Μαίρη Μικέ
«Κόκκινες ουλές»
Εκδ. Ίκαρος
Οκτ. 2015
«Κόκκινες ουλές»
Εκδ. Ίκαρος
Οκτ. 2015
Πλήθος οι αποχρώσεις του μαύρου στο πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Μαίρης Μικέ. Από το μαύρο του απόλυτου σκοταδιού έως “το εκτυφλωτικό μαύρο” της “αφέγγαρης νύχτας”. Ούτε καν αποχρώσεις του γκρι, που βρίσκεται μεν κοντά στο μαύρο, αλλά διασκεδάζεται με ισχνή απόχρωση λευκού. Επιστρατεύουμε την πρόσφορη, σε μεταφορικές χρήσεις, σημειολογία των χρωμάτων, καθώς, ανέκαθεν, σηματοδοτεί ψυχολογικές καταστάσεις ή και ευρύτερα, παραπέμπει σε φυσικά και οικονομικο-κοινωνικά φαινόμενα. Ειδάλλως, χωρίς τη βοήθεια των χρωμάτων, πως να χαρακτηρίσουμε τις αντιδράσεις, που προκαλεί μία πρώτη ανάγνωση των ιστοριών της. Εκτός και αν καταφύγουμε στον πρόσφατο νεολογισμό της ομήλικης συναδέλφου της στα πανεπιστημιακά έδρανα του Αριστοτελείου, Βενετίας Αποστολίδου, το “μη απόλαυση”, όπου η σύνταξη του αρνητικού μορίου με ονομαστικό τύπο αντιστρέφει την έννοια της λέξης, δηλώνοντας την άρνησή της. Απηλλαγμένη, όμως, από ποιοτικές συνδηλώσεις, τις οποίες μεταφέρουν τα υπάρχοντα ουσιαστικά, όπως, λ.χ., η δυσαρέσκεια. Δεδομένου ότι δεν θέλουμε, εκ προοιμίου, να αποφανθούμε για το ενδιαφέρον του συγγραφικού εγχειρήματος, παρά μόνο να τονίσουμε το αίσθημα δυσφορίας ή και συναισθηματικής πίεσης, που μας κυρίευσε στη δοκιμασία της πρώτης ανάγνωσης.
Αλλά, παρά τα όποια στενόχωρα συναισθήματα, συνεχίσαμε την ανάγνωση. Δηλαδή, εμπίπτουμε στην περίπτωση, που η Αποστολίδου εξετάζει στο πρόσφατο δοκίμιό της, «Ζητήματα ανάγνωσης», “ο αναγνώστης να συνεχίζει, διότι υπάρχει κάποιος λόγος, έχει κίνητρο”. Μόνο που εκείνη, κατά την ανάπτυξη του θέματος, δεν εξαίρει την επικαιρότητά του. Πιθανώς να μην παρακολουθεί συστηματικά την λεγόμενη πεζογραφία της κρίσης, οπότε και της διαφεύγει ο ζόφος που κυριαρχεί στις σελίδες της. Αυτό το βαθύ σκοτάδι της παντελούς ελλείψεως αισιόδοξων προοπτικών, που έχει καταστήσει για τον επαγγελματία βιβλιοπαρουσιαστή την “μη απόλαυση” της ανάγνωσης κανόνα. Αναγκαίο, όμως, είναι να αιτιολογήσουμε την δική μας επιμονή, ώστε να μην μας αποδοθεί ως κίνητρο η συγγραφή μίας ακόμη βιβλιοπαρουσίασης. Αν ήταν θέμα συνέπειας σε μία εβδομαδιαία ενασχόληση, θα είχαν σειρά ουκ ολίγα βιβλία, που εκδοτικά προηγήθηκαν και τα οποία έχουμε εγκαταλείψει σε στάδιο ημιτελούς ανάγνωσης.
Η απαισιοδοξία μπορεί να ταιριάζει και στο βιβλίο της Μικέ, αλλά, σε αυτό, ο λόγος είναι εντελώς διαφορετικός. Δεν πρόκειται για “μικρές καθημερινές ιστορίες”, όπως συστήνεται στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Οι δικές της μαύρες ιστορίες εξεικονίζουν τα αισθήματα και τη ζωή γυναικών παλαιότερων καιρών. Αν και αποφεύγονται “ακριβείς χρονικοί και χωρικοί προσδιορισμοί”, το βάθος χρόνου ορίζεται πλαγίως σε εκείνο της εβδομηκονταετίας, ξεκινώντας από την εμπόλεμη δεκαετία του ’40. Ενώ, ο τόπος δείχνει προς τη Βόρεια Ελλάδα, με εμφανέστερο σημείο τη γενέτειρα της συγγραφέως, την Καβάλα. Το σημαντικότερο, όμως, χαρακτηριστικό όλων των ιστοριών είναι, ότι στρέφονται γύρω από γυναικεία πάθη. Στο κείμενο του οπισθόφυλλου, η αποκλειστική εστίαση στη γυναίκα αποσιωπάται. Αντ’ αυτής, ως κέντρο του ενδιαφέροντος των ιστοριών, προσδιορίζεται “το πάσχον σώμα”. Μόνο που το σώμα, ως δηλωτικό της ένσαρκης υπόστασης του ανθρώπου, συμπεριλαμβάνει και τα δυο φύλα. Θα αποτελούσε φυλετική διάκριση το μονοπώλιο ενός “πάσχοντος σώματος” από το θήλυ, έστω και αν η γυναίκα, σε άλλες εποχές, ή και σήμερα, σε άλλα σημεία του πλανήτη, συνιστά διπλά “πάσχον σώμα”, καθώς, επιπροσθέτως, υφίσταται την ανδρική εξουσία.
Όσο αφορά τις ιστορίες του βιβλίου, το γεγονός ότι επικεντρώνονται στη γυναίκα μάλλον λειτουργεί σε βάρος της αφηγηματικής οικονομίας. Σχεδόν ωθείται στο άλλο άκρο, έτσι όπως εξαλείφει τον άνδρα ακόμη και από ρόλους δευτεραγωνιστή. Ανδρικοί χαρακτήρες δεν πλάθονται, σε ορισμένες ιστορίες μόλις που σκιαγραφούνται, και εκεί σχηματικά, ακολουθώντας μάλλον τυποποιημένα κοινωνικά πρότυπα, όπως του άνδρα δυνάστη ή και βασανιστή. Τελικά, όμως, το πόσο αισθητή γίνεται αυτή η ανδρική απουσία, εξαρτάται από την επιλεχθείσα μορφή. Αλλιώς λειτουργεί σε μία ρεαλιστική αφήγηση κι αλλιώς στην αποτύπωση ενός ενύπνιου εφιάλτη. Παράδειγμα, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, «Η μηλίτσα», όπου η αφήγηση κεντιέται με στίχους από το ομότιτλο δημοτικό τραγούδι και μάλιστα, σταχυολογεί από δυο γνωστές παραλογές του, την λευκαδίτικη και την μακεδονίτικη. Η συγγραφέας μεταπλάθει τους στίχους σε πεζό λόγο, με εξαίρεση έναν στίχο που χωνεύει ακέραιο, κρατώντας από το άσμα το κουβέντιασμα με “τη μηλιά, μηλίτσα, που ’ναι στο γκρεμό, τα μήλα φορτωμένη”. Ακόμη, συμπληρώνει τα τραγουδισμένα δρώμενα, με νεκρόδειπνο “στα σαράντα μνήματα με αδέρφια και ξαδέρφια”, ενώ, παραδίπλα, “το παράμνημα βαριαναστενάζει”. Έτσι, από “την τρελή μηλιά” συνθέτει μία εφιαλτική κατάβαση “στο μαύρο ποτάμι του παρελθόντος”.
Την ίδια δεξιότητα, απρόσμενη για πρωτόπειρο διηγηματογράφο, επιδεικνύει στην προτασσόμενη ιστορία, «Εξόριστοι ρόλοι». Όχι μπλε, σωστότερα μαύρος, θα πρέπει να ήταν ο ορίζοντας, τέλη Γενάρη ’50, που μετέφεραν τις τελευταίες εξόριστες από το Τρίκερι στην Μακρόνησο. Από αυτό το χρονικό σημείο, ξεκινάει η πρώτη ιστορία, που σηματοδοτεί και το πιο μακρινό σημείο “του μαύρου παρελθόντος”, με “το νησί, γυμνό φαλακρό”, μόνο “φρυγμένο χώμα” και αντί για ποτάμι, “χείμαρρος”, που πλημμυρίζει, παρασέρνοντας τα πάντα, ακόμη και τις «Τρωάδες», την παράσταση που οι εξόριστες μοχθούσαν να ανεβάσουν. Έτοιμα τα πρόσωπα, Εκάβη, Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, με τα πάθη τους δραματοποιημένα από τον Ευριπίδη. Η αφήγηση τα φέρνει στα μέτρα των σκοτωμών και των μαρτυρίων της δεκαετίας του ’40.
Στην επόμενη ιστορία, που αποτυπώνει τη μοίρα των γυναικών στην μετεμφυλιακή περίοδο, ο μύθος συγκεντρώνει στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες της μίας κακοτυχίες. Όλες χαρακτηριστικές της εποχής, όπως της ψυχοκόρης, του στανικού γάμου, της απομάκρυνσης από τα γενέθλια χώματα. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, παρουσιάζεται πιο επώδυνη, καθώς η γυναίκα από καμπίσια, με την αποξήρανση από τα έλη των Φιλίππων, βρέθηκε στο ανοίκειο θαλασσινό περιβάλλον της Καβάλας, με έναν ξένο άνδρα. Εύστοχος ο τίτλος, «Στεκάμενα νερά», αποδίδει τη ζωή της παντρεμένης και μητέρας. Αν, όμως, δινόταν πνοή στον σύζυγο, θα εξισορροπείτο κάπως η καθ’ υπερβολήν δραματοποιημένη αφήγηση. Αυτός συστήνεται ως “καλοβαλμένος υγειονομικός υπάλληλος”, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την δεκαεπτάχρονη και την πήρε με το φουστάνι που φορούσε, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Ανάμεσα στις μετρημένες καλές ψυχές στο αρσενικό περιβάλλον του βιβλίου, του αντιστοιχούσε πιο ενεργή συμμετοχή στο μύθο, που θα καθάριζε και τη γριφώδη κατάληξη.
Κάποια δεινά των γυναικών επανέρχονται ως μοτίβα ή και κυρίως θέματα σε περισσότερες ιστορίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αφήγηση σε υψηλούς τόνους, χωρίς τις διακυμάνσεις που κάθε φορά αντιστοιχούν στο μέγεθος των ταλαιπωριών, έχουμε την εντύπωση ότι αδυνατίζει την πειστικότητά της. Ταυτόχρονα, αφαιρεί την αξία της ως ντοκουμέντο μίας εποχής, που το γυναικείο “σώμα ήταν εγκλωβισμένο και πειθήνιο σε τεχνολογίες εξουσίας”, κατά τη δοκιμιακής υφής φρασεολογία στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Για παράδειγμα, διαφορετική η στενοχώρια της γαμήλιας αναχώρησης από εκείνη της μετανάστευσης στη Γερμανία. Όπως στην ιστορία της κοπέλας από το απομακρυσμένο χωριό, που είχε ταλέντο στο σχέδιο και η πατρική εξουσία φάνηκε ευνοϊκή. Το δικό της δράμα έγκειται στην απώλεια της έμπνευσης, καθώς “η μανία της έκφρασης” εξανεμίστηκε στα μολυβένια σχεδόν μαύρα βόρεια τοπία.
Στη σχετικά μεγάλη γκάμα περιπτώσεων, που επιζητά να καλύψει η συγγραφέας, υπάρχει και εκείνη της κόρης, που πετυχαίνει στις σπουδές, “με έρευνες, διατριβές και δημοσιεύσεις”. Της “ώριμης επιστημόνισσας”, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, που αφηγείται από τη δική της οπτική, αντλώντας από το φροϋδικό οπλοστάσιο, τη μητρική καταπίεση, που ευνουχίζει τον έναν αδελφό, τρέποντας σε φυγή τον άλλο, μέχρι τη δική της εκγύμναση στην πειθαρχία. Η αφήγηση ζωντανεύει την αποπνικτική οικογενειακή ατμόσφαιρα, με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, χωρίς πλατειασμούς. Μόνο που οι θεματικοί πυρήνες είναι τόσο χρησιμοποιημένοι, ώστε μία ακόμη ρεαλιστική ανάπτυξή τους να μην κεντρίζει το ενδιαφέρον.
Ύστερα, όλες οι μεταναστεύσεις στη Γερμανία δεν ήταν το ίδιο οδυνηρές. Λ.χ., άλλος ο πόνος του χωρισμού της κόρης που πάει για σπουδές και άλλος της Βορειοελλαδίτισσας, που αφήνει πίσω σύζυγο και παιδιά, για να πάει γαζώτρια σε γερμανική βιομηχανία και να βγάλει τον επιούσιο της οικογένειας. Στη δεύτερη περίπτωση, η αφήγηση πρέπει να κάνει αφαίμαξη της συγκινησιακής φόρτισης και όχι να την επιτείνει ακόμη και με τον τίτλο, «Ακρωτηριασμοί». Αλλά και η θεματικά συμμετρική ιστορία, της γυναίκας, που μένει “σε ρημαγμένες επαρχίες”, τέλη δεκαετίας του ’50, γιατροπορεύοντας τον άρρωστο άντρα της, “βασταδόρο στα καπνά”, και ανασταίνοντας τα παιδιά τους, είναι και αυτή από τη φύση της τραγική. Η επιπλέον μυθοπλαστική πλοκή, με την βιαιοπραγία του Βουλγάρου στην εφηβεία της γυναίκας, την οποία εξομολογείται ετοιμοθάνατη στην κόρη της, οπότε εκείνη, που έχει σταδιοδρομήσει “στα ένδοξα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Εσπερίας”, με “βουβό κλάμα” κατανόησης σβήνει τη μητρική αμαρτία και φέρνει την ανάσταση, δείχνει μεν ευρηματικότητα, προσθέτει, όμως, μελοδραματικές νότες.
Οπως και να έχει, ο Εμφύλιος και τα μετεμφυλιακά χρόνια καλύπτονται με ιστορίες άμεσα συνυφασμένες με το ιστορικό πλαίσιο, ενώ η ιστορία για τα χρόνια της δικτατορίας, με τη γυναίκα δεσμώτη στο εχθρικό σόι του συζύγου, που εξεικονίζεται με το τυπικό δίδυμο πεθεράς-κουνιάδας, θα μπορούσε να συμβαίνει σε οποιοδήποτε χρόνο, αρκεί ο σύζυγος να ήταν σε θέση να επιβάλλει παρόμοιες, της αρεσκείας του, συνυπάρξεις. Εκείνο, ωστόσο, που διακρίνει την εν λόγω ιστορία, είναι η ευφάνταστη κατάληξη, για την οποία προϊδεάζει ο τίτλος, «Γλυκά ζαχαροπλαστείου». Παραπλήσιες καταληκτικές επωδοί υπάρχουν και σε άλλες ιστορίες. Πρόκειται για αυτοχειριασμούς, που δείχνουν γόνιμη φαντασία, καθώς η συγγραφέας επινοεί υπερρεαλίζουσες αποδράσεις από τα εγκόσμια, δίνοντας πνοή σε θεματικά μονότροπες ιστορίες, όπου μικρές κοινωνίες καταδικάζουν παράνομους ερωτικούς δεσμούς ή τη συζυγική στειρότητα, ενώ αναιδείς πιτσιρικάδες χλευάζουν ανθρώπους ανάπηρους, σακάτηδες και τρελούς. Και σε όλες τις περιπτώσεις, το μένος στρέφεται ενάντια στη γυναίκα, εκείνη είναι η στείρα, η μεγαλοκοπέλα, η ανήθικη, η τρελή. Ενώ, για εκείνον, υπάρχουν πάντοτε ελαφρυντικά.
Όσο για τις ιστορίες, που εκτυλίσσονται σε έναν παροντικό χρόνο, είτε πρόκειται για γηγενή “σκοτεινά αντικείμενα του πόθου” και οροθετικές εκδιδόμενες είτε για εισαγόμενα από το βορρά κορίτσια, και πάλι τα στερεότυπα σχήματα αποδυναμώνουν άρτια στρωμένες και αφηγημένες ιστορίες. Προβλέπεται, ωστόσο, μία ακροτελεύτια, 17η ιστορία, με τον δηλωτικό τίτλο, «Μυστικός νεκρόδειπνος», που καταλήγει, προς αναγνωστική απόλαυση, σε πανδαισία χρωμάτων. Στο δείπνο, γίνεται ανάκληση στη μνήμη όλων των ηρωίδων, αυτοχείρων και μη. Συνολικά είκοσι, αφού η μακρονησιώτικη ιστορία μετράει τις τρεις ευριπίδειες και η τελευταία, τη συγγραφέα. Παίρνοντας αυτή τη σκυτάλη από τον μακρινό πρόγονο, τον Κρητικό Μπεργαδή, επιχειρεί την κάθοδο στον Άδη, πιστεύοντας, όπως και εκείνος, ότι η λήθη των νεκρών είναι ένας άλλος θάνατος. Η Μικέ, με μότο, που προδίδει τη φιλολογική της καταγωγή, αιτιολογεί την πεζογραφική της δοκιμή. Να αφηγηθεί ήθελε, το “πώς τα φάρμακα της γραφής μπορούν την ταχύτητα της λήθης να ανακόψουν”.
Μένει, ωστόσο, ζητούμενο, κατά πόσο πρόκειται για ένα νέο ξεκίνημα ή για διαφορετικής μορφής εκδήλωση του ενδιαφέροντος της συγγραφέως για τα έμφυλα και φυλετικά προβλήματα, που την απασχολούν από το ξεκίνημα της πανεπιστημιακής πορείας της. Από εκείνο το συνέδριο του 1991 για τη γυναικεία γραφή μέχρι τα πρόσφατα μαθήματα στις Σπουδές φύλου. Δίνουμε περισσότερες πιθανότητες στο πρώτο. Γι’ αυτό, ακριβώς, θεωρήσαμε απαραίτητο τον σχολιασμό, με αποκλειστικές αναφορές σε ισχυρά και αδύναμα σημεία των διηγημάτων
Αλλά, παρά τα όποια στενόχωρα συναισθήματα, συνεχίσαμε την ανάγνωση. Δηλαδή, εμπίπτουμε στην περίπτωση, που η Αποστολίδου εξετάζει στο πρόσφατο δοκίμιό της, «Ζητήματα ανάγνωσης», “ο αναγνώστης να συνεχίζει, διότι υπάρχει κάποιος λόγος, έχει κίνητρο”. Μόνο που εκείνη, κατά την ανάπτυξη του θέματος, δεν εξαίρει την επικαιρότητά του. Πιθανώς να μην παρακολουθεί συστηματικά την λεγόμενη πεζογραφία της κρίσης, οπότε και της διαφεύγει ο ζόφος που κυριαρχεί στις σελίδες της. Αυτό το βαθύ σκοτάδι της παντελούς ελλείψεως αισιόδοξων προοπτικών, που έχει καταστήσει για τον επαγγελματία βιβλιοπαρουσιαστή την “μη απόλαυση” της ανάγνωσης κανόνα. Αναγκαίο, όμως, είναι να αιτιολογήσουμε την δική μας επιμονή, ώστε να μην μας αποδοθεί ως κίνητρο η συγγραφή μίας ακόμη βιβλιοπαρουσίασης. Αν ήταν θέμα συνέπειας σε μία εβδομαδιαία ενασχόληση, θα είχαν σειρά ουκ ολίγα βιβλία, που εκδοτικά προηγήθηκαν και τα οποία έχουμε εγκαταλείψει σε στάδιο ημιτελούς ανάγνωσης.
Η απαισιοδοξία μπορεί να ταιριάζει και στο βιβλίο της Μικέ, αλλά, σε αυτό, ο λόγος είναι εντελώς διαφορετικός. Δεν πρόκειται για “μικρές καθημερινές ιστορίες”, όπως συστήνεται στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Οι δικές της μαύρες ιστορίες εξεικονίζουν τα αισθήματα και τη ζωή γυναικών παλαιότερων καιρών. Αν και αποφεύγονται “ακριβείς χρονικοί και χωρικοί προσδιορισμοί”, το βάθος χρόνου ορίζεται πλαγίως σε εκείνο της εβδομηκονταετίας, ξεκινώντας από την εμπόλεμη δεκαετία του ’40. Ενώ, ο τόπος δείχνει προς τη Βόρεια Ελλάδα, με εμφανέστερο σημείο τη γενέτειρα της συγγραφέως, την Καβάλα. Το σημαντικότερο, όμως, χαρακτηριστικό όλων των ιστοριών είναι, ότι στρέφονται γύρω από γυναικεία πάθη. Στο κείμενο του οπισθόφυλλου, η αποκλειστική εστίαση στη γυναίκα αποσιωπάται. Αντ’ αυτής, ως κέντρο του ενδιαφέροντος των ιστοριών, προσδιορίζεται “το πάσχον σώμα”. Μόνο που το σώμα, ως δηλωτικό της ένσαρκης υπόστασης του ανθρώπου, συμπεριλαμβάνει και τα δυο φύλα. Θα αποτελούσε φυλετική διάκριση το μονοπώλιο ενός “πάσχοντος σώματος” από το θήλυ, έστω και αν η γυναίκα, σε άλλες εποχές, ή και σήμερα, σε άλλα σημεία του πλανήτη, συνιστά διπλά “πάσχον σώμα”, καθώς, επιπροσθέτως, υφίσταται την ανδρική εξουσία.
Όσο αφορά τις ιστορίες του βιβλίου, το γεγονός ότι επικεντρώνονται στη γυναίκα μάλλον λειτουργεί σε βάρος της αφηγηματικής οικονομίας. Σχεδόν ωθείται στο άλλο άκρο, έτσι όπως εξαλείφει τον άνδρα ακόμη και από ρόλους δευτεραγωνιστή. Ανδρικοί χαρακτήρες δεν πλάθονται, σε ορισμένες ιστορίες μόλις που σκιαγραφούνται, και εκεί σχηματικά, ακολουθώντας μάλλον τυποποιημένα κοινωνικά πρότυπα, όπως του άνδρα δυνάστη ή και βασανιστή. Τελικά, όμως, το πόσο αισθητή γίνεται αυτή η ανδρική απουσία, εξαρτάται από την επιλεχθείσα μορφή. Αλλιώς λειτουργεί σε μία ρεαλιστική αφήγηση κι αλλιώς στην αποτύπωση ενός ενύπνιου εφιάλτη. Παράδειγμα, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, «Η μηλίτσα», όπου η αφήγηση κεντιέται με στίχους από το ομότιτλο δημοτικό τραγούδι και μάλιστα, σταχυολογεί από δυο γνωστές παραλογές του, την λευκαδίτικη και την μακεδονίτικη. Η συγγραφέας μεταπλάθει τους στίχους σε πεζό λόγο, με εξαίρεση έναν στίχο που χωνεύει ακέραιο, κρατώντας από το άσμα το κουβέντιασμα με “τη μηλιά, μηλίτσα, που ’ναι στο γκρεμό, τα μήλα φορτωμένη”. Ακόμη, συμπληρώνει τα τραγουδισμένα δρώμενα, με νεκρόδειπνο “στα σαράντα μνήματα με αδέρφια και ξαδέρφια”, ενώ, παραδίπλα, “το παράμνημα βαριαναστενάζει”. Έτσι, από “την τρελή μηλιά” συνθέτει μία εφιαλτική κατάβαση “στο μαύρο ποτάμι του παρελθόντος”.
Την ίδια δεξιότητα, απρόσμενη για πρωτόπειρο διηγηματογράφο, επιδεικνύει στην προτασσόμενη ιστορία, «Εξόριστοι ρόλοι». Όχι μπλε, σωστότερα μαύρος, θα πρέπει να ήταν ο ορίζοντας, τέλη Γενάρη ’50, που μετέφεραν τις τελευταίες εξόριστες από το Τρίκερι στην Μακρόνησο. Από αυτό το χρονικό σημείο, ξεκινάει η πρώτη ιστορία, που σηματοδοτεί και το πιο μακρινό σημείο “του μαύρου παρελθόντος”, με “το νησί, γυμνό φαλακρό”, μόνο “φρυγμένο χώμα” και αντί για ποτάμι, “χείμαρρος”, που πλημμυρίζει, παρασέρνοντας τα πάντα, ακόμη και τις «Τρωάδες», την παράσταση που οι εξόριστες μοχθούσαν να ανεβάσουν. Έτοιμα τα πρόσωπα, Εκάβη, Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, με τα πάθη τους δραματοποιημένα από τον Ευριπίδη. Η αφήγηση τα φέρνει στα μέτρα των σκοτωμών και των μαρτυρίων της δεκαετίας του ’40.
Στην επόμενη ιστορία, που αποτυπώνει τη μοίρα των γυναικών στην μετεμφυλιακή περίοδο, ο μύθος συγκεντρώνει στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες της μίας κακοτυχίες. Όλες χαρακτηριστικές της εποχής, όπως της ψυχοκόρης, του στανικού γάμου, της απομάκρυνσης από τα γενέθλια χώματα. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, παρουσιάζεται πιο επώδυνη, καθώς η γυναίκα από καμπίσια, με την αποξήρανση από τα έλη των Φιλίππων, βρέθηκε στο ανοίκειο θαλασσινό περιβάλλον της Καβάλας, με έναν ξένο άνδρα. Εύστοχος ο τίτλος, «Στεκάμενα νερά», αποδίδει τη ζωή της παντρεμένης και μητέρας. Αν, όμως, δινόταν πνοή στον σύζυγο, θα εξισορροπείτο κάπως η καθ’ υπερβολήν δραματοποιημένη αφήγηση. Αυτός συστήνεται ως “καλοβαλμένος υγειονομικός υπάλληλος”, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την δεκαεπτάχρονη και την πήρε με το φουστάνι που φορούσε, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Ανάμεσα στις μετρημένες καλές ψυχές στο αρσενικό περιβάλλον του βιβλίου, του αντιστοιχούσε πιο ενεργή συμμετοχή στο μύθο, που θα καθάριζε και τη γριφώδη κατάληξη.
Κάποια δεινά των γυναικών επανέρχονται ως μοτίβα ή και κυρίως θέματα σε περισσότερες ιστορίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αφήγηση σε υψηλούς τόνους, χωρίς τις διακυμάνσεις που κάθε φορά αντιστοιχούν στο μέγεθος των ταλαιπωριών, έχουμε την εντύπωση ότι αδυνατίζει την πειστικότητά της. Ταυτόχρονα, αφαιρεί την αξία της ως ντοκουμέντο μίας εποχής, που το γυναικείο “σώμα ήταν εγκλωβισμένο και πειθήνιο σε τεχνολογίες εξουσίας”, κατά τη δοκιμιακής υφής φρασεολογία στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Για παράδειγμα, διαφορετική η στενοχώρια της γαμήλιας αναχώρησης από εκείνη της μετανάστευσης στη Γερμανία. Όπως στην ιστορία της κοπέλας από το απομακρυσμένο χωριό, που είχε ταλέντο στο σχέδιο και η πατρική εξουσία φάνηκε ευνοϊκή. Το δικό της δράμα έγκειται στην απώλεια της έμπνευσης, καθώς “η μανία της έκφρασης” εξανεμίστηκε στα μολυβένια σχεδόν μαύρα βόρεια τοπία.
Στη σχετικά μεγάλη γκάμα περιπτώσεων, που επιζητά να καλύψει η συγγραφέας, υπάρχει και εκείνη της κόρης, που πετυχαίνει στις σπουδές, “με έρευνες, διατριβές και δημοσιεύσεις”. Της “ώριμης επιστημόνισσας”, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, που αφηγείται από τη δική της οπτική, αντλώντας από το φροϋδικό οπλοστάσιο, τη μητρική καταπίεση, που ευνουχίζει τον έναν αδελφό, τρέποντας σε φυγή τον άλλο, μέχρι τη δική της εκγύμναση στην πειθαρχία. Η αφήγηση ζωντανεύει την αποπνικτική οικογενειακή ατμόσφαιρα, με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, χωρίς πλατειασμούς. Μόνο που οι θεματικοί πυρήνες είναι τόσο χρησιμοποιημένοι, ώστε μία ακόμη ρεαλιστική ανάπτυξή τους να μην κεντρίζει το ενδιαφέρον.
Ύστερα, όλες οι μεταναστεύσεις στη Γερμανία δεν ήταν το ίδιο οδυνηρές. Λ.χ., άλλος ο πόνος του χωρισμού της κόρης που πάει για σπουδές και άλλος της Βορειοελλαδίτισσας, που αφήνει πίσω σύζυγο και παιδιά, για να πάει γαζώτρια σε γερμανική βιομηχανία και να βγάλει τον επιούσιο της οικογένειας. Στη δεύτερη περίπτωση, η αφήγηση πρέπει να κάνει αφαίμαξη της συγκινησιακής φόρτισης και όχι να την επιτείνει ακόμη και με τον τίτλο, «Ακρωτηριασμοί». Αλλά και η θεματικά συμμετρική ιστορία, της γυναίκας, που μένει “σε ρημαγμένες επαρχίες”, τέλη δεκαετίας του ’50, γιατροπορεύοντας τον άρρωστο άντρα της, “βασταδόρο στα καπνά”, και ανασταίνοντας τα παιδιά τους, είναι και αυτή από τη φύση της τραγική. Η επιπλέον μυθοπλαστική πλοκή, με την βιαιοπραγία του Βουλγάρου στην εφηβεία της γυναίκας, την οποία εξομολογείται ετοιμοθάνατη στην κόρη της, οπότε εκείνη, που έχει σταδιοδρομήσει “στα ένδοξα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Εσπερίας”, με “βουβό κλάμα” κατανόησης σβήνει τη μητρική αμαρτία και φέρνει την ανάσταση, δείχνει μεν ευρηματικότητα, προσθέτει, όμως, μελοδραματικές νότες.
Οπως και να έχει, ο Εμφύλιος και τα μετεμφυλιακά χρόνια καλύπτονται με ιστορίες άμεσα συνυφασμένες με το ιστορικό πλαίσιο, ενώ η ιστορία για τα χρόνια της δικτατορίας, με τη γυναίκα δεσμώτη στο εχθρικό σόι του συζύγου, που εξεικονίζεται με το τυπικό δίδυμο πεθεράς-κουνιάδας, θα μπορούσε να συμβαίνει σε οποιοδήποτε χρόνο, αρκεί ο σύζυγος να ήταν σε θέση να επιβάλλει παρόμοιες, της αρεσκείας του, συνυπάρξεις. Εκείνο, ωστόσο, που διακρίνει την εν λόγω ιστορία, είναι η ευφάνταστη κατάληξη, για την οποία προϊδεάζει ο τίτλος, «Γλυκά ζαχαροπλαστείου». Παραπλήσιες καταληκτικές επωδοί υπάρχουν και σε άλλες ιστορίες. Πρόκειται για αυτοχειριασμούς, που δείχνουν γόνιμη φαντασία, καθώς η συγγραφέας επινοεί υπερρεαλίζουσες αποδράσεις από τα εγκόσμια, δίνοντας πνοή σε θεματικά μονότροπες ιστορίες, όπου μικρές κοινωνίες καταδικάζουν παράνομους ερωτικούς δεσμούς ή τη συζυγική στειρότητα, ενώ αναιδείς πιτσιρικάδες χλευάζουν ανθρώπους ανάπηρους, σακάτηδες και τρελούς. Και σε όλες τις περιπτώσεις, το μένος στρέφεται ενάντια στη γυναίκα, εκείνη είναι η στείρα, η μεγαλοκοπέλα, η ανήθικη, η τρελή. Ενώ, για εκείνον, υπάρχουν πάντοτε ελαφρυντικά.
Όσο για τις ιστορίες, που εκτυλίσσονται σε έναν παροντικό χρόνο, είτε πρόκειται για γηγενή “σκοτεινά αντικείμενα του πόθου” και οροθετικές εκδιδόμενες είτε για εισαγόμενα από το βορρά κορίτσια, και πάλι τα στερεότυπα σχήματα αποδυναμώνουν άρτια στρωμένες και αφηγημένες ιστορίες. Προβλέπεται, ωστόσο, μία ακροτελεύτια, 17η ιστορία, με τον δηλωτικό τίτλο, «Μυστικός νεκρόδειπνος», που καταλήγει, προς αναγνωστική απόλαυση, σε πανδαισία χρωμάτων. Στο δείπνο, γίνεται ανάκληση στη μνήμη όλων των ηρωίδων, αυτοχείρων και μη. Συνολικά είκοσι, αφού η μακρονησιώτικη ιστορία μετράει τις τρεις ευριπίδειες και η τελευταία, τη συγγραφέα. Παίρνοντας αυτή τη σκυτάλη από τον μακρινό πρόγονο, τον Κρητικό Μπεργαδή, επιχειρεί την κάθοδο στον Άδη, πιστεύοντας, όπως και εκείνος, ότι η λήθη των νεκρών είναι ένας άλλος θάνατος. Η Μικέ, με μότο, που προδίδει τη φιλολογική της καταγωγή, αιτιολογεί την πεζογραφική της δοκιμή. Να αφηγηθεί ήθελε, το “πώς τα φάρμακα της γραφής μπορούν την ταχύτητα της λήθης να ανακόψουν”.
Μένει, ωστόσο, ζητούμενο, κατά πόσο πρόκειται για ένα νέο ξεκίνημα ή για διαφορετικής μορφής εκδήλωση του ενδιαφέροντος της συγγραφέως για τα έμφυλα και φυλετικά προβλήματα, που την απασχολούν από το ξεκίνημα της πανεπιστημιακής πορείας της. Από εκείνο το συνέδριο του 1991 για τη γυναικεία γραφή μέχρι τα πρόσφατα μαθήματα στις Σπουδές φύλου. Δίνουμε περισσότερες πιθανότητες στο πρώτο. Γι’ αυτό, ακριβώς, θεωρήσαμε απαραίτητο τον σχολιασμό, με αποκλειστικές αναφορές σε ισχυρά και αδύναμα σημεία των διηγημάτων
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/12/2015
Φωτ. Κ. Μπαλάφα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου