Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αλέξ. Αργυρίου

Σαν σή­με­ρα, ό­πως γρά­φουν συ­νή­θως οι δη­μο­σιο­γρά­φοι, ό­ταν α­να­κα­λούν α­πο­θα­νό­ντες, α­πε­βίω­σε ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Αν και εί­θι­σται η εν­θύ­μη­ση να γί­νε­ται σε στρογ­γυ­λές χρο­νι­κές α­πο­στά­σεις α­πό την α­να­χώ­ρη­σή τους, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, δεν έ­χει συ­μπλη­ρω­θεί η δε­κα­ε­τία. Αλλά και ο α­ριθ­μός ε­πτά, δεν εί­ναι τυ­χαίος. Τον έ­χουν πολ­λα­πλώς φορ­τί­σει ως συμ­βο­λι­κό, μυ­στη­ρια­κής σχέ­σης με τα συμ­βά­ντα. Σαν σή­με­ρα, λοι­πόν, πριν ε­πτά χρό­νια, 22 Μαΐ. 2009, “έ­σβη­σε” ο Αργυ­ρίου. Τό­τε ή­ταν η­μέ­ρα Πα­ρα­σκευή. Με έ­να δί­σε­κτο έ­τος εν­δια­μέ­σως, κα­τά το ε­πί­σης δί­σε­κτο 2016, η ε­πέ­τειος πέ­φτει η­μέ­ρα Κυ­ρια­κή. Ποι­κι­λό­τρο­πα φορ­τι­σμέ­να τα δί­σε­κτα έ­τη, ό­πως και ο α­ριθ­μός ε­πτά, θεω­ρού­νται έ­τη δυ­σοίω­να. Ακα­τάλ­λη­λα για γά­μους και άλ­λες μα­κρο­χρό­νιας πνοής εκ­δη­λώ­σεις, ται­ριά­ζουν μό­νο σε νο­ση­ρής φύ­σεως α­πο­λο­γι­σμούς. “Το μοι­ραίο”, ό­πως εί­θι­σται να λέ­γε­ται, ε­πήλ­θε στις 5.15 μ.μ., ε­κεί­νη την Πα­ρα­σκευή, η­μέ­ρα α­πο­φρά­δα για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, σύμ­φω­να του­λά­χι­στον με ό­σα η­χη­ρά εί­χαν τό­τε γρα­φεί. Αν και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα - κα­τά κά­ποιο τρό­πο, το κυ­ρίως θέ­μα των δη­μο­σιευ­μά­των, α­πό το δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ρε­πορ­τά­ζ, τις ε­πι­φυλ­λί­δες, μέ­χρι τα ε­κτε­νέ­στε­ρα κεί­με­να - δεν α­φο­ρού­σαν τον Αργυ­ρίου, πλην ί­σως α­πό “τα με­γά­λα λό­για” των νε­κρο­λο­γιών.
Στο τέ­λος αυ­τού του κει­μέ­νου πα­ρα­θέ­του­με με σχό­λια την υ­πο­δο­χή του θα­νά­του του Αργυ­ρίου α­πό τον Τύ­πο, α­πό την ο­ποία συ­νά­γε­ται πως το ε­παι­νε­τό υ­πέρ πα­ντός άλ­λου κα­τόρ­θω­μά του ή­ταν το με­γά­λο έρ­γο με το ο­ποίο κα­τα­πιά­στη­κε, η ο­κτά­το­μη «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας». Μέ­χρι που να α­πο­ρεί κα­νείς, ποιος θα ή­ταν ο Αργυ­ρίου, αν δεν εί­χε πα­ρα­δώ­σει αυ­τό “το πο­λύ­τι­μο ερ­γα­λείο” στο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, προ­πά­ντων στους νε­ο­ελ­λη­νι­στές, που πα­ρα­δέ­χο­νται πως “ο πλού­τος των πλη­ρο­φο­ριών άλ­λα­ξε το πε­δίο των γνώ­σεών τους”. Αν και η χο­ρεία  των “ε­πι­γό­νω­ν”, χο­ρο­πη­δώ­ντας πά­νω στην και­νού­ρια “Βι­βλιο­γρα­φι­κή βά­ση δε­δο­μέ­νω­ν”, που τους χά­ρι­σε, προ­χω­ρούν ο­λο­τα­χώς προς τα ε­μπρός.
Το Συ­νέ­δριο, που διορ­γα­νώ­θη­κε στη μνή­μη του, ε­πε­τεια­κά, στις 20-22 Μαΐ. 2011, με τη συ­μπλή­ρω­ση 90 ε­τών α­πό τη γέν­νη­σή του, α­νέ­δει­ξε τα έρ­γα “ο­ρι­σμέ­νων α­πό τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους νε­ο­ελ­λη­νι­στές της Ελλά­δας και της Ευ­ρώ­πης”, που εί­χαν προ­σκλη­θεί. Απώ­τε­ρος, ό­μως, στό­χος ή­ταν το πώς θα με­τα­τρα­πεί η κλη­ρο­νο­μιά του Αργυ­ρίου σε “δυ­να­μι­κό ερ­γα­λείο”. Τώ­ρα, βε­βαίως, θα α­να­λο­γι­στεί κα­νείς, μπο­ρεί κά­τι τις να εί­ναι “πο­λύ­τι­μο ερ­γα­λείο” και να υ­στε­ρεί σε δυ­να­μι­κή; Για­τί ό­χι. Πρώ­το και κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά η μνή­μη του υ­πο­λο­γι­στή. Μέ­χρι που πε­τάς ή έ­στω βά­ζεις στο ρά­φι, την ο­κτά­το­μη Ιστο­ρία Αργυ­ρίου και ερ­γά­ζε­σαι με τον σκλη­ρό δί­σκο του υ­πο­λο­γι­στή του. Κα­τά την α­κρι­βή δια­τύ­πω­ση, το η­λεκ­τρο­νι­κό αρ­χείο του, με την πα­ρου­σία­ση του ο­ποίου και έ­κλει­σε το Συ­νέ­δριο. Δυ­στυ­χώς, η “Βι­βλιο­γρα­φι­κή βά­ση Αργυ­ρίου”, φαί­νε­ται πως πα­ρου­σία­ζε πολ­λές α­δυ­να­μίες. Κα­τά την πα­ρου­σία­ση, πά­ντως, τα προ­βλη­μα­τι­κά ση­μεία δι­καιο­λο­γή­θη­καν, α­φού πρό­κει­ται για το “η­λεκ­τρο­νι­κό ση­μειω­μα­τά­ριο” του κα­τό­χου.   Άλλω­στε, ό­ποιοι α­νέ­λα­βαν το έρ­γο, το έ­χουν ή­δη φρο­ντί­σει φι­λο­λο­γι­κά και εκ­συγ­χρο­νί­σει, ό­πως δια­βε­βαίω­σαν. Κα­τό­πιν αυ­τών, οι “ε­πί­γο­νοι” του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου θα δη­μιουρ­γή­σουν την “ε­ναλ­λα­κτι­κή, πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή, πο­λυ­θε­μα­τι­κή θεώ­ρη­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”.
Οπό­τε η έ­ντυ­πη εκ­δο­χή της Ιστο­ρίας, ή­δη α­πό πε­ντα­ε­τίας, α­πο­βαί­νει πε­ριτ­τό βά­ρος. Ίσως και γι’ αυ­τό, ο Αργυ­ρίου ε­λά­χι­στα μνη­μο­νεύ­θη­κε στο Συ­νέ­δριο, που διορ­γά­νω­σαν “στη μνή­μη του”. Μό­νο, σε υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις ή στη ρύ­μη του λό­γου δυο τριών φι­λι­κά δια­κεί­με­νων ο­μι­λιών. Οι βα­σι­κές α­να­φο­ρές ε­πι­κε­ντρώ­θη­καν στην Ιστο­ρία, ό­που και ε­πι­ση­μάν­θη­καν οι πα­ρα­λή­ψεις αυ­τού του “πο­λύ­τι­μου ερ­γα­λείου”. Ση­μα­ντι­κή η κρι­τι­κή της Έρης Σταυ­ρο­πού­λου, που σχο­λιά­ζει “την πα­ρου­σία των γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέων στις ι­στο­ρίες της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”, κα­θώς α­πο­κα­λύ­πτει πό­σο α­πα­τη­λή ει­κό­να προ­σφέ­ρει η Ιστο­ρία Αργυ­ρίου, με την πλη­θώ­ρα των κα­τα­γε­γραμ­μέ­νων ο­νο­μά­των, που, ό­μως, “συ­σκο­τί­ζει την ποιο­τι­κή έ­κτα­ση της πα­ρου­σίας τους”. Και βε­βαίως, ο τε­λευ­ταίος ο­μι­λη­τής, ο Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου, που α­νέ­λα­βε να πα­ρου­σιά­σει κρι­τι­κά την Ιστο­ρία, πα­ρα­θέ­το­ντας σει­ρά ε­ρω­τη­μά­των, ως προς τα ο­ποία θεω­ρεί ό­τι πα­ρα­μέ­νει “έκ­θε­τη η ι­στο­ρι­κή σύλ­λη­ψη του Αργυ­ρίου”. Ωστό­σο, πα­ρά τα ό­ποια κου­σού­ριά της, τα ο­ποία και θα διορ­θώ­σει η συλ­λο­γι­κή Ιστο­ρία των “ε­πι­γό­νω­ν”, α­να­γνώ­ρι­σε, με τη συ­νή­θη με­γα­λο­ψυ­χία που δεί­χνουν οι νεό­τε­ροι για τα έρ­γα των “υ­πε­ρη­λί­κω­ν”, πως συ­νι­στά του­λά­χι­στον “έ­να κά­λε­σμα σε διά­λο­γο”.
Όπως και να έ­χει, ε­πτά χρό­νια με­τά τις νε­κρο­λο­γίες, πέ­ντε με­τά το Συ­νέ­δριο, μέ­νει ζη­τού­με­νη η α­πο­τί­μη­ση. Πά­ντως, έ­να βα­σι­κό ση­μείο, στο ο­ποίο οι α­πό­ψεις δι­χά­ζο­νται - τό­τε, εν­δια­μέ­σως, μέ­χρι και σή­με­ρα - εί­ναι το κα­τά πό­σο πρό­φτα­σε ο Αργυ­ρίου και ο­λο­κλή­ρω­σε την Ιστο­ρία του. Λ.χ., στον Ρι­ζο­σπά­στη της Τρί­της, 26 Μαΐ 2009, ό­που πα­ρα­δό­ξως, σε α­νυ­πό­γρα­φο ση­μείω­μα, α­να­φέ­ρε­ται ο θά­να­τός του, ό­που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως “πλή­ρης η­με­ρώ­ν”, με πρω­ταρ­χι­κό κρι­τή­ριο α­κρι­βώς το γε­γο­νός πως εί­χε πε­ρα­τώ­σει την Ιστο­ρία του. Στο άλ­λο ά­κρο, κι­νή­θη­καν οι πιο οι­κείοι, συγ­γε­νείς και φί­λοι. Σε αυ­τό, πι­θα­νός συ­ναί­τιος να εί­ναι ο ί­διος ο Αργυ­ρίου. Εν α­γα­θό­τη­τα  και ό­χι α­πό δο­λιό­τη­τα, πα­ρέ­σερ­νε το στε­νό του κύ­κλο, καλ­λιερ­γώ­ντας λαν­θα­σμέ­νες ε­ντυ­πώ­σεις. Φύ­σει α­να­σφα­λής και μη ό­ντας σί­γου­ρος πως θα κα­τόρ­θω­νε να πραγ­μα­τώ­σει αυ­τήν την Ιστο­ρία, ό­πως την εί­χε αρ­χι­κά συλ­λά­βει, προς με­τρια­σμό του άγ­χους, εί­χε με­τα­τρέ­ψει έ­να πρό­βλη­μα δυ­να­το­τή­των σε χρο­νι­κό. Αδιά­κο­πα με­τρού­σε το χρό­νο, που χρειά­ζε­ται έ­να έ­κα­στο τμή­μα του εγ­χει­ρή­μα­τος.
Πριν την κη­δεία, στε­νός συγ­γε­νής του, ε­νη­μέ­ρω­νε δη­μο­σιο­γρά­φο, πως ο Αργυ­ρίου “λί­γο πριν μπει στο νο­σο­κο­μείο ο­λο­κλή­ρω­νε τον έ­να­το τό­μο, ό­που θα έ­κα­νε μια προ­σω­πι­κή α­πο­τί­μη­ση των σύγ­χρο­νων λο­γο­τε­χνών.” Επί­σης, πως “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει την αυ­το­βιο­γρα­φία του.” Φί­λοι δια­τεί­νο­νταν πως τους έ­λε­γε ό­τι χρεια­ζό­ταν α­κό­μη δυο χρό­νια. Δη­λα­δή, πα­τώ­ντας τα 90, θα εί­χε και ε­πι­λο­γι­κό τό­μο και αυ­το­βιο­γρα­φία. Εκεί­νος, α­πλώς, ε­πα­να­λάμ­βα­νε το πα­λιό του κόλ­πο, με το ο­ποίο τα εί­χε άλ­λο­τε κα­τα­φέ­ρει. Τό­τε α­να­κοί­νω­νε στη συ­ντρο­φιά, τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80, ό­τι σκό­πευε να γρά­ψει μια ε­κτε­νή Ιστο­ρία νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Αρχι­κά, λο­γά­ρια­ζε να αρ­χί­σει α­πό το 1880, με  τη Γε­νιά  του Πα­λα­μά. Με­τά χα­μή­λω­σε τον πή­χυ.  Έθε­σε α­φε­τη­ρία “τα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου”, υ­πο­σχό­με­νος εν­δο­μύ­χως να ε­πα­νέλ­θει. Τό­τε, α­πο­χώ­ρη­σε α­πό το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό γρα­φείο. Τό­τε, χώ­ρι­σε την Σε­ραϊνώ, ό­χι για μια Λε­λού­δα, ό­πως ο άλ­λος Κου­μπής στο «Γά­μο του Κα­ραχ­μέ­τη» του Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά για να ε­ξοι­κο­νο­μή­σει χρό­νο. Η σχέ­ση του με τον χρό­νο ή­ταν ί­δια με ε­κεί­νη του Σάι­λωκ με το χρυ­σά­φι.
Τό­τε, ό­μως, στην πα­ρέα, εί­χε α­πέ­να­ντί του έ­ναν άν­θρω­πο με χιού­μο­ρ, που, αν και λί­γο νεό­τε­ρος, ή­ξε­ρε να τον κου­μα­ντά­ρει προς τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση. Χω­ρίς την ψυ­χο­λο­γι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη του Μ. Ανα­γνω­στά­κη και της Άντειας Χατ­ζι­δά­κη, ο Αργυ­ρίου δεν θα τα κα­τά­φερ­νε. Πα­ρο­μοίως, το 2009, α­κό­μη κι αν μα­κρο­η­μέ­ρευε, ό­πως α­να­λο­γού­σε στην κα­θα­ρό­τη­τα του νου του και στην ζω­τι­κό­τη­τά του, ού­τε ε­πι­λο­γι­κό τό­μο ού­τε αυ­το­βιο­γρα­φία θα ξε­κι­νού­σε. Το κα­θέ­να, για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους. Πέ­ραν, ό­μως, των ό­ποιων εν­δό­μυ­χων προ­θέ­σεων του ί­διου, για ε­μάς τους άλ­λους, τους α­να­γνώ­στες του,  έ­νας ε­πι­λο­γι­κός τό­μος εί­ναι τε­λείως πε­ριτ­τός. Την προ­σω­πι­κή του α­πο­τί­μη­ση την έ­κα­νε ο Αργυ­ρίου σε ο­κτώ τό­μους. Μό­νο που την υ­πέ­βα­λε - δεν την κραύ­γα­σε. Και κα­λά η συγ­γε­νής να ελ­πί­ζει πως θα βρει κά­τι χει­ρο­πια­στό στο μαύ­ρο κου­τί που κλη­ρο­νό­μη­σε. Κά­τι προ­σι­τό στο ευ­ρύ κοι­νό. Αλλά ο φί­λος; Εί­ναι δυ­να­τόν να γρά­φει και μά­λι­στα, σε κεί­με­νο που ε­πέ­χει θέ­ση νε­κρο­λο­γίας, πως “ο Αργυ­ρίου δεν πρό­λα­βε να δει τε­λειω­μέ­νο το έρ­γο του”; Πως αυ­τό “δια­κό­πη­κε στο πιο κρί­σι­μο ση­μείο του, στο ση­μείο της ο­λο­κλή­ρω­σής του”; Και στη συ­νέ­χεια να δια­βε­βαιώ­νει ό­τι ο Αργυ­ρίου “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει τον έ­να­το, τον τε­λευ­ταίο και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο τό­μο του, που θα α­πο­τε­λού­σε το κρι­τι­κό ε­ξα­γό­με­νο των γραμ­μα­το­λο­γι­κών γε­γο­νό­των που α­φη­γεί­ται στους ο­κτώ πρώ­τους τό­μους”;
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, για τον Αργυ­ρίου, ο με­τα­νε­ο­τε­ρι­κός νε­ο­λο­γι­σμός “α­φη­γεί­ται” εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα α­δό­κι­μος και ά­στο­χος. Άλλο α­φη­γού­μαι και άλ­λο γρά­φω Ιστο­ρία. Ύστε­ρα, πώς εί­ναι δυ­να­τόν να α­πο­φαί­νε­ται κά­ποιος πως το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο τμή­μα ε­νός έρ­γου εί­ναι μια πι­θα­νή συ­νέ­χεια, που δεν υ­λο­ποιή­θη­κε; Μό­νο το χει­ρο­πια­στό α­πο­τι­μά­ται. Ει­δάλ­λως, πρό­κει­ται για έμ­με­σο τρό­πο ε­λα­χι­στο­ποίη­σης της α­ξίας του έρ­γου. Όσο για το ε­ξα­γό­με­νο, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει και μό­νο τις ει­σα­γω­γές του σε αν­θο­λο­γίες και γραμ­μα­το­λο­γίες μίας 60ντα­ε­τίας, ό­χι μό­νο 40ντα­ε­τίας, το γνω­ρί­ζει.


Τέτοια μέρα, πριν επτά χρόνια


Κα­κή τύ­χη να περ­νάς στους κε­κοι­μη­μέ­νους η­μέ­ρα Πα­ρα­σκευή και μά­λι­στα α­πό­γευ­μα,  ό­ταν έ­χουν πλέ­ον κλεί­σει τα φύλ­λα του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η πρώ­τη μνεία στον Τύ­πο γί­νε­ται Δευ­τέ­ρα, ο­πό­τε, κα­τά κα­νό­να, καί­τοι λαν­θα­σμέ­νος, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως χρο­νι­κός προσ­διο­ρι­σμός το προ­χθές. Πολ­λές φο­ρές, η κα­τα­χώ­ρη­ση του θα­νά­του συν­δυά­ζε­ται με ε­κεί­νη της κή­δευ­σης, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, α­να­βάλ­λε­ται για την Τρί­τη, πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, το προ­χθές, συ­σκο­τί­ζο­ντας α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τις βι­βλιο­γρα­φι­κές κα­τα­γρα­φές. Στην πε­ρί­πτω­ση του Αλέ­ξαν­δρου Αργυ­ρίου, μό­νο στο «Έθνος», στο φύλ­λο της Δευ­τέ­ρας, 25 Μαΐ 2009, υ­πάρ­χει η α­κρι­βής α­να­φο­ρά: “Έφυ­γε την Πα­ρα­σκευή σε η­λι­κία 88 ε­τών ο ι­στο­ριο­γρά­φος της σύγ­χρο­νης Ελλη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας.” Ακο­λου­θεί η πα­ρά­θε­ση βιο­γρα­φι­κού, α­να­πλα­σμέ­νου  κα­τά τον γνω­στό στομ­φώ­δη τρό­πο σύ­ντα­ξης των νε­κρο­λο­γιών. Το δη­μο­σίευ­μα κλεί­νει με δή­λω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που συν­δυά­ζε­ται με αγ­γε­λία της κη­δείας για την ε­πο­μέ­νη, στις 3 μ.μ., στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο, δη­μο­σία δα­πά­νη. Ήταν πα­ρα­μο­νές ε­κλο­γών. 7 Ιουν. οι Ευ­ρωε­κλο­γές, 10 Οκτ. οι Βου­λευ­τι­κές. Πέ­μπτο κόμ­μα ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, 4,16% και 5,ο4% α­ντι­στοί­χως. Στα “κοι­νω­νι­κά” του φύλ­λου δεν υ­πάρ­χει κα­τα­χώ­ρη­ση της κη­δείας.
Μό­νο στην ε­φη­με­ρί­δα «Τα Νέ­α», στο φύλ­λο της Δευ­τέ­ρας, βρί­σκε­ται ο ερ­γέ­νης Αργυ­ρίου με υιό, α­δελ­φό, βα­φτι­στή­ρα, α­νί­ψια και λοι­πούς συγ­γε­νείς. Εδώ, αλ­λά­ζουν οι προ­τε­ραιό­τη­τες σε ό­νο­μα και σε ε­παγ­γελ­μα­τι­κές α­σχο­λίες. Κη­δεύου­με τον Αλέ­ξαν­δρο Στα­μα­τίου Κου­μπή. Από κά­τω, ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως, με μι­κρό­τε­ρα τυ­πο­γρα­φι­κά στοι­χεία, το Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Επό­με­νη α­ρά­δα, πά­ντα με ψι­λά: Πο­λι­τι­κός Μη­χα­νι­κός – Με­λε­τη­τής Λο­γο­τε­χνίας. Πρό­κει­ται για υ­πο­βάθ­μι­ση ε­νός εύη­χου ό­σο και πα­νέ­ξυ­πνου ψευ­δώ­νυ­μου, που συ­μπλή­ρω­νε τό­τε 62 έ­τη α­πο­κλει­στι­κής χρή­σης. Σε πό­σα, ά­ρα­γε, δη­μο­σιεύ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε; Απί­θα­νο να υ­πάρ­ξει Βι­βλιο­γρα­φία Αργυ­ρίου. Να ή­ταν ποιη­τής ή μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, κά­τι θα γι­νό­ταν. Ο ί­διος, το 1993, εί­χε ξε­κι­νή­σει μία πρώ­τη βι­βλιο­γρα­φι­κή εγ­γρα­φή, πε­ρι­συλ­λέ­γο­ντας πε­ρί τα 300 κεί­με­να. Το βά­πτι­σμα του πυ­ρός του Αργυ­ρίου, ως ψευ­δώ­νυ­μο κρι­τι­κού, έ­γι­νε στο με­τα­πο­λε­μι­κό πε­ριο­δι­κό του Δημ. Φω­τιά­δη, τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα». Όχι την πρώ­τη πε­ρίο­δο, τη διε­τία 1945-1947, αλ­λά την δεύ­τε­ρη, ό­ταν τα πράγ­μα­τα εί­χαν αρ­χί­σει να α­γριεύουν. Στο πέ­μπτο φύλ­λο της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου, 15 Νοε. 1947, σα­ρά­ντα μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, προέ­κυ­ψε η λε­γό­με­νη Κυ­βέρ­νη­ση του Βου­νού, προ­σω­ρι­νή την εί­χαν ο­νει­ρευ­τεί, με πο­θη­τή έ­δρα την Κό­νι­τσα. Τε­λι­κά, έ­μει­νε, ό­σο κρά­τη­σε, πε­ρι­πλα­νώ­με­νη στα βό­ρεια της Πίν­δου.
Δεν ή­ταν δυ­να­τόν, ο 26χρο­νος Κου­μπής, φρέ­σκος α­πό­φοι­τος του Ε­ΜΠ, με το στρα­τιω­τι­κό σε εκ­κρε­μό­τη­τα, να φι­γου­ρά­ρει σε α­ρι­στε­ρά έ­ντυ­πα. “Πε­ριο­δι­κό της ζω­ντα­νής σκέ­ψης”, ή­ταν ο υ­πό­τιτ­λος, ή­τοι πε­ριο­δι­κό της Αρι­στε­ράς. Πά­ντως, τα δι­κά του κεί­με­να το μό­νο που α­νέ­τρε­παν ή­ταν τα κρι­τι­κά ή­θη. Την πρώ­τη κρι­τι­κή του, ο κρι­νό­με­νος συγ­γρα­φέ­ας την ε­ξέ­λα­βε ως δυ­σμε­νή. Ήταν ο Γιώρ­γος Δέ­λιος, Θεσ­σα­λο­νι­κιός γα­ρ, του έ­στει­λε ευ­χα­ρι­στή­ριο δελ­τά­ριο. Ο Αργυ­ρίου πί­στευε πως τον εί­χε πε­ρά­σει για τον Αυ­γέ­ρη, που ή­ταν α­πό τους βα­σι­κούς συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­δι­κού. Ήταν για το τρί­το βι­βλίο του Δέ­λιου, τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Μου­σι­κή δω­μα­τίου», με­τά δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Σε ει­ρη­νι­κούς και­ρούς, άλ­λο ψευ­δώ­νυ­μο δεν προέ­κυ­ψε. Ωστό­σο, πριν το Αργυ­ρίου, αλ­λά και πα­ράλ­λη­λα, σε φοι­τη­τι­κό έ­ντυ­πο της Αρι­στε­ράς, εί­χε δο­κι­μά­σει έ­να άλ­λο, ε­λά­χι­στα ευ­φά­ντα­στο, Αλέ­κος Ευ­στα­θίου, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο α­πό τον Κ. Ντε­λό­που­λο.
Ο θά­να­τος του Αργυ­ρίου, σε ε­κεί­νο το δευ­τε­ριά­τι­κο φύλ­λο των «Νέων», κα­τα­χω­ρεί­ται και στα πε­ριε­χό­με­να του πο­λι­τι­στι­κού έν­θε­του. Το δη­μο­σίευ­μα εκ­κι­νεί με η­χη­ρό τίτ­λο, «Η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία έ­χα­σε τον κρι­τι­κό της» και α­ντί­στοι­χο πλα­γιό­τιτ­λο: “Κο­ρυ­φαίος με­λε­τη­τής της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο α­κα­τα­πό­νη­τος Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου πέ­θα­νε στα 88 του χρό­νια α­φή­νο­ντας πί­σω του μο­να­δι­κό έρ­γο.” Σύ­ντο­μο και α­νυ­πό­γρα­φο το δη­μο­σίευ­μα στον «Ελεύ­θε­ρο Τύ­πο», ση­μειώ­νει: “Υπήρ­ξε για πολ­λούς ο τε­λευ­ταίος κρι­τι­κός με ευ­ρύ­τα­τη γνώ­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που ε­πη­ρέ­α­σε κα­θο­ρι­στι­κά την ε­ξέ­λι­ξή της.” Με την α­πού­σα, ό­μως, σε άλ­λες ε­φη­με­ρί­δες πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι “ερ­γά­στη­κε κά­νο­ντας με­λέ­τες για το ο­πλι­σμέ­νο και προ­ε­ντε­τα­μέ­νο σκυ­ρό­δε­μα.” Ένα α­κό­μη συ­ντο­μό­τε­ρο ση­μείω­μα δη­μο­σιεύε­ται στην «Απο­γευ­μα­τι­νή». Ενυ­πό­γρα­φο, κα­τα­χω­ρεί­ται στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας «Ωραία Ζωή». Εί­χε, ά­ρα­γε, μία ω­ραία ζωή ο Αργυ­ρίου;
Στην «Ελευ­θε­ρο­τυ­πία», το δη­μο­σίευ­μα ξε­κι­νά με την α­πό­φαν­ση:  “Σπου­δαίος δια­νο­η­τής. Αυ­θε­ντία στη με­λέ­τη και κρι­τι­κή της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας που πο­τέ, ό­μως, δεν λει­τούρ­γη­σε ως τέ­τοια. Μια νη­φά­λια α­ρι­στε­ρή φω­νή που, ό­μως, δεν έ­φε­ρε τον ναρ­κισ­σι­σμό της ι­δε­ο­λο­γίας και της γνώ­σης της.” Προ­φα­νώς, ο συ­ντά­κτης το α­να­φέ­ρει ως προ­σόν. Στην πε­ρί­πτω­ση, ό­μως, του Αργυ­ρίου, λι­γό­τε­ρη α­να­σφά­λεια  θα του ο­μόρ­φαι­νε τη ζωή. Η «Κα­θη­με­ρι­νή», εί­ναι η δεύ­τε­ρη ε­φη­με­ρί­δα, που κα­τα­χω­ρεί την κη­δεία στα “κοι­νω­νι­κά”. Η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κά­λυ­ψη, στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας, αλ­λά γεν­ναιό­δω­ρη. Ο τίτ­λος, «Αλέ­κος Αργυ­ρίου: ο “μη­χα­νι­κός” της λο­γο­τε­χνίας», ε­πι­τρέ­πει έ­να α­φη­γη­μα­τι­κό ξε­κί­νη­μα: “Ήταν για ό­λους «ο Αλέ­κος». Και αυ­τή η οι­κεία προ­σφώ­νη­ση εί­χε α­πε­ριό­ρι­στο σε­βα­σμό, διαρ­κές νοιά­ξι­μο και α­διαμ­φι­σβή­τη­τη α­να­γνώ­ρι­ση της πο­ρείας και της α­ξίας του Αλέ­κου Αργυ­ρίου στον χώ­ρο της κρι­τι­κής και της ι­στο­ρίας της λο­γο­τε­χνίας για πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 60 χρό­νια.” Ο συ­ντά­κτης μάλ­λον     ω­ραιο­ποιεί, κα­θώς η πρώ­τη βρά­βευ­ση, με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δο­κι­μίου, ήρ­θε μό­λις το 1984. Και μια δεύ­τε­ρη,  το Με­γά­λο Βρα­βείο Γραμ­μά­των, το 1998. Το Αρι­στείο δεν του δό­θη­κε πο­τέ. Μπή­κε στη ζυ­γα­ριά το βά­ρος των υ­πο­ψη­φίων, ό­που οι τό­μοι της Ιστο­ρίας του δεν κα­τόρ­θω­σαν να υ­πε­ρι­σχύ­σουν του ση­μα­ντι­κού ε­κτο­πί­σμα­τος του συ­νυ­πο­ψή­φιου. 
Κα­τά τα άλ­λα, “δεν έ­σβη­σε στον Ευαγ­γε­λι­σμό”, αλ­λά στην ι­διω­τι­κή κλι­νι­κή Απολ­λώ­νειο, ό­που τον πή­γαν με την εμ­φά­νι­ση των πρώ­των πε­ρι­πλο­κών μιας πνευ­μο­νίας, που δεν εί­χε έ­γκαι­ρα α­ντι­με­τω­πι­σθεί. Ο ί­διος δεν ή­θε­λε το συ­γκε­κρι­μέ­νο νο­σο­κο­μείο. Εκεί εί­χε α­πο­βιώ­σει η συ­νά­δελ­φος, πρώην σύ­ζυ­γος και ε­σα­εί σύ­ντρο­φος  Άντεια Χατ­ζι­δά­κη. Φροϋδι­κώς, μια σχέ­ση, που πρό­σφε­ρε μη­τρι­κή προ­στα­σία. Αν ε­κεί­νη δεν εί­χε φύ­γει, θα προ­λά­βαι­νε τις πε­ρι­πλο­κές. Μό­νος του, “δεν μπό­ρε­σε να ξε­πε­ρά­σει αυ­τό το κα­ζί­κι.” “Νο­ση­λευό­ταν δυο μή­νες”.  “Λί­γος ο κό­σμος που βρέ­θη­κε στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο. Πε­ρισ­σό­τε­ροι αρ­χι­τέ­κτο­νες, μη­χα­νι­κοί, πο­λε­ο­δό­μοι. Οι άν­θρω­ποι της λο­γο­τε­χνίας ή­ταν φα­νε­ρά λι­γό­τε­ροι. Ήταν ό­μως ό­λοι βα­θιά θλιμ­μέ­νοι.” Αυ­τοί, που α­νέ­λα­βαν τους δη­μό­σιους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, εί­χαν ε­τοι­μά­σει τα με­γά­λα λό­για: “Ο πιο ση­μα­ντι­κός δρα­μα­το­λό­γος του δεύ­τε­ρου μι­σού του 20ου αιώ­να”, “ο άν­θρω­πος με το κα­θα­ρό μυα­λό, την ι­διαί­τε­ρη ι­στο­ρι­κή ο­ξύ­νοια, την ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη η­θι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα”. Και μία με­γά­λη α­λή­θεια: “Ζού­σε και α­νέ­πνεε ως μέ­ρος της λο­γο­τε­χνίας, προ­σέ­φε­ρε τη ζωή του, θυ­σιά­ζο­ντας με γεν­ναιό­τη­τα και αυ­τα­πάρ­νη­ση τις χα­ρές του βίου του.” Εί­ναι η πολ­λο­στή α­να­φο­ρά στην Ιστο­ρία του. Ου­σια­στι­κά, αυ­τή α­πο­τε­λεί τον πυ­ρή­να ό­λων των δη­μο­σιευ­μά­των, δη­μο­σιο­γρα­φι­κών και μη.
Για τον ί­διο, ε­πι­ση­μαί­νο­νται ι­διό­τη­τες, ό­πως “φυ­σι­κή ευ­γέ­νεια”, αυ­το­δί­δα­κτος, ε­ρα­σι­τέ­χνης, “ο δι­κός μας άν­θρω­πος που καλ­λιέρ­γη­σε α­πο­κλει­στι­κά το χω­ρα­φά­κι της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και λο­γο­τε­χνίας”, “ο άν­θρω­πος μιας γε­νιάς που διέ­θε­τε λε­βε­ντιά” ή, α­κό­μη, “ζω­ντα­νή ι­στο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Και άλ­λους οι­στρή­λα­τους ε­παί­νους. Στις νε­κρο­λο­γίες, φί­λοι και ο­μό­τε­χνοι συ­χνά αυ­το­προ­βάλ­λο­νται, διαν­θί­ζο­ντας με αρ­κε­τές α­να­κρί­βειες τις α­να­φο­ρές τους σε γε­γο­νό­τα ή και κου­βέ­ντες του α­πο­θα­νό­ντος. Άβου­λος ε­κεί­νος, θέ­λο­ντας και μη τα α­πο­δέ­χε­ται.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/5/2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια: