Έρση Σωτηροπούλου
«Τι μένει από τη νύχτα»
Εκδ. Πατάκη
Νοέ. 2015
«Τι μένει από τη νύχτα»
Εκδ. Πατάκη
Νοέ. 2015
Οικουμενικός αποκαλείται ο Καβάφης, αλλά μία βιογραφία Καβάφη αντίστοιχου αντικρίσματος δεν υπάρχει. Ανεξάρτητα αν η κυριαρχούσα εντύπωση είναι πως γνωρίζουμε τα πάντα για τον βίο και το έργο του. Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Αν ένας συγγραφέας, είτε γιατί είναι θιασώτης του Καβάφη είτε γιατί τον ελκύει η παγκοσμιότητα που εκείνος απολαμβάνει, επιχειρήσει μία μυθιστορηματική βιογραφία, η ελευθερία κινήσεων, δηλαδή μυθοπλαστικών επινοήσεων, είναι μεγάλη. Κι όμως, με εξαίρεση τον «Αμαρτωλό» του Μιχαήλ Περάνθη, που κυκλοφόρησε το 1953, στον επόμενο μισό αιώνα, άλλο μυθιστόρημα για τον Αλεξανδρινό δεν προέκυψε. Ο Περάνθης είχε αποκτήσει ευχέρεια στη συγγραφή μυθιστορηματικών βιογραφιών. Πριν τον «Αμαρτωλό», είχε εκδώσει τον «Τσέλιγκα» (Κρυστάλλη) και τον «Κοσμοκαλόγερο» (Παπαδιαμάντη). Επίσης, είχε τριβή με την ιστορική έρευνα γύρω από πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως δείχνουν οι γραμματολογικές ανθολογήσεις, που εξέδωσε. Σε αντίθεση, με τον άπραγο μυθιστορηματικό βιογράφο του Καβάφη, που προέκυψε στα μεθεόρτια του επετειακού του έτους. Όταν, όμως, πρόκειται για την Έρση Σωτηροπούλου, το πράγμα αλλάζει. Από μιας αρχής, στη συγγραφική της πορεία, στάθηκε τολμητίας, ριψοκινδυνεύοντας κάθε φορά πλεύσης εκτός χωρικών υδάτων.
Καθαρόαιμη μυθιστοριογράφος εξαρχής, πρώτη φορά καταπιάνεται με ιστορικό μυθιστόρημα και μάλιστα, με κεντρικό ήρωα πρόσωπο υπαρκτό. Όντας από γενέσεως συγγραφέας ερωτική, επικεντρώνει την αφήγηση στην πλευρά, που είχε ελκύσει και τον Περάνθη. Μόνο που, σήμερα πλέον, όποιου αποκαλέσει την ομοφυλοφιλία αμαρτία του βάζουμε πιπέρι στο στόμα. Με έναν γριφώδη τίτλο, κινείται στις παρυφές των βιογραφικών δεδομένων, σκιαγραφώντας με μεταμοντέρνα οπτική τον “αμαρτωλό” Καβάφη. Στις συνεντεύξεις της, δεν δηλώνει θιασώτης του. Διατείνεται πως την ενδιέφερε η περίπτωση Καβάφη, που “ξεκινά ως ποιητής, μέτριος, αδέξιος, καταπιεσμένος στην προσωπική του ζωή”, ο οποίος κατορθώνει να κάνει “το μαγικό άλμα”. Σαν να γνωρίζει από πρώτο χέρι, κάνει λόγο για “επώδυνη πορεία, που απαιτεί θυσίες και παίρνει πάρα πολύ χρόνο, άχαρο χρόνο”.
Το πρώτο κείμενό της για τον Καβάφη χρονολογείται από το 1984. Είναι ένα σύντομο εισαγωγικό, που συνέταξε ως μορφωτική ακόλουθος στη Ρώμη, υπεύθυνη για την επετειακή έκθεση, στον τόμο που εκδόθηκε με το φωτογραφικό υλικό και σημαντικά κείμενα, όπως εκείνο του Γ. Π. Σαββίδη, όπου απαριθμούνται όλα τα ανεξερεύνητα ερωτήματα γύρω από τη σχέση Καβάφη και Ιταλίας. Ούτε η Σωτηροπούλου αναφέρεται στη σχέση του με την Ιταλία, άλλωστε το δικό της μυθιστόρημα, για την κοντά δεκαετία που έζησε εκεί, μάλλον δεν το έχει ακόμη ξεκινήσει. Προσώρας, μέσω Καβάφη, γράφει ένα “μυθιστόρημα εποχής” για το Παρίσι. Αυτόν τον χαρακτηρισμό τον κερδίζει επάξια, χάρις στην διεξοδική αναφορά σε παλαιά καφέ, εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης, με μνεία στους συγγραφείς και καλλιτέχνες που σύχναζαν σε αυτά. Επίσης, με τις εκτενείς περιγραφές ιστορικών γεγονότων, όπως η πυρκαγιά του Bazar de la Charite, η καρναβαλική παρέλαση καλλιτεχνών της Μονμάρτης, γνωστής ως Promenade de la Vache, ή και οι ιπποδρομίες στο Δάσος της Βουλώνης. Βεβαίως, με τις διαθέσιμες σήμερα πηγές, βιβλιογραφικές και λογοτεχνικές, οι πληροφορίες για τη εικόνα του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα αφθονούν. Εκείνη, όμως, κατορθώνει να δώσει αίσθηση μιας πειστικής ατμόσφαιρας.
Η “μυθιστορηματική βιογραφία” που φτιάχνει είναι σε χρονική έκταση το ήμισυ της κανονικής, αφού ο ήρωάς της βρίσκεται μεσοστρατίς του βίου του, στα 34. Οπότε, το χρειαζούμενο βιογραφικό υλικό για το μυθιστορηματικό παρόν και τις αναδρομές είναι μικρό. Και μάλιστα, αναντίστοιχα μικρό ως προς την ηλικία του, αφού έχει δημοσιεύσει μόνο οκτώ ποιήματα σε μόλις τρία αθηναϊκά έντυπα, όλα από τα μετέπειτα αποκηρυγμένα, πέραν κάποιων αιγυπτιώτικων δημοσιεύσεων, και αυτών μετρημένων. (Αν και ένα αφηγηματικό lapsus δημιουργεί την εντύπωση πως ήταν πολλά τα περιοδικά, στα οποία είχαν δημοσιευτεί ποιήματά του.) Είναι ένας Καβάφης, διπλά καταπιεσμένος, καθώς συγκατοικεί με την μητέρα του και τους δυο αδελφούς του, τον Παύλο και τον Τζων, τρία και δυο χρόνια αντίστοιχα μεγαλύτερούς του. Έχει μόλις συμπληρώσει πέντε χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος και στις 6 Μαρ. 1897 ζητά την πρώτη κανονική άδεια για ταξίδι στο εξωτερικό.
Από αυτόν τον Καβάφη ξεκινάει το πλάσιμο του μυθιστορηματικού. Με ισχνά βιογραφικά δεδομένα, ανασυστήνονται μόλις τρεις ημέρες από το πρώτο ταξίδι αναψυχής στην Ευρώπη, που κάνει μαζί με τον Τζων. Το ταξίδι διήρκεσε 53 ημέρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των διαδρομών Πειραιάς-Μασσαλία-Παρίσι-Λονδίνο, μετάβαση και επιστροφή, από τις 7 Μαΐ. μέχρι τις 28 Ιουν. Επιλέγεται, ως πλέον πρόσφορο, το τριήμερο παραμονής τους στο Παρίσι κατά την επιστροφή, που σχολιάζεται μόνο στην αγγλική βιογραφία του Ρ. Λίντελ, με την πληροφορία ότι πήγαν στις ιπποδρομίες και είδαν τον «Οιδίποδα Τύραννο», που δεν χώρεσε στο μυθιστόρημα. Άλλωστε, η αναφορά σε ολόκληρο το εν λόγω ταξίδι στις βιογραφίες μετά βίας καλύπτει μία περικοπή. Με αυτήν την χρονική επιλογή, παραμερίζεται η περιγραφή τουριστικού τύπου για τα παρισινά αξιοθέατα και δίνεται η έμφαση στην ανακάλυψη του κοσμοπολίτικου Παρισιού της γηγενούς ελίτ, πλούσιας όσο και “άτακτης”.
Προς τούτο, όμως, απαιτείται ένας ξεναγός των δυο αδελφών, παρατρεχάμενος της καλής κοινωνίας, αλλά και σχετικός με το χώρο της λογοτεχνίας, ώστε να ευνοούνται αντίστοιχες συζητήσεις. Για αυτόν το σκοπό, επινοείται ένας Έλληνας γραμματέας του Ζαν Μωρεάς, “άμισθος” και “φανφαρόνος”. Αν και φαίνεται παράδοξο, ο Μωρεάς να εμπιστεύεται σε ένα παρόμοιο πρόσωπο την αλληλογραφία του και δη, για μία πρώτη αξιολόγηση δειγμάτων γραφής που του αποστέλλουν φερέλπιδες συγγραφείς. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως μυθιστορηματική αστοχία, συνακόλουθη της πλοκής. Δεν αποκλείεται, όμως, και με αυτό, να συμπληρώνεται πλαγίως η μεταμοντέρνα εικόνα ενός προσώπου, που αγλαΐζουν οι παλαιότερες καταγραφές.
Όπως και να έχει, ο σαραντάχρονος τότε Μωρεάς –ιδιότυπος εκγαλλισμός του Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος– αποτελεί το τρίτο υπαρκτό πρόσωπο, στο οποίο στηρίζεται η πλοκή. Καθόλου τυχαία, καθώς είναι ήδη προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων, εφόσον φέρεται ως εισηγητής του συμβολισμού και από το 1891, ιδρυτής της Ρομανικής Σχολής. Δεν υπάρχει πάντως, μαρτυρία ότι ο Καβάφης έστειλε ποτέ ποιήματά του σε Έλληνα ή ξένο συγγραφέα, παρά μόνο υπό τη μορφή των γνωστών φυλλαδίων. Μυθιστορηματική αδεία, ωστόσο, στέλνει στον Μωρεάς, τον Απρ. του 1897 και αφού έχει αποφασιστεί το ταξίδι, δυο ποιήματα, γραμμένα τον προηγούμενο χρόνο, το «Δέησις» και «Τα άλογα του Αχιλλέως». Όταν συναντούν τον γραμματέα του, έχει αρχίσει να ανυπομονεί για την απάντηση. Εκείνος τους πληροφορεί πως ο Μωρεάς βρίσκεται από τον Απρ. στην Ελλάδα και τους οδηγεί στο διαμέρισμά του, προς επίδειξη της “εξαιρετικής βιβλιοθήκης του”.
Πιστεύουμε πως υπάρχουν ορισμένα πραγματολογικά δεδομένα, που μία μυθοπλασία μπορεί να παρακάμψει, επιθυμητό, όμως, είναι να μην τα διαστρέψει. Βεβαίως, οι μεταμοντέρνες μυθιστορίες, σε μία αναθεωρητική στάση της Ιστορίας, αλλά και επιδιώκοντας να αντικατοπτρίσουν σημερινές απόψεις δεν θέτουν παρόμοιους περιορισμούς. Μόνο που ο ανυποψίαστος από παρόμοια μυθοπλαστικά τεχνάσματα αναγνώστης αποκομίζει ένα συνονθύλευμα από πραγματικά και επινοημένα στοιχεία, δημιουργώντας κατ’ επέκταση εσφαλμένη εντύπωση για τα ιστορικά πρόσωπα. Η Σωτηροπούλου θέλει τον ήρωά της ένα οξυμένο κριτικό πνεύμα, γι’ αυτό και προβάλλει στο λόγο του σημερινές προσλαμβάνουσες. Σε συζήτηση, που γίνεται στις 20 Ιουν. 1897, δηλαδή, με το παλαιό ημερολόγιο, που ίσχυε στην Ελλάδα, 7 Ιουν., ο μυθιστορηματικός Τζων αποκαλεί τον πόλεμο του 1897, που είναι ακόμη ανοικτός, “ατυχή” και ο Καβάφης “βλακώδη”. Στη συνέχεια της συζήτησης, εκείνος αποφαίνεται και για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, χαρακτηρίζοντάς τους “μία ωραία μασκαράτα. Το μόνο που έλειπε από το ταλαίπωρο ελληνικό κράτος”, όπως συμπληρώνει. Μόνο που παρόμοιοι χαρακτηρισμοί για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είναι μεταγενέστεροι. Όσο για την απόδοση σημερινών σχολίων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 σε συγκαιρινούς εκείνων του 1896, δείχνει αμέλεια απέναντι στις εκάστοτε επικρατούσες αντιλήψεις. Κανείς ποτέ, ούτε τότε ούτε καν σήμερα, πόσο μάλλον ένας Αλεξανδρινός της εποχής, δεν στάθηκε επικριτικός για την αναβίωση των Αγώνων.
Ύστερα, υπάρχει η εικασία του Τσίρκα, πως το ταξίδι στην Ευρώπη αποφασίστηκε από την Χαρίκλεια και τους γιους της, με στόχο να αποτρέψουν τον Κωνσταντίνο να ακολουθήσει τους φίλους του στην Ελλάδα, όπου είχαν πάει προς κατάταξη σε εκστρατευτικά σώματα εθελοντών, όπως εκείνα των Γαριβαλδινών. Παρότι άλλοι βιογράφοι την θεωρούν παράλογη, δίνει μία εξήγηση για την καθυστέρηση της αναχώρησης των δυο αδελφών, ενώ η υπηρεσιακή άδεια είχε εγκριθεί από τις 30 Μαρ. Για να καταταγεί είχε πάει στην Ελλάδα και ο Μωρεάς. Ήταν το πρώτο του ταξίδι ύστερα από 19 χρόνια απουσίας. Τη θλίψη του για τα πολεμικά ατυχήματα της χώρας, την περιγράφει με γλαφυρότητα ο Μαλακάσης. Στο μυθιστόρημα, η φιλοπατρία του απόντος συζητείται και μάλιστα, με απαξιωτική χροιά. Οι μετέχοντες, συμπεριλαμβανομένου του γραμματέα του, δείχνουν να αγνοούν τις ανταποκρίσεις του για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, δημοσιευμένες Ιούν. 1897, στο παρισινό περιοδικό «Κοσμόπολις», που έγιναν ευρύτερα γνωστές στους Γάλλους διανοούμενους.
Σε αυτό το ταξίδι, ο Καβάφης δεν κρατούσε ημερολόγιο. Μόνο μερικές “βραχυγραφημένες” αγγλιστί σημειώσεις την περίοδο προετοιμασίας και μετά την επιστροφή. Καθώς είναι αποκλειστικά εστιασμένες στο ερωτικό του πάθος, προσφέρονται για το πλάσιμο του καταπιεσμένου ομοφυλόφιλου ήρωα. Η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, διατηρώντας σταθερή την εσωτερική εστίαση. Σχετικά μεγάλη έκταση δίνεται στην ανάκληση ενυπνίων, μικρότερη στις μνημονικές αναδρομές στα χρόνια της εφηβείας στην Αγγλία και σε εκείνα της νεότητας στην Κωνσταντινούπολη, με αντικείμενο σκόρπιες ερωτικές αναμνήσεις. Μνημονεύεται ο εξάδελφος, περισσότερο “ο παραγιός στο σιδεράδικο του Γενίκιοϊ”, για να τονιστεί η φημολογούμενη έλξη του Καβάφη προς τον λαϊκό άντρα.
Εκείνο που πλέκει με δεξιότητα η Σωτηροπούλου είναι το συνειρμικό κομφούζιο συγγραφικής αγωνίας και ερωτικής διέγερσης. Ανακαλεί διαβάσματα του Καβάφη, όπως ο Τολστόι και ο Μπωντλέρ, συμπληρωμένα με δικά της. Η φιγούρα του “γέρου” της καβαφικής ποίησης έρχεται κατά την περιπλάνηση του ήρωα, χαμένου στο άγνωστο γι’ αυτόν Παρίσι, με περιγραφές που αντικατοπτρίζουν “τον άνθρωπο του πλήθους” του Πόε, μέσω της κατά Βάλτερ Μπένγιαμιν μελέτης του Μπωντλέρ στο Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και του σονέτου του «A une passante».
Αρχικά, στην περιγραφή των νυκτερινών “κατά μόνας ηδονών”, μένει πιστή στις σημειώσεις του Καβάφη. Μέχρις ότου εμφανίζεται ένα παροντικό αντικείμενο πόθου, ένας νεαρός Ρώσος, μέλος ομάδας χορευτών, που μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο και κυκλοφορούν στα Καφέ με τον ιμπρεσάριό τους. Το όλο σκηνικό και η εξ αποστάσεως λαγνεία φέρει αντανακλάσεις από τον «Θάνατο στη Βενετία». Η Σωτηροπούλου γράφει τις καλύτερες ερωτικές της σελίδες, περιγράφοντας τον αυνανισμό του ποιητή, καθισμένο ακίνητο στο Καφέ του ξενοδοχείου, κοιτάζοντας τον νεαρό και σκαλίζοντας με το δάχτυλο απεγνωσμένα την επένδυση της πολυθρόνας. Στη συνέχεια, η επανάληψη της διέγερσης σε επόμενα συναπαντήματα, με την καταφυγή στο δωμάτιο προς εκτόνωση, δείχνει μάλλον μηχανιστική.
Υπάρχει, ωστόσο, εν κατακλείδι, η νοερή συνεύρεση με τον χορευτή ως αποτέλεσμα ηδονοβλεπτικής ματιάς στην κλειδαρότρυπα. “Η απογείωση της ηδονής” επιτελείται, όταν “το χέρι του έκανε καμπύλη, έτσι ώστε οι άκρες των δαχτύλων του πασπάτευαν τη κεφαλή του πέους ενώ οι όρχεις του νεαρού ακουμπούσαν στην παλάμη του και τρίβονταν ελαφρά, υπήρχε λοιπόν μια τριχούλα...” Αυτή είναι η απάντηση στον γριφώδη τίτλο του μυθιστορήματος. Μια τριχούλα έμεινε από τη νύχτα. Κι όμως, όχι ακριβώς. Καθώς δεν έβρισκε τη δύναμη να την αποχωριστεί, “είπε μέσα του, απολείπειν, μια λέξη από τον Πλούταρχο, πώς βρίσκεις τη δύναμη να εγκαταλείψεις ό,τι σου είναι πιο αγαπητό...” Έμεινε και μία λέξη. Στο τελευταίο κεφάλαιο, το μοναδικό με τίτλο, «Ύμνος στην τριχούλα», ο μυθιστορηματικός Καβάφης, με έτοιμες τις βαλίτσες για το ταξίδι της επιστροφής, αναλογίζεται: “Μισή ώρα ακόμη... Μισή ώρα. Δεν θα ήταν άσχημος τίτλος για ένα ποίημα.” Ο Καβάφης έγραψε, είκοσι χρόνια αργότερα, ποίημα με αυτόν τον τίτλο και συναφές περιεχόμενο, που έμεινε στα “κρυμμένα”. Το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» το έγραψε Νοέ. 1910. Τον επόμενο χρόνο το δημοσίευσε και επί έναν αιώνα σχολιάζεται το αλληγορικό του βάθος. Μία μεταμοντέρνα απομυθοποίηση ήταν το δίχως άλλο αναγκαία.
Προς το τέλος, η συγγραφέας καταλαμβάνεται από βουλιμική διάθεση να μην αφήσει κανένα στοιχείο ανεκμετάλλευτο. Εμπλέκει πνευματιστές, αντιμασόνους, τις «τρελές της Salpetriere» και τον ιδρυτή της νευροψυχιατρικής Σαρκό, μέχρι τη θεωρία περί αντιμίμησης του Όσκαρ Ουάιλντ. Θα αναμενόταν να τον αναφέρει σε συνδυασμό με την αποφυλάκισή του, που συνέπεσε με την παραμονή τους στο Λονδίνο. Αντ’ αυτού τον θέλει θαμώνα ενός κακόφημου κέντρου σε υποβιβασμένη συνοικία του Παρισιού, κρησφύγετο του υπόκοσμου. Με αυτό το “άντρο ακολασίας” επιτυγχάνει ένα εντυπωσιακό τέλος, που το προοικονομεί από τα πρώτα κεφάλαια, πλάθοντας ένα μύθο γύρω από αυτό. Θαμώνες του είναι όλοι όσοι σκανδάλιζαν το Παρίσι στα τέλη του 19ου αι., από τον Ουάιλντ μέχρι το ζεύγος των βικτωριανών τραβεστί, γνωστών ως το θεατρικό ντουέτο Στέλλα, που δικάστηκαν με την κατηγορία του ποινικά διώξιμο τότε πρωκτικού σεξ, αλλά αθωώθηκαν, καθώς αποδείχθηκαν ένοχοι μόνο παρενδυσίας, που δεν είχε ποινικοποιηθεί.
Το κρεσέντο είναι το δείπνο στις ανδρικές τουαλέτες, που συνίσταται σε μία επί τόπου “κατουρημένη μπαγκέτα”. Ο μυθιστορηματικός Καβάφης δεν συμμετέχει μεν, αλλά διεγείρεται, ενώ ανακαλεί το κατά Πλούταρχο «Συμπόσιο των επτά σοφών». Και όχι μόνο αυτό, καθώς, και πάλι, κρυφοκοιτάζει, του έρχεται και πάλι, στο νου, ως οργασμικό υποκατάστατο, μία λέξη. “Ερδέων”, αφηγηματικός σολοικισμός, που αναγάγει την πράξη σε ιεροτελεστία. Δεν χρειάζεται να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη – στην περίπτωση της Σωτηροπούλου φίλο ελληνοαμερικανό ποιητή, που ήταν φίλος αμερικανού συγγραφέα, φίλου του Ζαν Ζενέ – για να έχεις ακουστά την εν λόγω διαστροφή, το γαλλικό “souper”, τουτέστιν δείπνο, μάλλον δειπνητής, που αποδίδεται υβριστικά σε ανίκανους ή και παθητικούς ομοφυλόφιλους. Όπως φαίνεται, τώρα που η ομοφυλοφιλία τείνει να γίνει αποδεκτή από όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, χρειαζόμαστε να επανακτήσουμε έναν “αμαρτωλό” Καβάφη. Αυτός δεν μπορεί να είναι ένας “στρέιτ” ομοφυλόφιλος. Απαιτείται μία σεξουαλική διαστροφή, που να τον διακρίνει μέσα στο Ιμπέριουμ ομόφυλων και ομόγλωσσων. Για ακόμη μια φορά, η λογοτεχνία προηγείται της Ιστορίας.
Καθαρόαιμη μυθιστοριογράφος εξαρχής, πρώτη φορά καταπιάνεται με ιστορικό μυθιστόρημα και μάλιστα, με κεντρικό ήρωα πρόσωπο υπαρκτό. Όντας από γενέσεως συγγραφέας ερωτική, επικεντρώνει την αφήγηση στην πλευρά, που είχε ελκύσει και τον Περάνθη. Μόνο που, σήμερα πλέον, όποιου αποκαλέσει την ομοφυλοφιλία αμαρτία του βάζουμε πιπέρι στο στόμα. Με έναν γριφώδη τίτλο, κινείται στις παρυφές των βιογραφικών δεδομένων, σκιαγραφώντας με μεταμοντέρνα οπτική τον “αμαρτωλό” Καβάφη. Στις συνεντεύξεις της, δεν δηλώνει θιασώτης του. Διατείνεται πως την ενδιέφερε η περίπτωση Καβάφη, που “ξεκινά ως ποιητής, μέτριος, αδέξιος, καταπιεσμένος στην προσωπική του ζωή”, ο οποίος κατορθώνει να κάνει “το μαγικό άλμα”. Σαν να γνωρίζει από πρώτο χέρι, κάνει λόγο για “επώδυνη πορεία, που απαιτεί θυσίες και παίρνει πάρα πολύ χρόνο, άχαρο χρόνο”.
Το πρώτο κείμενό της για τον Καβάφη χρονολογείται από το 1984. Είναι ένα σύντομο εισαγωγικό, που συνέταξε ως μορφωτική ακόλουθος στη Ρώμη, υπεύθυνη για την επετειακή έκθεση, στον τόμο που εκδόθηκε με το φωτογραφικό υλικό και σημαντικά κείμενα, όπως εκείνο του Γ. Π. Σαββίδη, όπου απαριθμούνται όλα τα ανεξερεύνητα ερωτήματα γύρω από τη σχέση Καβάφη και Ιταλίας. Ούτε η Σωτηροπούλου αναφέρεται στη σχέση του με την Ιταλία, άλλωστε το δικό της μυθιστόρημα, για την κοντά δεκαετία που έζησε εκεί, μάλλον δεν το έχει ακόμη ξεκινήσει. Προσώρας, μέσω Καβάφη, γράφει ένα “μυθιστόρημα εποχής” για το Παρίσι. Αυτόν τον χαρακτηρισμό τον κερδίζει επάξια, χάρις στην διεξοδική αναφορά σε παλαιά καφέ, εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης, με μνεία στους συγγραφείς και καλλιτέχνες που σύχναζαν σε αυτά. Επίσης, με τις εκτενείς περιγραφές ιστορικών γεγονότων, όπως η πυρκαγιά του Bazar de la Charite, η καρναβαλική παρέλαση καλλιτεχνών της Μονμάρτης, γνωστής ως Promenade de la Vache, ή και οι ιπποδρομίες στο Δάσος της Βουλώνης. Βεβαίως, με τις διαθέσιμες σήμερα πηγές, βιβλιογραφικές και λογοτεχνικές, οι πληροφορίες για τη εικόνα του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα αφθονούν. Εκείνη, όμως, κατορθώνει να δώσει αίσθηση μιας πειστικής ατμόσφαιρας.
Η “μυθιστορηματική βιογραφία” που φτιάχνει είναι σε χρονική έκταση το ήμισυ της κανονικής, αφού ο ήρωάς της βρίσκεται μεσοστρατίς του βίου του, στα 34. Οπότε, το χρειαζούμενο βιογραφικό υλικό για το μυθιστορηματικό παρόν και τις αναδρομές είναι μικρό. Και μάλιστα, αναντίστοιχα μικρό ως προς την ηλικία του, αφού έχει δημοσιεύσει μόνο οκτώ ποιήματα σε μόλις τρία αθηναϊκά έντυπα, όλα από τα μετέπειτα αποκηρυγμένα, πέραν κάποιων αιγυπτιώτικων δημοσιεύσεων, και αυτών μετρημένων. (Αν και ένα αφηγηματικό lapsus δημιουργεί την εντύπωση πως ήταν πολλά τα περιοδικά, στα οποία είχαν δημοσιευτεί ποιήματά του.) Είναι ένας Καβάφης, διπλά καταπιεσμένος, καθώς συγκατοικεί με την μητέρα του και τους δυο αδελφούς του, τον Παύλο και τον Τζων, τρία και δυο χρόνια αντίστοιχα μεγαλύτερούς του. Έχει μόλις συμπληρώσει πέντε χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος και στις 6 Μαρ. 1897 ζητά την πρώτη κανονική άδεια για ταξίδι στο εξωτερικό.
Από αυτόν τον Καβάφη ξεκινάει το πλάσιμο του μυθιστορηματικού. Με ισχνά βιογραφικά δεδομένα, ανασυστήνονται μόλις τρεις ημέρες από το πρώτο ταξίδι αναψυχής στην Ευρώπη, που κάνει μαζί με τον Τζων. Το ταξίδι διήρκεσε 53 ημέρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των διαδρομών Πειραιάς-Μασσαλία-Παρίσι-Λονδίνο, μετάβαση και επιστροφή, από τις 7 Μαΐ. μέχρι τις 28 Ιουν. Επιλέγεται, ως πλέον πρόσφορο, το τριήμερο παραμονής τους στο Παρίσι κατά την επιστροφή, που σχολιάζεται μόνο στην αγγλική βιογραφία του Ρ. Λίντελ, με την πληροφορία ότι πήγαν στις ιπποδρομίες και είδαν τον «Οιδίποδα Τύραννο», που δεν χώρεσε στο μυθιστόρημα. Άλλωστε, η αναφορά σε ολόκληρο το εν λόγω ταξίδι στις βιογραφίες μετά βίας καλύπτει μία περικοπή. Με αυτήν την χρονική επιλογή, παραμερίζεται η περιγραφή τουριστικού τύπου για τα παρισινά αξιοθέατα και δίνεται η έμφαση στην ανακάλυψη του κοσμοπολίτικου Παρισιού της γηγενούς ελίτ, πλούσιας όσο και “άτακτης”.
Προς τούτο, όμως, απαιτείται ένας ξεναγός των δυο αδελφών, παρατρεχάμενος της καλής κοινωνίας, αλλά και σχετικός με το χώρο της λογοτεχνίας, ώστε να ευνοούνται αντίστοιχες συζητήσεις. Για αυτόν το σκοπό, επινοείται ένας Έλληνας γραμματέας του Ζαν Μωρεάς, “άμισθος” και “φανφαρόνος”. Αν και φαίνεται παράδοξο, ο Μωρεάς να εμπιστεύεται σε ένα παρόμοιο πρόσωπο την αλληλογραφία του και δη, για μία πρώτη αξιολόγηση δειγμάτων γραφής που του αποστέλλουν φερέλπιδες συγγραφείς. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως μυθιστορηματική αστοχία, συνακόλουθη της πλοκής. Δεν αποκλείεται, όμως, και με αυτό, να συμπληρώνεται πλαγίως η μεταμοντέρνα εικόνα ενός προσώπου, που αγλαΐζουν οι παλαιότερες καταγραφές.
Όπως και να έχει, ο σαραντάχρονος τότε Μωρεάς –ιδιότυπος εκγαλλισμός του Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος– αποτελεί το τρίτο υπαρκτό πρόσωπο, στο οποίο στηρίζεται η πλοκή. Καθόλου τυχαία, καθώς είναι ήδη προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων, εφόσον φέρεται ως εισηγητής του συμβολισμού και από το 1891, ιδρυτής της Ρομανικής Σχολής. Δεν υπάρχει πάντως, μαρτυρία ότι ο Καβάφης έστειλε ποτέ ποιήματά του σε Έλληνα ή ξένο συγγραφέα, παρά μόνο υπό τη μορφή των γνωστών φυλλαδίων. Μυθιστορηματική αδεία, ωστόσο, στέλνει στον Μωρεάς, τον Απρ. του 1897 και αφού έχει αποφασιστεί το ταξίδι, δυο ποιήματα, γραμμένα τον προηγούμενο χρόνο, το «Δέησις» και «Τα άλογα του Αχιλλέως». Όταν συναντούν τον γραμματέα του, έχει αρχίσει να ανυπομονεί για την απάντηση. Εκείνος τους πληροφορεί πως ο Μωρεάς βρίσκεται από τον Απρ. στην Ελλάδα και τους οδηγεί στο διαμέρισμά του, προς επίδειξη της “εξαιρετικής βιβλιοθήκης του”.
Πιστεύουμε πως υπάρχουν ορισμένα πραγματολογικά δεδομένα, που μία μυθοπλασία μπορεί να παρακάμψει, επιθυμητό, όμως, είναι να μην τα διαστρέψει. Βεβαίως, οι μεταμοντέρνες μυθιστορίες, σε μία αναθεωρητική στάση της Ιστορίας, αλλά και επιδιώκοντας να αντικατοπτρίσουν σημερινές απόψεις δεν θέτουν παρόμοιους περιορισμούς. Μόνο που ο ανυποψίαστος από παρόμοια μυθοπλαστικά τεχνάσματα αναγνώστης αποκομίζει ένα συνονθύλευμα από πραγματικά και επινοημένα στοιχεία, δημιουργώντας κατ’ επέκταση εσφαλμένη εντύπωση για τα ιστορικά πρόσωπα. Η Σωτηροπούλου θέλει τον ήρωά της ένα οξυμένο κριτικό πνεύμα, γι’ αυτό και προβάλλει στο λόγο του σημερινές προσλαμβάνουσες. Σε συζήτηση, που γίνεται στις 20 Ιουν. 1897, δηλαδή, με το παλαιό ημερολόγιο, που ίσχυε στην Ελλάδα, 7 Ιουν., ο μυθιστορηματικός Τζων αποκαλεί τον πόλεμο του 1897, που είναι ακόμη ανοικτός, “ατυχή” και ο Καβάφης “βλακώδη”. Στη συνέχεια της συζήτησης, εκείνος αποφαίνεται και για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, χαρακτηρίζοντάς τους “μία ωραία μασκαράτα. Το μόνο που έλειπε από το ταλαίπωρο ελληνικό κράτος”, όπως συμπληρώνει. Μόνο που παρόμοιοι χαρακτηρισμοί για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είναι μεταγενέστεροι. Όσο για την απόδοση σημερινών σχολίων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 σε συγκαιρινούς εκείνων του 1896, δείχνει αμέλεια απέναντι στις εκάστοτε επικρατούσες αντιλήψεις. Κανείς ποτέ, ούτε τότε ούτε καν σήμερα, πόσο μάλλον ένας Αλεξανδρινός της εποχής, δεν στάθηκε επικριτικός για την αναβίωση των Αγώνων.
Ύστερα, υπάρχει η εικασία του Τσίρκα, πως το ταξίδι στην Ευρώπη αποφασίστηκε από την Χαρίκλεια και τους γιους της, με στόχο να αποτρέψουν τον Κωνσταντίνο να ακολουθήσει τους φίλους του στην Ελλάδα, όπου είχαν πάει προς κατάταξη σε εκστρατευτικά σώματα εθελοντών, όπως εκείνα των Γαριβαλδινών. Παρότι άλλοι βιογράφοι την θεωρούν παράλογη, δίνει μία εξήγηση για την καθυστέρηση της αναχώρησης των δυο αδελφών, ενώ η υπηρεσιακή άδεια είχε εγκριθεί από τις 30 Μαρ. Για να καταταγεί είχε πάει στην Ελλάδα και ο Μωρεάς. Ήταν το πρώτο του ταξίδι ύστερα από 19 χρόνια απουσίας. Τη θλίψη του για τα πολεμικά ατυχήματα της χώρας, την περιγράφει με γλαφυρότητα ο Μαλακάσης. Στο μυθιστόρημα, η φιλοπατρία του απόντος συζητείται και μάλιστα, με απαξιωτική χροιά. Οι μετέχοντες, συμπεριλαμβανομένου του γραμματέα του, δείχνουν να αγνοούν τις ανταποκρίσεις του για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, δημοσιευμένες Ιούν. 1897, στο παρισινό περιοδικό «Κοσμόπολις», που έγιναν ευρύτερα γνωστές στους Γάλλους διανοούμενους.
Σε αυτό το ταξίδι, ο Καβάφης δεν κρατούσε ημερολόγιο. Μόνο μερικές “βραχυγραφημένες” αγγλιστί σημειώσεις την περίοδο προετοιμασίας και μετά την επιστροφή. Καθώς είναι αποκλειστικά εστιασμένες στο ερωτικό του πάθος, προσφέρονται για το πλάσιμο του καταπιεσμένου ομοφυλόφιλου ήρωα. Η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, διατηρώντας σταθερή την εσωτερική εστίαση. Σχετικά μεγάλη έκταση δίνεται στην ανάκληση ενυπνίων, μικρότερη στις μνημονικές αναδρομές στα χρόνια της εφηβείας στην Αγγλία και σε εκείνα της νεότητας στην Κωνσταντινούπολη, με αντικείμενο σκόρπιες ερωτικές αναμνήσεις. Μνημονεύεται ο εξάδελφος, περισσότερο “ο παραγιός στο σιδεράδικο του Γενίκιοϊ”, για να τονιστεί η φημολογούμενη έλξη του Καβάφη προς τον λαϊκό άντρα.
Εκείνο που πλέκει με δεξιότητα η Σωτηροπούλου είναι το συνειρμικό κομφούζιο συγγραφικής αγωνίας και ερωτικής διέγερσης. Ανακαλεί διαβάσματα του Καβάφη, όπως ο Τολστόι και ο Μπωντλέρ, συμπληρωμένα με δικά της. Η φιγούρα του “γέρου” της καβαφικής ποίησης έρχεται κατά την περιπλάνηση του ήρωα, χαμένου στο άγνωστο γι’ αυτόν Παρίσι, με περιγραφές που αντικατοπτρίζουν “τον άνθρωπο του πλήθους” του Πόε, μέσω της κατά Βάλτερ Μπένγιαμιν μελέτης του Μπωντλέρ στο Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και του σονέτου του «A une passante».
Αρχικά, στην περιγραφή των νυκτερινών “κατά μόνας ηδονών”, μένει πιστή στις σημειώσεις του Καβάφη. Μέχρις ότου εμφανίζεται ένα παροντικό αντικείμενο πόθου, ένας νεαρός Ρώσος, μέλος ομάδας χορευτών, που μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο και κυκλοφορούν στα Καφέ με τον ιμπρεσάριό τους. Το όλο σκηνικό και η εξ αποστάσεως λαγνεία φέρει αντανακλάσεις από τον «Θάνατο στη Βενετία». Η Σωτηροπούλου γράφει τις καλύτερες ερωτικές της σελίδες, περιγράφοντας τον αυνανισμό του ποιητή, καθισμένο ακίνητο στο Καφέ του ξενοδοχείου, κοιτάζοντας τον νεαρό και σκαλίζοντας με το δάχτυλο απεγνωσμένα την επένδυση της πολυθρόνας. Στη συνέχεια, η επανάληψη της διέγερσης σε επόμενα συναπαντήματα, με την καταφυγή στο δωμάτιο προς εκτόνωση, δείχνει μάλλον μηχανιστική.
Υπάρχει, ωστόσο, εν κατακλείδι, η νοερή συνεύρεση με τον χορευτή ως αποτέλεσμα ηδονοβλεπτικής ματιάς στην κλειδαρότρυπα. “Η απογείωση της ηδονής” επιτελείται, όταν “το χέρι του έκανε καμπύλη, έτσι ώστε οι άκρες των δαχτύλων του πασπάτευαν τη κεφαλή του πέους ενώ οι όρχεις του νεαρού ακουμπούσαν στην παλάμη του και τρίβονταν ελαφρά, υπήρχε λοιπόν μια τριχούλα...” Αυτή είναι η απάντηση στον γριφώδη τίτλο του μυθιστορήματος. Μια τριχούλα έμεινε από τη νύχτα. Κι όμως, όχι ακριβώς. Καθώς δεν έβρισκε τη δύναμη να την αποχωριστεί, “είπε μέσα του, απολείπειν, μια λέξη από τον Πλούταρχο, πώς βρίσκεις τη δύναμη να εγκαταλείψεις ό,τι σου είναι πιο αγαπητό...” Έμεινε και μία λέξη. Στο τελευταίο κεφάλαιο, το μοναδικό με τίτλο, «Ύμνος στην τριχούλα», ο μυθιστορηματικός Καβάφης, με έτοιμες τις βαλίτσες για το ταξίδι της επιστροφής, αναλογίζεται: “Μισή ώρα ακόμη... Μισή ώρα. Δεν θα ήταν άσχημος τίτλος για ένα ποίημα.” Ο Καβάφης έγραψε, είκοσι χρόνια αργότερα, ποίημα με αυτόν τον τίτλο και συναφές περιεχόμενο, που έμεινε στα “κρυμμένα”. Το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» το έγραψε Νοέ. 1910. Τον επόμενο χρόνο το δημοσίευσε και επί έναν αιώνα σχολιάζεται το αλληγορικό του βάθος. Μία μεταμοντέρνα απομυθοποίηση ήταν το δίχως άλλο αναγκαία.
Προς το τέλος, η συγγραφέας καταλαμβάνεται από βουλιμική διάθεση να μην αφήσει κανένα στοιχείο ανεκμετάλλευτο. Εμπλέκει πνευματιστές, αντιμασόνους, τις «τρελές της Salpetriere» και τον ιδρυτή της νευροψυχιατρικής Σαρκό, μέχρι τη θεωρία περί αντιμίμησης του Όσκαρ Ουάιλντ. Θα αναμενόταν να τον αναφέρει σε συνδυασμό με την αποφυλάκισή του, που συνέπεσε με την παραμονή τους στο Λονδίνο. Αντ’ αυτού τον θέλει θαμώνα ενός κακόφημου κέντρου σε υποβιβασμένη συνοικία του Παρισιού, κρησφύγετο του υπόκοσμου. Με αυτό το “άντρο ακολασίας” επιτυγχάνει ένα εντυπωσιακό τέλος, που το προοικονομεί από τα πρώτα κεφάλαια, πλάθοντας ένα μύθο γύρω από αυτό. Θαμώνες του είναι όλοι όσοι σκανδάλιζαν το Παρίσι στα τέλη του 19ου αι., από τον Ουάιλντ μέχρι το ζεύγος των βικτωριανών τραβεστί, γνωστών ως το θεατρικό ντουέτο Στέλλα, που δικάστηκαν με την κατηγορία του ποινικά διώξιμο τότε πρωκτικού σεξ, αλλά αθωώθηκαν, καθώς αποδείχθηκαν ένοχοι μόνο παρενδυσίας, που δεν είχε ποινικοποιηθεί.
Το κρεσέντο είναι το δείπνο στις ανδρικές τουαλέτες, που συνίσταται σε μία επί τόπου “κατουρημένη μπαγκέτα”. Ο μυθιστορηματικός Καβάφης δεν συμμετέχει μεν, αλλά διεγείρεται, ενώ ανακαλεί το κατά Πλούταρχο «Συμπόσιο των επτά σοφών». Και όχι μόνο αυτό, καθώς, και πάλι, κρυφοκοιτάζει, του έρχεται και πάλι, στο νου, ως οργασμικό υποκατάστατο, μία λέξη. “Ερδέων”, αφηγηματικός σολοικισμός, που αναγάγει την πράξη σε ιεροτελεστία. Δεν χρειάζεται να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη – στην περίπτωση της Σωτηροπούλου φίλο ελληνοαμερικανό ποιητή, που ήταν φίλος αμερικανού συγγραφέα, φίλου του Ζαν Ζενέ – για να έχεις ακουστά την εν λόγω διαστροφή, το γαλλικό “souper”, τουτέστιν δείπνο, μάλλον δειπνητής, που αποδίδεται υβριστικά σε ανίκανους ή και παθητικούς ομοφυλόφιλους. Όπως φαίνεται, τώρα που η ομοφυλοφιλία τείνει να γίνει αποδεκτή από όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, χρειαζόμαστε να επανακτήσουμε έναν “αμαρτωλό” Καβάφη. Αυτός δεν μπορεί να είναι ένας “στρέιτ” ομοφυλόφιλος. Απαιτείται μία σεξουαλική διαστροφή, που να τον διακρίνει μέσα στο Ιμπέριουμ ομόφυλων και ομόγλωσσων. Για ακόμη μια φορά, η λογοτεχνία προηγείται της Ιστορίας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/1/2016.
1 σχόλιο:
«Πλεύσης» αντί πλεύσεις, νεολογισμοί ανεξάρτητοι γένους και φύλου («τολμητίας»), τέλος εγκωμιασμός μιας κακής συγγραφέως, όψιμης cavafista, που η μόνη καβαφική της προπόδεια είναι πως «μαθήτεψε» στη Ρώμη στη χειρότερη των ιταλών/ιταλίδων καβαφολόγων, την Πάολα Μινούτσι. Κατά τα άλλα, καλής μαθήτριας-τρωκτικού των ελληνικών μορφωτικών αποστολών της πρώιμης, σπάταλης πασοκοκρατίας.
Ε, ναι, όλα αυτά, ΠΡΟΣΩΡΑΣ, πώς να μην κάνουν μια κριτικό να μαγειρέψει μιαν άνοστη σούπα...
Δημοσίευση σχολίου