Χριστίνα Καράμπελα
«Καιροί τέσσερεις»
Εκδόσεις Πόλις
Φεβρουάριος 2014
Από πόσα βιβλία, τελικά, άντλησε έμπνευση η Χριστίνα Καράμπελα για το στήσιμο του πρώτου της βιβλίου; Ή μήπως από κανένα, αφού, όπως εξομολογείται στις συνεντεύξεις της, διαβάζει κυρίως κλασικούς συγγραφείς; Η αίσθηση προμνησίας, δηλαδή του ήδη ιδωμένου, που είχαμε διαβάζοντας το μυθιστόρημά της, μπορεί να είναι αποκύημα των δικών μας αναγνώσεων. Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο, που φανερώνει ταυτόχρονα και τη δομή του μυθιστορήματος. Είναι παρεμφερής με εκείνον του προ δεκαετίας μυθιστορήματος της Λίλας Κονομάρα, «Τέσσερις εποχές-λεπτομέρεια». Εκείνης ήταν το δεύτερο βιβλίο μετά το «Μακάο», που της είχε εξασφαλίσει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του έτους 2002. Τα δυο μυθιστορήματα συγγενεύουν ως ένα βαθμό και μορφικά, καθώς, σε αμφότερα, παρατάσσονται οι λόγοι διαφορετικών προσώπων. Τριών στης Κονομάρα, τεσσάρων στο πρόσφατο, μάλλον έξι αν μετρήσουμε και τον ένδον λόγο δυο γυναικών, που είναι μεν κύρια πρόσωπα της μυθοπλασίας, αλλά έχουν ρόλους μικρότερης έκτασης. Στο μυθιστόρημα της Καράμπελα, μάλιστα, προς επίτευξη μίας πλέον επεξεργασμένης μορφής, έκαστος λόγος δεν αποδίδεται μόνο σε πρώτο πρόσωπο, αλλά μέρος του σε δεύτερο, ή, συχνότερα, σε τρίτο. Έτσι, η συγγραφέας εκμεταλλεύεται ακόμη μία μορφή, αυτήν του ελεύθερου πλάγιου λόγου, για να προβάλλει την ψυχοσύνθεση των προσώπων.
Η κατ’ εξαίρεση χρήση στον τίτλο του καιρού ως συνώνυμου της εποχής και η επίταση σημασίας δια της αντιστροφής της θέσης ουσιαστικού επιθέτου μπορεί να έγινε από ποιητική διάθεση αλλά και για να αποφευχθεί η σύμπτωση, όχι με το βιβλίο της Κονομάρα, που, το πιθανότερο, η συγγραφέας να το αγνοούσε, αλλά με το πασίγνωστο έργο του Βιβάλντι. Σε κανένα, πάντως, από τα δυο μυθιστορήματα δεν γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο έργο. Στην αγγλική, ωστόσο, μετάφραση του μυθιστορήματος της Καράμπελα, όταν με το καλό έρθει η ώρα της, την ταύτιση του τίτλου με το ιστορικό μυθιστόρημα για τη Βενετία του Βιβάλντι της Αμερικανίδας Λώρελ Κορόνα, «Οι τέσσερις εποχές», δεν θα την αποφύγει. Η Κονομάρα δεν είχε παρόμοια έγνοια, καθώς το μυθιστόρημά της εκδόθηκε τέσσερα χρόνια πριν το αμερικανικό μπεστ-σέλερ. Όπως και να έχει, στο μυθιστόρημα της Καράμπελα, την ακοή των ηρώων την ευφραίνουν μόνο οι ήχοι της φύσης. Όσο αφορά τις δυο Ελληνίδες συγγραφείς, εκτός από την ηλικιακή σύμπτωση και το ενδιαφέρον τους για την ξένη λογοτεχνία – καθηγήτρια γαλλικών η Κονομάρα, πτυχιούχος μεταφράστρια ιταλικών η Καράμπελα – ένα άλλο κοινό τους σημείο είναι η ιδιαίτερη αδυναμία που δείχνουν στις μορφικές κατασκευές, όπου συγχωνεύουν ποικιλία αφηγηματικών ειδών, πρωτότυπων ή δάνειων, πιθανώς ενσυνείδητων ίσως όμως και αποτέλεσμα κρυπτομνησίας. Επίσης, θεματικά κινούνται στην ίδια ευρεία περιοχή υπαρξιακών και κοινωνικών προβλημάτων σε ένα σύγχρονο, ρεαλιστικό πλαίσιο. Ωστόσο, και οι δύο, η Κονομάρα περισσότερο στα πρώτα της βιβλία, προσπαθούν να ενθέσουν υπερβατικά στοιχεία. Μόνο που η Κονομάρα δεν επικεντρώνονται στο φύλο των προσώπων, ενώ η Καράμπελα, σε αυτό το πρώτο βιβλίο, δίνει προνομιούχο θέση στη γυναικεία διάσταση του κόσμου, στήνοντας την άλυσο μιας μητριαρχίας σε χρονικό βάθος τεσσάρων γενεών.
Εδώ, η αναγνωστική μας προμνησία ανασύρει ένα μυθιστόρημα, που είχε εκδοθεί προ εικοσαετίας. Το δεύτερο της Ευγενίας Φακίνου, «Το έβδομο ρούχο», που παραμένει ανάμεσα στα καλύτερά της. Σε αυτό, η μητριαρχική γενεαλογία απλώνεται σε τρεις γενιές και αντίστοιχα, η αφήγηση μοιράζεται σε τρεις φωνές, που εναλλάσσονται. Πάντως, και στις δυο περιπτώσεις, της Φακίνου και την πρόσφατη, η χρονική αφετηρία τοποθετείται στη Σμύρνη, τον καιρό της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ένα άλλο κοινό σημείο, που προσθέτει ιδιάζουσα πνοή στην αφήγηση είναι το μυθολογικό υπόστρωμα. Σε αμφότερα τα μυθιστορήματα, στο συναισθηματικό δεσμό μάνας-κόρης προβάλλει ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης, όπου, για το Δήμητρα χρησιμοποιείται εναλλακτικά το υποκοριστικό Ρούλα. Στης Φακίνου, μάλιστα, δεν έχει διακοσμητικό ρόλο, αλλά συμβάλλει στην πλοκή, καθώς η Μικρασιάτισσα πρόσφυγας, όταν χάνει την κόρη της, ξεκινάει ταξίδι στα ίχνη της συνονόματής της θεάς. Στο πρόσφατο, προβλέπονται και άλλες μορφές του Κάτω Κόσμου, τουλάχιστον ονομαστικά, μία Ευρυδίκη και ένας ήρωας, ονόματι Χαριτόπουλος, στον οποίο προσδίδονται χαρακτηριστικά ψυχοπομπού Χάροντα. Ωστόσο, έτσι όπως περιγράφεται το παρουσιαστικό του, σε συνδυασμό με την ακατανίκητη έλξη που ασκεί σε ορισμένες γυναικείες υπάρξεις, φέρνει περισσότερο προς τους αμερικανικής κοπής βρικόλακες. Ένα ακόμη μυθολογικό πρόσωπο είναι η Ερατώ, προστάτιδα των ερωτικών σχέσεων. Καθόλου τυχαία, έτσι ονομάζεται η Σμυρνιά προγιαγιά, που είναι η μόνη της οικογένειας θερμή στα ερωτικά.
Και για να ολοκληρώσουμε την ανιχνευτική παράλληλη ανάγνωση, σε αμφότερα τα μυθιστορήματα, προνομιούχος δίαυλος υπερβατικών δυνάμεων αποβαίνει η φύση και κυρίως τα δέντρα. Με ένα μαγικό δέντρο ανοίγει και κλείνει το μυθιστόρημα της Φακίνου, προσφέροντας μεταφυσική ή και παραμυθητική διάσταση σε όσα συμβαίνουν. Ενώ, η Καράμπελα δοκιμάζεται στα δύσκολα, εμφανίζοντας την προγιαγιά ως μία φασματική ύπαρξη, που επιτυγχάνει σύνδεση με τον κόσμο των ζωντανών εντός της οικογενειακής οικίας και του κτήματος που την περιβάλλει. Από μία άποψη, το ότι ονομάζει την οικία πύργο προοικονομεί την ύπαρξη ενός προγονικού φαντάσματος, που να τον στοιχειώνει. Από την άλλη, ένας πύργος στην οδό Χρυσανθέμων στα όρια Μαρουσίου-Χαλανδρίου, παράλληλος των οδών Υακίνθων, Ρόδων, Κρίνων, δεν έχει τίποτα το εξωπραγματικό, καθώς σε ολόκληρη την περιοχή, ιδίως λίγο βορειότερα, προς στην Κηφισιά, σώζονται από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου οξυκόρυφες επαύλεις, αποκαλούμενες πύργοι. Χτίστηκαν από προύχοντες γηγενείς ή Έλληνες της διασποράς με την προοπτική του επαναπατρισμού. Ένας από αυτούς είναι ο προπάππος του μυθιστορήματος, που στάθηκε προνοητικός και τον έχτισε πριν την Μικρασιατική Καταστροφή. Ειδάλλως θα ερχόταν ως πρόσφυγας, όπως οι πολλοί, και θα κατέληγε υπηρέτης ή κηπουρός στον κήπο του πύργου.
Σύμφωνα με τη μυθοπλασία, το φάντασμα της προγιαγιάς αποκαθιστά πνευματική σύνδεση με τις απογόνους της, αλλά και τους υπόλοιπους εντός του πύργου και του κήπου, μέσω ιπτάμενων επιστολών. Ακόμη ένα εύρημα από αμερικανικής κοπής μπεστ-σέλερ, τύπου Χάρι Πόττερ. Πάντως, το μικτό καθαρευουσιάνικο λεκτικό, χαρακτηριστικό μίας εποχής και της αντίστοιχης ημιμάθειας, μαζί με το περιεχόμενο των επιστολών, νουθεσίες που έρχονται από το υπερπέραν και βγάζουν τα άπλυτα της οικογένειας στη φόρα, δίνει έναν ευτράπελο τόνο. Το ίδιο συμβαίνει και με το στοίχειωμα του πύργου, που φέρνει η παρουσία του φαντάσματος, καθώς αυτό γίνεται, σε όλες τις περιπτώσεις, αισθητό από κάποιον που βρίσκεται σε σεξουαλική διέγερση. Αυτά μπορούν να εκληφθούν και ως δάνεια από μυθιστορήματα μαγικού ρεαλισμού. Μόνο που μένουν εμβόλιμα, χωρίς να διαποτίζουν αφηγηματικά την μυθοπλαστική ατμόσφαιρα. Παρόλο, όμως, που δεν υπάρχει ο μετεωρισμός μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, χαρακτηριστικός των λατινοαμερικάνικων μυθιστορημάτων, η συγγένεια του μυθιστορήματος της Καράμπελα με εκείνο της Μεξικάνας Λάουρας Εσκιβέλ, «Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα», παραμένει. Ήταν το πρώτο βιβλίο της, που εκδόθηκε το 1989 και έγινε μπεστ-σέλερ σε Αμερική και Ευρώπη. Στα ελληνικά μεταφράστηκε το 1993 από την Κλαίτη Μπαράχας, σήμερα γνωστή ως Κλαίτη Σωτηριάδου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού, γυναικείας έμπνευσης, καθώς το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού είναι η κουζίνα και ο δρόμος των συναισθημάτων περνάει από το στομάχι. Λίγο πολύ όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημα της Καράμπελα. Αντίστοιχα, το βιβλίο της Εσκιβέλ δεν χωρίζεται σε τέσσερις εποχές αλλά σε δώδεκα μήνες, όπου το κάθε κεφάλαιο ανοίγει με μια παραδοσιακή μεξικάνικη συνταγή.
Στο βιβλίο της Καράμπελα, η Σμυρνιά προγιαγιά, η γιαγιά Δήμητρα ή Ρούλα, μέχρι η Ευρυδίκη, που έχει τη θέση της οικονόμου στον πύργο, αλλά κύρια απασχόλησή της είναι η μαγειρική, όλες φτιάχνουν γλυκά του κουταλιού από τα φρούτα του κήπου. Σωστή τελετουργία συνιστά η παρασκευή τους, με τις μυρωδιές και τις γεύσεις να συνδέουν το παρόν με τα περασμένα. Ένας εναλλακτικός τίτλος για το μυθιστόρημα θα ήταν «Γλυκά του κουταλιού», αλλά πρόλαβε η Ελένη Ζαχαριάδου. Με αυτόν τον τίτλο κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, μία συλλογή πέντε ιστοριών, το 2003. Είχε προηγηθεί ένα χρόνο πριν ένα μυθιστόρημα. Στους πρωτοεμφανιζόμενους του 2002 ταξινομείται η Ζαχαριάδου, μαζί με την Κονομάρα, την βραβευμένη εκείνου του έτους. Τότε, ακόμη, είχαμε ένα βραβείο για τα πρωτάκια. Αυτή δέκα χρόνια νεότερη, συζητήθηκε χάρις στο δεύτερο βιβλίο της. Κάθε ιστορία και ένα διαφορετικό γλυκό του κουταλιού, που αποκτά συμβολική σημασία για τη ζωή των ηρώων. Η πρώτη ιστορία είναι για μια Σμυρνιά, που έρχεται πρόσφυγας, παντρεύεται τον βάναυσο αφέντη ενός απόμακρου ελληνικού χωριού, και τέλος, απαλλάσσεται από αυτόν με γλυκό του κουταλιού βύσσινο. Η Ρούλα στο μυθιστόρημα της Καράμπελα τον ταίζει κυδωνόπαστο.
Μέσα σε μία 25ετία από το μυθιστόρημα της κουζίνας της Εσκιβέλ, τουλάχιστον τρία ελληνικά βιβλία κινήθηκαν στον αστερισμό της κουζίνας: το «Γιάντες» της Αμάντας Μιχαλοπούλου, η συλλογή της Ζαχαριάδου και το μυθιστόρημα της Καράμπελα. Το καθένα με διαφορετική εστίαση και τη δική του αυτοτέλεια. Ωστόσο, το πρόσφατο δείχνει καλειδοσκοπικό, έτσι που αλλάζει κέντρο βάρους. Το πιο ενδιαφέρον και κυρίαρχο μοτίβο είναι η μισανδρία του χορού των γυναικών. Τα αρσενικά εμφανίζονται υποδεέστερα, μέχρι που θανατώνονται όταν επιτελούν τον προορισμό τους. Για τις παλαιότερες γενιές, αυτός ήταν η γονιμοποίηση, για τις νεότερες, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, χρειάζονται μόνο για την ρήξη του υμένα, μην και βρεθούν παρθένες κατά την σπερματέγχυση. Προς το τέλος του βιβλίου, ωστόσο, υπερισχύει το πολυσυζητημένο μοτίβο αναζήτησης της γυναικείας ταυτότητας, είτε δια της μητρότητας είτε με ένα ταξίδι στις οικογενειακές ρίζες. Έτσι, η τελευταία απόγονος, η Πέρσα, από το Περσεφόνη, βρίσκει τον εαυτό της σε ένα παγκάκι στην παραλία της Σμύρνης, αφού έχει επισκεφτεί το σπίτι που έζησαν η προγιαγιά, η γιαγιά και η μάνα της. Την έχει κατακλύσει η αίσθηση του deja vu, όπως και εμάς. Πάντως, τελικά, είναι ένα μυθιστόρημα της κουζίνας με χάπι-εντ. Λείπει, βεβαίως, το οργασμικό τέλος του μεξικάνικου μυθιστορήματος, υπάρχουν όμως προς εξισορρόπηση ουκ ολίγες σκηνές με γυναίκες σε οιστρηλασία, που απομυζούν κάποιον, φύσει ή θέσει, μειονεκτικό αρσενικό.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/11/2014.
Φωτογραφία: Έπαυλη στην Κηφισιά, του 1890. Αρχιτεκτονικά, πρόκειται για μορφή γερμανικού πύργου -αγροικίας του 19ου αι.
1 σχόλιο:
Ευχαριστώ πολύ που διαβάσατε το βιβλίο και ασχοληθήκατε μαζί του.
Θα μου έδινε μεγάλη χαρά κάποια στιγμή να συζητούσαμε και από κοντά.
Χριστίνα Καράμπελα
Δημοσίευση σχολίου