που οι ειδήμονες το πιθανότερο να τον εντάξουν στη δεύτερη του 21ου, το διήγημα στη Βόρεια Ελλάδα εξακολουθεί να μην έχει ανάγκη τις αναγνωστικές εμπειρίες από τη μεταφρασμένη λογοτεχνία.
Ορισμένες διηγήσεις στρέφονται γύρω από τα χαρμόσυνα προεόρτια και τις τελετές αρραβώνα, γάμου και βάφτισης, αλλά καταλήγουν με καβγά ή και θάνατο. Σε δυο από αυτές, «Ο αρραβώνας» και «Τα μουστλούκια», που το θανατικό συγκεντρώνεται σε μία, όλη και όλη, καταληκτική φράση, πλήρους ανατροπής του κλίματος, ερωτικού και εορτάσιμου στο πρώτο, παιγνιώδους στο δεύτερο, προκύπτουν ενδιαφέροντα, α λα Πόε, διηγήματα. Αν και η ανατροπή του τέλους δεν ευτυχεί πάντοτε. Για παράδειγμα, στο πρώτο και στο τελευταίο της συλλογής, το σχήμα της έλλειψης μένει νοηματικά λειψό. Σε ορισμένα διηγήματα, ο Μαυρουδής κατορθώνει να καλλιεργήσει ερωτική αύρα. Ένα από αυτά είναι «Ο ξουρισμένος», με το συνοικέσιο στο Αϊδίνι πριν το ’22 και την κατάληξη της ερωτικής πείνας του “απάντρευτου”, ογδόντα χρόνια αργότερα, στη Σουρωτή. Όμως, την αποθέωση του ερωτισμού την επιτυγχάνει εκμεταλλευόμενος ένα παλαιό εθιμικό συνήθειο. Την κόκκινη κλωστή που έδεναν οι κοπέλες στα σοσόνιά τους. Ηθογραφικό ίσως, αλλά δείχνει τι άγριοι καιροί ήταν εκείνοι για τις κοπέλες. Αλλά και για τους νέους, που ξεροστάλιαζαν “για μια κλωστή”. Αυτά τα μικρά παράδοξα, που ανασύρει και αξιοποιεί ο συγγραφέας, δείχνουν αίσθηση χιούμορ.
Ένα χαρακτηριστικό της δυάδας Κοψαχείλη-Μαυρουδή είναι ότι γράφει χωρίς να προτάσσει φιλοδοξίες. Περιορίζονται δηλαδή, στη χαρά της γέννας, αδιαφορώντας ή κρατώντας συνεσταλμένη στάση απέναντι στην πορεία του νεογνού. Πρόκειται για ασυνήθη και για αυτό αξιοζήλευτη στάση.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/3/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου