Σαν σήμερα, όπως γράφουν συνήθως οι δημοσιογράφοι, όταν ανακαλούν αποθανόντες, απεβίωσε ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Αν και είθισται η ενθύμηση να γίνεται σε στρογγυλές χρονικές αποστάσεις από την αναχώρησή τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει συμπληρωθεί η δεκαετία. Αλλά και ο αριθμός επτά, δεν είναι τυχαίος. Τον έχουν πολλαπλώς φορτίσει ως συμβολικό, μυστηριακής σχέσης με τα συμβάντα. Σαν σήμερα, λοιπόν, πριν επτά χρόνια, 22 Μαΐ. 2009, “έσβησε” ο Αργυρίου. Τότε ήταν ημέρα Παρασκευή. Με ένα δίσεκτο έτος ενδιαμέσως, κατά το επίσης δίσεκτο 2016, η επέτειος πέφτει ημέρα Κυριακή. Ποικιλότροπα φορτισμένα τα δίσεκτα έτη, όπως και ο αριθμός επτά, θεωρούνται έτη δυσοίωνα. Ακατάλληλα για γάμους και άλλες μακροχρόνιας πνοής εκδηλώσεις, ταιριάζουν μόνο σε νοσηρής φύσεως απολογισμούς. “Το μοιραίο”, όπως είθισται να λέγεται, επήλθε στις 5.15 μ.μ., εκείνη την Παρασκευή, ημέρα αποφράδα για την ελληνική λογοτεχνία, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα ηχηρά είχαν τότε γραφεί. Αν και τα περισσότερα - κατά κάποιο τρόπο, το κυρίως θέμα των δημοσιευμάτων, από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, τις επιφυλλίδες, μέχρι τα εκτενέστερα κείμενα - δεν αφορούσαν τον Αργυρίου, πλην ίσως από “τα μεγάλα λόγια” των νεκρολογιών.
Στο τέλος αυτού του κειμένου παραθέτουμε με σχόλια την υποδοχή του θανάτου του Αργυρίου από τον Τύπο, από την οποία συνάγεται πως το επαινετό υπέρ παντός άλλου κατόρθωμά του ήταν το μεγάλο έργο με το οποίο καταπιάστηκε, η οκτάτομη «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας». Μέχρι που να απορεί κανείς, ποιος θα ήταν ο Αργυρίου, αν δεν είχε παραδώσει αυτό “το πολύτιμο εργαλείο” στο αναγνωστικό κοινό, προπάντων στους νεοελληνιστές, που παραδέχονται πως “ο πλούτος των πληροφοριών άλλαξε το πεδίο των γνώσεών τους”. Αν και η χορεία των “επιγόνων”, χοροπηδώντας πάνω στην καινούρια “Βιβλιογραφική βάση δεδομένων”, που τους χάρισε, προχωρούν ολοταχώς προς τα εμπρός.
Το Συνέδριο, που διοργανώθηκε στη μνήμη του, επετειακά, στις 20-22 Μαΐ. 2011, με τη συμπλήρωση 90 ετών από τη γέννησή του, ανέδειξε τα έργα “ορισμένων από τους σημαντικότερους νεοελληνιστές της Ελλάδας και της Ευρώπης”, που είχαν προσκληθεί. Απώτερος, όμως, στόχος ήταν το πώς θα μετατραπεί η κληρονομιά του Αργυρίου σε “δυναμικό εργαλείο”. Τώρα, βεβαίως, θα αναλογιστεί κανείς, μπορεί κάτι τις να είναι “πολύτιμο εργαλείο” και να υστερεί σε δυναμική; Γιατί όχι. Πρώτο και καλύτερο παράδειγμα συνιστά η μνήμη του υπολογιστή. Μέχρι που πετάς ή έστω βάζεις στο ράφι, την οκτάτομη Ιστορία Αργυρίου και εργάζεσαι με τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του. Κατά την ακριβή διατύπωση, το ηλεκτρονικό αρχείο του, με την παρουσίαση του οποίου και έκλεισε το Συνέδριο. Δυστυχώς, η “Βιβλιογραφική βάση Αργυρίου”, φαίνεται πως παρουσίαζε πολλές αδυναμίες. Κατά την παρουσίαση, πάντως, τα προβληματικά σημεία δικαιολογήθηκαν, αφού πρόκειται για το “ηλεκτρονικό σημειωματάριο” του κατόχου. Άλλωστε, όποιοι ανέλαβαν το έργο, το έχουν ήδη φροντίσει φιλολογικά και εκσυγχρονίσει, όπως διαβεβαίωσαν. Κατόπιν αυτών, οι “επίγονοι” του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα δημιουργήσουν την “εναλλακτική, πολυπρισματική, πολυθεματική θεώρηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας”.
Οπότε η έντυπη εκδοχή της Ιστορίας, ήδη από πενταετίας, αποβαίνει περιττό βάρος. Ίσως και γι’ αυτό, ο Αργυρίου ελάχιστα μνημονεύθηκε στο Συνέδριο, που διοργάνωσαν “στη μνήμη του”. Μόνο, σε υποσελίδιες σημειώσεις ή στη ρύμη του λόγου δυο τριών φιλικά διακείμενων ομιλιών. Οι βασικές αναφορές επικεντρώθηκαν στην Ιστορία, όπου και επισημάνθηκαν οι παραλήψεις αυτού του “πολύτιμου εργαλείου”. Σημαντική η κριτική της Έρης Σταυροπούλου, που σχολιάζει “την παρουσία των γυναικών συγγραφέων στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας”, καθώς αποκαλύπτει πόσο απατηλή εικόνα προσφέρει η Ιστορία Αργυρίου, με την πληθώρα των καταγεγραμμένων ονομάτων, που, όμως, “συσκοτίζει την ποιοτική έκταση της παρουσίας τους”. Και βεβαίως, ο τελευταίος ομιλητής, ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, που ανέλαβε να παρουσιάσει κριτικά την Ιστορία, παραθέτοντας σειρά ερωτημάτων, ως προς τα οποία θεωρεί ότι παραμένει “έκθετη η ιστορική σύλληψη του Αργυρίου”. Ωστόσο, παρά τα όποια κουσούριά της, τα οποία και θα διορθώσει η συλλογική Ιστορία των “επιγόνων”, αναγνώρισε, με τη συνήθη μεγαλοψυχία που δείχνουν οι νεότεροι για τα έργα των “υπερηλίκων”, πως συνιστά τουλάχιστον “ένα κάλεσμα σε διάλογο”.
Όπως και να έχει, επτά χρόνια μετά τις νεκρολογίες, πέντε μετά το Συνέδριο, μένει ζητούμενη η αποτίμηση. Πάντως, ένα βασικό σημείο, στο οποίο οι απόψεις διχάζονται - τότε, ενδιαμέσως, μέχρι και σήμερα - είναι το κατά πόσο πρόφτασε ο Αργυρίου και ολοκλήρωσε την Ιστορία του. Λ.χ., στον Ριζοσπάστη της Τρίτης, 26 Μαΐ 2009, όπου παραδόξως, σε ανυπόγραφο σημείωμα, αναφέρεται ο θάνατός του, όπου χαρακτηρίζεται ως “πλήρης ημερών”, με πρωταρχικό κριτήριο ακριβώς το γεγονός πως είχε περατώσει την Ιστορία του. Στο άλλο άκρο, κινήθηκαν οι πιο οικείοι, συγγενείς και φίλοι. Σε αυτό, πιθανός συναίτιος να είναι ο ίδιος ο Αργυρίου. Εν αγαθότητα και όχι από δολιότητα, παρέσερνε το στενό του κύκλο, καλλιεργώντας λανθασμένες εντυπώσεις. Φύσει ανασφαλής και μη όντας σίγουρος πως θα κατόρθωνε να πραγματώσει αυτήν την Ιστορία, όπως την είχε αρχικά συλλάβει, προς μετριασμό του άγχους, είχε μετατρέψει ένα πρόβλημα δυνατοτήτων σε χρονικό. Αδιάκοπα μετρούσε το χρόνο, που χρειάζεται ένα έκαστο τμήμα του εγχειρήματος.
Πριν την κηδεία, στενός συγγενής του, ενημέρωνε δημοσιογράφο, πως ο Αργυρίου “λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο ολοκλήρωνε τον ένατο τόμο, όπου θα έκανε μια προσωπική αποτίμηση των σύγχρονων λογοτεχνών.” Επίσης, πως “είχε αρχίσει να γράφει την αυτοβιογραφία του.” Φίλοι διατείνονταν πως τους έλεγε ότι χρειαζόταν ακόμη δυο χρόνια. Δηλαδή, πατώντας τα 90, θα είχε και επιλογικό τόμο και αυτοβιογραφία. Εκείνος, απλώς, επαναλάμβανε το παλιό του κόλπο, με το οποίο τα είχε άλλοτε καταφέρει. Τότε ανακοίνωνε στη συντροφιά, τέλη της δεκαετίας του ’80, ότι σκόπευε να γράψει μια εκτενή Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αρχικά, λογάριαζε να αρχίσει από το 1880, με τη Γενιά του Παλαμά. Μετά χαμήλωσε τον πήχυ. Έθεσε αφετηρία “τα χρόνια του Μεσοπολέμου”, υποσχόμενος ενδομύχως να επανέλθει. Τότε, αποχώρησε από το αρχιτεκτονικό γραφείο. Τότε, χώρισε την Σεραϊνώ, όχι για μια Λελούδα, όπως ο άλλος Κουμπής στο «Γάμο του Καραχμέτη» του Παπαδιαμάντη, αλλά για να εξοικονομήσει χρόνο. Η σχέση του με τον χρόνο ήταν ίδια με εκείνη του Σάιλωκ με το χρυσάφι.
Τότε, όμως, στην παρέα, είχε απέναντί του έναν άνθρωπο με χιούμορ, που, αν και λίγο νεότερος, ήξερε να τον κουμαντάρει προς τη σωστή κατεύθυνση. Χωρίς την ψυχολογική υποστήριξη του Μ. Αναγνωστάκη και της Άντειας Χατζιδάκη, ο Αργυρίου δεν θα τα κατάφερνε. Παρομοίως, το 2009, ακόμη κι αν μακροημέρευε, όπως αναλογούσε στην καθαρότητα του νου του και στην ζωτικότητά του, ούτε επιλογικό τόμο ούτε αυτοβιογραφία θα ξεκινούσε. Το καθένα, για διαφορετικούς λόγους. Πέραν, όμως, των όποιων ενδόμυχων προθέσεων του ίδιου, για εμάς τους άλλους, τους αναγνώστες του, ένας επιλογικός τόμος είναι τελείως περιττός. Την προσωπική του αποτίμηση την έκανε ο Αργυρίου σε οκτώ τόμους. Μόνο που την υπέβαλε - δεν την κραύγασε. Και καλά η συγγενής να ελπίζει πως θα βρει κάτι χειροπιαστό στο μαύρο κουτί που κληρονόμησε. Κάτι προσιτό στο ευρύ κοινό. Αλλά ο φίλος; Είναι δυνατόν να γράφει και μάλιστα, σε κείμενο που επέχει θέση νεκρολογίας, πως “ο Αργυρίου δεν πρόλαβε να δει τελειωμένο το έργο του”; Πως αυτό “διακόπηκε στο πιο κρίσιμο σημείο του, στο σημείο της ολοκλήρωσής του”; Και στη συνέχεια να διαβεβαιώνει ότι ο Αργυρίου “είχε αρχίσει να γράφει τον ένατο, τον τελευταίο και σημαντικότερο τόμο του, που θα αποτελούσε το κριτικό εξαγόμενο των γραμματολογικών γεγονότων που αφηγείται στους οκτώ πρώτους τόμους”;
Παρεμπιπτόντως, για τον Αργυρίου, ο μετανεοτερικός νεολογισμός “αφηγείται” είναι πέρα για πέρα αδόκιμος και άστοχος. Άλλο αφηγούμαι και άλλο γράφω Ιστορία. Ύστερα, πώς είναι δυνατόν να αποφαίνεται κάποιος πως το σημαντικότερο τμήμα ενός έργου είναι μια πιθανή συνέχεια, που δεν υλοποιήθηκε; Μόνο το χειροπιαστό αποτιμάται. Ειδάλλως, πρόκειται για έμμεσο τρόπο ελαχιστοποίησης της αξίας του έργου. Όσο για το εξαγόμενο, όποιος έχει διαβάσει και μόνο τις εισαγωγές του σε ανθολογίες και γραμματολογίες μίας 60νταετίας, όχι μόνο 40νταετίας, το γνωρίζει.
Στο τέλος αυτού του κειμένου παραθέτουμε με σχόλια την υποδοχή του θανάτου του Αργυρίου από τον Τύπο, από την οποία συνάγεται πως το επαινετό υπέρ παντός άλλου κατόρθωμά του ήταν το μεγάλο έργο με το οποίο καταπιάστηκε, η οκτάτομη «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας». Μέχρι που να απορεί κανείς, ποιος θα ήταν ο Αργυρίου, αν δεν είχε παραδώσει αυτό “το πολύτιμο εργαλείο” στο αναγνωστικό κοινό, προπάντων στους νεοελληνιστές, που παραδέχονται πως “ο πλούτος των πληροφοριών άλλαξε το πεδίο των γνώσεών τους”. Αν και η χορεία των “επιγόνων”, χοροπηδώντας πάνω στην καινούρια “Βιβλιογραφική βάση δεδομένων”, που τους χάρισε, προχωρούν ολοταχώς προς τα εμπρός.
Το Συνέδριο, που διοργανώθηκε στη μνήμη του, επετειακά, στις 20-22 Μαΐ. 2011, με τη συμπλήρωση 90 ετών από τη γέννησή του, ανέδειξε τα έργα “ορισμένων από τους σημαντικότερους νεοελληνιστές της Ελλάδας και της Ευρώπης”, που είχαν προσκληθεί. Απώτερος, όμως, στόχος ήταν το πώς θα μετατραπεί η κληρονομιά του Αργυρίου σε “δυναμικό εργαλείο”. Τώρα, βεβαίως, θα αναλογιστεί κανείς, μπορεί κάτι τις να είναι “πολύτιμο εργαλείο” και να υστερεί σε δυναμική; Γιατί όχι. Πρώτο και καλύτερο παράδειγμα συνιστά η μνήμη του υπολογιστή. Μέχρι που πετάς ή έστω βάζεις στο ράφι, την οκτάτομη Ιστορία Αργυρίου και εργάζεσαι με τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του. Κατά την ακριβή διατύπωση, το ηλεκτρονικό αρχείο του, με την παρουσίαση του οποίου και έκλεισε το Συνέδριο. Δυστυχώς, η “Βιβλιογραφική βάση Αργυρίου”, φαίνεται πως παρουσίαζε πολλές αδυναμίες. Κατά την παρουσίαση, πάντως, τα προβληματικά σημεία δικαιολογήθηκαν, αφού πρόκειται για το “ηλεκτρονικό σημειωματάριο” του κατόχου. Άλλωστε, όποιοι ανέλαβαν το έργο, το έχουν ήδη φροντίσει φιλολογικά και εκσυγχρονίσει, όπως διαβεβαίωσαν. Κατόπιν αυτών, οι “επίγονοι” του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα δημιουργήσουν την “εναλλακτική, πολυπρισματική, πολυθεματική θεώρηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας”.
Οπότε η έντυπη εκδοχή της Ιστορίας, ήδη από πενταετίας, αποβαίνει περιττό βάρος. Ίσως και γι’ αυτό, ο Αργυρίου ελάχιστα μνημονεύθηκε στο Συνέδριο, που διοργάνωσαν “στη μνήμη του”. Μόνο, σε υποσελίδιες σημειώσεις ή στη ρύμη του λόγου δυο τριών φιλικά διακείμενων ομιλιών. Οι βασικές αναφορές επικεντρώθηκαν στην Ιστορία, όπου και επισημάνθηκαν οι παραλήψεις αυτού του “πολύτιμου εργαλείου”. Σημαντική η κριτική της Έρης Σταυροπούλου, που σχολιάζει “την παρουσία των γυναικών συγγραφέων στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας”, καθώς αποκαλύπτει πόσο απατηλή εικόνα προσφέρει η Ιστορία Αργυρίου, με την πληθώρα των καταγεγραμμένων ονομάτων, που, όμως, “συσκοτίζει την ποιοτική έκταση της παρουσίας τους”. Και βεβαίως, ο τελευταίος ομιλητής, ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, που ανέλαβε να παρουσιάσει κριτικά την Ιστορία, παραθέτοντας σειρά ερωτημάτων, ως προς τα οποία θεωρεί ότι παραμένει “έκθετη η ιστορική σύλληψη του Αργυρίου”. Ωστόσο, παρά τα όποια κουσούριά της, τα οποία και θα διορθώσει η συλλογική Ιστορία των “επιγόνων”, αναγνώρισε, με τη συνήθη μεγαλοψυχία που δείχνουν οι νεότεροι για τα έργα των “υπερηλίκων”, πως συνιστά τουλάχιστον “ένα κάλεσμα σε διάλογο”.
Όπως και να έχει, επτά χρόνια μετά τις νεκρολογίες, πέντε μετά το Συνέδριο, μένει ζητούμενη η αποτίμηση. Πάντως, ένα βασικό σημείο, στο οποίο οι απόψεις διχάζονται - τότε, ενδιαμέσως, μέχρι και σήμερα - είναι το κατά πόσο πρόφτασε ο Αργυρίου και ολοκλήρωσε την Ιστορία του. Λ.χ., στον Ριζοσπάστη της Τρίτης, 26 Μαΐ 2009, όπου παραδόξως, σε ανυπόγραφο σημείωμα, αναφέρεται ο θάνατός του, όπου χαρακτηρίζεται ως “πλήρης ημερών”, με πρωταρχικό κριτήριο ακριβώς το γεγονός πως είχε περατώσει την Ιστορία του. Στο άλλο άκρο, κινήθηκαν οι πιο οικείοι, συγγενείς και φίλοι. Σε αυτό, πιθανός συναίτιος να είναι ο ίδιος ο Αργυρίου. Εν αγαθότητα και όχι από δολιότητα, παρέσερνε το στενό του κύκλο, καλλιεργώντας λανθασμένες εντυπώσεις. Φύσει ανασφαλής και μη όντας σίγουρος πως θα κατόρθωνε να πραγματώσει αυτήν την Ιστορία, όπως την είχε αρχικά συλλάβει, προς μετριασμό του άγχους, είχε μετατρέψει ένα πρόβλημα δυνατοτήτων σε χρονικό. Αδιάκοπα μετρούσε το χρόνο, που χρειάζεται ένα έκαστο τμήμα του εγχειρήματος.
Πριν την κηδεία, στενός συγγενής του, ενημέρωνε δημοσιογράφο, πως ο Αργυρίου “λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο ολοκλήρωνε τον ένατο τόμο, όπου θα έκανε μια προσωπική αποτίμηση των σύγχρονων λογοτεχνών.” Επίσης, πως “είχε αρχίσει να γράφει την αυτοβιογραφία του.” Φίλοι διατείνονταν πως τους έλεγε ότι χρειαζόταν ακόμη δυο χρόνια. Δηλαδή, πατώντας τα 90, θα είχε και επιλογικό τόμο και αυτοβιογραφία. Εκείνος, απλώς, επαναλάμβανε το παλιό του κόλπο, με το οποίο τα είχε άλλοτε καταφέρει. Τότε ανακοίνωνε στη συντροφιά, τέλη της δεκαετίας του ’80, ότι σκόπευε να γράψει μια εκτενή Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αρχικά, λογάριαζε να αρχίσει από το 1880, με τη Γενιά του Παλαμά. Μετά χαμήλωσε τον πήχυ. Έθεσε αφετηρία “τα χρόνια του Μεσοπολέμου”, υποσχόμενος ενδομύχως να επανέλθει. Τότε, αποχώρησε από το αρχιτεκτονικό γραφείο. Τότε, χώρισε την Σεραϊνώ, όχι για μια Λελούδα, όπως ο άλλος Κουμπής στο «Γάμο του Καραχμέτη» του Παπαδιαμάντη, αλλά για να εξοικονομήσει χρόνο. Η σχέση του με τον χρόνο ήταν ίδια με εκείνη του Σάιλωκ με το χρυσάφι.
Τότε, όμως, στην παρέα, είχε απέναντί του έναν άνθρωπο με χιούμορ, που, αν και λίγο νεότερος, ήξερε να τον κουμαντάρει προς τη σωστή κατεύθυνση. Χωρίς την ψυχολογική υποστήριξη του Μ. Αναγνωστάκη και της Άντειας Χατζιδάκη, ο Αργυρίου δεν θα τα κατάφερνε. Παρομοίως, το 2009, ακόμη κι αν μακροημέρευε, όπως αναλογούσε στην καθαρότητα του νου του και στην ζωτικότητά του, ούτε επιλογικό τόμο ούτε αυτοβιογραφία θα ξεκινούσε. Το καθένα, για διαφορετικούς λόγους. Πέραν, όμως, των όποιων ενδόμυχων προθέσεων του ίδιου, για εμάς τους άλλους, τους αναγνώστες του, ένας επιλογικός τόμος είναι τελείως περιττός. Την προσωπική του αποτίμηση την έκανε ο Αργυρίου σε οκτώ τόμους. Μόνο που την υπέβαλε - δεν την κραύγασε. Και καλά η συγγενής να ελπίζει πως θα βρει κάτι χειροπιαστό στο μαύρο κουτί που κληρονόμησε. Κάτι προσιτό στο ευρύ κοινό. Αλλά ο φίλος; Είναι δυνατόν να γράφει και μάλιστα, σε κείμενο που επέχει θέση νεκρολογίας, πως “ο Αργυρίου δεν πρόλαβε να δει τελειωμένο το έργο του”; Πως αυτό “διακόπηκε στο πιο κρίσιμο σημείο του, στο σημείο της ολοκλήρωσής του”; Και στη συνέχεια να διαβεβαιώνει ότι ο Αργυρίου “είχε αρχίσει να γράφει τον ένατο, τον τελευταίο και σημαντικότερο τόμο του, που θα αποτελούσε το κριτικό εξαγόμενο των γραμματολογικών γεγονότων που αφηγείται στους οκτώ πρώτους τόμους”;
Παρεμπιπτόντως, για τον Αργυρίου, ο μετανεοτερικός νεολογισμός “αφηγείται” είναι πέρα για πέρα αδόκιμος και άστοχος. Άλλο αφηγούμαι και άλλο γράφω Ιστορία. Ύστερα, πώς είναι δυνατόν να αποφαίνεται κάποιος πως το σημαντικότερο τμήμα ενός έργου είναι μια πιθανή συνέχεια, που δεν υλοποιήθηκε; Μόνο το χειροπιαστό αποτιμάται. Ειδάλλως, πρόκειται για έμμεσο τρόπο ελαχιστοποίησης της αξίας του έργου. Όσο για το εξαγόμενο, όποιος έχει διαβάσει και μόνο τις εισαγωγές του σε ανθολογίες και γραμματολογίες μίας 60νταετίας, όχι μόνο 40νταετίας, το γνωρίζει.
Τέτοια μέρα, πριν επτά χρόνια
Κακή τύχη να περνάς στους κεκοιμημένους ημέρα Παρασκευή και μάλιστα απόγευμα, όταν έχουν πλέον κλείσει τα φύλλα του Σαββατοκύριακου. Στην καλύτερη περίπτωση, η πρώτη μνεία στον Τύπο γίνεται Δευτέρα, οπότε, κατά κανόνα, καίτοι λανθασμένος, χρησιμοποιείται ως χρονικός προσδιορισμός το προχθές. Πολλές φορές, η καταχώρηση του θανάτου συνδυάζεται με εκείνη της κήδευσης, σε αυτήν την περίπτωση, αναβάλλεται για την Τρίτη, παραμένει, ωστόσο, το προχθές, συσκοτίζοντας ακόμη περισσότερο τις βιβλιογραφικές καταγραφές. Στην περίπτωση του Αλέξανδρου Αργυρίου, μόνο στο «Έθνος», στο φύλλο της Δευτέρας, 25 Μαΐ 2009, υπάρχει η ακριβής αναφορά: “Έφυγε την Παρασκευή σε ηλικία 88 ετών ο ιστοριογράφος της σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας.” Ακολουθεί η παράθεση βιογραφικού, αναπλασμένου κατά τον γνωστό στομφώδη τρόπο σύνταξης των νεκρολογιών. Το δημοσίευμα κλείνει με δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, που συνδυάζεται με αγγελία της κηδείας για την επομένη, στις 3 μ.μ., στο Α΄ Νεκροταφείο, δημοσία δαπάνη. Ήταν παραμονές εκλογών. 7 Ιουν. οι Ευρωεκλογές, 10 Οκτ. οι Βουλευτικές. Πέμπτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, 4,16% και 5,ο4% αντιστοίχως. Στα “κοινωνικά” του φύλλου δεν υπάρχει καταχώρηση της κηδείας.
Μόνο στην εφημερίδα «Τα Νέα», στο φύλλο της Δευτέρας, βρίσκεται ο εργένης Αργυρίου με υιό, αδελφό, βαφτιστήρα, ανίψια και λοιπούς συγγενείς. Εδώ, αλλάζουν οι προτεραιότητες σε όνομα και σε επαγγελματικές ασχολίες. Κηδεύουμε τον Αλέξανδρο Σταματίου Κουμπή. Από κάτω, εντός παρενθέσεως, με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, το Αλέξανδρος Αργυρίου. Επόμενη αράδα, πάντα με ψιλά: Πολιτικός Μηχανικός – Μελετητής Λογοτεχνίας. Πρόκειται για υποβάθμιση ενός εύηχου όσο και πανέξυπνου ψευδώνυμου, που συμπλήρωνε τότε 62 έτη αποκλειστικής χρήσης. Σε πόσα, άραγε, δημοσιεύματα εμφανίστηκε; Απίθανο να υπάρξει Βιβλιογραφία Αργυρίου. Να ήταν ποιητής ή μυθιστοριογράφος, κάτι θα γινόταν. Ο ίδιος, το 1993, είχε ξεκινήσει μία πρώτη βιβλιογραφική εγγραφή, περισυλλέγοντας περί τα 300 κείμενα. Το βάπτισμα του πυρός του Αργυρίου, ως ψευδώνυμο κριτικού, έγινε στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημ. Φωτιάδη, τα «Ελεύθερα Γράμματα». Όχι την πρώτη περίοδο, τη διετία 1945-1947, αλλά την δεύτερη, όταν τα πράγματα είχαν αρχίσει να αγριεύουν. Στο πέμπτο φύλλο της δεύτερης περιόδου, 15 Νοε. 1947, σαράντα μέρες αργότερα, προέκυψε η λεγόμενη Κυβέρνηση του Βουνού, προσωρινή την είχαν ονειρευτεί, με ποθητή έδρα την Κόνιτσα. Τελικά, έμεινε, όσο κράτησε, περιπλανώμενη στα βόρεια της Πίνδου.
Δεν ήταν δυνατόν, ο 26χρονος Κουμπής, φρέσκος απόφοιτος του ΕΜΠ, με το στρατιωτικό σε εκκρεμότητα, να φιγουράρει σε αριστερά έντυπα. “Περιοδικό της ζωντανής σκέψης”, ήταν ο υπότιτλος, ήτοι περιοδικό της Αριστεράς. Πάντως, τα δικά του κείμενα το μόνο που ανέτρεπαν ήταν τα κριτικά ήθη. Την πρώτη κριτική του, ο κρινόμενος συγγραφέας την εξέλαβε ως δυσμενή. Ήταν ο Γιώργος Δέλιος, Θεσσαλονικιός γαρ, του έστειλε ευχαριστήριο δελτάριο. Ο Αργυρίου πίστευε πως τον είχε περάσει για τον Αυγέρη, που ήταν από τους βασικούς συνεργάτες του περιοδικού. Ήταν για το τρίτο βιβλίο του Δέλιου, τη συλλογή διηγημάτων «Μουσική δωματίου», μετά δυο μυθιστορήματα. Σε ειρηνικούς καιρούς, άλλο ψευδώνυμο δεν προέκυψε. Ωστόσο, πριν το Αργυρίου, αλλά και παράλληλα, σε φοιτητικό έντυπο της Αριστεράς, είχε δοκιμάσει ένα άλλο, ελάχιστα ευφάνταστο, Αλέκος Ευσταθίου, καταγεγραμμένο από τον Κ. Ντελόπουλο.
Ο θάνατος του Αργυρίου, σε εκείνο το δευτεριάτικο φύλλο των «Νέων», καταχωρείται και στα περιεχόμενα του πολιτιστικού ένθετου. Το δημοσίευμα εκκινεί με ηχηρό τίτλο, «Η ελληνική λογοτεχνία έχασε τον κριτικό της» και αντίστοιχο πλαγιότιτλο: “Κορυφαίος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ακαταπόνητος Αλέξανδρος Αργυρίου πέθανε στα 88 του χρόνια αφήνοντας πίσω του μοναδικό έργο.” Σύντομο και ανυπόγραφο το δημοσίευμα στον «Ελεύθερο Τύπο», σημειώνει: “Υπήρξε για πολλούς ο τελευταίος κριτικός με ευρύτατη γνώση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξή της.” Με την απούσα, όμως, σε άλλες εφημερίδες πληροφορία, ότι “εργάστηκε κάνοντας μελέτες για το οπλισμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα.” Ένα ακόμη συντομότερο σημείωμα δημοσιεύεται στην «Απογευματινή». Ενυπόγραφο, καταχωρείται στο κάτω μέρος της σελίδας «Ωραία Ζωή». Είχε, άραγε, μία ωραία ζωή ο Αργυρίου;
Στην «Ελευθεροτυπία», το δημοσίευμα ξεκινά με την απόφανση: “Σπουδαίος διανοητής. Αυθεντία στη μελέτη και κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας που ποτέ, όμως, δεν λειτούργησε ως τέτοια. Μια νηφάλια αριστερή φωνή που, όμως, δεν έφερε τον ναρκισσισμό της ιδεολογίας και της γνώσης της.” Προφανώς, ο συντάκτης το αναφέρει ως προσόν. Στην περίπτωση, όμως, του Αργυρίου, λιγότερη ανασφάλεια θα του ομόρφαινε τη ζωή. Η «Καθημερινή», είναι η δεύτερη εφημερίδα, που καταχωρεί την κηδεία στα “κοινωνικά”. Η δημοσιογραφική κάλυψη, στο κάτω μέρος της σελίδας, αλλά γενναιόδωρη. Ο τίτλος, «Αλέκος Αργυρίου: ο “μηχανικός” της λογοτεχνίας», επιτρέπει ένα αφηγηματικό ξεκίνημα: “Ήταν για όλους «ο Αλέκος». Και αυτή η οικεία προσφώνηση είχε απεριόριστο σεβασμό, διαρκές νοιάξιμο και αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της πορείας και της αξίας του Αλέκου Αργυρίου στον χώρο της κριτικής και της ιστορίας της λογοτεχνίας για περισσότερα από 60 χρόνια.” Ο συντάκτης μάλλον ωραιοποιεί, καθώς η πρώτη βράβευση, με Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, ήρθε μόλις το 1984. Και μια δεύτερη, το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, το 1998. Το Αριστείο δεν του δόθηκε ποτέ. Μπήκε στη ζυγαριά το βάρος των υποψηφίων, όπου οι τόμοι της Ιστορίας του δεν κατόρθωσαν να υπερισχύσουν του σημαντικού εκτοπίσματος του συνυποψήφιου.
Κατά τα άλλα, “δεν έσβησε στον Ευαγγελισμό”, αλλά στην ιδιωτική κλινική Απολλώνειο, όπου τον πήγαν με την εμφάνιση των πρώτων περιπλοκών μιας πνευμονίας, που δεν είχε έγκαιρα αντιμετωπισθεί. Ο ίδιος δεν ήθελε το συγκεκριμένο νοσοκομείο. Εκεί είχε αποβιώσει η συνάδελφος, πρώην σύζυγος και εσαεί σύντροφος Άντεια Χατζιδάκη. Φροϋδικώς, μια σχέση, που πρόσφερε μητρική προστασία. Αν εκείνη δεν είχε φύγει, θα προλάβαινε τις περιπλοκές. Μόνος του, “δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτό το καζίκι.” “Νοσηλευόταν δυο μήνες”. “Λίγος ο κόσμος που βρέθηκε στο Α΄ Νεκροταφείο. Περισσότεροι αρχιτέκτονες, μηχανικοί, πολεοδόμοι. Οι άνθρωποι της λογοτεχνίας ήταν φανερά λιγότεροι. Ήταν όμως όλοι βαθιά θλιμμένοι.” Αυτοί, που ανέλαβαν τους δημόσιους αποχαιρετισμούς, είχαν ετοιμάσει τα μεγάλα λόγια: “Ο πιο σημαντικός δραματολόγος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα”, “ο άνθρωπος με το καθαρό μυαλό, την ιδιαίτερη ιστορική οξύνοια, την ολοκληρωμένη ηθική προσωπικότητα”. Και μία μεγάλη αλήθεια: “Ζούσε και ανέπνεε ως μέρος της λογοτεχνίας, προσέφερε τη ζωή του, θυσιάζοντας με γενναιότητα και αυταπάρνηση τις χαρές του βίου του.” Είναι η πολλοστή αναφορά στην Ιστορία του. Ουσιαστικά, αυτή αποτελεί τον πυρήνα όλων των δημοσιευμάτων, δημοσιογραφικών και μη.
Για τον ίδιο, επισημαίνονται ιδιότητες, όπως “φυσική ευγένεια”, αυτοδίδακτος, ερασιτέχνης, “ο δικός μας άνθρωπος που καλλιέργησε αποκλειστικά το χωραφάκι της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας”, “ο άνθρωπος μιας γενιάς που διέθετε λεβεντιά” ή, ακόμη, “ζωντανή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας”. Και άλλους οιστρήλατους επαίνους. Στις νεκρολογίες, φίλοι και ομότεχνοι συχνά αυτοπροβάλλονται, διανθίζοντας με αρκετές ανακρίβειες τις αναφορές τους σε γεγονότα ή και κουβέντες του αποθανόντος. Άβουλος εκείνος, θέλοντας και μη τα αποδέχεται.
Μόνο στην εφημερίδα «Τα Νέα», στο φύλλο της Δευτέρας, βρίσκεται ο εργένης Αργυρίου με υιό, αδελφό, βαφτιστήρα, ανίψια και λοιπούς συγγενείς. Εδώ, αλλάζουν οι προτεραιότητες σε όνομα και σε επαγγελματικές ασχολίες. Κηδεύουμε τον Αλέξανδρο Σταματίου Κουμπή. Από κάτω, εντός παρενθέσεως, με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, το Αλέξανδρος Αργυρίου. Επόμενη αράδα, πάντα με ψιλά: Πολιτικός Μηχανικός – Μελετητής Λογοτεχνίας. Πρόκειται για υποβάθμιση ενός εύηχου όσο και πανέξυπνου ψευδώνυμου, που συμπλήρωνε τότε 62 έτη αποκλειστικής χρήσης. Σε πόσα, άραγε, δημοσιεύματα εμφανίστηκε; Απίθανο να υπάρξει Βιβλιογραφία Αργυρίου. Να ήταν ποιητής ή μυθιστοριογράφος, κάτι θα γινόταν. Ο ίδιος, το 1993, είχε ξεκινήσει μία πρώτη βιβλιογραφική εγγραφή, περισυλλέγοντας περί τα 300 κείμενα. Το βάπτισμα του πυρός του Αργυρίου, ως ψευδώνυμο κριτικού, έγινε στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημ. Φωτιάδη, τα «Ελεύθερα Γράμματα». Όχι την πρώτη περίοδο, τη διετία 1945-1947, αλλά την δεύτερη, όταν τα πράγματα είχαν αρχίσει να αγριεύουν. Στο πέμπτο φύλλο της δεύτερης περιόδου, 15 Νοε. 1947, σαράντα μέρες αργότερα, προέκυψε η λεγόμενη Κυβέρνηση του Βουνού, προσωρινή την είχαν ονειρευτεί, με ποθητή έδρα την Κόνιτσα. Τελικά, έμεινε, όσο κράτησε, περιπλανώμενη στα βόρεια της Πίνδου.
Δεν ήταν δυνατόν, ο 26χρονος Κουμπής, φρέσκος απόφοιτος του ΕΜΠ, με το στρατιωτικό σε εκκρεμότητα, να φιγουράρει σε αριστερά έντυπα. “Περιοδικό της ζωντανής σκέψης”, ήταν ο υπότιτλος, ήτοι περιοδικό της Αριστεράς. Πάντως, τα δικά του κείμενα το μόνο που ανέτρεπαν ήταν τα κριτικά ήθη. Την πρώτη κριτική του, ο κρινόμενος συγγραφέας την εξέλαβε ως δυσμενή. Ήταν ο Γιώργος Δέλιος, Θεσσαλονικιός γαρ, του έστειλε ευχαριστήριο δελτάριο. Ο Αργυρίου πίστευε πως τον είχε περάσει για τον Αυγέρη, που ήταν από τους βασικούς συνεργάτες του περιοδικού. Ήταν για το τρίτο βιβλίο του Δέλιου, τη συλλογή διηγημάτων «Μουσική δωματίου», μετά δυο μυθιστορήματα. Σε ειρηνικούς καιρούς, άλλο ψευδώνυμο δεν προέκυψε. Ωστόσο, πριν το Αργυρίου, αλλά και παράλληλα, σε φοιτητικό έντυπο της Αριστεράς, είχε δοκιμάσει ένα άλλο, ελάχιστα ευφάνταστο, Αλέκος Ευσταθίου, καταγεγραμμένο από τον Κ. Ντελόπουλο.
Ο θάνατος του Αργυρίου, σε εκείνο το δευτεριάτικο φύλλο των «Νέων», καταχωρείται και στα περιεχόμενα του πολιτιστικού ένθετου. Το δημοσίευμα εκκινεί με ηχηρό τίτλο, «Η ελληνική λογοτεχνία έχασε τον κριτικό της» και αντίστοιχο πλαγιότιτλο: “Κορυφαίος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ακαταπόνητος Αλέξανδρος Αργυρίου πέθανε στα 88 του χρόνια αφήνοντας πίσω του μοναδικό έργο.” Σύντομο και ανυπόγραφο το δημοσίευμα στον «Ελεύθερο Τύπο», σημειώνει: “Υπήρξε για πολλούς ο τελευταίος κριτικός με ευρύτατη γνώση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξή της.” Με την απούσα, όμως, σε άλλες εφημερίδες πληροφορία, ότι “εργάστηκε κάνοντας μελέτες για το οπλισμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα.” Ένα ακόμη συντομότερο σημείωμα δημοσιεύεται στην «Απογευματινή». Ενυπόγραφο, καταχωρείται στο κάτω μέρος της σελίδας «Ωραία Ζωή». Είχε, άραγε, μία ωραία ζωή ο Αργυρίου;
Στην «Ελευθεροτυπία», το δημοσίευμα ξεκινά με την απόφανση: “Σπουδαίος διανοητής. Αυθεντία στη μελέτη και κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας που ποτέ, όμως, δεν λειτούργησε ως τέτοια. Μια νηφάλια αριστερή φωνή που, όμως, δεν έφερε τον ναρκισσισμό της ιδεολογίας και της γνώσης της.” Προφανώς, ο συντάκτης το αναφέρει ως προσόν. Στην περίπτωση, όμως, του Αργυρίου, λιγότερη ανασφάλεια θα του ομόρφαινε τη ζωή. Η «Καθημερινή», είναι η δεύτερη εφημερίδα, που καταχωρεί την κηδεία στα “κοινωνικά”. Η δημοσιογραφική κάλυψη, στο κάτω μέρος της σελίδας, αλλά γενναιόδωρη. Ο τίτλος, «Αλέκος Αργυρίου: ο “μηχανικός” της λογοτεχνίας», επιτρέπει ένα αφηγηματικό ξεκίνημα: “Ήταν για όλους «ο Αλέκος». Και αυτή η οικεία προσφώνηση είχε απεριόριστο σεβασμό, διαρκές νοιάξιμο και αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της πορείας και της αξίας του Αλέκου Αργυρίου στον χώρο της κριτικής και της ιστορίας της λογοτεχνίας για περισσότερα από 60 χρόνια.” Ο συντάκτης μάλλον ωραιοποιεί, καθώς η πρώτη βράβευση, με Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, ήρθε μόλις το 1984. Και μια δεύτερη, το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, το 1998. Το Αριστείο δεν του δόθηκε ποτέ. Μπήκε στη ζυγαριά το βάρος των υποψηφίων, όπου οι τόμοι της Ιστορίας του δεν κατόρθωσαν να υπερισχύσουν του σημαντικού εκτοπίσματος του συνυποψήφιου.
Κατά τα άλλα, “δεν έσβησε στον Ευαγγελισμό”, αλλά στην ιδιωτική κλινική Απολλώνειο, όπου τον πήγαν με την εμφάνιση των πρώτων περιπλοκών μιας πνευμονίας, που δεν είχε έγκαιρα αντιμετωπισθεί. Ο ίδιος δεν ήθελε το συγκεκριμένο νοσοκομείο. Εκεί είχε αποβιώσει η συνάδελφος, πρώην σύζυγος και εσαεί σύντροφος Άντεια Χατζιδάκη. Φροϋδικώς, μια σχέση, που πρόσφερε μητρική προστασία. Αν εκείνη δεν είχε φύγει, θα προλάβαινε τις περιπλοκές. Μόνος του, “δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτό το καζίκι.” “Νοσηλευόταν δυο μήνες”. “Λίγος ο κόσμος που βρέθηκε στο Α΄ Νεκροταφείο. Περισσότεροι αρχιτέκτονες, μηχανικοί, πολεοδόμοι. Οι άνθρωποι της λογοτεχνίας ήταν φανερά λιγότεροι. Ήταν όμως όλοι βαθιά θλιμμένοι.” Αυτοί, που ανέλαβαν τους δημόσιους αποχαιρετισμούς, είχαν ετοιμάσει τα μεγάλα λόγια: “Ο πιο σημαντικός δραματολόγος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα”, “ο άνθρωπος με το καθαρό μυαλό, την ιδιαίτερη ιστορική οξύνοια, την ολοκληρωμένη ηθική προσωπικότητα”. Και μία μεγάλη αλήθεια: “Ζούσε και ανέπνεε ως μέρος της λογοτεχνίας, προσέφερε τη ζωή του, θυσιάζοντας με γενναιότητα και αυταπάρνηση τις χαρές του βίου του.” Είναι η πολλοστή αναφορά στην Ιστορία του. Ουσιαστικά, αυτή αποτελεί τον πυρήνα όλων των δημοσιευμάτων, δημοσιογραφικών και μη.
Για τον ίδιο, επισημαίνονται ιδιότητες, όπως “φυσική ευγένεια”, αυτοδίδακτος, ερασιτέχνης, “ο δικός μας άνθρωπος που καλλιέργησε αποκλειστικά το χωραφάκι της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας”, “ο άνθρωπος μιας γενιάς που διέθετε λεβεντιά” ή, ακόμη, “ζωντανή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας”. Και άλλους οιστρήλατους επαίνους. Στις νεκρολογίες, φίλοι και ομότεχνοι συχνά αυτοπροβάλλονται, διανθίζοντας με αρκετές ανακρίβειες τις αναφορές τους σε γεγονότα ή και κουβέντες του αποθανόντος. Άβουλος εκείνος, θέλοντας και μη τα αποδέχεται.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/5/2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου